Δημήτρης Μπαλτᾶς
Γνωστός στό ἑλληνικό ἀναγνωστικό κοινό ἀπό τήν περίφημη «Ἐξέγερση τῶν μαζῶν» (μετ. Χρ. Μαλεβίτση, Δωδώνη, Ἀθήνα 1972, Ἁρμός, Ἀθήνα 2012), ὁ Ὀρτέγκα υ Γκασέτ πραγματεύεται ἐδῶ ζητήματα αἰσθητικῆς, σέ τρεῖς πραγματεῖες γραμμένες ἀπό τό 1914 ἕως τό 1925.
Στό πρῶτο δοκίμιο μέ τίτλο «Ὁ ἀπανθρωπισμός τῆς τέχνης» (1925) ὁ Ὀρτέγκα υ Γκασέτ τονίζει ὅτι ἡ σύγχρονη τέχνη «δέν εἶναι μία τέχνη γιά ἀνθρώπους γενικά, ἀλλά γιά πολύ ἰδιαίτερη κατηγορία ἀνθρώπων» (σ. 29). Ἀντιθέτως, τό εὐρύ κοινό, κατά τόν συγγραφέα, «θά ἀποκαλέσει τέχνη τό σύνολο τῶν μέσων τά ὁποῖα τοῦ δίνουν τήν εὐκαιρία νά ἔρθει σέ ἐπαφή μέ ἀνθρώπινα πράγματα πού τόν ἐνδιαφέρουν» (σ. 30).
Περαιτέρω ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει ὅτι ἡ μοντέρνα τέχνη ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τό παρελθόν (σ. 69, σ. 71), ἀποπειρᾶται νά προσδώσει «παιδικότητα σέ ἕναν γέρικο κόσμο» (σ. 77), ἐνῶ συγχρόνως «γελοιοποιεῖ τήν Τέχνη» (σ. 74).
Παρά τίς ἐνστάσεις πρός τήν σύγχρονη τέχνη, ὁ Ὀρτέγκα υ Γκασέτ διαπιστώνει «τήν ἀδυναμία νά γυρίσουμε πρός τά πίσω» (σ. 81), δηλαδή πρός τήν παραδοσιακή τέχνη. Οἱ προσεγγίσεις τοῦ Ἱσπανοῦ φιλοσόφου εἶναι ἐνδιαφέρουσες καί χρήσιμες στήν συζήτηση πάνω σέ ζητήματα αἰσθητικῆς καί φιλοσοφίας τῆς τέχνης πού διεξάγεται ἐπί πολλές δεκαετίες. Ὡστόσο, μεταξύ τῆς ἀποδοχῆς τῆς παραδοσιακῆς τέχνης καί τῆς ρήξεως μέ τήν παράδοση, ὁ συγγραφέας δέν φαίνεται νά προτείνει κάτι συγκεκριμένο.
Τό δεύτερο δοκίμιο τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Σκέψεις γιά τόν Δόν Κιχώτη», εἶναι μία ἐκτενέστατη μελέτη γιά τό ἔργο τοῦ Μ. ντέ Θερβάντες (1547-1616) ἀπό τήν ὀπτική ἑνός Ἱσπανοῦ (σ. 158, σ. 161) πού ἐπιθυμεῖ νά ἀναδείξει τήν «ἱσπανικότητά» του. Γιά τόν Υ Γκασέτ, κυρίως ξένοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τόν «Δόν Κιχώτη»: «Τά λιγοστά φῶτα πού ρίχτηκαν ἐπάνω του προῆλθαν ἀπό ξένους: ἀπό τόν Σέλλινγκ, τόν Χαϊνε, τόν Τουργκένιεφ... Πρόκειται γιά στιγμιαῖες καί ἀνεπαρκεῖς ἐκλάμψεις. Γιά κείνους ὁ Δόν Κιχώτης ἦταν μία θεία παραξενιά· γιά μᾶς ἕνα πρόβλημα πού ἀφορᾶ τήν ἴδια μας τήν μοῖρα» (σ. 166). Στήν περίπτωση τοῦ «Δόν Κιχώτη» ὁ Ὀρτέγκα υ Γκασέτ διαβλέπει τόν θάνατο τοῦ ἔπους (σ. 202), ἐνῶ, ἀπό αἰσθητικῆς πλευρᾶς, ἐκλαμβάνει τό ἔργο ὡς «πολεμική ἐνάντια στήν ἱπποσύνη» (σ. 198), ἐπιχειρώντας παράλληλα νά ἀναδείξει τήν «μυθιστορηματικότητα» τοῦ ἔργου.
