του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Ερμηνεία στην νεοελληνική άρνηση συνεργασίας με την Κρατική Εξουσία
Εδώ και μερικές δεκαετίες από πολλούς και διαφορετικούς κύκλους (πολιτικούς, επιστημονικούς, κ.α) επιχειρείται μια προσπάθεια ερμηνείας και βαθύτερης κατανόησης των λόγων και των αιτιών που οδήγησαν και συνεχίζουν να οδηγούν τον νεοέλληνα σε μια διαδικασία αποστροφής, αδιαφορίας και έλλειψης θετικής διάθεσης, για δημιουργική συνεργασία με το κράτος.
Επίσης πάντα μέσα στην παραπάνω ερμηνευτική προσπάθεια, αναζητείται η απάντηση, η λύση απέναντι στο γρίφο, την αινιγματική αιτία που καθηλώνει και «παρεμποδίζει» το νεοελληνικό κράτος να ακολουθήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης και δημιουργίας των ετέρων ευρωπαϊκών χωρών.
Οι προσεγγίσεις επί του θέματος πολλές. Οι ερμηνευτικές διαδικασίες για πληρέστερη κατανόηση αρκετές. Καθώς και οι προτεινόμενες λύσεις, υπεράριθμες.
Ωστόσο τα περισσότερα ερμηνευτικά μοντέλα, περιορίζονται σε μια εργαλειακή και τεχνοκρατική κατανόηση του κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου.
Καλό θα ήταν όμως σε τέτοια μείζονος σημασίας θέματα για μια χώρα, να μην περιοριζόμαστε σε τεχνοκρατικές και μόνο αναλύσεις. Διότι κατά αυτόν τον τρόπο απεμπολούμαι την δυνατότητα για μια ολιστική θέαση του προβλήματος.
Έχω την αίσθηση ότι ο πολιτισμός μπορεί να δώσει πολύ πιο ουσιώδης λύσεις σε κρίσεις που αφορούν την συνείδηση και την ποιότητα του πολιτικού και κοινωνικού βίου. Δηλαδή μπορούμε να ανιχνεύσουμε και να ψηλαφίσουμε ερμηνευτικά την ουσιώδη αιτία της κακοδαιμονίας του νεοελληνικού κράτους μέσα στα πολιτισμικά σύνθετα της ψυχοσύνθεσης του Έλληνα. Να αναγνώσουμε την εσωτερική διάσταση της ιστορίας και του πολιτισμού, που δεν αποτυπώνεται μονάχα ως αντικείμενο έρευνας μέσα στις υποκειμενικές σελίδες των βιβλίων, αλλά κυρίως και πρωτίστως στην ψυχή και την ζωή των ανθρώπων. Αυτή την ιστορική ψυχή του νεοέλληνα καλούμαστε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε.
Ο Στέλιος Ράμφος επανειλημμένα κάνοντας την αρχή από την τον «Καημός του Ενός» κατέγραψε μια μεγάλη αλήθεια. Ότι τα πολιτισμικά γεγονότα, νοήματα και πραγματικότητες, καταγράφονται στο συλλογικό και ατομικό ασυνείδητο ενός λαού. Η θρησκεία, η ιστορία, η γλώσσα και τα νοήματα, γενικότερα ο ιδιαίτερος πολιτισμός ενός έθνους, δημιουργεί αρχετυπικές μορφές, στοιχεία και δομές στις προσωπικότητες των πολιτών. Ο άνθρωπος πολίτης μιας κοινωνίας δεν μπορεί να προσεγγίζεται ως μια χρηστική μονάδα στην εργαλειακή προοπτική και στόχευση ενός κρατικού συστήματος. Στην προσέγγιση και ερμηνεία της συμπεριφοράς του, θα πρέπει να κατανοείται ως πρόσωπο, που συνάσει και υποστατικοποιεί ιδέες, αξίες, νοήματα, γενικότερα ένα ολόκληρο πολιτισμό.
Μέσα σε αυτό το ολιστικό μοντέλο ερμηνείας, δίχως τον εργαλειακό, τεχνοκρατικό και μανιχαϊστικό κατακερματισμό της ανθρώπινης υπόστασης, κατανοούμε ότι ο Έλληνας ουδέποτε άντλησε και διαμόρφωσε την εσωτερική ταυτότητα του, αλλά και πιο συγκεκριμένα για το θέμα μας, την κοινωνική συνειδητότητα του, ως κοινωνικό και πολιτικό ον, σε σχέση με την έννοια του κράτους.
