ΑΠΕταξάμην τη δημοσιογραφία

12
988

Ξεφυλλίζοντας την τρέχουσα δημοσιογραφική επικαιρότητα δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω μερικούς θλιβερούς συνειρμούς που έκρινα σκόπιμο να μοιραστώ δημόσια: σκέψεις που συνδέουν την υπό εξέλιξη κατάρρευση των ελληνικών μέσων ενημέρωσης με δικές μου άτυχες επαγγελματικές εμπειρίες. Έτσι, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί πόσο βαθύ και πολυπλόκαμο είναι το κοινό ρίζωμα, σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο, της κρίσης που ζούμε.

Θλίβομαι π.χ. διαπιστώνοντας ότι για τη γειτονική Τουρκία ... από Εγγλέζο κι Ισπανό θα μάθεις την αλήθεια. Διότι δίνοντας την είδηση της παραίτησης των Τούρκων στρατηγών, το Ρώυτερς και η Ελ Παΐς εξηγούσαν ήδη από προχθές πως δεν είναι ένα ακόμα περιστασιακό στιγμιότυπο στην αντιπαράθεση που συγκλονίζει τα τελευταία χρόνια την Τουρκία, αλλά πως κατ’ ουσίαν σημαίνουν οριστική νίκη του Ερντογάν επί της στρατιωτικής ηγεσίας. Πως φτάνουμε σε τέλος εποχής για τον τουρκικό στρατό ως θεματοφύλακα της κεμαλικής κληρονομιάς. Την ίδια ώρα τα ελληνικά μέσα πληροφορούσαν τους αναγνώστες τους με τη συνήθη κενολογία, πως «οι παραιτήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, προκάλεσαν πολλά ερωτηματικά και μέχρι στιγμής δεν έχουν διευκρινιστεί οι λόγοι που τους οδήγησαν σε αυτή την κίνηση» (Ελευθεροτυπία). Ή πως «το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης-στρατού στην Τουρκία παραμένει αγεφύρωτο» (Τα Νέα). Ουδέν πρόβλημα, θα μου πείτε, διότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσαν το κοινό τους για τις αγγλοϊσπανικές εκτιμήσεις ένα μόλις εικοσιτετράωρο μετά. Σιγά την καθυστέρηση!

Αλλά αναρωτιέμαι: Δεν θα έπρεπε οι Έλληνες δημοσιογράφοι και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον τί ακριβώς συμβαίνει – για να μην πω και τί πρόκειται να συμβεί – στη γειτονική χώρα (που και δίπλα μας είναι, και ανοιχτούς λογαριασμούς έχουμε μ’ αυτήν, και την κουλτούρα για να την κατανοήσουμε καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο); Αφελής ερώτηση!

Άλλο θέμα, άσχετο! Διαβάζω τις δηλώσεις του Λαρς Φον Τρίερ για τον Μπρέιβικ. Για το πώς ο Νορβηγός σφαγέας θαύμαζε το Ντόγκβιλ και πώς κατά τον Τρίερ βασική ευθύνη στο έγκλημα έχει το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (DVP) ως διασπορέας της ισλαμοφοβίας στις σκανδιναβικές χώρες. Προσπαθώ να διασταυρώσω τι ακριβώς είπε ο Τρίερ. Και τί βλέπω; Πως όλες οι ελληνικές εφημερίδες μεταφέρουν την είδηση με τα ίδια ακριβώς λόγια. Την έχουν αναπαραγάγει από ένα δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ (Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων) με μικρές μόνο παραλλαγές – σαν αυτές που κάνουν οι μαθητές όταν αντιγράφουν ο ένας από τον άλλο. Κι άλλοι είχαν τη στοιχειώδη εντιμότητα να δηλώσουν την πηγή τους, άλλοι απλώς την αποσιώπησαν.

