Έρως και Θάνατος

4
2449

Σπύρος Τσιτσίγκος

Ὡς γνωστό, ὁ S. Freud (1856-1939) διατύπωσε δύο θεωρίες γιά τά ἀνθρώπινα ἔνστικτα: τήν κλα­σι­κή (1915) καί τή λεγόμενη δυα­δι­κή θεωρία (1920), ἡ ὁποία δέχεται ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμός δονεῖται βασικά ἀπό τήν ὁρμή ζωῆς (Lebens­trieb), πού ἀντι­στοι­χεῖ σέ ὅ, τι ἀπο­κα­λοῦμε «ἔνστι­κτο» ἤ «ὁρμή» αὐτο­συ­ντή­ρη­σης (SelbstErhal­tungstriebselfpreser­vation[1]) ἤ IchTrieb καί ἀπό τή Libido, δηλ. τό sex­ual in­stict.

Καί τά δύ­ο αὐτά εἴδη ἐνστί­κτων ὁ ἴδιος ὁ Freud ἀρ­γό­τε­ρα, στά ἔργα του <Jenseits des Lustprinzips> (1920), <Massenpsycholo­gie und Ich Ana­lyse> (1921) καί <Das Ich und das Es> (1923), συ­γχώ­νευ­σε στήν ἔννοια τοῦ «ἔρω­τα» (Eros)[2], προ­σθέ­το­ντας (γιά ἀντι­στοί­χι­ση πρός τήν ὁρμή τῆς αὐτο-κα­τα­στροφῆς) τό λεγόμενο «ἔνστι­κτο τοῦ θα­νά­του» (Todes­trieb)[3], πού ἀντα­να­κλᾶ τήν <ἀρχή τῆς Nir­vana> (Thanatos)[4].

 

 

Ζω­ή καί θά­να­τος συ­νυ­φαί­νο­νται[5]· κα­τα­σκευ­ή καί κα­τα­στρο­φή εἶναι κα­τα­στά­σεις ἀδια­χώ­ρι­στες: ἡ βρώ­ση εἶναι μί­α δια­δι­κα­σί­α κα­τα­στροφῆς, σκο­πός τῆς ὁποί­ας ὅμως εἶναι ἡ θρέ­ψη τοῦ ὀργα­νι­σμοῦ. Ὁμοί­ως, ἡ σε­ξουα­λι­κή πρά­ξη ἀπο­τε­λεῖ μί­α ἔκφρα­ση ἐπι­θε­τι­κό­τη­τας, ὁ σκο­πός της ὅμως εἶναι ἡ πλή­ρης ἕνω­ση τῶν δύ­ο προ­σώ­πων[6].

Βέ­βαια, στό “Eros und Thanatos” (<Jenseits des Lust­prinzips>, 1920) ὁ Freud ὑπο­στή­ρι­ζε ὅτι ἡ πί­στη στόν θά­να­το δέν βρί­σκει κα­νέ­να ση­μεῖο ὑπο­στή­ρι­ξης μέ­σα στά ἔνστι­κτά μας καί ὅτι τό ἀσυ­νεί­δη­το δέν γνω­ρί­ζει τήν ἔννοια τοῦ θα­νά­του, ἀφοῦ «κα­τά βά­θος κα­νείς δέν πι­στεύ­ει στόν ἴδιο τό θά­να­τό του, ὄντας στό ὑπο­συ­νεί­δη­τό του πε­πει­σμέ­νος γιά τήν προ­σω­πι­κή του ἀθα­να­σί­α»[7]· ὁμοί­ως, ἕως τό 1914 (βλ. Formulierungen über die zwei Prinzi­pien des psychischen Geschehens, 1911) ὁ Freud θε­ω­ροῦσε τά ἔνστι­κτα ὡς δυ­νά­μεις τῆς ζωῆς, πού τεί­νουν στόν πολ­λα­πλα­σια­σμό ἤ, του­λά­χι­στον, στή δια­τή­ρη­ση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς[8]. Ἀργό­τε­ρα, πει­στι­κές αἰτί­ες τόν ὤθη­σαν νά πα­ρεμ­βά­λει τήν ἔννοια τοῦ Ναρ­κισ­σι­σμοῦ, ἐντάσ­σο­ντας τό ἔνστι­κτο τῆς αὐτο­συ­ντή­ρη­σης στόν αὐτο-ε­ρω­τι­σμό[9]. Ἡ δυ­να­μι­κή ἀντί­θε­ση με­τα­ξύ τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­το­γε­νοῦς ναρ­κισ­σι­σμοῦ»[10] ―εἴδους «λι­βι­δι­νικῆς κά­θε­ξης»[11] σέ μί­α ὁρι­σμέ­νη στιγ­μή― καί τῆς (ἀν­τι­­κει­με­νό­τρο­πης) σε­ξουα­λικῆς li­bido[12] ἀντα­να­κλᾶται στήν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ ναρ­κισ­σι­στικῆς li­bido καί «ἐνστί­κτου θα­νά­του» (ἔνστι­κτα κα­τα­στροφῆς: ἐπι­θε­τι­κό­τη­τα)[13]. Ἔτσι, τά ἔνστικτα γιά τόν Freud ὁδηγοῦν, μέ μία ἀκαταμάχητη ἐντροπία, σέ ἀντιστροφή τοῦ πόθου τῆς ἀθανασίας, δηλ. στόν θάνατο[14].