Ο Χρήστος Γιανναράς σε αναφορά του πάνω στο βιβλίο του Ευάγγελου Κοροβίνη «Η Νεολληνική Φαυλοκρατία» σημειώνει «Πώς και γιατί εμφανίζεται η φαυλοκρατία στο ελλαδικό κράτος από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του; Εμφανίζεται διότι ο θεσμός του νεωτερικού εθνικού κράτους ήταν κάτι ξένο, άγνωστο για την ελληνική εμπειρία: Δεν προέκυψε από τις ανάγκες των Ελλήνων, δεν συνδεόταν με τους ιστορικούς εθισμούς τους. Ηταν δάνειο σχήμα, «κάλπικο δάνειον».[1]
«Εξω από την κοινότητα (που παρέμενε απήχημα της «πόλεως» και του «κράτους του δήμου») την εξουσία τη γνώριζαν οι Ελληνες, με εθισμούς αιώνων, μόνον σαν ξένο επικυρίαρχο, τη σχέση του λαού με τον επικυρίαρχο μόνο σαν τακτική «πατρωνίας». Τέτοιο είδος εξωκοινοτικής επικυριαρχίας ήταν για την ελληνική εμπειρία και το κράτος που έστησαν για τους Ελληνες οι Βαυαροί, τα θεσμικά όργανα αυτού του κράτους (Βουλή, κυβέρνηση, δημοσιοϋπαλληλία). «Εφυγεν ο Τούρκος και ήρθεν ο δημόσιος υπάλληλος».
Δεν επρόκειτο απλώς για την εικόνα που πρόβαλλε ο λαός στην κρατική εξουσία, αλλά ταυτόχρονα και για τον τρόπο που η κρατική εξουσία καταλάβαινε και ασκούσε τον ρόλο της. Βουλή, κυβέρνηση και δημοσιοϋπαλληλία λειτουργούσαν ως θεσμοί άσχετοι με τη βούληση και τις ανάγκες της ευρύτερης κοινότητας - κοινωνίας των Ελλήνων, ανεξέλεγκτοι από το λαϊκό σώμα. Ετσι, το καινούργιο σχήμα του «εθνικού κράτους» ταυτιζόταν στις συνειδήσεις περισσότερο με την εξουσία του τούρκου αγά και καθόλου με τους εθισμούς του Ελληνα από την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα."[2]
Η παράδοση των Ελλήνων ήταν εκείνη του κοινοτισμού. «Οι Έλληνες σε όλη τους την ιστορική διαδρομή στη νεώτερη ιστορία μας δεν ταυτίζονται με κάποιο αφηρημένο κράτος, όπως ίσως κάνουν οι δυτικοί, αλλά με αξίες που τους συνέχουν ως κοινότητα»[3].
Είναι ιστορικά σαφές ότι η έννοια του Κράτους είναι μια σχετικά νέα αντίληψη στην ιστορία της Ελληνικής ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Οι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων έζησαν και αναπτύχθηκαν ως πρόσωπα και πολιτισμικά όντα μέσα σε κοινότητες. Δηλαδή μέσα σε κοινωνικές και πολιτικές μορφές άμεσης δημοκρατίας.
«Αν ανατρέξουμε στην ελληνική ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως περίοδοι ακμής και υψηλής δημιουργικής δραστηριότητας των Ελλήνων, υπήρξαν εκείνες που διαπνέονταν από το κοινοτικό πνεύμα και ήθος. Και στην αρχαιότητα και στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι το 1922, οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά στην ακμή του νεώτερου Ελληνισμού. Οποτεδήποτε υπήρξε συγκρότηση μεγαλύτερων κρατικών οντοτήτων (ελληνιστικοί χρόνοι, Ρωμανία, σύγχρονο Ελληνικό έθνος-κράτος) και υπήρξε αντιπαράθεση στο κοινοτικό πνεύμα, αυτό οδήγησε στην απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα μέσα από κοινοτικές δομές, ενώ αντιθέτως \"νεκρώνονται\" στις συνθήκες των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων»[4].
Η κοινωνική συνοχή δεν έρχεται ως αποτέλεσμα μιας κρατικής γραφειοκρατικής απρόσωπης νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Ο πολίτης δεν εξαρτάει και το κυριότερο δεν αντλεί την κοινωνική ταυτότητα του, από τον νόμο. Δεν συγκροτεί την κοινωνική του συμπεριφορά σε σχέση με το Κράτος.