Δεν πρόκειται για την εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι διεθνείς ειδήσεις περνούν στον ελληνικό τύπο με τρόπο πανομοιότυπο. Ως αντίγραφα των απλουστευτικών συντμήσεων-μεταφράσεων που κάνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνθέτοντας κατά την κρίση των δικών του προφανώς στελεχών την ειδησεογραφία των διεθνών πρακτορείων. Είναι ένας τρόπος ώστε τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης να έχουν φτηνή ή και τζάμπα διεθνή ειδησεογραφία (πληρωμένη από τους φορολογούμενους πολίτες που επιχορηγούν το ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έτσι, οι εκδότες γλυτώνουν από ένα άχρηστο, όπως προφανώς το αντιλαμβάνονται, παραπανήσιο έξοδο: να διατηρούν ένα επιτελείο από έμπειρους δημοσιογράφους, που να παρακολουθούν τα γεγονότα και να είναι ικανοί να αξιολογούν τα τηλεγραφήματα των διεθνών πρακτορείων, συνθέτοντας αυτοί, με το δικό τους προσωπικό ύφος την είδηση. Σωστά! Τί θα χρειαζόταν κάτι τέτοιο; Αφού ο πραγματικός σκοπός των ελληνικών μέσων δεν είναι να ενημερώνουν για ό,τι συμβαίνει γενικώς και αορίστως στην υφήλιο (που δεν μας πέφτει λόγος), αλλά να υποβάλλουν στο κοινό τους την εκάστοτε πρέπουσα εντύπωση-γνώμη για τα εγχώρια εδώ κρίσιμα ζητήματα. Αυτά στα οποία διακυβεύονται τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.

***

Κι εν μέσω καλοκαιρινής ζέστης ο συλλογισμός μου ξέφυγε στο δικό μου μακρινό παρελθόν, κάπου μεταξύ 1985-86, όταν ως στέλεχος της νεοσύστατης τότε Διεύθυνσης Νέων Τεχνολογιών του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων είχα εμπλακεί στο φιλόδοξο σχέδιο να εισαγάγουμε το ΑΠΕ στον κόσμο της ψηφιακής δημοσιογραφίας. Βεβαίως, το ΑΠΕ ήδη από εκείνα τα χρόνια αντανακλούσε όλες τις παθογένειες του ελληνικού τύπου και της προβληματικής διαπλοκής του με την κρατική εξουσία. Προβλήματα που ανάγονταν στη χούντα, και που η δημοκρατία, αντί να τα εξαλείψει, τα επέτεινε. Το ΑΠΕ τροφοδοτούσε – καληώρα όπως με τον Τρίερ – τον αθηναϊκό και επαρχιακό τύπο τύπο με έτοιμο υλικό. Παρείχε έτοιμες τις διεθνείς ειδήσεις, μεταφράζοντας και συνθέτοντας τα τηλεγραφήματα των διεθνών πρακτορείων, ενώ ειδικά στον επαρχιακό τύπο έδινε έτοιμα δημοσιεύματα εσωτερικού ενδιαφέροντος. Όλα αυτά έναντι μικρής οικονομικής συνδρομής, που πολλοί εκδότες δεν έμπαιναν καν στον κόπο να την καταβάλουν. Ξεκάθαρη σχέση θεσμοποιημένης διαπλοκής, όπου η μεν κυβέρνηση εξασφάλιζε την προπαγάνδα της, όταν χρειαζόταν, ενώ τα μέσα ενημέρωσης εξασφάλιζαν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν δημοσιογραφικό υλικό για θέματα που κατ’ ουσίαν τούς ήταν αδιάφορα. (Υπάρχει βέβαια κι ένας ακόμα ρόλος του ΑΠΕ, που δεν έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, αλλά τον αναφέρω, έτσι για την πληρότητα του πράγματος: Να πληρώνει αργομισθίες σε προβεβλημένους δημοσιογράφους, προτιμώντας ιδιαίτερα τους προσκείμενους στο αντίπαλο απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση κόμμα).

