Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές (2013)

7
652

Το νέο βιβλίο του Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, παρουσίασε ο  Χρήστος Γιανναράς  με συνδιοργανωτές της εκδήλωσης τον Δήμο Καλαμαριάς και τον εκδοτικό οίκο «Ίκαρος» τον Δεκέμβριο του 2011.

Για το βιβλίο μίλησε ο ίδιος ο συγγραφέας και συζήτησε με το κοινό. 

Το βιβλίο συνιστά μια συναρπαστικά εύληπτη συγκεφαλαίωση του έργου του. Σε έναν προσωπικό, περίπου απολογισμό της δουλειάς του ο συγγραφέας εντοπίζει έξι θεματικές περιοχές της “φιλοσόφου ζητήσεως” όπου πιστεύει ότι ο ίδιος εκόμισε κάτι καινούργιο και γόνιμο. Θα ήταν προτιμότερο ασφαλώς ο εντοπισμός των κομισθέντων να προκύψει και να κριθεί από άλλους στο πεδίο απροκατάληπτου ερευνητικού ελέγχου, ο οποίος και συνιστά πάντοτε ό,τι ορίζουμε ως επιστημονική “πρόοδο”. Αλλά ένα τέτοιο πεδίο δεν είναι ούτε ορατό ούτε προβλέψιμο στη σημερινή Ελλάδα. Γι αυτό και η ζωτική για την πρόοδο ανάγκη της κριτικής εκφράζεται αναπόφευκτα ως πρόκληση ερωτημάτων: Τι κομίζει στη σύγχρονη επιστημολογία η αρχή του “αποφατισμού” της γνώσης, η κοινωνική επαλήθευση της γνώσης; Πόσο πραγματικά ανατρέπει τα κεκτημένα της καντιανής φιλοσοφίας η “κριτική οντολογία” ή “οντολογία του προσώπου”; Κυριολεκτεί ο όρος “οντολογία της Τέχνης”; Ποιόν εμπειρισμό μπορεί να διασώζει η συνεπής στον γλωσσικό πραγματισμό μεταφυσική; Υπάρχει φιλοσοφία χωρίς μεταφυσική; Η Ελλάδα και η Δύση συνιστούν δύο ασύμπτωτες φιλοσοφικές παραδόσεις; 

Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς γεννήθηκε τὸ 1935 στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ σπούδασε Θεολογία, ἐνῷ συνέχισε μὲ σπουδὲς Φιλοσοφίας στὴ Βόννη καὶ τὸ Παρίσι. Διδάκτωρ Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης. Διετέλεσε καθηγητὴς φιλοσοφίας στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν τῆς Ἀθήνας, στὸ Τμῆμα Διεθνῶν καὶ Εὐρωπαϊκῶν Σπουδῶν. Ἐπίσης, ἔχει διδάξει βυζαντινὴ θεολογία καὶ Φιλοσοφία στὸν Ἅγιο Σέργιο Παρισίων, στὸ Ἰνστιτοῦτο Οἰκουμενικῶν Σπουδῶν (Παρίσι), στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Γενεύης, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Κρήτης (Ρέθυμνο) κ.ἀ.

7 Σχόλια

  1. «Υπήρξε η γενιά του ’30. Μη την ξεχνάμε. Ήταν η πρώτη φορά, ύστερα από εκατό χρόνια ζωής του ελλαδικού κράτους, που διανοούμενοι και καλλιτέχνες σ’ ένα μεγάλο φάσμα – και με πάρα πολύ υψηλή κατάρτιση και παιδεία και ταλέντο – μας μίλησαν για τον πολιτισμό που παρήγε ο ελληνισμός προτού γίνει μεταπρατικό (δηλαδή μιμητικό) κράτος. Αυτοί μας άνοιξαν τα μάτια: Ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς… μέχρι τον Ελύτη και τον Σεφέρη.
    (Μη ξεχνάτε το δοκίμιο του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, το οποίο άλλαξε την αντίληψή μας για την ελληνική επανάσταση θα τολμούσα να πω.)
    Αλλά αυτή η ανακάλυψη, της γενιάς του ’30, δεν πέρασε ποτέ στα κέντρα λήψεως αποφάσεων. Δεν έγινε ποτέ παιδαγωγικό σύστημα. Δεν έγινε ποτέ πολιτικός σχεδιασμός. Ίσως χρειάζονται ακόμα περισσότερα χρόνια, δεν ξέρω. Αλλά είναι ένα μεγάλο υστέρημα το ότι δεν υπάρχει – τουλάχιστον στα κρίσιμα κέντρα αποφάσεων – αναζήτηση αυτού του πράγματος: Εάν η_ Ε λ λ ά δ α_ έ χ ε ι_ ν α_ π ρ ο σ φ έ ρ ε ι_ κ ά τ ι_ δ ι κ ό_ τ η ς.»