Τήν ἐπιθετικότητα συνδέει καί ὁ Lacan μέ τή ναρκισσιστική σχέση· στό οἰδιπόδειο σύμπλεγμα, ἡ ἐπίθεση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα του ἔρχεται νά ἐνδυναμώσει τόν ναρκισσισμό τοῦ παιδιοῦ[15]. «Στή ναρ­κισ­σι­κή ἀνα­δί­πλω­ση», γρά­φει ὁ Pierre Fougeyrollas, «ὑπάρ­χει μί­α πι­σω­δρό­μη­ση τῆς ζω­τικῆς ὁρμῆς, πού ἡ αἰσιο­δο­ξί­α, ἡ ἐπι­στη­μο­νι­κό­τη­τα καί ὁ ρα­σιο­να­λι­σμός, κλη­ρο­νο­μί­α τοῦ δέ­κα­του ἔνα­του αἰώ­να, δέν ἐπαρ­κοῦν γιά νά τήν ἐξη­γή­σουν»[16]. Ὡστό­σο, ἄν γιά τή δι­κή μας ὕπαρ­ξη τό ἀσυ­νεί­δη­τό μας λει­τουρ­γεῖ ἄλλο­τε «προ­στα­τευ­τι­κά» καί «ἐγω­ι­στι­κά»[17], καί ἄλλο­τε αὐτο­κα­τα­στρο­φι­κά (πρβλ. Μα­ζο­χι­σμό)[18], γιά ὅλους τούς ἄλλους μπο­ρεῖ ἀκό­μα καί νά «σκο­τώ­σει» (ὡς θα­να­τι­κή ψυ­χι­κά τι­μω­ρί­α), ἀκό­μα καί γιά μι­κρο­πράγ­μα­τα[19]! Ἔτσι, τό ἀσυ­νεί­δη­το βλέ­πει, τε­λι­κά, τόν θά­να­το ἀφε­νός μέν ὡς κα­τα­στρο­φέ­α τῆς ζωῆς[20] καί ἀφε­τέ­ρου ὡς κά­τι τό ἀνύ­παρ­κτο καί ἐξω­πραγ­μα­τι­κό[21].

Τό δί­πο­λο ἔ­ρω­ς καί θά­να­τος, πού εὐρύ­τε­ρα ἀντι­στοι­χεῖ στό πα­λιό φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα τῆς ἐναρ­μό­νι­σης εἶναι (δηλ. βιο­φι­λί­ας, δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας, λό­γου, τά­ξης, ἡσυ­χί­ας, ἁρμο­νί­ας, κάλ­λους, ἕλξης, συ­νο­χῆς/κοι­νω­νί­ας καί φι­λό­τη­τος[22]/ἀγά­πης) καί γί­γνε­σθαι (δηλ. νε­κρο­φι­λί­ας, χά­ους, ἀτα­ξί­ας, δαι­μο­νι­σμοῦ, δυ­σμορ­φί­ας, ἀ-λο­γί­ας, ἄπω­σης, διά­σπα­σης/δι­χα­σμοῦ, κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τας, ἐγω­ι­σμοῦ καί νεί­κους/πο­λέ­μου)[23], ἔχει ἀπο­τε­λέ­σει ἀπό τήν ἐπο­χή ἤδη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Τραγικῶν[24] καί τοῦ Πλά­τω­να[25] προ­σφι­λέ­στα­το θέ­μα γιά πολ­λούς συγ­γρα­φεῖς[26].