Τό τελευταῖο δοκίμιο τοῦ τόμου, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ἰδέες γιά τό μυθιστόρημα» (1925), ἀποτελεῖ μία κριτική τοποθέτηση τοῦ συγγραφέως ἔναντι τῆς θεματολογίας (σ. 244, σ. 248) τοῦ μυθιστορήματος. Ἀφιερώνει ἀρκετές σελίδες πάνω στά ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκι (σσ. 263-268). Πάντως μέ ὁρισμένες ἐνστάσεις τοῦ Ἱσπανοῦ φιλοσόφου (λ.χ. στήν ταύτιση τοῦ Ντοστογιέφσκι μέ τούς ἥρωές του ἤ τόν ρεαλισμό τοῦ Ρώσσου μυθιστοριογράφου) θά διαφωνήσουν γνωστοί μελετητές τοῦ ντοστογιεφσκικοῦ ἔργου (Μπερντιάγιεφ, Γρόσσμαν, Εὐδοκίμωφ, Τραουαγιά κ.ἄ.)
Στίς τελευταῖες σελίδες τοῦ τρίτου δοκιμίου ὑπάρχει μία σημείωση τοῦ συγγραφέως πού βοηθεῖ στήν ἀποκωδικοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀναγνώστη τοῦ σκοποῦ τῶν αἰσθητικῶν προσεγγίσεων τοῦ συγγραφέως σχετικά μέ τό μυθιστόρημα γενικῶς καί μέ τόν «Δόν Κιχώτη» συγκεκριμένα. Γράφει λοιπόν: «Ἡ αἰσθητική καταξίωση τοῦ καθημερινοῦ καί ὁ αὐστηρός ἀποκλεισμός κάθε ἐξωπραγματικοῦ στοιχείου εἶναι τό οὐσιωδέστερο ἀπό τά στοιχεῖα πού ὁρίζουν τό μυθιστόρημα μέ τήν ἔννοια πού αὐτή ἡ λέξη ἔχει στό παρόν δοκίμιο» (σ. 281).
Σέ μία γενική ἀποτίμηση, ὁ παρών τόμος δίνει μία εἰκόνα τῶν αἰσθητικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἱσπανοῦ φιλοσόφου Ὀρτέγκα υ Γκασέτ μέσα ἀπό τρεῖς πραγματεῖες πού ἀνήκουν στήν πρώϊμη φάση τοῦ ἔργου του. Ἐνδιαφέροντα ὁμολογουμένως τά κείμενα, μποροῦν νά προκαλέσουν γόνιμες συζητήσεις καί ὁπωσδήποτε καί διαφωνίες ἐκ μέρους τόσο τῶν θεωρητικῶν τῆς λογοτεχνίας ὅσο καί τῶν αἰσθητικῶν φιλοσόφων.
José Ortega y Gasset, Αἰσθητικό τρίπτυχο, μετ. Ἀ. Βασώνη, Ἀ. Μαυρομμάτη, Ε. Οἰκονόμου, Τ. Φραγκούλια, Ἐ. Χέλμη, Ἐκδόσεις Printa, Ἀθήνα 2011, σελ. 311
πηγή: Αντίφωνο