Tίτλος : Θρησκεία και Επιστήμη Συμβολή στην επιστημολογική Διαλεκτική Ακτίστου και Κτιστού
Συγγραφέας : Σπύρος Τσιτσίγκος
Εκδόσεις : Tremendum, Ιανουάριος 2010
Για έναν κόσμο, όμως, που αμφιβάλλει ολοένα και περισσότερο για τον εαυτό του, η Φιλοσοφία και η θρησκεία είναι εκ των προτέρων οι πιο αρμόδιες να τον πληροφορήσουν για την ακριβή κατάσταση και θέση στην οποία βρίσκεται. Πράγματι, σε κρίσιμες στιγμές τού ιστορικού Πνεύματος όσοι ζητούν να μάθουν τον λόγο τής ιστορικής ανάγκης και αισθάνονται εξ ονόματος της εποχής τους την αγωνία τής απουσίας απαντήσεων και συνάμα το βάρος τού υπαρξιακού ερωτήματος, στοχάζονται και φιλοσοφούν
Οι θρησκείες, διαθέτοντας το πνεύμα τής προφητείας, μπορούν και αφουγκράζονται, πολύ πριν από τη Φιλοσοφία ή την Επιστήμη, τα αποκαλυπτικά μηνύματα μιας εποχής. Έτσι, οι αποκαλυπτικοί καιροί έχουν γίνει συνώνυμο των περιόδων κρίσεων. Η σύγχυση και αβεβαιότητα αυτή μαζί με τις δυσοίωνες παγκοσμίως προσδοκίες για την ποιότητα ζωής τού «ηλεκτρονικού», «μιντιακού» και «οικολογικού» ανθρώπου τού 21ου αιώνα, όπως και τής απειλής για μία πλανητική αυτοκαταστροφή (βλ. οικολογική, ενεργειακή και οικονομική κρίση), περιστέλλουν κάθε αισιόδοξο φιλοσοφικό ή επιστημονικό προαίσθημα, καθιστώντας πλέον κάθε διάλογο Φυσικής και Θεολογίας όχι απλά απολογητικό, αλλ’ αποκαλυπτικό. Όντως, σε κρίσιμες για την ανθρωπότητα εποχές, ο φιλοσοφικός και επιστημονικός λόγος φαντάζει πιο σεμνός και μετριόφρων, αφού όσο κλονίζεται, τόσο συγκεντρώνεται στον εαυτό του, ερωτώντας για την αρχή, τη φύση και το νόημά του. Έτσι, μετά τη συντριβή τού τελευταίου οικήματος του ευρωπαϊκού πνεύματος, της κλασικής Φυσικής, ο άνθρωπος έμεινε ανέστιος πνευματικά.
Μέσα σε ένα τέτοιο εσχατλογικό κλίμα, οι γνωσιολογικές σχέσεις Υπερβατικού (Transzendenz) και ενδοκοσμικού (Immanenz), ά-λογου και Ορθού Λόγου, πίστης και γνώσης, θρησκείας και Επιστήμης, μεταβάλλονται αναγκαστικά. Η «παλιά» Θρησκεία (ο Χριστιανισμός), όπως και η Επιστήμη, δείχνουν, βέβαια, ότι εξακολουθούν να ανθίστανται ―πότε πιο δυναμικά και πότε πιο αδύναμα (J. Kirk)―, χωρίς, ωστόσο, να διατηρούν την προγονική τους αίγλη. Αφενός η απολυτότητα και των δύο, και αφετέρου η μεταξύ τους οξεία στο παρελθόν αντιπαράθεση έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Αμφότερες έχουν γίνει τώρα πιο «συνεσταλμένες» και διαλλακτικές (Ch. Henderson), αντιλαμβανόμενες, απ’ τη μία, ότι ο μαχητικός αθεϊσμός υποδαυλίζει αυτό ακριβώς που μάχεται, δηλ. τον θρησκευτικό φανατισμό (K. Armstrong, D. Wolpe), και, απ’ την άλλη, ότι μία στείρα διαμάχη θρησκείας και Επιστήμης ζημιώνει και αδικεί τη θρησκευτικότητα.