Ήταν φανερό από τότε πως η εγγενής αυτή διαπλοκή κράτους και ΜΜΕ, που καθόριζε τόσο την πελατεία όσο και τις υπηρεσίες του ΑΠΕ, το οδηγούσε σε οικονομικό αδιέξοδο· σε διαρκή διόγκωση των εξόδων και συρρίκνωση των εσόδων. Κι ήταν, για μένα τουλάχιστον, εξ ίσου φανερό πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός όχι μόνο δεν θα διόρθωνε τίποτε, αλλ’ αντίθετα, θα επέτεινε το πρόβλημα, καθώς θα ενέπλεκε το ΑΠΕ σ’ ένα φαύλο κύκλο τεχνολογικών επενδύσεων και παραγωγής νέων ψηφιακών υπηρεσιών που θα απευθύνονταν στην ίδια προβληματική «πελατεία» με τους ίδιους προβληματικούς όρους. Βλέπετε, νέος τότε και άπειρος ακόμα, δεν είχα καταλάβει αυτό που τώρα πλέον γνωρίζω καλά: πως όταν στην Ελλάδα μιλάμε για εκσυγχρονισμό, και ιδιαίτερα για τεχνολογικό, το κάνουμε για να καλύψουμε και να συντηρήσουμε τα προβλήματα και όχι για να τα λύσουμε. Πως είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση αυτού που οι ψυχολόγοι λένε «φυγή προς τα μπρος» (μια φράση που οι Έλληνες πολιτικοί χρησιμοποιούν πολύ συχνά νομίζοντας ότι αναφέρονται σε κάτι καλό, χωρίς να έχουν συνείδηση πως πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος στρουθοκαμηλισμού, για μια μορφή φαντασιακής εξάλειψης των δυσκολιών και όχι για την πραγματική υπέρβασή τους).

Αντέδρασα λοιπόν στη μονομερώς «τεχνική» αντίληψη του εκσυγχρονισμού, αντιπαραθέτοντας σ’ αυτή μια άλλη επιχειρησιακή προσέγγιση (βασισμένη στο δόγμα πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός ενός οργανισμού σαν το ΑΠΕ έχει νόημα μόνο στο βαθμό που αποτελεί μέρος ενός γενικότερου επιχειρησιακού σχεδίου).

Μόλις και μετά βίας έκλεισα ένα χρόνο στο ΑΠΕ. Άφησα πίσω μου μια μελέτη – έτσι για την τιμή των όπλων – που έδειχνε ποια θα μπορούσε να είναι υπό άλλες συνθήκες η μοίρα του εθνικού ειδησεογραφικού οργανισμού της Ελλάδας αν υιοθετούσε μια εξωστρεφή και όχι εσωστρεφή επιχειρησιακή στρατηγική: (α) να απευθυνθεί στη διεθνή αγορά παρέχοντας στον κόσμο μια εναλλακτική δημοσιογραφική ματιά για την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, ανεξάρτητη από τα μεγάλα πρακτορεία, και (β) να λειτουργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ του ελληνικού επαρχιακού και του ομογενειακού τύπου, ενισχύοντας τη ροή υλικού, κυρίως από τον πρώτο προς τον δεύτερο (εικόνες και ειδήσεις από την πατρίδα). Δεν είναι για μας αυτά τα πράγματα, προσπάθησε να μου εξηγήσει ο τότε διευθυντής του ΑΠΕ, ενώ μού ανακοίνωνε θλιμμένος (έχω την εντύπωση) την απόλυσή μου.

Κάτι ήξερε ο άνθρωπος περισσότερο από μένα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά οι ελληνικές εφημερίδες συνεχίζουν να κοιτάνε «δυτικά» για να καταλάβουν τί συμβαίνει στα ανατολικά τους και οι διεθνείς τους ειδήσεις εξακολουθούν να είναι κόπυ-πέηστ από το ΑΠΕ-ΜΠΕ που παραμένει στο ρόλο του κοινόχρηστου ειδησεογραφικού μεταφραστή. Σύντροφοι όλοι στην εθνική φτώχεια ... Φτωχοί ήδη από τότε που έρρεε το χρήμα στο δημόσιο ταμείο.

ΥΓ. Δεν ξέρω πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά. Μάλλον σαν προσπάθεια επιστροφής στις προσωπικές ρίζες της εθνικής κρίσης. Εκεί που τα σημερινά συμπτώματα ανασύρουν στην επιφάνεια τα ίχνη που ο καθένας άφησε, είτε πετυχαίνοντας είτε αποτυχαίνοντας σ’ αυτό που ήταν, σ’ αυτό που προσπάθησε. Κι αν υπάρχει τελικά ένα κριτήριο ηθικής αποτίμησης της προσωπικής συμβολής στην κοινή αποτυχία, αυτό ίσως δεν είναι άλλο από την ελαφρότητα της διήγησης.

