Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μίλησε μνήμη

0
1165

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μίλησε μνήμη, Ἐκδόσεις Πατάκη, Ἀθήνα 2013, σ. 401

Στό βιβλίο αὐτό ὁ Ρῶσσος λογοτέχνης Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977) συγκεντρώνει τίς ἀναμνήσεις του τῶν ἐτῶν 1903-1940.  Δέν καταγράφει, δηλαδή, τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του μετά τό 1940. Καί γιά νά μιλήσω σύμφωνα μέ τήν δική του διάκριση, πού θυμίζει τήν τριαδική διαδοχή τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ φιλοσόφου Γκ. Χέγκελ (1770-1831): «Τά εἴκοσι χρόνια (1899-1919) ὁλοκληρώνουν τό νόμο τῆς θέσης. Εἴκοσι ἕνα χρόνια ἠθελημένης ἐξορίας στήν Ἀγγλία, στή Γερμανία καί στή Γαλλία (1919-1940) παρέχουν τήν προφανῆ ἀντίθεση. Ἡ περίοδος πού ἔχω ζήσει στή θετή μου πατρίδα (1940-1960) σχηματίζει μία σύνθεση» (σσ. 330-331).

Ἀπό τήν ἄποψη τῶν οἰκογενειακῶν ἀναμνήσεων ἔχει ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ναμπόκοφ ἀναφέρεται στόν πατέρα του καί στήν μητέρα του καί λιγότερο στά ἀδέλφια του. Ἀρκετές καί ἀσυνήθιστες λεπτομέρειες δίδονται γιά τούς παιδαγωγούς διαφορετικῶν ἐθνικοτήτων. Συνδέει δέ πολλές φορές ὁ Ναμπόκοφ τήν μνήμη μέ τήν παιδικότητα (βλ. σχετικῶς σ. 97, σ. 147, σ. 149, σ. 284).

Ἡ οἰκογένεια στήν ὁποία μεγάλωσε ὁ Ρῶσσος λογοτέχνης, εἶναι τυπικά μεγαλοαστική, μέ συνήθειες εὐρωπαϊκές, φιλελεύθερων καί ὄχι μοναρχικῶν ἀντιλήψεων, ἀλλά μέ μία ζωή πού θά ζήλευε ὁ Ρῶσσος κάθε ἐποχῆς καί βεβαίως τῆς προεπαναστικῆς περιόδου, ἔστω κι ἄν σ’ ἕνα χωρίο πού θά πρέπει νά ἀναγνωσθεῖ προσεκτικά, ὁ συγγραφέας γράφει τά ἑξῆς: «Ἡ παλαιά διαφορά μου μέ τή σοβιετική δικτατορία δέν ἔχει τήν παραμικρή σχέση μέ οἱοδήποτε ζήτημα περιουσίας ... Ἡ νοσταλγία πού ἔθρεψα ὅλα αὐτά τά χρόνια εἶναι μία ὑπερτροφική αἴσθηση χαμένης παιδικότητας, ὄχι ἡ λύπηση χαμένων τραπεζογραμμματίων» (σ. 97).

Ὡστόσο, σέ μία συγκέντρωση ἀναμνήσεων, καί μάλιστα κάποιου ἀξιόλογου συγγραφέως, εἶναι ἀναμενόμενο νά ὑπάρχουν καί ἐκτιμήσεις περισσότερο λογοτεχνικές. Κατ’ ἀρχάς, μέ τήν ἄποψη τοῦ Ναμπόκοφ ὅτι ὁ Σταντάλ, ὁ Μπαλζάκ καί ὁ Ζολά εἶναι «τρεῖς ἀπεχθεῖς μετριότητες» (σ. 218) εἶναι πολύ πιθανόν νά διαφωνήσει κανείς. Ἐξ ἄλλου, σ’ ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο ὁ Ναμπόκοφ δείχνει τήν προτίμησή του σέ συγκεκριμένους Ρώσσους κλασσικούς: «τήν ποίηση τοῦ Πούσκιν καί τοῦ Τιοῦτσεφ, τήν πρόζα τοῦ Γκόγκολ καί τοῦ Τολστόϊ» (σ. 318), ἀφήνοντας διακριτικά ἔξω ἀπό τό λογοτεχνικό του σύμπαν τόν Ντοστογιέφσκι (πβ. σ. 343: «Οἱ ντοστογιεφσκικές ἐξομολογήσεις μοῦ εἶναι ξένες»).

Ἐπίσης τό βιβλίο περιέχει καί ἐκτενεῖς κρίσεις γιά τό καθεστώς τῶν μπολσεβίκων, ἕνα καθεστώς «αἱματοχυσίας, στρατοπέδων συγκεντρώσεως καί ὁμηρίας» (σ. 291). Παραδέχεται καί ὁ Ναμπόκοφ ὅτι «ὑπό τό τσαρικό καθεστώς ὁ Ρῶσσος θιασώτης τῆς ἐλευθερίας εἶχε ἀσυγκρίτως περισσότερα μέσα  στή διάθεσή του γιά νά ἐκφραστεῖ καί μάλιστα διατρέχοντας ἀσυγκρίτως λιγότερους κινδύνους, ἀπ’ ὅ,τι ἐπί καθεστῶτος Λένιν» (σσ. 316-317). Δέν θά ἀμφισβητήσει κανείς τό γεγονός ὅτι «ὅλες οἱ φιλελεύθερες δημιουργικές δυνάμεις εἶχαν ἐγκαταλείψει τή Ρωσσία τοῦ Λένιν καί τοῦ Στάλιν» (σ. 336).

Τό τελευταῖο ζήτημα στό ὁποῖο θά ἀναφερθῶ, εἶναι ἡ «ρωσσικότητα» τοῦ Ναμπόκοφ. Ὁ ἴδιος γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἱστορία τῶν πανεπιστημιακῶν μου χρόνων στήν Ἀγγλία εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἡ ἱστορία τῆς προσπάθειάς μου νά γίνω Ρῶσσος συγγραφέας» (σ. 313). Δέν εἶμαι εἰδικός στήν πρόζα τοῦ Ναμπόκοφ (γιά τήν ἀκρίβεια, ἔχω διαβάσει μόνον τό βιβλίο του γιά τόν Γκόγκολ στά ἀγγλικά καί τά δοκίμιά του πάνω στούς Ρώσσους κλασσικούς στά γαλλικά), ἀλλά νομίζω ὅτι τό ὕφος καί τό περιεχόμενο τοῦ «Μίλησε, Μνήμη», καί ἀκόμη ἡ περιγραφή καί ὁ αὐτοσαρκασμός, τό χιοῦμορ καί ὁ ρεαλισμός του στό βιβλίο πού παρουσιάζω ἐδῶ, ἔχουν μία ἀγγλική (καί κυρίως ἀμερικανική) ἀλλά ὄχι πάντως ρωσσική καταγωγή.

 πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