Ωστόσο, θρησκεία και Επιστήμη δεν μιλούν πάντα την ίδια «γλώσσα», με αποτέλεσμα τον κίνδυνο αλληλοπαρανόησής τους. Αν φύγει ο Θεός από τη μέση, τότε ο Άνθρωπος είτε θα θεοποιήσει ξανά τη Φύση και τον εαυτό του μέσω τής Επιστήμης (M. Redhead), όπως έκανε παλαιότερα, είτε θα διολισθήσει ―που είναι και το πιο πιθανό― σε έναν (λογικό ή οικολογικό) Νεο-παγανισμό ή/και θρησκευτικό συγκρητισμό (H. Tincq), όπου η μεν Επιστήμη συνοικεί με τη μετα-επιστήμη (metascience) και την Τέχνη, η δε θρησκευτικότητα/πνευματικότητα συνυπάρχει με το Occult, την Αστρολογία, τη δεισιδαιμονία, τον Αποκρυφισμό, τη Μαγεία, τον Εσωτερισμό κ.λπ. Φαίνεται ότι, όσο στην Ιστορία επιτυγχάνεται ευημερία και πρόοδος, τόσο ο άνθρωπος εξαχρειώνεται, κατά έναν κύκλο.
Αν, όμως, τόσο η ανεπάρκεια του ανθρώπινου λόγου και πολιτισμού, όσο και η επιτυχία τους, εμπεριέχουν τα σπέρματα τού εκπεσμού και της αυτοδιάψευσης, η λύση θα πρέπει να ανευρεθεί κάπου στη μέση, ήτοι στην ιδέα τής διαρκούς μέριμνας, εγρήγορσης και ολιστικής ανοιχτότητας. Αν η μεταμοντέρνα Επιστήμη επιθυμεί να συνεχίσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην παγκόσμια κοινωνία, θα πρέπει να καταστεί «επιστήμη τής πολυπλοκότητας».
Πολλοί κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι και σύγχρονοι διανοητές, μπροστά σε αυτήν την ανησυχία, ανατρεπτικότητα και ανασφάλεια, δεν βλέπουν άλλη διέξοδο από αυτήν τής θρησκείας. Ο καθηγητής τής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Daniel Bell, αναγνωρίζει ότι η ιδέα τού μεταβιομηχανικού Καπιταλισμού, που επιστρέφει σε μία κατανόηση της θρησκείας, επιδιώκει έναν θεμελιακό υπαρξιακά στόχο: την ελπίδα για ένα μέλλον. Τίποτε σήμερα δεν συγ-κρατεί την πραγματικότητα, δεδομένου ότι το κοσμικό σύστημα εννοιών αποδείχτηκε αυταπάτη. Αναμφίβολα, μόνο η θρησκεία μπορεί να νιώσει, σε βάθος και πληρότητα, αυτήν τήν απειλή, επειδή τα θρησκευτικά αντίβαρα είναι αδιάψευστα (δεδομένου ότι δεν στηρίζονται σε υλικά μεγέθη, τα οποία μπορεί να διαψεύδονται). Οι Stark και Bainbridge (1985) έχουν υποστηρίξει ότι η «Επιστροφή τού Θεού» (Cox, 1996) είναι μία λογική απάντηση στην κοσμική αυτή απογοήτευση που έχει προκαλέσει ο Καρτεσιανός δυϊσμός και η υλική αποτυχία τού δυτικού πολιτισμού. Προτεστάντες μάλιστα θεολόγοι (π.χ. Pinnock et al.) αποδίδουν ευθύνες στα αρχαιοελληνικά (Αναξαγόρας, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.) θεμέλια του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, αφού, όντως, η ελληνική Επιστήμη υπολαμβάνεται ως υποκειμενική, ορθολογική και καθαρά διανοητική (Ch. Gillispie).