Αθήνα, 31 Ιουλίου 2011

Πηγή: Αντίφωνο

12 Σχόλια

  1. Κύριε Ξυδιά, δεν ξέρω αν σας παρηγορεί η σύμπτωση, αλλά ακριβώς τα ίδια θα μπορούσα να εκθέσω και εγώ για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των οικονομικών του Δημοσίου μας. Η ουσία δεν αλλάζει. Απλώς τα συμβεβηκότα διαφέρουν. Πώς θα ερμηνεύαμε άραγε την αποδεδειγμένη αφέλειά μας;

  2. Ασφαλώς και με παρηγορεί η «σύμπτωση». Άλλο είναι να πέφτει κανείς μόνος του, κι άλλο να «συμπέφτει» (επ’ ελπίδι της κοινής ανα-στάσεως, βεβαίως, βεβαίως).

    Ενδιαφέρουσα όμως είναι η απορία σχετικά με την «αφέλεια». Πώς να την ερμηνεύσουμε άραγε; Η πρόχειρη και προφανής εκδοχή είναι αμείλικτη. Αφελείς είναι τα κορόιδα. Το λέει κι ο Μπαμπινιώτης (=έλλειψη κριτικής ικανότητας, ευπιστία κτό). Παρά ταύτα να που οι Beatles κατάφεραν να γίνουν κάποιοι χάρη στις αφέλειές τους. Θα υπάρχει επομένως και για μας κάποιος τρόπος να σωθούμε ως αφελείς.

    Και πράγματι. Προς μεγάλη μου έκπληξη διαπιστώνω (βλ. λεξικό Δημητράκου) ότι καμιά από τις αρχαίες σημασίες της λ. δεν έχει την αρνητική έννοια που είδαμε παραπάνω, την οποία απέκτησε μάλλον από τους μέσους χρόνους και μετά. Είναι δε εντυπωσιακή η ποικιλία των θετικών σημασιών, όπως για παράδειγμα αυτή που αφορά τον άμεμπτο άνθρωπο, ή τον απέριττο, τον λιτό, τον απλό. Ή η άλλη, που σημαίνει τον απλό, τον μη περίπλοκο λόγο. Ο Δημοσθένης μάλιστα βλέπει την αφέλεια ως πολιτική αρετή που συνδέεται με την παρρησία (ὡς ἀφελὴς καὶ παρρησίας μεστός, 1489,9). Και ακόμα παραπέρα, κατά Πλάτωνα, ο αφελής, όντας απλός (μη σύνθετος), μετέχει μιας οντολογικής ιδιότητας που έχει να κάνει με την αφθαρσία (τη μη διάλυση, τη μη διάσπαση του όντος). Καλά πάμε νομίζω!

    Το πιο ωραίο, πάντως, μας το έχει φυλαγμένο ο Μπαμπινιώτης, που αν και θεωρεί τη λ. αγνώστου ετυμολογίας, είναι λέει πολύ πιθανόν να προέρχεται από το «ομαλός, χωρίς πέτρες» (α- στερητικό, και φελλεύς=πετρώδης). Οπότε ο αφελής είναι το μη πετρώδες έδαφος, το έτοιμο να γονιμοποιηθεί από τον καλό σπόρο (βλ. Μτ 13.3-9, Μκ 4.3-9, Λκ 8.4-8). Λες;

  3. Είναι γενικώς ευπρόσδεκτο να [i]συμπίπτουν[/i] οι γνώμες, αλλά εδώ διαπιστώνουμε, νομίζω, [i]διάσταση[/i].

    Ο Βασίλης Ξυδιάς αφηγείται μια, [i]από κοινού[/i], κατιούσα πορεία τού εν Ελλάδι [b]ιδιωτικού[/b] με τον [b]δημόσιο[/b] δημοσιογραφικό χώρο, ενώ ο Θ.Ι.Ζ. προτιμά να επισημαίνει ανεπάρκειες μόνο στον δεύτερο.
    Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι, επί του κυρίως αντικειμένου αυτής της ανάρτησης, δηλαδή της παραγωγής δημοσιογραφικού προϊόντος, σχηματίζουμε (ζωηρότερη, ανάμεσα σε άλλες) την εικόνα ενός κρατικού τομέα ο οποίος [i]παράγει[/i] και ενός ιδιωτικού ο οποίος [i]παρασιτεί[/i].