Στήν Π.Δ. ὁ Ἐκκλη­σια­στής (3, 2) πα­ρα­τη­ρεῖ σχε­τι­κά: «και­ρός τοῦ τε­κεῖν καί και­ρός τοῦ ἀπο­θα­νείν», συ­σχε­τί­ζο­ντας τούς δύ­ο ἀνθρώ­πι­νους πό­λους: τή γέν­νη­ση καί τόν θά­να­το. Ὁμοί­ως, τό Ἆσμα Ἀσμά­των (8, 6) συ­γκρί­νει τήν ἀγά­πη μέ τόν θά­να­το. Κα­τά τούς ἀνα­το­λι­κούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας (Θε­ό­φι­λο Ἀντιο­χεί­ας, Μ. Βα­σί­λειο, Ἰω­άν­νη Χρυ­σό­στο­μο, Γρη­γό­ριο Να­ζιαν­ζη­νό καί Γρη­γό­ριο Νύσ­σης), τό ὡς ἄνω ζεῦγμα αὐτό (ἔρως καί θά­να­τος) δέν ὀφεί­λε­ται οὔτε στήν ἀντί­στοι­χη ὀρφι­κή δι­δα­σκα­λί­α, κα­τά τήν ὁ­ποία ἡ γέν­νη­ση ἀντι­με­τω­πι­ζό­ταν ὡς θά­να­τος καί ὁ θά­να­τος ὡς γέν­νη­ση, οὔτε στό γε­γο­νός ὅτι τά­χα καί τά δύ­ο αὐτά με­γέ­θη (ἔρως καί θά­να­τος), ὡς ὁριακά, ἐνέ­χουν, κατά τή βί­ω­σή τους, ἀνυ­πέρ­βλητη δυ­σκο­λί­α (πρβλ. Ἆ­σμα Ἀ­σμά­των καί φρο­ϋ­δι­κή «ὁρμή ζω­ῆς» καί «ὁρ­μή θα­νά­του») ἤ βιώ­νο­νται μέ­σα σέ ἕνα εἶδος ἀπέ­ρα­ντης (ὑ­παρ­ξιακῆς) μο­να­ξιᾶς[27]. Κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, «ὅπου θά­να­τος, ἐκεῖ γά­μος»[28], για­τί ἐνῶ προ­πτω­τι­κά (ὅπου ἐπι­κρα­τοῦσε ἡ ἀγά­πη) ἡδο­νή προ­κα­λοῦσε ὁ ἔρω­τας τοῦ Ἄλλου, με­τα­πτω­τι­κά (ὅπου ἐπι­κρα­τεῖ ὁ ἀτο­μι­σμός) ἡδο­νή προ­κα­λεῖ ὁ θά­να­τος τοῦ Ἄλλου (πρβλ. ἐπι­θε­τι­κό­τη­τα)[29]. Μό­νο, λοι­πόν, μέ­σω τοῦ «θα­­νά­του» (ὑπαρ­ξια­κοῦ «θνή­σκειν»: «σταυ­ροῦσθαι»), πού ὅμως δέν εἶναι φθο­ρά (σή­ψη) ἀλλά νέ­κρω­ση, τοῦ (ἐγω­κε­ντρι­κοῦ) ἑαυ­τοῦ μας[30], μπο­ροῦμε, κα­τά τό ὑπό­δειγ­μα τοῦ «σαβ­βα­τι­σμοῦ» τῆς σαρ­κω­μέ­νης Ἀγά­πης (Ἰ. Χρι­στοῦ)[31], νά ἀγα­πή­σου­με τόν Ἄλλο (συ­νάν­θρω­πο, Ἐκκλησία)[32] ἀλη­θι­νά, καί ἔτσι νά ὑπερ­βοῦμε τήν κτι­στό­τη­τα, τήν (πτω­τι­κή) φθο­ρά καί τελικά τόν θά­να­το, δηλ. νά ἀνα­στη­θοῦμε καί νά ἑνω­θοῦμε «ἀσυγ­χύ­τως, ἀτρέ­πτως, ἀδιαι­ρέ­τως, ἀχω­ρί­στως» μέ αὐτό τό Ἄκτι­στο (βλ. θέ­ω­ση)[33]. Μέ αὐτή τήν ἔν­νοια, κά­θε ἔρω­τας γεν­νᾶ ἕναν θά­να­το: βιο­λο­γι­κά (με­τά ἀπό τή γέν­νη­ση κά­θε ἀνθρώ­που ἀκο­λου­θεῖ ὁ θά­να­τός του) καί ψυ­χο­λο­γι­κά (κά­θε γνή­σιος ἔρω­τας ὡς αὐτο­θυ­σί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει τόν θά­να­το τοῦ Ἐγώ· ὅσο με­γα­λύ­τε­ρη ἡ ἀγά­πη, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρος ὁ πό­νος)[34]. Ἡ «ἀπώλεια» αὐτή τοῦ Ἐγώ[35] λαμβάνει χώρα κατ’ ἐξοχήν στόν Θεῖο Ἔρωτα (βλ. ἐμπειρία ἕνωσης μέ κάτι πού ὑπερβαίνει τόν ἑαυτό μας) τῶν Μυστικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔτσι ¾μέσω τῆς «συνουσίας» (βλ. ἱερό γάμο) τους μέ τό Θεῖον¾ ξεπερνοῦνμπειρικά τόν θάνατο[36].