    Θα συμμεριστώ στο ακέραιο την επισήμανση τούτη, σε όλες ανεξαίρετα τις πτυχώσεις της. Θα συμπληρώσω, ωστόσο, ότι ακόμη κι αν δεν βρήκε πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων η (ποητικά και ζωγραφικά εκφρασμένη πρωτίστως) πρόταση της γενιάς του ’30 βρήκε, πάντως, πρόσβαση στην ψυχή του λαού της. Κυριώτατα, εν τέλει, μέσω τής_ μ ο υ σ ι κ ή ς_ π α ρ α γ ω γ ή ς_ της γενιάς του ’60. [b]Υπήρξε[/b] λοιπόν [b]η στιγμή που η Ελλάδα πρότεινε κάτι συγκλονιστικό[/b] – αν μη σε άλλους, στον εαυτό της!
    Αναφέρομαι στη στιγμή που, περπατώντας κάποιος στις γειτονιές, άκουγε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα αναπαλμούς του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου, του Μούτση ή του Λοϊζου…
    Κι ύστερα; Ύστερα ήρθαν το Mega και ο Antena. Δηλαδή, ο πολιτιστικός μας αρμαγεδώνας.

    [b]Ώστε να αποδειχθεί ότι ακόμα και ο πολιτισμός δεν αποβαίνει, επί μακρόν, ικανός να ορθοποδεί από μόνος του.[/b]

    ΥΓ: Σύσσωμος κάθε [i]πολιτισμός[/i], δηλαδή κάθε [i]συλλογική βιοτή[/i] – ισχυρίζομαι – απαρτίζεται από προεκτάσεις τού γενέθλιου [i]λόγου[/i] της. Εξακολουθεί οπότε να ανθοφορεί ενόσω, κι απ’ την πλευρά της, τον προασπίζεται. Όταν όμως αρχίσει να του δυσπιστεί, τότε αφυδατώνει απλώς το κλαδί που την έθρεψε.
    Ο [b]λόγος[/b], όχι, δεν αρκεί από μόνος του: Οφείλει να παραπέμπει, ναι, στη [b]ζωή[/b]. Αλοίμονο στη ζωή, ωστόσο, που θα πάψει να παραπέμπει κι εκείνη, με τη σειρά της, στο λόγο.

  2. Αγαπητέ Γιώργο,

    καταπληκτικές οι επισημάνσεις σου. Ο πολιτιστικός μας Αρμαγγέδων, ανοίγει την προοπτική μιας “χιλιετούς βασιλείας”, αρκεί να γίνουμε, όπως λέι και ο Ζιάκας, “χριστιανοί εκ μεταστροφής”, με άλλα λόγια με συνείδηση, και όπως είπες, με λόγο.

    Όπως πολλές φορές έχω προτείνει, πρέπει , όπως νομίζω, να αναρωτηθούμε ποιο είναι το ιστορικό ζητούμενο. Υπάρχει δηλαδή το “νόημα της εποχής”.

  3. Αγαπητέ Παύλο, έχει νομίζω αξία να ανοίγουμε / συνεχίζουμε μια συζήτηση για τον [i]λόγο[/i] με αφορμή μια ανάρτηση στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ο Χρήστος Γιανναράς:
    Δίπλα σε μια μαγνητοσκόπηση, δηλαδή από εκείνες που πιστοποιούν ότι διανύουμε την εποχή κατά την οποία ο [i]μοναδικός[/i] ενδιαφέρων – περί ανθρώπου, ιστορίας και κόσμου – λόγος μπορεί να αρθρωθεί υπό “οπτικής γωνίας” θεολογικής!

    «Ποιο είναι το νόημα της εποχής αυτής», είναι το ερώτημα που προσκομίζεις. Η απάντηση μού φαίνεται αδιαφιλονίκητη: Είναι η α ν ά κ τ η σ η, ακριβώς, του πεδίου του [b]λόγου[/b] – από μέρους των προσώπων τόσο, όσο και από μέρους των κοινωνιών.

