Πριν από δύο περίπου δεκαετίες εκδόθηκε ένα μικρό βιβλίο μου με τίτλο Η Βαλκανική Κοινοπολιτεία – Λίγα λόγια για μια Μεγάλη Ιδέα (εκδ. Δόμος, 1994). Το βιβλίο αυτό, που αναδημοσιεύεται τώρα ολόκληρο στο Αντίφωνο (βλ. εδώ), διερευνά το ενδεχόμενο μιας εθνικής στρατηγικής που ξεπερνά το δίλημμα ανάμεσα στον εθνοκλαστικό «κοσμοπολιτισμό» και τον «ανάδελφο» εθνοκρατισμό – δίλημμα εγκλωβιστικό τόσο για την ιστορική προοπτική όσο και για την εθνική ιδιοσυγκρασία του Νέου Ελληνισμού.
Από τις αρχές ήδη του ’90, κι ενώ αναδύονταν οι γεωπολιτικοί ορίζοντες της επερχόμενης τότε παγκοσμιοποίησης, ήταν σαφές – σ’ εμένα τουλάχιστον – πως η αμυντική εθνική στρατηγική της απλής προάσπισης τόσο των εθνικών μας δικαίων όσο και του υφιστάμενου status quo, δεν θα οδηγούσε παρά σε έναν πόλεμο οπισθοφυλακών, χαμένον εξ αρχής σε όλα τα μέτωπα. Κι αυτό δεν ήταν παρά μία μόνο απ’ τις πολλές ενδείξεις ότι ο ιστορικός κύκλος που άνοιξε με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους είχε μπει για τα καλά στην τελική του φάση. Από την άλλη μεριά, η κατάρρευση τότε των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, με όλα όσα την ακολούθησαν, έφερνε στο προσκήνιο το γενικότερο ερώτημα για το μέλλον των Βαλκανίων, θυμίζοντάς μας: (α) πως, παρά τις διαρκείς ενδοβαλκανικές συγκρούσεις, ο χώρος αυτός, περιλαμβανομένου του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας, είναι γεωπολιτικά ενιαίος, και (β) πως υπήρξε ιστορικά το φυσικό έδαφος άνθισης και ηγεμονίας του Ελληνισμού. Από το συναπάντημα των δύο αυτών ιστορικών «αποριών» για το μέλλον του Ελληνισμού και των Βαλκανίων γεννήθηκε, ή, σωστότερα, αναγεννήθηκε η ιδέα της Βαλκανικής Κοινοπολιτείας.
Στο βιβλίο εκθέτω την άποψή μου για τη Βαλκανική Κοινοπολιτεία, εξηγώντας πως δεν πρόκειται για μια διαφορετική απλώς εξωτερική πολιτική για το Ελληνικό κράτος, αλλά για μια ριζικά εναλλακτική εθνική στρατηγική για τον Ελληνισμό. Μια στρατηγική υπέρβασης του νεοελληνικού και των άλλων βαλκανικών εθνοκεντρισμών χάριν ενός συνθετικού οράματος για τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο (της Τουρκίας μη εξαιρουμένης κατ’ αρχήν). Χωρίς να προϋποθέτει κατ’ ανάγκη άμεσες και ριζικές ανατροπές στο θεσμικό ή στο ιδεολογικό πεδίο των βαλκανικών εθνικών κρατών, η ιδέα της Βαλκανικής Κοινοπολιτείας συνιστά μια στρατηγική μακροχρόνιας «μετάβασης», πιο ισχυρή από την απλή Βαλκανική Συνεργασία, αλλά και πιο ευέλικτη από τη συγγενική, αλλά διαφορετική ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Μακρυά από τις σκέψεις περί «ορθοδόξου τόξου» η Βαλκανική Κοινοπολιτεία έχει προφανείς αναφορές στην κληρονομιά του Ρήγα και άλλων Ελλήνων στοχαστών, όντας όμως ταυτόχρονα συμβατή με τους διαμορφούμενους νέους γεωπολιτικούς και πνευματικούς ορίζοντες, παγκόσμιους και περιφερειακούς. Όλα αυτά αναλύονται στο βιβλίο, τόσο σε επίπεδο θεωρητικών κριτηρίων, όσο και σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων.