Ὁ Βέλγος Ρωμαιοκαθολικός ἱερέας και ψυχαναλυτής Antoine Vergote, ἀκο­λου­θώ­ντας τόν Freud ―ἀλλά, βε­βαί­ως, πολ­­­λούς αἰῶνες πρίν, καί τόν Πλά­τω­να[37]― ἀνα­φέ­ρε­ται α) στήν ἐπι­θυ­μί­α/libido (πού ­σχε­τί­ζε­ται μέ τόν ἔρω­τα)[38], β) στήν ἐπι­θε­τι­κό­τη­τα (βλ. θυ­μό)[39] ―πα­ρά­γω­γο τῆς ὁποί­ας, κα­τά τόν Ver­gote, συ­νι­στᾶ τό ἔνστι­κτο (ὁρμή) τοῦ θα­νά­του[40]―, καί γ) στό ἔνστι­κτο τῆς ἐπι­βολῆς[41]. Σύμ­φω­να μέ τόν Vergote, ἡ κα­τά Freud ―πού ἔτσι ἐμφα­νί­ζε­ται ἀντί­θε­τος σέ ἕναν αἰσιό­δο­ξο Ἀν­θρω­πι­σμό, μο­λο­νό­τι ἐπι­δί­ω­κε τή θε­τι­κή ἀπό τή με­ριά τοῦ ὑπο­κει­μέ­νου ἀνα­γνώ­ρι­ση τῶν ἐνστί­κτων― «ὁρμή θα­νά­του» δρᾶ ἐντός τοῦ ἐνστί­κτου τῆς ζωῆς καί δέν πα­ρου­σιά­ζε­ται κα­θα­ρά ἀπό μό­νη της[42]. Βέ­βαια, ὁ Vergote, μέ βά­ση τήν πο­λι­τι­σμι­κή Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α καί τή θρη­σκευ­τι­κή Φαι­νο­με­νο­λο­γί­α, προ­χω­ρεῖ πέ­ρα ἀπό τή φρο­ϋ­δι­κή ἀντί­λη­ψη στή δια­πί­στω­ση τοῦ φό­βου τοῦ θα­νά­του. Ὁ φό­βος αὐτός, κα­τά τόν Vergote, εἶναι ὑπαρ­κτός, καί μά­λι­στα συ­νέ­βα­λε στή γέν­νη­ση, μέ­σα στόν ἄνθρω­πο, τῆς ἐπι­θυ­μί­ας γιά ζω­ή[43]. Γιά τόν Ver­gote, δέν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λί­α ὅτι ὁ θά­να­τος εἶναι τό με­γα­λύ­τε­ρο τραῦμα, πού μπο­ρεῖ νά πλή­ξει τόν ἀνθρώ­πι­νο ναρ­κισ­σι­σμό (πού ἐκφρά­ζε­ται μέ ἕναν βα­θύ πό­θο ἀθα­να­σί­ας, τόν ὁποῖο γιά παράδειγμα ὁ Οὐαλλός νευρολόγος και ψυχαναλυτής Alfred Ernest Jones (1879 – 1958) ἀπο­κα­λεῖ κλη­ρο­νο­μι­κό «Θε­ο-σύν­δρο­μο»)[44]· αὐτός μά­λι­στα εἶναι ὁ λό­γος, γιά τόν ὁποῖο «βα­θιά καί λαν­θά­νο­ντα τραυ­μα­τι­κά ἴχνη, πα­ρα­μέ­νουν ἀκό­μα ζω­ντα­νά, προ­κα­λώ­ντας ἄγχος καί φα­ντα­σιώ­σεις ἀσυ­νεί­δη­τα»[45]. Ἡ κλι­νι­κή ἐμπει­ρί­α τοῦ Ver­gote μέ κα­τα­θλι­πτι­κούς ἀσθε­νεῖς τοῦ ἐπέ­τρε­ψε νά κα­τα­νο­ή­σει βα­θύ­τε­ρα τή δυ­σκο­λί­α τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν νά ἀνεύ­ρουν ἕναν τρό­πο ὑπέρ­βα­σης τῆς κα­τά­στα­σής τους: «ἡ κα­τά­θλι­ψη χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀπό μί­α ἐνδόρ­ρη­ξη τῆς ζω­τικῆς δυ­νά­με­ως, ἕνα (ὑπαρ­ξια­κό) κε­νό ἤ μί­α κα­τάρ­ρευ­ση τῆς σφυγ­μικῆς ἤ τῆς συ­ναι­σθη­μα­τικῆς ἔντα­σης πρός τόν κό­σμο καί τούς ἄλλους»[46]. Πράγ­μα­τι, τό πα­θο­λο­γι­κό ἄγχος ἀνα­πα­ρά­γει τό ἀσυ­νεί­δη­το ἄγχος τοῦ θα­νά­του[47]. Ἡ ἔρευ­να τοῦ K. Magni[48] ἐπι­βε­βαιώ­νει τήν κλι­νι­κή ἐμπει­ρί­α: ὁ ἄνθρω­πος, ὅπως ἀπω­θεῖ τή σε­ξουα­λι­κό­τη­τα ἤ τήν ἐπι­θε­τι­κό­τη­τά του, μπο­ρεῖ ἐπί­σης νά ἀπω­θήσει καί τή σκέ­ψη (ἤ/καί τόν φό­βο) τοῦ θα­νά­του. Ἡ θα­νά­σι­μη αὐτή ἀπει­λή (πού μπο­ρεῖ, γιά πα­ρά­δειγ­μα, νά ἐκδη­λω­θεῖ μέ μί­α μορ­φή κοι­νω­νικῆς ἀπό­συρ­σης, δηλ. φυ­γή ἀπό τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἤ ψυ­χο-σω­μα­τι­κή νό­σο)[49], στήν ὁποί­α ὁ ἄνθρω­πος, μέ κά­θε τρό­πο, ἀντι­στέ­κε­ται (rési­stance), ἀνα­γκά­ζει τόν ἴδιο νά ἀνα­ζη­τή­σει κά­που ἀλλοῦ ἔρει­σμα καί νό­η­μα ζωῆς, πού θά τοῦ ἐξα­σφα­λί­σουν μί­α ἀνε­κτή μορ­φή «ἐπι­βί­ω­σης» μέ­σα σέ αὐτές τίς ὁρια­κές του κα­τα­στά­σεις[50].