    «Χριστιανoί με συνείδηση», τώρα, εγώ ισχυρίζομαι ότι υπάρχουν. Δεν εμφανίζονται – παραδέχομαι – εξ ίσου αρκετοί χριστιανοί με έκφραση λόγου. Αυτό ειδικά, ωστόσο, άφησέ με να υποστηρίξω ότι αποτελεί πρωτίστως το καθήκον των [b]θεολόγων[/b]. Για να μιλήσω, όμως, ακριβέστερα θα πρέπει να διευκρινίσω ότι – ακόμα πρωταρχικότερα – αυτό ακριβώς συνιστά την οφειλή των [b]διανοουμένων[/b].
    [i]Θεολόγοι[/i] που να γίνονται και [i]διανοούμενοι[/i] – οπότε – δεν υπάρχουν πολλοί, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε. Θ’ απέβαινε εν τούτοις, κι αυτή, μια απόφανση (διατείνομαι) άδικη: Το δίκαιο θα ’ταν να διακρίνουμε ότι αυτό που, κυρίως, στερούμαστε είναι [i]διανοούμενους[/i] που να μας αποκαλύπτονται και ως [i]θεολόγοι[/i].

    Η καίρια συζήτηση – θαρρώ – οφείλει να ξεκινά από τούτη τη συνειδητοποίηση.
    [b]Αρκεί ωστόσο μια ματιά στα θεολογικά περιοδικά, αρκεί μια ματιά στις σελίδες (εδώ) διαλόγου του “Αντιφώνου” για να παρατηρήσουμε ότι αυτό, συγκεκριμένα, είναι το σημείο στο οποίο – αντί να ξεκινά – η συζήτηση παύει.[/b]

  4. Αγαπητέ Γιώργο, οι διαπιστώσεις σου είναι “δραματικά” εύστοχες. Δεν μπορώ να συμπληρώσω ούτε μία τελεία. Αναρωτιέμαι μόνο, μήπως αυτή η δυσθυμία – και με αυτό επιδιώκω να ανοίξω μια συζήτηση – οφείλεται στο ότι η ορθόδοξη αντίληψη των πραγμάτων δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να συμπεριλάβει στους προβληματισμούς της το πεδίο της ιστορίας.

    Η ιστορία, νομίζω, γίνεται αντιληπτή από τους θεολογούντες (όπως κι αν εκληφθεί ο όρος) μάλλον ως πεδίο φανέρωσης του Θεού. Στη Δύση έγινε κατανοητή ως πεδίο δράσης του ανθρώπου. Μήπς εδώ χρειάζεται κάποια σύνθεση; Με άλλα λόγια, τι σημαίνει επί του συγκεκριμένου ότι θέλουμε μια κοινωνία προσώπων και πως αυτό μπορεί να αφορά τον καθ’ ημέραν βίο;

    Με άλλα λόγια, η πολιτική κοινωνία ως πεδίο δράσης του ανθρώπου πρέπει να φανερώνει έναν εσχατολογικό προσανατολισμό, να αναζητεί το Θείον. Όπως αναφέρει ο Ζιάκας, στο τεχνοσύστημα των δυτικών κοινωνιών, ο Χριστός “ηττάται” κατά κράτος. Και αυτές όμως πνίγονται στον μηδενισμό.

    Εγώ τώρα προτείνω, ότι η αναφερθείσα σύνθεση πρέπει να υπάρξει ως κοινωνικό ζητούμενο (πολλοί πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο ήταν το Βυζάντιο, αλλά για πολλούς λόγους, που πρέπει να παρουσιασθούν αναλυτικά, νομίζω ότι δεν ήταν). Η πολιτεία ως κοινωνία προσώπων είναι πάντως η μόνη απάντηση στην παρούσα κρίση, η οποία μπορεί να αποδειχθεί γι’ αυτούς τους λόγους θεϊκή ευλογία.

  5. Η Ιστορία ως πεδίο φανέρωσης του Θεού και η Ιστορία ως πεδίο δράσης του ανθρώπου αποτελούν, αγαπητέ Παύλο, δύο εκδοχές τόσο καταφανώς αλληλοσυμπληρούμενες ώστε να μη νομίζω ότι θα βρεθεί άνθρωπος να διαφωνήσει στη διάθεση σύνθεσής τους.
    Μήπως η ορθόδοξη αντίληψη, αναρωτιέσαι, δεν περιέλαβε στους προβληματισμούς της το πεδίο της [b]ιστορίας[/b]; Στην αστοχία ετούτη – αντιτείνω – εγώ βλέπω να υπέπεσε μονάχα η… μετα-ορθόδοξη αντίληψη: Εκείνη που έπαψε να περιλαμβάνει στους προβληματισμούς της, αυτόν τούτον, το [b]λόγο[/b]. Μετά απ’ αυτόν (φυσικά) και ο,τιδήποτε άλλο…