Παρά το αρχικό τότε ενδιαφέρον και παρά την εμφανή σύμπτωση της στρατηγικής αυτής με την προϊούσα διαβαλκανική όσμωση στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (ιδιαίτερα την ενστικτώδη επενδυτική εξάπλωση στα Βαλκάνια των Ελλήνων επιχειρηματιών) η ιδέα αυτή γρήγορα περιθωριοποιήθηκε και αγνοήθηκε. Αυτό ήταν από μια άποψη φυσικό· αφού και μόνο η συζήτηση της ιδέας αυτής προϋπέθετε – και εξακολουθεί να προϋποθέτει – ένα πνευματικό κατόρθωμα: την κριτική επανεξέταση της νεοελληνικής ταυτότητας, όπως και των άλλων εθνικών ταυτοτήτων στα Βαλκάνια, υπό το πρίσμα μιας βαθειάς ιστορικής και πνευματικής ενδοσκόπησής μας ως λαών.
Παρ' όλα αυτά, και παρά τις εν τω μεταξύ δυσμενείς εξελίξεις – δυσμενείς και για αυτή καθεαυτή την προοπτική που εισηγούμαι, αλλά και για την ίδια τη χώρα μας – η Βαλκανική Κοινοπολιτεία εξακολουθεί, πιστεύω, να αποτελεί μοναδική διέξοδο ειρηνικής και δημιουργικής ανασύστασης και του Ελληνισμού και των άλλων βαλκανικών λαών εν όψει τόσο των δικών τους ενδογενών αδιεξόδων, όσο και των έξωθεν κατακλυσμιαίων αλλαγών (την ανατροπή των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών ισορροπιών, την αναπότρεπτη και διαρκώς εντεινόμενη εισβολή μεταναστών από τον τρίτο κόσμο, τις αλλαγές στον αραβικό κόσμο, την παγκόσμια επέκταση του Ισλάμ κ.α.). Μεταξύ άλλων η κατεύθυνση αυτή αποτελεί τη μόνη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ο Ελληνισμός του 21ου αιώνα τη στρατηγική του λεγόμενου νεο-οθωμανισμού αποδεχόμενος την ιστορική αυτή πρόκληση (εν μέρει ως συνομιλητής και εν μέρει ως ανταγωνιστής της) με τρόπο δημιουργικό και επωφελή και για τον ίδιο τον Ελληνισμό και για την ευρύτερη περιοχή.
Βλ. αναλυτικά τις Ενότητες του ΒΙΒΛΙΟΥ
πηγή: antifono.gr
Ο συγγραφέας του άρθρου προτείνει την βαλκανική κοινοπολιτεία ως μέσο αντιμετώπισης του αδιεξόδου, δεν μας εξηγεί όμως για ποιούς λόγους δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, αναγάγοντας την ουσία του προβλήματος στην πνευματική αδυναμία να γίνουνε σκέψεις πάνω σε αυτή την εν δυνάμει προοπτική αλλά και (ως συνήθως) στους κακούς εθνικισμούς οι τους οποίους οφείλουμε να υπερβούμε.
(applause!) Πολύ καλή σύνοψη για πρώην Χίτη. Από που την αντέγραψες?
Γιατί “πρώην”;
Δεν ήξερα ότι και σήμερα ονομάζετε τον εαυτό σας έτσι! Ευχαριστώ, κάτι εμαθα σήμερα!