Ἀλλ’, ἄν, γιά τήν κο­σμι­κή σκέ­ψη, ἡ ἀγά­πη (καί γε­νι­κά ἡ δια­προ­σω­πι­κή ἀνθρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α) δια­σώ­ζει ἀπό τόν θά­να­το (καί τόν φό­βο του), πό­σο μᾶλλον ἡ πί­στη/ἐμπι­στο­σύ­νη στήν (ἀπό­λυ­τη καί αὐθε­ντι­κή) Θεί­α Ἀγά­πη/Κοι­νω­νί­α! Ἔτσι, ὁ Ver­gote συ­σχε­τί­ζει τή βι­ο­λο­γι­κή ὁρμή γιά ζω­ή (ἔνστι­κτο αὐτο­συ­ντή­ρη­σης) μέ τήν ἐπι­θυ­μί­α γιά το Ἀπόλυτο (τό «Θεῖον»): Ὁ «Θεῖος ἔρω­τας» (πρβλ. τή θρη­σκεί­α) κα­θί­στα­ται ἡ ἀντι­στάθ­μι­ση (ἀντί­δο­το) τοῦ θα­νά­του[51]. Ὁ Βι­βλι­κός Μο­νο­θε­ϊ­σμός εἶναι ἡ Πί­στη, πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό ὁποια­δή­πο­τε ἄλλη Θρη­σκεί­α, ἀντι­τάσ­σε­ται στόν θά­να­το, μέ τήν ἐλπί­δα μιᾶς ἄλλης ἐσχα­το­λο­γι­κά ζωῆς καί τή «μνή­μη θα­νά­του»[52]. Βέ­βαια, τό ὅλο αὐτό ζή­τη­μα, κα­τά τή χρι­στια­νι­κή Θε­ο­λο­γί­α, συν­δέ­ε­ται γε­νι­κό­τε­ρα μέ τήν Τε­λι­κή Κρί­ση καί τήν ἔννοια τῆς (σω­μα­τικῆς) ἀνά­στα­σης τῶν νε­κρῶν, ἡ ὁποί­α ὑπεμ­φαί­νε­ται στίς παι­δι­κές ἐπι­θυ­μί­ες[53].

Ὁ Χρι­στια­νι­σμός ἀπέ­να­ντι στόν θά­να­το στέ­κε­ται κα­τά τόν πλέ­ον ρε­α­λι­στι­κό καί ἰσορ­ρο­πισ­τι­κό τρό­πο, συμ­φι­λιώ­νο­ντας ἔτσι τήν ἀνθρώπινη ζω­ή μέ τόν θά­να­το[54]. Εἶναι γε­γο­νός ὅτι ὁλό­κλη­ρη ἡ χρι­στια­νι­κή βι­ο­τή εἶναι σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μη, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ λει­τουρ­γί­α τῶν ἐκκλη­σια­στικῶν μυ­στη­ρί­ων. Ὁ μυ­στηρια­κός δεῖπνος τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας τε­λεῖται ἐν μέ­σω ἑνός θα­νά­του/θυ­σί­ας (τῆς σταυ­ρικῆς). Ὁμοί­ως, ὁ θά­να­τος τῶν μαρ­τύ­ρων[55] συ­νι­στᾶ ἑορ­τή καί πα­νή­γυ­ρι (πρβλ. ἱε­ρή ἀμφι­θυ­μί­α: To­tem) γιά ὅλη τήν Ἐκκλη­σί­α. Μά­λι­στα δέ, ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος χρη­σι­μο­ποιεῖ τίς λέ­ξεις «πό­θον» καί «ἀκα­τά­σχε­τον ἔρω­τα» (τῶν πι­στῶν γιά τούς μάρ­τυ­ρες), γιά νά πε­ρι­γρά­ψει τό ἦ­θος τῆς χαρ­μο­λύ­πης τοῦ «λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ», μέ τήν ὁποί­α θά πρέ­πει νά τιμᾶται ἡ μνή­μη τῶν Ἁγί­ων[56]. Ἔτσι, ὁ πι­στός, ἀπ’ τή μί­α, ἀγαπᾶ τή ζω­ή, καί, ἀπ’ τήν ἄλλη, ἔχει ἐπί­γνω­ση τοῦ θα­να­­του του[57]. Κατ’ ἀρχήν, ὁ χρι­στια­νι­κός λό­γος ὑπεν­θυ­μί­ζει στόν ἄν­θρω­πο τήν κτι­στή καί πε­πε­ρα­σμέ­νη του φύ­ση. Ἔπει­τα, ἡ ἐπαγ­γε­λί­α μέλ­λου­σας ζω­ῆς συν­δέ­ε­ται μέ τή μνή­μη τοῦ θα­νά­του[58]. Ἐπί­σης, ἡ ἐπαγ­γε­λί­α αὐτή ὑπεν­θυ­μί­ζει μί­α ἀλή­θεια: ὅτι ἡ ἀνθρώ­πι­νη ζω­ή εἶναι καρ­πός πνευ­μα­τικῆς με­τα­μόρ­φω­σης (με­­τά­νοιας), πρᾶγμα πού προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀπο­δο­χή τῆς πε­πε­ρα­σμέ­νης φύσης τοῦ ἀνθρώ­που.