    Το πεδίο της ιστορίας, ωστόσο, πριν από τους ανθρώπους της [i]πράξης[/i] αφορά τους ανθρώπους της [i]θεωρίας[/i]: [b]Η ιστορία της γης[/b] – διατείνομαι – [b]είναι[/b], πρωτίστως, [b]η ιστορία της φιλοσοφίας της[/b].
    Η ιστορία της γης λοιπόν ακολουθούσε (σε βάθος πεδίου – δηλαδή, προφανώς, και με παρενθετικές οπισθοδρομήσεις) α ν ε λ ι κ τ ι κ ή πορεία, έως ότου οι Φιλόσοφοι έπαψαν, αίφνης, να διαθέτουν το χάρισμά τους στην υπηρεσία της κοινωνίας τριγύρω τους – και αποφάσισαν να το διαθέτουν, περαιτέρω, στην υπηρεσία μόνο του εαυτού τους.
    [b]Η Αναστροφή ετούτη, στη μοίρα της γης, διάλεξε να αυτο-οριστεί ως Διαφωτισμός![/b]

    Πρόκειται για το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο η συνομιλία ανάμεσα σε εμάς τους δύο, καλέ μου φίλε, έχει ξανά ακινητοποιηθεί: Κατανοώ βέβαια ότι ο ορισμός που εσύ δίνεις στον όρο ([i]διαφωτισμός[/i]) είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον που δίνω εγώ. Ποιος απ’ τους δυο μας ωστόσο ευστοχεί, μας το αποκαλύπτει σήμερα η ίδια η ιστορία, στο πρόσωπο – ποιου αλλουνού; – του “λαϊφ- στυλίστα”.
    [b]Ένας Πολιτισμός, λέω, συγκεφαλαιώνεται στον Ανθρωπολογικό Τύπο τον οποίο διαπλάθει. Και ο ολοκληρωμένος (πλέον) “ανθρωπολογικός τύπος” των νεώτερων χρόνων είναι, ακριβώς, αυτός που μόλις ανέφερα.[/b]

    Την ευθύνη της ιστορικής τούτης έκβασης – καταλήγω – επ’ ουδενί την έχει ο [i]θεολόγος[/i], περισσότερο από όσο την έχει ο [i]διανοούμενος[/i].
    Επί του προκειμένου πεδίου, το καίριο, οπότε, ερώτημα που απομένει είναι – ισχυρίζομαι – [b]ένα[/b], το οποίο επιδέχεται πάντως [b]διπλή[/b] διατύπωση: Γιατί ο διανοούμενος δεν γίνεται θεολόγος; Γιατί ο θεολόγος δεν γίνεται διανοούμενος;

  6. αγαπητέ Γιώργο,

    επιχειρώντας να ανοίξω περαιτέρω την συζήτηση, αναρωτιέμαι μήπως δεν κατανοούμε ορθώς το νόημα του διαφωτισμού, κοιτώντας απλώς στην έσχατη συνέπεια του, την οποία εγώ ονομάζω μηδενισμό.

    Ένας “ορθόδοξος διαφωτισμός” δεν θα επρόκειτο βέβαια να κινηθεί απλώς στο ίδιο πλαίσιο. Επομένως, σε τι θα μπορούσε να μάς ενδιαφέρει ο διαφωτισμός; Ας θυμηθούμε τον περίφημο ορισμό του Καντ: “Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος, και η οποία συνιστάται στο να σκέπτεται κάποιος άλλος για αυτόν”. Αυτός ο ορισμός ήταν βεβαίως ευθέως αντιπαρατιθέμενος προς κάθε αυθεντία, και την θρησκευτική. Από την ορθόδοξη σκοπιά εύκολα καταλαβαίνουμε ότι οδηγεί στην αθεϊα. Ωστόσο, δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο την αρνητική πλευρά. Στη Δύση ο διαφωτισμός έδρασε ιστορικά με τρόπο απελευθερωτικό για τον άνθρωπο, οδήγησε δε στην ανάπτυξη της συνείδησης υπευθυνότητας και αυτοκαθορισμού του ευρωπαίου πολίτη.

    Ο ευρωπϊκός διαφωτισμός οδηγήθηκε στον σημερινό μηδενισμό όχι διότι αρνήθηκε τον Θεό (στην πραγματικότητα δεν τον αρνήθηκε), αλλά διότι προέρχεται από μία παράδοση της οποία κεντρικό χαρακτηριστικό ήταν η απουσία Θεού, ένας χριστιανισμός χωρίς Χριστό.