Δεν υπάρχει δηλαδή το νεόκοπο για τα Ελληνικά δεδομένα Δυτικό μοντέλο κοινωνικής ύπαρξης που εξαντλείται ή ταχτοποιείται ως πολιτική υπόσταση από το δίπολο Κράτος -Πολίτης. Ο πολίτης δεν υπακούει σε κάποιο νόμο ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, αλλά σε πολιτισμικές αξίες που βιώνει μέσα στην κοινότητας του, στην τοπική και εθνική. Είναι η κοινότητα που κομίζει εμπειρικά και άμεσα αξίες, αρχές και κοσμοθεωρία. Που συγκροτεί μια εσωτερική δόμησης και κοινωνική παρουσία. Δεν κλέβω, δεν αδικώ, δεν σκοτώνω, έχω φιλαλληλία, φιλαλήθεια, αίσθηση δικαίου κ.α πολλές αξίες όχι γιατί με διατάζει ένα κρατικός απρόσωπος θεσμός που μου επιβάλλεται ως νομική απειλή, αλλά γιατί τούτο παραγγέλλει η κοινοτική και εσωτερική προσωπική συνείδηση αξιών και ιδανικών με εμπειρία αιώνων ώστε να αναπτυχθεί η ευημερία της κοινωνίας καθώς και η πλάτυνση του εσωτερικού είναι μου. Είναι οι πολιτισμικές αξίες που έχουν διαμορφώσει το εσώτερο ψυχισμό και προσωπικότητα μου, που μου υπαγορεύουν μια άλλης ποιότητας υπαρξιακή και κοινωνική τοποθέτηση.
Όπως θα γράψει και ο Ίων Δραγούμης «όταν έγινε κράτος η Ελλάς, δεν ήταν ανάγκη, δεν έπρεπε να καταστρέψουν τις κοινότητες και να κάμουν δήμους. Οι κοινότητες ήταν αποτέλεσμα ζωής ελληνικής πολλών ετών, ήταν τύπος ελληνικής υπάρξεως. Χαλνώντας τις κοινότητες χαλάσαμε κάτι στερεό, κάτι που ζούσε, κάτι που ήταν φυσικό»[5]. Ο Δραγούμης πίστευε στην οικονομική και διοικητική αυτονομία των κοινοτήτων με το Κράτος να ασχολείται με τα γενικότερα εθνικά θέματα. Μάλιστα πρότεινε την αναβίωση του ελληνικού κοινοτισμού, τις διοίκησης των αυτονόμων κοινοτήτων του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, βασισμένη στο κοινοβιακό ιδεώδες της Ορθοδοξίας. Έγραφε «ο Κοινοτισμός δεν μπορεί να υπάρξει δίχωςΟρθοδοξία»[6].
Εάν τώρα έρθουμε τώρα στην Δυτική κοινωνική δομή και συνοχή των πολιτών, στις χώρες της Δύσεως θα διαπιστώσουμε ότι εκεί οι πολίτες διαμορφώνουν πολιτική και κοινωνική συνείδηση σε σχέση με το κράτος και τον νόμο. Δεν υπήρξε ποτέ στην παράδοση τους αυτό που ονομάζουμε στα καθ ημάς κοινότητα. Τα συγκεντρωτικά μοντέλα φεουδαρχικής και παπικής διοικήσεως διαμόρφωσαν μια ατομικού τύπου συνείδηση που δεν άφηναν περιθώρια συλλογικού και κοινοτικού βίου. Έτσι χρειάζεται ένας εξωτερικός θεσμός που θα αποφασίζει και θα καθορίζει τα όριο του συλλογικού.
Στο σημείο αυτό βέβαια θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι πολλές φορές στο κοινοτικό μοντέλο ζωής και ανάπτυξης ή διαμόρφωσης του προσώπου, ελλοχεύει ο κίνδυνος της συντηρητικότητας και της ψυχολογικής ασφάλισης πίσω από παρελθοντολογικές και μόνο αναφορές κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής, που ωστόσο δεν διατηρούν την επαφή τους και την αναβαπτισματική τους επικαιρότητα στην ζωή του σήμερα.