Ἡ θρησκευτική ―καί μάλιστα ἡ χριστιανική― στά­ση αὐτή ἀπέναντι στόν θάνατο φαί­νε­ται ὑγι­ής ψυ­χο­λο­γι­κά, δε­δο­μέ­νου ὅτι ὁ ἄνθρω­πος (αὐθ)υ­πο­βάλ­λε­ται διαρ­κῶς στήν ἰδέ­α νά φα­ντά­ζε­ται τόν ἑαυ­τό του ἀθά­να­το καί πα­ντο­δύ­να­μο[59]. Συ­νεπῶς, μί­α ἐσω­τε­ρι­κή (ὥρι­μη) θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα/πνευ­­μα­τι­κό­τη­τα, σέ προ­σω­πι­κό ἐπί­πε­δο, θά διευ­κο­λύ­νει τή συ­νει­δη­τή ἀντι­με­τώ­πι­ση τοῦ θα­νά­του, ὅπως καί τή λει­τουργί­α τοῦ φό­βου, πού αὐτός προ­κα­λεῖ. Ἀντί­θε­τα, ἡ ὁποια­δή­πο­τε ἀδυ­να­μί­α ­σύν­δε­σης τῆς θρη­σκευ­τικῆς πί­στης μέ τόν θά­να­το θά ἀπο­κά­λυ­πτε ¾μάλιστα γιά τόν Vergote, ἡ γα­λή­νη ἤ ἡ ἀγω­νί­α μέ τή σκέ­ψη τοῦ θα­νά­του ἐπη­ρε­ά­ζει ὁλό­κλη­ρη τήν ψυ­χι­κή διά­θε­ση τοῦ ἀτό­μου¾ τήν ἀπου­σί­α ἐσω­τε­ρικῆς (ὥριμης) θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας/πνευματικότητας, ἐκτός καί ἄν τό ὑπο­κεί­με­νο βί­ω­σε μί­α με­τα­μορ­φω­τι­κή σχέ­ση[60].

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Celestia τεύχος 2 , Απρίλιος 2009

παραπομπές

[1] Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, 1968, Penguin Books, New York 1985 (repr.), pp. 74, 149.

[2] Πρβλ. F. R. Halligan & J. J. Shea (Eds.), The fires of desire: Erotic energies and the spiritual quest, New York: Crossroad, 1992.

[3] Πρβλ. Seneca, Epistulae morales, London: William Heinemann LTD, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press MCMLXXI, XXIV: Lucilio suo salutem, Liber III, 25: “Vir fortis ac sapiens non fugere debet e vita sed exire; et ante omnia ille quoque vitetur affectus qui multos occupavit, libido moriendi” (πρβλ. Χ. Μα­λε­βί­τση, Πά­ουλ Τίλ­λιχΤό θᾶρρος τῆς ὑπάρ­ξε­ως, ἐκδ. Δωδωνη, Ἀθήνα 1976, σ. 32). Ὁμοί­ως, G. Marcel (Être et avoir, μτφρ. Ν. Μακρῆ, ἐκδ. Δωδωνη, Ἀθήνα 1978, σ. 36) κά­νει λό­γο γιά μί­α «κα­τα­στρο­φι­κή θέ­λη­ση» ἤ «θέ­λη­ση ἀπω­λεί­ας». Ἡ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς νά ἀρνεῖται τόν ἑαυ­τό της, δηλ. δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἀπελ­πι­σί­ας, πού βέ­βαια συν­δέ­ε­ται μέ τήν ἐλευ­θε­ρί­α, ὑπερ­βαί­νε­ται μέ τήν ἀγά­πη, ἀφοῦ «τό νά ἀγαπᾶς ἕνα ὄν εἶναι σάν νά τοῦ λές: σύ δέν θά πε­θά­νεις» (G. Marcel, Être et avoir, σ. 109).