    Να γενικεύσω την εντύπωσή μου: Η επιθυμία του Θ.Ι.Ζ. να καταδείξει ότι όλα τα δεινά αυτού τού τόπου πηγάζουν από το κράτος του, αποτελεί την πιο ευάλωτη – καθόσον και την πιο ανυποστήρικτη – πλευρά τής πολυσήμαντης σκέψης του.
    Τόσο ανυποστήρικτη, ώστε να επιστρατεύει ακόμα και παραδείγματα που στοιχειοθετούν, κατά το μάλλον, το αντίθετο τού ζητουμένου του.

  4. Με αγαλλίαση προσλαμβάνω την [b]θετική[/b] ερμηνεία της “εκσυγχρονιστικής” αφέλειάς μας. Αλλά και την ένσταση ότι δεν φταίει για όλα το κράτος. Κι αυτό γιατί μου επιτρέπει να θυμίσω την σοφότατη ρήση του Κωνσταντίνου Καραβίδα: ότι εν Ελλάδι δεν έχουμε ιδιωτικό από τη μια και δημόσιο από την άλλη, αλλά [b]ιδιωτικοδημόσιο[/b]. Η όποια αρρώστια είναι επομένως “ιδιωτιοδημόσια”. Μήπως η κοντινότερη [b]αρνητική[/b] ερμηνεία της αφέλειάς μας είναι η εμμονή στην ψευδοαντίθεση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα;

  5. Ο αρθρογράφος έχει φυσικά δίκαιο. Εξάλλου εάν το ζητούμενο ήτανε η παραγωγή δημοσιογραφικού έργου, δηλαδή η ενημέρωση του κοινού για τα τεκτενόμενα, δεν θα είχαμε περισσότερες εφημερίδες, κανάλια και ειδησεογραφικά δελτία από ό,τι όλες οι υπόλοιπες ευρωπαΙκές χώρες μαζί.
    Δεν μας φθάνει να ακούμε την είδηση, την θέλουμε και σχολιασμένη, για αυτό και στην Ελλάδα έχουμε εκατοντάδες αρθρογράφους σε εκατοντάδες εφημερίδες, δεκάδες σχολιαστές σε δεκάδες τηλεπαράθυρα αλλά μετρημένους στα δάχτυλα δημοσιογράφους.
    Φρονώ ότι αυτό το χάλι έχει τις καταβολές του στην ανεπίγνωστη ελληνική παιδεία κυρίως των δεκαετιών του ’60, ’70 και ’80 όπου δεν υπήρχε ίχνος συμμετοχής του μαθητή στο μάθημα εκτός από τις ερωταπαντήσεις προκαθορισμένης φοράς. Φρονώ επίσης ότι το ίδιο χάλι εντείνεται και από την αδυναμία της ελληνικής διανόησης να κοινωνήσει με τον κόσμο αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό τις σκέψεις και ανησυχίες της, με αποτέλεσμα να επιφορτίζεται η αρθρογραφία καί με αυτό το σκέλος της φιλοσοφίας.
    Asta e hesta!

  6. Είχα κι εγώ σκοπό να αναφερθώ στη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, που έθεσε στο τραπέζι ο Γιώργος Καστρινάκης, αλλά με πρόλαβε ο Θ.Ι.Ζ. που μάς παρέπεμψε στον πάντοτε επίκαιρο Καραβίδα. Νομίζω πως είναι έτσι ακριβώς όπως το λέει: η αρρώστια μας είναι «ιδιωτικοδημόσια».

    Όσον αφορά δε τον χώρο της δημοσιογραφίας όλο το πρόβλημα βρίσκεται στη διαπλοκή (δημόσιας) εξουσίας και (ιδιωτικών) ΜΜΕ – που είναι και η «μητέρα» κάθε διαπλοκής.

    Και θα είχε επίσης ενδιαφέρον να βλέπαμε πώς, πέρα από τις άμεσες πολιτικές ή άλλες επιπτώσεις της στη δημόσια ζωή, η ιδιωτικοδημόσια αυτή ασθένεια έχει αλλοιώσει, κι έχει εν τέλει μεταλλάξει το δημοσιογραφικό λειτούργημα σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο = έτσι που δεν έχει πλέον δικά του αντισώματα για να αποτρέψει την επερχόμενη κατάρρευση των ΜΜΕ.

