Χάρης Καμπουρίδης
Οι βασικές πηγές στη ζωγραφική του Γιάννη. Τσαρούχη είναι ο Φώτης Κόντογλου, οι φιγούρες του Καραγκιόζη και ο Θεόφιλος στην αρχή, ο Ματίς και ο Μπράκ αργότερα, ώσπου, γρήγορα, να φτάσει να μάς δώσει σπουδαίες στιγμές από την νεοελληνική ζωή μ’ ένα πολύ προσωπικό ύφος.
Νεοκλασσικά κτίρια, λαϊκά πρόσωπα ζωγραφισμένα με τρυφερότητα και ιεροσύνη, σαν σε αγιογραφία. Ο Τσαρούχης εικονογραφεί την μορφική ιδιαιτερότητα, χωρίς την σκληράδα της κριτικής που κατά κανόνα συνοδεύει τον ρεαλισμό.
Οι Τέσσερις Εποχές (1968-69) Ελαιογραφία σε μουσαμά, 160 x 295 εκ. Συλλογή E. Δοξιάδη
Αυτή η όψη τού τόπου τότε μόλις έβρισκε ευρεία θεσμική υποστήριξη απ’ τους διανοουμένους. Είναι η ίδια εποχή που ο Ντ. Χριστιανόπουλος και ο Μ. Χατζιδάκης μιλούν για το ρεμπέτικο, που η Δημοτική γλώσσα περνά στα σχολεία, και που ο Σπ. Βασιλείου (ξεκινώντας αρκετά πριν, μέσω φλαμανδικής ηθογραφίας) εικονογραφούσε καθημερινές περιπέτειες τού βλέμματος σέ μικροπράγματα. Είναι επίσης τά χρόνια τής “Στέλλας”, όπου ο Τσαρούχης έκανε εκφραστικότατα σκηνικά. Απ’ την άλλη πλευρά, σ’ αυτές τις ίδιες μεταπολεμικές δεκαετίες που ο Τσαρούχης καθιέρωνε τήν παρουσία του, υπήρχε παράλληλα και η Ελλάδα του Δημήτρη Μητρόπουλου, της Μαρίας Κάλλας, όσο και ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας με το εγκεφαλικό έργο του, ενώ οι νέοι τότε αφηρημένοι (Ν. Κεσσανλής, Κ. Τσόκλης, κ.ά.) μαθήτευαν στο Παρίσι το διεθνές εικαστικό ύφος που τελικά μάς επέβαλαν αργότερα.
Από στενά εικαστικά άποψη, ο Τσαρούχης υπήρξε ελάχιστα ή καθόλου καινοτόμος. Η προσήλωσή του στα πορτραίτα τού Φαγιούμ ήταν η ουσιαστικότερη απ’ τις επιδράσεις που δέχθηκε. Η πνευματική κατάθεση τού Τσαρούχη δεν συμμετέχει στον κύριο κορμό τής δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Κυριαρχεί, αντίθετα, σε δικό μας εθνικό επίπεδο, ολοκληρώνοντας όσα οραματίσθηκαν ο Κ. Παρθένης ή ο Φ. Κόντογλου. Στον βαθμό που η ιδεολογική αυτάρκεια τής κοινωνίας μας είναι ένα αποδεκτό αίτημα, ο Τσαρούχης είναι ένας εθνικός ζωγράφος. Με συνείδηση τού σταυροδρομικού χαρακτήρα τού πολιτισμού μας, επεχείρησε μόνος του μια ζωγραφική αναγεννησιακού ύφους μέ ανατολική ασκητικότητα.
Παράδοση, προσήλωση στα εργαλεία και στην ηθική τού συναφιού και της μαστοριάς. Εικονογράφησε διαπεραστικά πολλές οπτικές μνήμες που θα μάς συνοδεύουν εφεξής, σε έργα γεμάτα κατασκευαστικό μεράκι και ψυχική αφοσίωση.
πηγή: Αντίφωνο, από την “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ” του ΔΟΛ