[4] S. Freud, « ψυ­χο­πα­θο­λο­γί­α τῆς κα­θη­με­ρινῆς ζωῆς», Ἅπα­ντα, μτφρ. Π. Κ. Σύρρου, ἐκδ. Πανεκδοτικη, Ἀθῆναι 1965-72, ἀπό γαλλική ἔκδοση Payot (transl. by S. Jankélévitch) ὑπό τήν ἄμεση ἐποπτεία τοῦ S. Freud καί μέ ἀντιπαραβολή τῆς Gesammelte Schriften (IPV, τόμοι 11, Βιέννη 1924-1925), τ. 3 (1963) 174, D. Lagache, «Πρό­λο­γος», στοῦ S. Freud, Ἅπα­ντα 4 (1965) 14., 14 (1971) 134, S. Freud, «Τό Ἐγώ καί τό Ἐκεῖνο», Ἅπα­ντα 7 (1967) 97, Ch. Ry­croft, A Critical Dictionary of Psy­choanalysis, 1968, Penguin Books, New York 1985 (repr.), pp. 74, 27, P. Daco, Les Triomphes de la Psychanalyse, Editions Marabout – Gérard, Verviers – Belgique, μτφρ. Κ. Ἐμμανουήλ, ἐκδ. Διπτυχο, Ἀθήνα 1970, σ. 335-337. <ἀρχή τῆς Νιρ­βά­να> (Nirvanaprinzip), ἀπό τόν ὁμώ­νυ­μο σαν­σκρι­τι­κό ὅρο τοῦ Βου­δι­σμοῦ, ὁποί­α ἀπό τό 1895 χρη­σι­μο­ποιεῖται στήν Ψυ­χα­νά­λυ­ση γιά τίς δια­δι­κα­σί­ες «ἐκφορ­τώ­σε­ως», πού συ­νο­δεύ­ο­νται ἀπό αἴσθη­μα ἱκα­νο­ποι­ή­σε­ως, κα­θώς καί τῆς ἄμυ­νας ἐνα­ντί­ον τῶν ἐρε­θι­σμῶν, μέ­σω τοῦ Γερ­μα­νοῦ φυ­σι­κοῦ καί φι­λό­σο­φου Gustav Theodor Fechner (1801-1887), ση­μαί­νει τήν τά­ση τοῦ ψυ­χι­σμοῦ νά δια­τη­ρεῖ τήν πο­σό­τη­τα ἐρε­θι­σμοῦ σέ ἕνα ἐπί­πε­δο ὅσο τό δυ­να­τόν πιό χα­μη­λό του­λά­χι­στον πιό στα­θε­ρό· βλ. D. Lagache, «Πρό­λο­γος», στοῦ S. Freud, «Ὁμα­δι­κή Ψυ­χο­λο­γί­α καί ἀνάλυ­σις τοῦ Ἐγώ», Ἅπα­ντα 4 (1965) 17.

[5] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΗ’, 42, Ἐπιτάφιος εἰς τόν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, MPG 35, 1041A: «…Ζωή γοῦν καί θάνατος, ταῦθ’ ἅπερ λέγεται, πλεῖστον ἀλλήλων διαφέρειν δοκοῦντα, είς ἄλληλα περιχωρεῖ πως καί ἀντικαθίσταται».

[6] B. B. Wolman, Contemporary Theories and Systems in Psychology, Harper & Row, New York, 1960, p. 229. Πρβλ. S. Freud, New Introductory Lectures on Psy­choanalysis, London and New York, 1933; Standard Ed., 22 (1932-1936), 1939, γαλλ. Nouvelles Conférences sur la psychanalyse, Paris: Gallimard, 1936, pp. 146-147.

[7] Βλ. S. Freud, «Πό­λε­μος καί θά­να­τος», Ἅπα­ντα 11 (1969) 133, 143, τοῦ ἰδί­ου, Δο­κί­μια Ψυ­χα­νά­λυ­σης, ἐκδ. Γ. Α­να­γνω­στί­δη, σ. 67.

[8] R. Jaccard, Freud, PUF 1983, μτφρ. Ἰ. Ράλλη – Κ. Χατζηδήμου, ἐκδ. I. Χατζηνικολη, Ἀθήνα 1985, σ. 64.

[9] R. Jaccard, Freud, 1985, σ. 63. Μέ αὐτό τόν τρό­πο, τό ἑνιαῖο ὑπο­κεί­με­νο ἀρχί­ζει νά ὑπό­κει­ται σέ ἕνα βα­θύ δι­χα­σμό μέ­σω τοῦ φράγ­μα­τος τῆς ἀπώ­θη­σης (βλ. Μ. Μαρ­κί­δη, ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νουεἰσαγωγή στό ἔργο τοῦ J. Lacan, ἐκδ. Ερασμοσ, Ἀθήνα 1977, σ. 10, 11).

[10] «Πρω­το­γε­νής» κα­λεῖται ναρ­κισ­σι­σμός (τό «στά­διο τοῦ κα­θρέ­φτη», κα­τά τόν J. Lacan), πού δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀκό­μα ἀντι­κει­με­νό­τρο­πες σχέ­σεις, ἐνῶ «δευ­τε­ρο­γε­νής» ὀνο­μά­ζε­ται, ὅταν ἀπο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια πα­λιν­δρό­μη­σης πά­νω στό ἴδιο τό Ἐγώ, κα­τά τή δια­δι­κα­σί­α μιᾶς νευ­ρω­σικῆς σύ­γκρου­σης (βλ. Μ. Μαρ­κί­δη, ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νου, σ. 87, M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, Éditions Chronique Sociale, μτφρ. Ν. Ποταμιάνου, ἐκδ. Καστανιωτη, Ἀθήνα 1998, 2000, σ. 138).

[11] ὅρος «λι­βι­δι­νι­κή κά­θε­ξη» (Besetzung) ση­μαί­νει τήν ἐπέν­δυ­ση (Ka­thexis) τῆς ἐνέρ­γειας τοῦ σε­ξουα­λι­κοῦ ἐνστί­κτου (libido) πά­νω στά πράγ­μα­τα τοῦ ἐξω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου (ἀντι­κει­με­νι­κή libido) πά­νω στό ἴδιο τό ἘγώἘγώκά­θε­ξη» ὑπο­κει­με­νι­κή libido = Ναρ­κισ­σι­σμός) [βλ. Μ. Μαρ­κί­δη, ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νου, σ. 87, ὑποσ. 12]. Γε­νι­κό­τε­ρα γιά τήν κά­θε­ξη (investissement) βλ. Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, p. 16, Ν. Γ. Πα­πα­δό­που­λου, Λε­ξι­κό τῆς Ψυ­χο­λο­γί­ας, Ἀθήνα 2005, σ. 424.