  7. Κύριε Ξυδιά.

    Ένα παλιό σοφό γνωμικό λέγει.
    Η τροφή των εντυπώσεων κτίζει τη Συνείδησή μας.
    Και ο χώρος της Δημοσιογραφίας, ανεγνωρισμένος και ως διαμορφωτής της κοινής γνώμης, έχει κάνει πολύ καλύ και αποτελεσματική εργασία στη διαμόρφωση της σημερινής τραγικής πραγματικότητας.
    Μπράβο τους, άξιος ο μισθός τους.

    Η σημερινή πτωχευμένη σ’ όλα Ελλάδα, περιμένει απλά τις ύαινες που είναι καθ’ οδόν.

  8. Διαβάζω: «Πιάνω πάλι τον Δημητράκο. ΄Επεσε άτσαλα και μερικές σελίδες του έχουν τσαλακωθεί. Καθώς προσπαθώ να τις στρώσω, πέφτω πάνω στη λέξη «κορόιδο». Σκέφτομαι ότι με εκφράζει απόλυτα, κι αρχίζω να διαβάζω το λήμμα για να βρω τις ρίζες μου. Κορόιδο=(δημ. Κουρεμένο+γίδι > κουρόγιδο > κορό(γι)ιδο) ο εμπαιζόμενος, ο καταγελώμενος, μωρός, ανόητος….. «Ζαγάρι» με φώναζε ο πατέρας μου. Ήταν η πρώτη λέξη που έψαξα, μόλις έπεσε λεξικό στα χέρια μου. Ζαγάρι=(δημ. – μσν., ζαγάριον, ιχνηλάτης, κυνηγετικός κύων, οικόσιτον εν γένει ζώον, (μτφ.) άνθρωπος μηδαμινός (τιποτένιος)».
    Τα ως άνω λίαν ενδιαφέροντα αναφέρονται στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη, «Νυχτερινό Δελτίο».
    ΥΓ. Φίλοι μου, διαβάστε και κανένα αστυνομικό. Σας το συνιστά ένας το πάλαι λάτρης της «Μάσκας», και του Γιάννη Μαρή.

  9. Για λόγους δικαιοσύνης οφείλω να επανέλθω σε ένα από τα στοιχεία που επικαλέστηκα ως αφορμή για το παραπάνω κείμενό μου και να πω πως το χθεσινό άρθρο του Άρη Αμπατζή, σχετικά με την αντιπαράθεση Ερντογάν και Τούρκων στρατιωτικών, υπήρξε ευχάριστη για μένα έκπληξη (“Του ‘παν θα βάλεις το χακί…”, Ελευθεροτυπία, 8/8/2011). Η βασική ιδέα του είναι πως μέσα απ’ αυτή τη αντιπαράθεση «επήλθε μια κάποια ισορροπία» μεταξύ Ερντογάν και στρατιωτικών, κι ότι «στη φάση αυτή θα ήταν υπερβολική και βεβιασμένη η αναπαραγωγή της “φωτογραφίας” που τράβηξαν κυρίως τα ξένα μέσα ενημέρωσης, περί πλήρους οπισθοχώρησης των στρατιωτικών, απέναντι στον Ερντογάν». Προφανώς πρόκειται για θέση αντίθετη προς αυτή που υιοθετώ στο κείμενό μου (και στην οποία επιμένω, διαφωνώντας με την προσέγγιση του δημοσιογράφου). Δεν είναι όμως αυτό που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό στο οποίο θάθελα να σταθώ είναι η ευαισθησία του αρθρογράφου να αντικρούσει μια άποψη που κυκλοφόρησε (είτε είχε υπ’ όψη του το δικό μου δημοσίευμα από το tvxs ή το Αντίφωνο, είτε τις πρωτογενείς μου πηγές, που ήταν οι δημοσιεύσεις των «ξένων μέσων ενημέρωσης», στις οποίες ρητά αναφέρεται κι ο ίδιος). Και θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω ότι για να το κάνει αυτό χρειάστηκε να ξεπεράσει τη συνήθη διεκπεραιωτική αντιμετώπιση και να ενεργοποιήσει το δικό του προσωπικό οπλοστάσιο, επικαλούμενος διάφορα στοιχεία και θέτοντας σε συζήτηση μια σειρά από ζητήματα που βοηθούν τον αναγνώστη να γίνει σοφότερος για το θέμα. Αυτό δείχνει ότι υπάρχουν πράγματι Έλληνες δημοσιογράφοι. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν ελληνικά μέσα ενημέρωσης που να θέλουν να αξιοποιήσουν τις ικανότητές τους. ΒΞ