😀 ΚΥΡΙΕ ΞΥΔΙΑ ΣΑΣ ΣΤΕΛΝΩ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΑ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ ΜΑΧΗΤΗΣ-ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΡΙΝ 3 ΜΗΝΕΣ.ΤΥΧΑΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. ΣΑΣ ΣΤΕΛΝΩ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΘΙΑΣΩΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΚΙ ΕΓΩ ΟΤΙ ΜΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΖΙΝΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ε.Α
«ΔΕΥΤΕΡΟΣ» ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Όλες οι χώρες του πλανήτη, κατατάχθηκαν κατά καιρούς, βάσει των πολιτικών, και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων τους, καθώς και της ηπείρου όπου βρίσκονταν σε «κόσμους».
Η κατανομή αυτή που θα περιγράψω παρακάτω παγιώθηκε, αμφισβητήθηκε ή μεταλλάχθηκε σύμφωνα με τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της κάθε εποχής σε συνάρτηση με την εκάστοτε παγκόσμια κατάσταση και τις υπάρχουσες ιμπεριαλιστικές ισορροπίες
Παλαιότερα η κατανομή του πρώτου δεύτερου και τρίτου κόσμου ορίσθηκε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά το δοκούν συμφέρον της κάθε μιας.
Έτσι είχαμε τον «πρώτο κόσμο των ανεπτυγμένων λευκών», τον «δεύτερο κόσμο των βαρβάρων κίτρινων» και τον «τρίτο κόσμο των μαύρων»
Η πρώτη ορολογία κατανομής και διάκρισης «Τρίτη τάξη», που χρησιμοποιήθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση προκειμένου να χαρακτηρισθούν οι φτωχοί οι αδικημένοι και οι παρίες, βλέπουμε ότι μεταλλάχθηκε εννοιολογικά, συνεχώς μέχρι σήμερα.
Ο όρος του «πρώτου κόσμου», παρέμεινε σχεδόν ο ίδιος σημασιολογικά τόσο κατά την αποικιοκρατία, όσο και κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου αν και υπήρξαν ενστάσεις από την ακαδημαϊκή κοινότητα για την μετάλλαξή του σε «αναπτυσσόμενο», προκειμένου να απαλλαχθεί από αποικιοκρατικές νοοτροπίες και χαρακτηρισμούς.
Ο όρος του «δευτέρου κόσμου» μεταλλάχθηκε και υπονοούσε ή καλύτερα χαρακτήριζε τις χώρες δορυφόρους της Σ. Ένωσης.
Στην ψυχροπολεμική περίοδο ο όρος του «τρίτου κόσμου» άλλαξε χαρακτήρα υποδηλώνοντας πρωτίστως πολιτικές επιλογές και την διάθεση ορισμένων χωρών (Γιουγκοσλαβία, Ινδία, Κύπρος κ.λπ.) να ουδετεροποιηθούν από την πολιτική των δύο υπερδυνάμεων και έτσι αυτοχαρακτηρίσθηκαν «τρίτος κόσμος» ή αδέσμευτες, δίνοντας το στίγμα για μια νέα πολιτική, του τρίτου δρόμου. Στην κατηγορία αυτή εντασσόταν και η Κίνα, σαν χώρα που είχε χαμηλή τεχνολογική ανάπτυξη, πράγμα που δεν ισχύει σήμερα.
Με την κατάρρευση του Σοβιετικού Συνασπισμού ο δεύτερος και τρίτος κόσμος έχασαν την συγκεκριμένη τους σημασία, ο «δεύτερος» σχεδόν δεν υφίσταται και η έννοια του «τρίτου» που μας είναι γνωστή μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζει τις πολύ φτωχές χώρες με ανυπαρξία υποδομών και πολλά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.
Ο δεύτερος κόσμος σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο χώρος όπου η ανάπτυξη βρίσκεται σε αρχική δυναμική άνοδο, παγκοσμίως, και ένα σημείο του είναι, τα Βαλκάνια.
Όντως θα μπορούσαμε να χαρακτηρισθούμε έτσι γιατί οι οικονομίες της περιοχής μας έχουν τέτοιες τάσεις. Πέρα από την ευρωπαϊκή κατάρρευση που έχει παρασύρει τη χώρα μας, οι υπόλοιπες όμορες χώρες έχουν τα φόντα για την περαιτέρω βελτίωση των οικονομιών τους.