Αν οι ανθρώπινες κοινωνίες εξαρτώνται από τα λειτουργικά οικοσυστήματα, μία εντατική διαχείριση του οικοσυστήματος από τις σύνθετες κοινωνίες αλλοιώνει και εκφυλίζει το περιβάλλον. Τη στιγμή όμως που η κοινωνία εκφυλίζεται και το περιβάλον αποδιοργανώνεται, μπορεί να περάσει το κρίσιμο κατώτατο όριο και να εμφανισθεί μία κρίση νομιμοποίησης (Steiner–Aeschliman 1999), όπου κάτι αμετάκλητα φαίνεται να αλλάζει στο «ήθος» τής κοινωνίας (Berger et al.). Ακόμα, μία κρίση νομιμοποίησης εντείνει τις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών υπευθύνων για τη λήψη αποφάσεων και του λαού. Τελικά, τα οικοσυστήματα αναδιοργανώνονται, για να μειώσουν το ανθρώπινο φορτίο που προκαλεί είτε την κοινωνικο-πολιτιστική αναδιοργάνωση, είτε την κατάρρευσή του. Στην αναδιοργάνωση αυτή παίζει σημαντικό ρόλο η θρησκεία. Καθώς η περιβαλλοντική υποβάθμιση ανυψώνει τη μεταβιομηχανική κεφαλαιοκρατία, μία νομιμοποίηση της κρίσης μπορεί να αυξήσει την επιρροή τής άτυπης θρησκείας. Έτσι, η θρησκεία ―με την προώθηση λογικών κοινωνικών αλλαγών μέσα στο χάος και την κοινωνική αναταραχή― καλείται να διαπλάσσει τούς ανθρώπους, για να αναδιοργανωθεί η κοινωνία. Όλα αυτά, βέβαια, αντιστρέφουν τη δυναμική που προϋπέθετε ότι ο Μεταμοντερνισμός θα διέβρωνε τελικά την απαίτηση για τις παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις και, κατά συνέπεια, ότι η θρησκεία θα αποδυναμωνόταν (Wilson 1966, 1982).
Σχετική έρευνα του 1992 στη Γαλλία (Minois, σ. 31, Festraets, pp. 46-49) έδειξε ότι το 89% των ερωτηθέντων ―πιστών και μη― απάντησε ότι ο επιστήμονας μπορεί ανεμπόδιστα να θρησκεύεται, ενώ το 64% ότι η Επιστήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδείξει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία τού Θεού. Σε αντίστοιχη έρευνα της Αγγλίας, μόνο το 29% συμφώνησε ότι θρησκεία και Επιστήμη βρίσκονται σε σύγκρουση (Wilkinson, p. 224). Εξάλλου, πανελλήνια έρευνα μεταξύ τών νέων, που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας τού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (υπεύθυνος ο Καθηγητής Δ. Χαραλάμπης και συντονιστής ο Π. Καφετζής) τον Μάϊο του 1999 και τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν τον Νοέμβριο του 2000, έδειξε ότι μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου θεωρούν τή θρησκεία ως σημαντικό παράγοντα για τη ζωή, σε ποσοστό 88% οι πρώτοι και 77% οι δεύτεροι.
Η στάση των πιστών απέναντι στην ετερότητα ήταν μέχρι σήμερα αμυντική, αλλά τώρα πια οι «εχθροί» βρίσκονται εντός των πυλών· η περιχαράκωση δεν ωφελεί τόσο, όσο η γόνιμη αντιπαράθεση. Το έτος 2009 έχει ανακηρυχθεί ως «έτος τής Επιστήμης». Η προσπάθεια συνάρμοσης θρησκείας και Επιστήμης φαίνεται αναπόφευκτη. Μία τέτοια όμως συνάρμοση δεν είναι απαραίτητο να είναι αδιάφορα συμπληρωματική, απλά αθροιστική ή συγχωνευτική, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις υπεισερχόμενες μεταβλητές, ευέλικτη, πολυεπίπεδη και πολύμορφη. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε με σεβασμό τις προσωπικές τοποθετήσεις όλων των ανθρώπων (ερευνητών, φονταμεναλιστών, αρνησίθεων κ.λπ). Ο καθένας προσπαθεί να εκφράσει, όσο καλύτερα γίνεται, αυτό που του επιτρέπεται να ζήσει και να συνειδητοποιήσει. Η Εκκλησία χρειάζεται πλέον μία δυναμική και ενεργητική Απολογητική, και μία διευρυμένη και ωριμότερη Ποιμαντική.
Το έργο αυτό, που, μεταξύ των άλλων, απευθύνεται σε κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο και ιδιαίτερα πεπαιδευμένο μέλος τής Εκκλησίας, δεν αποτελεί Φιλοσοφία τής Θρησκείας ή φιλοσοφική Θεολογία, ούτε φιλοδοξεί, βέβαια, να καλύψει συστηματικά, δηλ. κατά επιστημονικό κλάδο, όλον τον χώρο τής Απολογητικής Θεολογίας. Για τον γράφοντα θα ήταν αρκετό, αν κατόρθωνε να προσφέρει αφενός έναν προϊδεασμό για τη σύγχρονη προβληματική στον διάλογο Επιστήμης και θρησκείας και αφετέρου κάποια σχετικά ερεθίσματα για περαιτέρω ανάλογες έρευνες.
… Από τον πρόλογο του βιβλίου (σελίδες 9-12)