Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε το 31 π.Χ., και εξέπνευσε το 1453. Από δικαιοπολιτική άποψη είναι μια ενιαία οντότητα. Καθιερώθηκε, ωστόσο, να ονομάζουμε «Βυζάντιο» μόνο την περίοδο η οποία αρχίζει το 330 μ.Χ., που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη η έδρα του Αυτοκράτορα και της Συγκλήτου, ενώ παράλληλα σταμάτησαν οι Διωγμοί και ο χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της οικουμένης- κράτους.
Οι τέσσερις αιώνες της προβυζαντινής περιόδου (από το 31 π.Χ., που ο Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε την Αυτοκρατορία, ως τον 4ο αιώνα που ο Κωνσταντίνος την βάφτισε χριστιανική) χαρακτηρίζονται από βαθιά ανθρωπολογική αναμόχλευση, στο έδαφος της οποίας αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός. Είναι η εποχή που η προσωνυμία «ρωμαίος», αναφερόμενη στην ιδιότητα του πολίτη της ρωμαϊκής οικουμένης, κατέληξε να συναιρεί την λατινική και την ελληνική ιδιαιτερότητα, στη βάση του χριστιανισμού.
Η κοινή προσωνυμία αντανακλά τη συμμαχία των δύο βασικών συνιστωσών της Αυτοκρατορίας, της λατινικής και της ελληνικής, υπό την πολιτική ηγεμονία της πρώτης και την πολιτιστική ηγεμονία της δεύτερης. Δύο είναι οι απειλητικοί βαρβαρικοί πόλοι, η αντιμετώπιση των οποίων συγκροτεί τη λατινο-ελληνική ενότητα: ο ένας στον Βορρά και ο άλλος στην Ανατολή. Αρχικά οι ισχυρότερες πιέσεις ασκούνται από τον Βορρά. Στη συνέχεια οι πιέσεις από τον Βορρά και οι πιέσεις από την Ανατολή ισοσταθμίζονται. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μάχεται σε δύο μέτωπα και οι δυνάμεις της διχάζονται. Η μεταφορά του κέντρου της στην Κωνσταντινούπολη υπαγορεύτηκε απ’ αυτό τον διχασμό. Πρώτα πέφτει το δυτικό μέτωπο. Παράλληλα χάνεται η Μέση Ανατολή. Έπειτα από μια μακρά ισορροπία, με την οποία κυρίως συνδέεται η «καθαρώς» βυζαντινή περίοδος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πέφτει και το ανατολικό μέτωπο.
Η εξασθένιση και πτώση του δυτικού μετώπου, είχε ήδη διασπάσει τη λατινο-ελληνική ενότητα. Το λατινικό στοιχείο υποτάσσεται, έκτοτε, στο νορδικό και η σύντηξή τους στηρίζεται στην αποπομπή του ελληνικού πόλου. Η ρήξη επικυρώνεται με το Σχίσμα και τις Σταυροφορίες. Μετά τη λατινο-ελληνική ρήξη το ελληνικό στοιχείο μάχεται, μόνο του πλέον, και πάλι σε δύο μέτωπα: με τους Φραγκολατίνους από την πλευρά της Δύσης και με τους Τούρκους από την πλευρά της Ανατολής. Στο τέλος προτιμά να υποδουλωθεί πολιτικά στους δεύτερους παρά να υποδουλωθεί πνευματικά στους πρώτους.
Αν τώρα εφαρμόσουμε στην ιστορία του βυζαντινού κράτους το σχήμα διαμόρφωση – σταθεροποίηση - παρακμή, η εικόνα μας ολοκληρώνεται: Μπορούμε να πούμε ότι οι τρεις πρώτοι βυζαντινοί αιώνες (4ος-7ος) είναι η φάση όπου διαμορφώνεται η φυσιογνωμία του Βυζαντίου, οι επόμενοι τέσσερις (από τον 7ο ως τον 11ο) είναι η φάση της σταθεροποίησής του και οι υπόλοιποι τρεις (12ος - 15ος) είναι η φάση της παρακμής του. Η περίοδος της διαμόρφωσης σημαδεύεται από την ανάδυση της νορδικής δυνάμεως στη Δύση και της αραβικής στην Ανατολή. Η παρακμή σημαδεύεται από την έναρξη της τουρκοκρατίας στη Μικρά Ασία (1081) και καθίσταται ανεπίστρεπτη με την κατάληψη και λεηλασία της Βασιλίδος των πόλεων από τους σταυροφόρους το 1204.
("Αὐτοείδωλον ἐγενόμην…Το Αίνιγμα της Ελληνικής Ταυτότητας Ειδική Εισαγωγή" εκδ Αρμός, 2005)
Εἶναι ὑποδειγματικὴ ἡ ἀνάλυση τοῦ Δασκάλου Θ.Ι. Ζιάκα.
Δὲν τολμῶ νὰ σχολιάσω οὔτε ἕνα σημεῖο.
Θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω μόνο μιὰ ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη λατινοφώνων Ὀρθοδόξων, ποὺ αὐτοπροσδιορίζονται μὲ περηφάνεια Ῥωμαίοι ἀκόμη καὶ σήμερα.
Πρώτη μου ἐπαφὴ μὲ τὴν ῥωμαϊκότητα, ποὺ ἐπιβίωνε μέσα στὴν Ὀθωμανοκρατία, ἦταν τὰ γραπτὰ τοῦ ποιητὴ π. Κωνσταντὶν Βιργὶλ Γκεωργκίου. Ὁ Μολδαβὸς αὐτὸς συγγραφεὺς ἀνέφερε πολὺ συχνᾶ τὴν φράση “ἑμεῖς οἱ Ῥωμαίοι τῶν ἀνατολικῶν πλαγιῶν τῶν Καρπαθίων΄΄.
Ἀνεκτίμητες εἶναι καὶ οἱ μαρτυρίες τῶν Θεσσαλῶν Ἀρμάνων συγγενῶν μου. Διατηροῦν τὴν νεο-λατινική τους διάλεκτο πεισματικά, καὶ δὲν διαπραγματεύονται ὅτι εἶναι γέννημα θρέμμα Ἀρμάνι (Ῥωμαίοι δηλαδή).
Δυστυχῶς, ὁ κατακερματισμὸς τῶν λατινοφώνων Ὀρθοδόξων Ῥωμηῶν, καὶ ὁ “ἐγκλωβισμός΄΄ τους σὲ σλαυικὲς κατακτήσεις, σὲ ἕνα τόξο ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Σλοβακία καὶ καταλήγει στὴν Μαύρη Θάλασσα, κατέστησε ἀδύνατη τὴν ἐπικοινωνία μεταξύ τους.
Σήμερα, τὴν πατρότητα τῆς βλαχικῆς κοινότητας τῆς Βορείου Ἠπείρου διεκδικεῖ τόσο ἡ Ἑλλάδα, ὅσο καὶ ἡ Ῥουμ-ανία.
Τί κρίμα…
…ἀντὶ νὰ κοιτάμε τί μᾶς ἐνώνει, προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε τί μᾶς χωρίζει.
Υ.Γ.
Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στὸ Ἀντίφωνο καὶ στὸν κ. Ζιάκα, γιὰ αὐτὸ τὸ μικρὸ “δωράκι΄΄. Ἀπαιτοῦμε περισσότερα ἀποσπάσματα καὶ κείμενα τοῦ κ. Ζιάκα, ὅπου πραγματεύεται τὴν προσωπικὴ ταυτότητα!