Η Βουλγαρία με Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) 5% και η Τουρκία με 10% ετησίως, πρωταγωνιστούν στην περιοχή αυτή την χρονική στιγμή.
Η Ρουμανία και η Ουγγαρία (εκτός Βαλκανίων βέβαια, αλλά αποκομμένη από τον γερμανικό άξονα, σε σχέση με την Τσεχία-Σλοβακία, πλησιάζοντας πιο πολύ τις βαλκανικές χώρες στην οικονομία), περιοχές με γεωργικές εκτάσεις υψηλής απόδοσης και αναπτυσσόμενη βιομηχανία, (επειδή διέθεταν απο το προηγούμενο καθεστώς τις βάσεις και περιορισμένη τεχνογνωσία για περαιτέρω βιομηχανική ανάπτυξη) θα πρωταγωνιστήσουν την επόμενη 20ετία στην περιοχή.
Οι δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας στο σταυροδρόμι της οδού Βορράς-Νότος αλλά και Ανατολής-Δύσης (Κοσσυφοπέδιο) με πλούσιο υπέδαφος σε στρατηγικά μέταλλα, αφού λύσουν τα εθνικιστικά τους προβλήματα και την αντιμετώπιση του Αλβανικού επεκτατισμού έχουν την προοπτική να ανακάμψουν οικονομικά.
Η Αλβανία με την οικονομία της σε άνοδο χάριν των ιταλικών επενδύσεων στον τουρισμό της φαίνεται να έχει ξεπεράσει τον σκόπελο των «πυραμίδων» και να ανακάμπτει.
Τέλος η χώρα μας με τα γνωστά προβλήματα της οικονομίας, ουραγός σε θέματα ανάπτυξης με ΑΕΠ -5%, στην ουσία θεατής, προς το παρόν και μέλλον υποθηκευμένο. Έχει όμως το ατού να έχει έμμεσα επενδύσει στην περιοχή με την κουλτούρα, καθώς ο πρώην «καλός τρόπος ζωής μας», έχει επηρεάσει θετικά την εικόνα μας, μέσω των οικονομικών μεταναστών της δεκαετίας του ’90 και η γλώσσα μας διδάσκεται σε αρκετές βαλκανικές χώρες.
Η όλη οικονομική κατάσταση στη γειτονιά μας θα ευνοούσε τη χώρα μας, αν πρώτη έριχνε την πρόταση για μια «Βαλκανική Ένωση» του «δεύτερου κόσμου». Επειδή θα είχε να κάνει με ανταγωνιστές δεύτερης ταχύτητας, σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Θα υποσκέλιζε και θα αναχαίτιζε τα εθνικά της προβλήματα με τους γείτονες (τουρκική επιθετικότητα και νεοοθωμανικός επεκτατισμός, αλυτρωτισμός των Σκοπιανών, περιουσίες Τσάμηδων, Κυπριακό), θέματα που αν αναμοχλευθούν προβοκατόρικα από τρίτους, η κακή μας οικονομική συγκυρία δεν γνωρίζω αν θα μας αφήσει να χειριστούμε το καθένα πρόβλημα με τον προσήκοντα και ενδεδειγμένο κατά περίσταση τρόπο.
Τα προϊόντα μας είναι πιο εύκολο να διατεθούν σ’ αυτές τις χώρες, λόγω γειτνίασης και πανομοιότυπου σχεδόν τρόπου ζωής.
Η κακή οικονομική κατάσταση πολλών ευρωπαϊκών χωρών, και η κρίση που μαστίζει την ευρωπαϊκή γειτονιά και θέτει περιορισμούς στην ένταξη νέων μελών, ίσως κάνουν τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, ΠΓΔΜ, Αλβανία) να δουν με σκεπτικισμό την προοπτική της πλήρους ένταξής τους στην Ένωση ή να αναζητήσουν τελικά άλλες λύσεις (υποκατάστατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και συμμαχίες.