  10. Κύριε Ξυδιά … Όταν προσπαθεί να επιβιώσει κανείς με τρεις κι εξήντα που είναι το εισόδημά του, μάλλον το μόνο κίνητρο που έχει για να συνεχίσει να έχει ενθουσιασμό για τη δουλειά που κάνει, είναι κάποια σχόλια σαν τα δικά σας. Ειλικρινά. Στην ουσία πάντως δεν βρίσκω ότι διαφωνούμε. Η ουσία είναι το “καθεστώς Ερντογάν” που αναφέρω στο κομμάτι στην Ελευθεροτυπία. Δηλαδή μακροπολιτικά η οπισθοχώρηση των στρατιωτικών είναι γεγονός και επιβεβλημένο μάλιστα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η πολιτική κατάσταση τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία. Η ισορροπία στην οποία αναφέρομαι σχετίζεται μόνο με την εξέλιξη στο συμβούλιο κρίσεων. Δηλαδή το ότι έγιναν και κάποια πράγματα έτσι όπως τα ήθελαν οι στρατιωτικοί. Αυτό βεβαίως δεν αλλάζει την ουσία. Από την Παρασκευή είμαι σε άδεια και δυστυχώς δεν μπορώ να γράψω τη συνέχεια, η οποία από ό,τι έχω δει, περιλαμβάνει και την έκδοση εντάλματος σύλληψης για τους 14 ανώτατους αξιωματικούς που δεν συνταξιοδοτήθηκαν και παρατάθηκε η θητεία τους, έτσι όπως ήθελαν οι στρατιωτικοί.
    Είναι πάντως πολύ ωραίο, καθώς γράφω, να ξέρω ότι αυτά που γράφω τα διαβάζουν άνθρωποι σαν και σας. Αυτό είναι κάτι σαν μπούσουλας.
    Όσο για τις απόψεις σας περί ελληνικών μέσων ενημέρωσης, νομίζω ότι η εικόνα αυτή ισχύει επειδή και τα ΜΜΕ είναι ένας καθρέφτης της χώρας. Τη στιγμή που τα πάντα λειτουργούν κατά τύχη, χωρίς καμία λογική, πολιτική και φιλοσοφία, δεν θα μπορούσε, τα ΜΜΕ να είναι εξαίρεση. Όταν για παράδειγμα η Αθήνα απέχει πολύ από την εικόνα κέντρου που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στο εξωτερικό, θεωρώ πολύ λογικό, η ελληνική ειδησεογραφία σχετικά με τα διεθνή θέματα να είναι αιωρούμενη. Κι αυτό πιστεύω ότι είναι η παγίδα που μας έχει στήσει η θεωρία των εθνικών θεμάτων. Δηλαδή η τάση, να αντιλαμβανόμαστε τις διεθνείς εξελίξεις, σχεδόν αποκλειστικά υπό το πρίσμα των λεγόμενων εθνικών θεμάτων. Και φυσικά υπό το πρίσμα των επιλογών της εκάστοτε εξουσίας, να ακολουθεί τη μία ή την άλλη διεθνώς κυρίαρχη τάση. Υπάρχει όμως και τρίτος λόγος που αφορά αμιγώς τα ΜΜΕ. Εννοώ το εξής. Πάρτε για παράδειγμα τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Ας κυκλοφορήσουν όλες μια Κυριακή χωρίς προσφορές, για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο βρίσκεται ο τύπος σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι η “δημοσιογραφική” αξία, δεν είναι αξία που έχει ισχύ στο χώρο τον ΜΜΕ. Μαύρη μαυρίλα, αλλά δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα.