Δηλαδή δεν εκσυγχρονίζονται και δεν έχουν την επιβεβλημένη από την ιστορία πλαστικότητα που θα τους επιτρέψει να χωρίς να απολέσουν τον πυρήνα του νοήματος τους να είναι επίκαιρες στο παρόν. Έχουμε αρκετές φορές δει και βιώσει αξίες και πολιτισμικά κεκτημένα του ανθρώπινου βίου να μετατρέπονται σε σκληρές ιδεολογίες και ιδεοληψίες, που θωρακίζονται σε μια αμυντική στάση του μπροστά στο νέο, στο διαφορετικό, το σήμερα που έρχεται να συναντηθεί με το χθες.
Άλλη μια επίσης σοβαρή αδυναμία της εως σήμερα κοινοτικής ανάπτυξης ζωής η οποία θα πρέπει να προσεχθεί για την μελλοντική ανάδειξη εκ νέου της άμεσης αυτόνομης και αυτοδιοικούμενης δημοκρατίας, είναι και ο σεβασμός στην ατομικότητα. Δηλαδή η συλλογικότητα δεν πρέπει να δρα απομονωτικά και περιθωριακά για το άτομο-πρόσωπο πολίτη της κοινότητας, που έχει μια διαφορετικότητα σε προσωπικό επίπεδο. Πρέπει να περάσουμε σε μια μεγαλύτερη ή αν θέλετε καλύτερα πλήρη αποδοχή του διαφορετικού. Του ξεχωριστού. Στην δυνατότητα να συνθέτουμε μορφές, χαρίσματα και δυνατότητες έκφρασης και διακονίας μέσα στην κοινότητα και την συλλογικότητα. Χωρίς να απομονώνεται και περιθωριοποιείται καμία ανθρώπινη ύπαρξη «μη πάντες απόστολοι , μη πάντες προφήται , μη πάντες διδάσκαλοι , μη πάντες δυνάμεις , μη πάντες χαρίσματα εχουσιν ιαμάτων , μη πάντες γλώσσες λαλούσι , μη πάντες διερμηνεύουσι …..»[7].
Με όλα τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο η ιστορία, ο πολιτισμός, όσο και η ψυχολογία είναι εργαλεία με τα οποία μπορούμε να ερμηνεύσουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο ή μια συλλογική αδυναμία, που στο θέμα που εξετάζουμε έχει να κάνει με την αδιαθεσία του Έλληνα να συνεργαστεί ή να οριστεί ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, από την έννοια και την δομική λειτουργία του κράτους.
Σαφέστατα στις μέρες μας και διανύοντας πλέον τον 21αιων, πολλά πράγματα όσον αφορά την ζωή και την πολιτισμική αντίληψη των νεοελλήνων έχουν δραματικά αλλάξει. Ο έντονος εκδυτικισμός και γενικότερα η παραχάραξη και αλλοτρίωση της ελληνικής παραδόσεως και συνειδήσεως σε όλους του τομείς κοινωνικής ζωής, επέφερε σημαντικές αλλοιώσεις και εκτροπές από την πολιτισμική και πολιτική φυσιογνωμία του Έλληνα. Ωστόσο επειδή ο πολιτισμός δεν είναι μια διαδικασία που εξαντλείται σε επιφανειακές ερμηνείες και βιώματα, αλλά γεννιέται, ερμηνεύεται και εργάζεται ως δυνατότητα, πρόταση και ποιότητα ζωής στα εσώτερα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμη και μετά την πολυετή προσπάθεια αφελληνισμού του συλλογικού μας βίου, παρά τις όποιες παραμορφώσεις και αλλοιώσεις, η καρδιά και το είναι του νεοέλληνα, παραμένει με πυρήνες και στοιχεία υπαρξιακά αληθινά.
Όλα τούτα μας δίνουν την δυνατότητα να ερμηνεύουμε ακόμη ελληνικά την πραγματικότητα που μας περιβάλει, τοπικά και παγκόσμια. Να ελπίζουμε ότι η συλλογική και άμεση κοινοτική δημοκρατία μπορεί να παραμείνει μια προσφορά, μια αντιπρόταση ζωής και βίου του Ελληνισμού απέναντι στο αδιέξοδο του κρατικού απρόσωπου συγκεντρωτισμού που τυράννησε και συνεχίζει να αποδυναμώνει την ιστορία και την κοινωνική ολοκλήρωση των λαών και ιδιαίτερα του Ελληνικού.
[3] Γιώργος Καραμπελιάς
[4] Των Ελλήνων οι κοινότητες (Συλλογικό Κείμενο)
[5] Ιων. Δραγούμης
[6] Ιων. Δραγούμης
[7] Α΄Κορινθίους 12:30