Σκεφθείτε αν η Τουρκία προβεί πρώτη σε μια τέτοια πρόταση «Βαλκανικής Ένωσης», ή επηρεάσει διμερώς κατά αντιστοιχία, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Κόσσοβο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, σε μια τέτοια προοπτική, θα την, αν όχι τους, παρακαλάμε αργότερα να μπούμε κι εμείς. Και σαν φτωχοσυγγενείς θα τρώμε πόρτα, αφού η νεοοθωμανική Τουρκία θα μας αρνείται προφασιζόμενη την κακή οικονομική μας κατάσταση, ίσως και απαλλαγμένη από τον βρόγχο της Ευρώπης, που νομίζω ότι πια, δεν «κόβει φλέβες» για να ενταχθεί σ’ αυτήν, αλλά και οι αρνητικές τοποθετήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την ένταξή της θα την κάνουν αργά ή γρήγορα να υιοθετήσει εναλλακτικές συμμαχίες σε σύμπνοια με τα επεκτατικά νεοοθωμανικά σχέδιά της στην περιοχή, που ξεκινούν από την Αδριατική και φθάνει έως το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Αν η χώρα μας δεν εξαργυρώσει τώρα, αυτά που επένδυσε τόσα χρόνια, η Τουρκία και η ανερχόμενη Βουλγαρία θα φροντίσουν να τα εξαργυρώσουν προς όφελός τους, εκμεταλλευόμενες άμεσα θρησκευτικούς και φυλετικούς δεσμούς, που επιπλέον θα ενδυναμώνονται από την δυσφορία εναντίον μας, λόγω των πιθανών βέτο, που θα είναι αναγκασμένη να καταφεύγει η χώρα μας, προκειμένου να επιλύσει με αμφίβολο αποτέλεσμα τα προαναφερθέντα εθνικά της προβλήματα, αντιστρέφοντας το καλό κλίμα της κοινής γνώμης των χωρών αυτών, που ως τώρα μας ευνοεί και θα βρεθεί περικυκλωμένη από γείτονες συνασπισμένους και πιο ισχυρούς. Επιπλέον η κακή οικονομική μας κατάσταση, θα αποτρέπει Έλληνες επιχειρηματίες να επενδύουν απαιτούμενα ποσά για υποστήριξη των ήδη υπαρχόντων επιχειρήσεων εκεί, με αποτέλεσμα να ακολουθούν φθίνουσα πορεία και αφήνοντας οικονομικό κενό, αλλά και την αδυναμία δημιουργίας νέων επιχειρήσεων στη Βαλκανική.
Πράγμα που θα το εκμεταλλεύεται συνέχεια η Τουρκία ενδυναμώνοντας την οικονομική της δράση στα βόρειά μας και ακολούθως δημιουργώντας ένα επενδυτικό τόξο αποκοπής μας από τις αγορές της βαλκανικής, εμποδίζοντας περαιτέρω επιχειρηματική δράση μας, σε μια κορεσμένη από τουρκικά κεφάλαια Χερσόνησο του Αίμου, όταν κάποτε θα ανακάμψουμε από την κρίση και θα θελήσουμε να διεκδικήσουμε μερίδιο σ’ αυτούς τους επιχειρηματικούς χώρους.
Και για του λόγου το αληθές, ένα πολύ απλό παράδειγμα: ρωτήστε Έλληνες οδηγούς διεθνών μεταφορών, (που τους σέβομαι όχι μόνο για τη σκληρή εργασία που κάνουν μακριά από την οικογένειά τους, αλλά από συζητήσεις με φίλους μου οδηγούς, τους θεωρώ σαν τους σύγχρονους περιηγητές και καταγραφείς του «Ευρωπαϊκού τοπίου» γενικά), λοιπόν ρωτήστε τους, στα νέα διευρωπαϊκά οδικά δίκτυα της Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ουγγαρίας πόσα καταστήματα διευκολύνσεων (εστιατόρια, ξενοδοχεία κ.λπ.) τουρκικών συμφερόντων υπάρχουν; Να δείτε τι θα σας απαντήσουν.