  11. Κύριε Αμπατζή, ευχαριστώ για τη θετική και ειλικρινή απόκρισή σας. Έχετε δίκιο ότι στην ουσία δεν διαφωνούμε. Ή αν έχουμε κάποια διαφορά, αυτή δεν είναι στο “μακροπολιτικό” επίπεδο, όπως πολύ ωραία το λέτε, αλλά στην ακριβή εκτίμηση της συγκεκριμένης τώρα φάσης. Έχω την αντίληψη ότι η ανεκτικότητα του Ερντογάν δεν έχει να κάνει με την ισορροπία στους συσχετισμούς, αλλά μ’ ένα πάγιο, στρατηγικό στοιχείο της πολιτικής του, και ίσως και της φιλοσοφίας του. Ότι δηλαδή τη στιγμή ακριβώς που μπορεί να αποτελειώσει τον αντίπαλό του, κάνει ένα βήμα πίσω. Κι αυτό διότι -πάντα κατά την εντύπωσή μου- δεν αποσκοπεί στο να κατατροπώσει τον αντίπαλο, αλλά να του περιορίσει τον χώρο. Είναι, πιστεύω, μια εντελώς άλλη αντιμετώπιση της σύγκρουσης, που βλέπει μακρύτερα από την απλή νίκη.

    Πάντως αν τόνισα περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε αυτή τη διαφορά μας, αυτό έγινε για να υπογραμμίσω αυτό που έκρινα ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν το σημαντικό. Κι αυτό είναι η δημοσιογραφική σας ποιότητα και ευαισθησία, ανεξάρτητα από την α΄ ή β΄ άποψη που εκφράζετε.

  12. Για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης από την πλευρά του Ερντογάν, χαίρομαι που το βλέπετε έτσι. Ουσιαστικά, κατά την άποψή μου, είναι η μετεξέλιξη μιας παρόμοιας, αλλά ποιοτικά λίγο διαφορετικής τάσης που διέκρινε το σύγχρονο πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία από τα τέλη της δεκαετίας του 60. Η τάση αυτή, με μια λέξη ήταν η “υποχωρητικότητα” και η βήμα-βήμα πορεία και αντιμετώπιση του συστήματος. Λέω “ποιοτικά λίγο διαφορετική τάση” και όχι εντελώς διαφορετική, διότι η υποχωρητικότητα αυτή βραχυπρόθεσμα αφορούσε μεν την προστασία και τον ένστικτο επιβίωσης του πολιτικού Ισλάμ, αλλά μακροπρόθεσμα είχε το χαρακτήρα πάγιας τακτικής. Και στο μακροπρόθεσμο στόχο του τότε, έφτασε το πολιτικό Ισλάμ επί Ερντογάν. Σήμερα η τάση αυτή εμφανίζεται ως προσπάθεια αφαίρεσης ζωτικού χώρου από τους αντιπάλους, με απώτερο σκοπό τη σταδιακή εξαφάνιση του ζωτικού αυτού χώρου.
    Και αυτό γίνεται αφενός σταδιακά, αφετέρου με μια αντιμετώπιση “πολυμέτωπη”: πολιτική, δικαιοσύνη, καθημερινή ζωή, μέσα ενημέρωσης, πολιτισμός, εξωτερική πολιτική. Γι’ αυτό ακριβώς στο κομμάτι στην Ελευθεροτυπία, μαζί με την υπόθεση στο συμβούλιο κρίσεων, αναφέρθηκα στο ερώτημα αν η αφαίρεση ρόλων από τις ένοπλες δυνάμεις ισοδυναμεί με εξαφάνιση των ρόλων αυτών ή είναι μια μετατόπιση των ρόλων αυτών προς την πολιτική εξουσία. Διότι οι ρόλοι αυτοί ήταν μέρος του ορισμού των ενόπλων δυνάμεων ως μηχανισμού του αυταρχικού κράτους. Για τον ίδιο λόγο, στο ίδιο κομμάτι αναφέρθηκα και στο γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο του λεγόμενου “καθεστώτος Ερντογάν”. Το πολιτικό Ισλάμ, κυρίως μέσω του τάγματος του Γκιουλέν, τείνει να επικρατήσει ως νέα επίσημη ιδεολογία. Προσωπικά προτιμώ τον όρο “καθεστώς Γκιουλέν”.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