    Σε τί συνίσταται λοιπόν στην δική μας περίπτωση η έλλειψη διαφωτισμού; Σε εμάς συνίσταται στο ότι δεν κατανοούμε την παράδοσή μας, από την οποία εκ των πραγμάτων έχουμε (ως λαός) αλλοτριωθεί. Σε εμάς το κάλεσμα στον λόγο, δεν έχει το νόημα ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τις δεισιδαιμονίες μας, αλλά κατ’ ουσίαν αυτό το οποίο αναζητείς, δηλαδή να καταδείξουμε ότι η παράδοση έχει λογικό περιεχόμενο, ότι αποτελεί εν τέλει την γνώση του όντος εν γένει.

    Και έρχομαι έτσι πάλι στο ερώτημά σου. Για τί δεν γίνονται οι θεολόγοι διανοούμενοι; Μα, επειδή δεν κατανούν την παράδοση. Γιατί δεν γίνονται οι διανοούμενοι θεολόγοι; Μα, επειδή δεν νοούν πράγματι κατά τον Λόγον, αλλά κατά το ιδικό τους ανώφελο θέλημα, καθώς δεν τους δείχνει κανείς τον Λόγο ως όντως λόγο. (Δεν παραγνωρίζω την συνεισφορά των θεολογούντων τις τελευταίες δεκαετίες προς την αναφερθείσα κατεύθυνση, αλλά νομίζω ότι δεν επαρκεί. Σε επικείμενο άρθρο περί των λόγων των όντων με βάση την διατριβή του π. Νικόλαου Λουδοβίκου, ελπίζω να φέρω στο φως διαστάσεις της θεολογίας μας που δεν έχουν γίνει επαρκώς αντιληπτές και την αναδεινύουν ως την κατ’ εξοχήν επιστήμη του όντος).

  7. Τις “Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές” τις διαβάζω έξι μήνες τώρα, και θα χρειαστώ άλλους τόσους. Όμως, ήθελα να αντιγράψω εδώ την Κατακλείδα, δηλαδή την Έβδομη φιλοσοφική ζωγραφιά:

    [i][b]Κατακλείδα[/b][/i]

    [i][b]Μιά περίπου συμπερασματική κατάθεση θα μπορούσε να τολμηθεί, αν και με “λογικό τόπο” δυσδιάκριτο μέσα στις λόχμες των συναισθημάτων και της ηθικολογίας:[/b][/i]
    [i] [b]Αυτό που μένει από τον άνθρωπο μετά τον θάνατό του, στους “περιλειπόμενους”, το μόνο πραγματικό, οντολογικά οριζόμενο, είναι το πόσο πρόλαβε να αγαπήσει, πόση ελευθερία από το εγώ του χαρίστηκε. Είναι το μόνο μέτρο για να μετρηθεί και το τί “εκόμισε εις την Τέχνην”. Τέχνη δεν είναι, βέβαια, το ταλέντο, δεν είναι η ευφυΐα καινοτόμων ευρημάτων. Είναι να ειπωθεί, με οποιαδήποτε γλώσσα, η αυθυπέρβαση, η αυτοπροσφορά – δηλαδή, αθέλητα, να αναδυθεί η προσωπική μοναδικότητα, ανόμοια και ανεπανάληπτη. Μένει και διαρκεί (“σώζεται”) αυτό που εκούσια “απόλλυται”. Τέχνη είναι η γλώσσα της εκούσιας αυταπώλειας: της πληρωματικής ελευθερίας που πραγματώνεται μόνο ως αγαπητική σχέση. Και μαρτυρεί ακατάλυτη την ετερότητα.[/b][/i]
    [i] [b]Αυτή η περίπου συμπερασματική κατάθεση θα μπορούσε να είναι η Έβδομη Ζωγραφιά του βιβλίου, αν είχε κατορθωθεί να προσεγγίζεται όχι μόνο σαν νοσταλγία.[/b][/i]

    [i] 21 Ιανουαρίου 2011[/i]

    Σε μένα λέει:

    Αν με ρωτάτε γιατί έζησα και τί ήταν το έργο που σας έδωσα,
    θα πώ ότι προσπάθησα, με κάθε βήμα,
    να βγώ από τον εαυτό μου και να σας αγαπήσω.
    Κι αν μου πείτε ότι δεν τα κατάφερα,
    δεν θα αμυνθώ στο τέλος, μόνο θα σας πώ
    πως δεν μπορείτε να μου αρνηθείτε, ότι αυτό νοστάλγησα βαθειά.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