Επειδή «μεταξύ δύο κακών, το μη χείρον, βέλτιστον», νομίζω ότι είναι καιρός να εντάξουμε την περιοχή μας στον αναπτυσσόμενο «δεύτερο κόσμο» της γειτονιάς μας, και να σκεφθούμε για μια άλλη «Ένωση», προκειμένου να μη βρεθούμε αρχηγοί του «τρίτου κόσμου», που μαθηματικώς προς τα εκεί οδεύουμε. Άλλωστε έχουμε την «ευρωπαϊκή» εμπειρία και για τα καλά και για τα «κακοσκάλια».
nikoskouzinis@yahoo.gr
Αγαπητέ κ. Ν. Κουζίνη,
Σας ευχαριστώ για την αναδημοσίευση εδώ του άρθρου σας. Είναι σημαντικό ότι το γράψατε πρόσφατα, με δεδομένη την ελληνική οικονομική κρίση και τη γενικότερη αδυναμία της χώρας μας. (Eνώ θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί εις βάρος του δικού μου βιβλίου πως γράφτηκε σε παλαιότερη εποχή όταν ο συσχετισμός στα Βαλκάνια ήταν με το μέρος της Ελλάδος). Συμμερίζομαι απολύτως το [b]αναπτυξιακό[/b] επιχείρημα που επικαλείστε για τις σχέσεις των βαλκανικών χωρών και βρίσκω ρεαλιστικά τα στοιχεία με τα οποία το τεκμηριώνετε. Τέλος, θεωρώ πολύ εύστοχες τις παρατηρήσεις σας για το ποιος πραγματικά είναι ο κίνδυνος από τις ενδεχόμενες πρωτοβουλίες της Τουρκίας. Νομίζω ότι δείχνετε με ενάργεια αυτό που ισχυρίζομαι και εγώ παραπάνω. Ότι δηλαδή το πραγματικό ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι το να αμυνθεί στις – πραγματικές ή μη – επιβουλές της Τουρκίας υπερασπιζόμενη το υφιστάμενο status quo, όσο το να έχει την πρωτοβουλία (ή τουλάχιστον να μη μείνει πολύ πίσω) στις προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του ενιαίου βαλκανικού χώρου.
Φιλικά
ΒΞ
Νομίζω, Άναυδε, πως δεν είσαι καλά πληροφορημένος.
Προ ημερών, κάποιος γνωστός μου, Ίμβριος που έζησε δεκαετίες στην Ελλάδα και τα πέντε τελευταία χρόνια μένει στην Πόλη και στην Ίμβρο, μου έλεγε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ στην τουρκική διανόηση. Και τώρα αμφισβητούνται πράγματα που πριν από λίγα χρόνια ήταν αδιανόητα.
Αυτό δεν είναι απάντηση στο σχόλιό μου αλλά συνέχεια της κριτικής σου στο άρθρο.
[quote name=”blogger Άναυδος”]
Προσωπικά, δεν τρελαίνομαι για το: «υπήρξε ιστορικά το φυσικό έδαφος άνθισης και ηγεμονίας του Ελληνισμού» που αναφέρει το άρθρο. Μου αρκεί να το ξεχάσουμε και να μας αφήσουν στην ησυχία μας.
[/quote]
Κι όμως, με το να κλεινόμαστε στο καβούκι μας, να ξεχνάμε την Ιστορία και την παράδοσή μας, οδηγούμαστε σε περαιτέρω συρρίκνωση, για την οποία κόπτεσαι. Αυτό δεν λέει το άρθρο;
Ως πότε ο στρουθοκαμηλισμός;
Καλό είναι να θυμόμαστε την ιστορία. Όσο άστοχο είναι ωστόσο να ερμηνεύουμε την ιστορία με σημερινά κριτήρια, άλλο τόσο άστοχο είναι να κρίνουμε τα σημερινά δεδομένα με κριτήρια βασιζόμενα στο παρελθόν.
Ο αρθρογράφος παρατήρησε, σωστά, ότι υπήρξε “φυσικό έδαφος” άνθισης του Ελληνισμού. Το ερώτημα είναι, εάν αυτό το φυσικό έδαφος υπάρχει και σήμερα. Προς αυτή την κατεύθυνση τα σχόλια του χρήστη blogger Άναυδος δίνουνε (πειστική) απάντηση!
Παρατηρώ, Άναυδε, πως όταν ένα άρθρο σαν αυτό ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, από τα γνωστά διχαστικά δίπολα,κλπ., η εύκολη λύση είναι να κατατάσσεις τον συγγραφέα του στους “αναθεωρητές” και να καθαρίζεις. Δεν στέκεσαι λίγο να προβληματιστείς επί της ουσίας, αποφεύγεις να διαλεχθείς με το κείμενο, επισείεις εθνικούς κινδύνους και έτσι τελειώνεις.
Δεν είναι διάλογος ούτε σχολιασμός αυτό, αλλά παράλληλος μονόλογος.
Να ‘σαι καλά.
Η διεθνής συνεργασία σε έναν κόσμο που λειτουργεί με όρους στυγνού ανταγωνισμού και ιμπεριαλισμού έχει νόημα α) εφόσον συσπειρώνει κοινά συμφέροντα β) εφόσον η κλίμακά της είναι τέτοια που να εξασφαλίζει την επιτυχία της. Είναι φανερό κε Ξυδιά ότι η πρότασή σας πάσχει στο β). Ενώ σωστά απενοχοποιείτε και προτείνετε τη συνεργασία των Βαλκανικών χωρών, μακριά από επαρχιωτικούς σωβινισμούς, λησμονείτε ότι μία τέτοια συνεργασία δεν θωρακίζει επαρκώς τους συμμετέχοντες από τους ασύγκριτα μεγαλύτερης κλίμακας διεθνείς ανταγωνιστές τους. Η Ευρώπη και η Εγγύς Ανατολή έχουν τρεις παράγοντες να αντιμετωπίσουν: α) την Κίνα β) την Ινδία γ) Τις Ηνωμένες Πολιτείες. Απέναντι σε ποιάν εξ εαυτών μπορεί να σταθεί αποτελεσματικά και αυτόνομα η προτεινόμενη Βαλκανική Κοινοπολιτεία; Όχι μόνο σε καμιά, αλλά προτείνετε να προσθέσουμε και έναν τέταρτο παράγοντα ανταγωνιστικό: την (υπόλοιπη) Ευρώπη. Νομίζω ότι έχουμε ανάγκη διαφορετικών προσανατολισμών. Προσωπικά πιστεύω ότι η μόνη οδός ελευθερίας και ευημερίας και για τις βαλκανικές χώρες ως σύνολο, και για την Ελλάδα μεμονωμένα, είναι ένας ενιαίος γεωπολιτικός χώρος που θα καταλαμβάνει το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου και της Εγγύς Ανατολής, πάνω στη βάση της δημοκρατικής εθνοκρατικής συγκρότησης και της δημιουργίας κοινών γεωστρατηγικών, ανθρωπολογικών και οικονομικών βάσεων. Στα πλαίσια αυτά οι βαλκανικές χώρες είναι πεδίο ενδιαφέροντος μας και όχι σε ανταγωνιστική βάση προς ένα ευρύτερο όραμα. (Σε δεύτερο επίπεδο, ο ΟΗΕ θα πρέπει να επανακτήσει το νόημά του αποβάλλοντας και απομονώνοντας με αποφασιστικότητα και πυγμή τον βασικό πυλώνα παγκόσμιας διάδοσης της δεσποτικής βαρβαρότητας: Την Κίνα).