[12] Κα­τά τόν S. Freud (“Totem and Tabou”, Collected Papers, 1912, p. 127), ἀνι­μι­στι­κή φά­ση ἀντι­στοι­χεῖ στόν ναρ­κισ­σι­σμό· θρη­σκευ­τι­κή φά­ση ἀντι­στοι­χεῖ στήν ἀντι­κει­με­νό­τρο­πη πε­ρί­ο­δο, καί ἐπι­στη­μο­νι­κή φά­ση ἀντι­στοι­χεῖ στό στάδιο ὡρι­μό­τη­τας τοῦ ἀνθρώ­που.

[13] Βλ. M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 160, Μ. Μαρ­κί­δη, ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νου, σ. 21.

[14] Βλ. Μ. Μαρκίδη, Λόγος περί τῆς ἐπιθυμίας, Ἀθήνα 1984, 2008, σ. 27.

[15] M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 44-45, 63: «Ὁ Νάρκισσος παρουσιάζει…αὐτοκτονικές τάσεις».

[16] La révolution Freudiennè, ἐκδ. Denoël, 1970, p. 177.

[17] S. Freud, Aus den Anfängen der Psychoanalyse (1950), London. [Includes ‘Entwurf einer Psychologie’ (1895)], [Trans.: The Origins of Psycho-Analysis, London and New York, 1954. (Partly, including ‘A Project for a Scientific Psychology’, in Standard Ed., 1.)], ἑλλην. μτφρ. Εἰσαγωγή στήν Ψυχανάλυση, μτφρ. . Πάγκαλου, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα χ.χ., σ. 116: «Αὐτός ἱε­ρός ἐγω­ι­σμόςτοῦ ὀνεί­ρου δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄσχε­τος πρός τόν ὕπνο, πού εἶναι ἀκριβῶς ἐξά­λει­ψη κά­θε ἐνδια­φέ­ρο­ντός μας γιά τόν ἐξω­τε­ρι­κό κό­σμο».

[18] S. Freud, New introductory Lectures, 1932-1936, xxii. Πρβλ. Μ. Μαρ­κί­δη, ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νου, σ. 82: « βα­θύ­τε­ρος λό­γος αὐτῆς τῆς κλί­σης εἶναι γε­νι­κή τά­ση τῆς ζωῆςπρός τήν πα­λι­νόρ­θω­ση μιᾶς προ­γε­νέ­στε­ρης κα­τά­στα­σης πραγ­μά­των’. ‛Ἄν εἶναι ἀλή­θεια πώς κά­πο­τε, σἕνα ἀσύλ­λη­πτα μα­κρυ­νό πα­ρελ­θόν καί μἕναν τρό­πο πού δέν μπο­ροῦμε νά φα­ντα­σθοῦμε, ζω­ή ξε­πή­δη­σε ἀπτήν ἄψυ­χη ὕλη, τό­τε, σύμ­φω­να μέ τήν ὑπό­θε­σή μας, δη­μιουρ­γή­θη­κε ταυ­τό­χρο­να ἕνα ἔνστι­κτο, πού σκο­πός του ἦταν νά κα­ταρ­γή­σει πά­λι τή ζω­ή καί νά ξα­να­ε­γκα­τα­στή­σει τήν ἀνόρ­γα­νη τά­ξη’».

[19] S. Freud, «Πό­λε­μος καί θά­να­τος», Ἅπα­ντα 11 (1969) 144, τοῦ ἰδί­ου, Εἰσα­γω­γή στήν Ψυ­χα­νά­λυ­ση, σ. 172. Κα­τά τόν J. Lacan (“Fonction et champ de la parole et du langage en Psychana­lyse“, Écrits, Le Seuil, 1966) «τό σύμ­βο­λο ἐκδη­λώ­νει τόν ἑαυ­τό του πρίν ἀπό ὅλα σάν φό­νος τοῦ ἀντι­κει­μέ­νου, κι αὐτός ὁ θά­να­τος συ­νι­στᾶ στό ὑπο­κεί­με­νο τή διαιώ­νι­ση τῆς ἐπι­θυ­μί­ας του» (πρβλ. Μ. Μαρ­κί­δη, Ἡ ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νου, σ. 95, ὑποσ. 81).

[20] S. Freud, Das Unbehagen in der Kultur [1929] (1930), Vienna. G.S., 12, 29; G.W., 14, S. 419-506, trans.: Civilization and its Discontents, London: Hogarth, and New York: Norton 1930; Standard Ed., 21 (1930/1961) 59-145, p. 18. Πρβλ. Μ. Μαρ­κί­δη, Ἡ ψυ­χα­νά­λυ­ση τοῦ δι­χα­σμέ­νου ὑπο­κει­μέ­νου, σ. 81, 83: «Ἄν ὁ Ἔρως, ὁ λι­βι­δι­νι­κός δε­σμός, εἶναι τό ἐνερ­γεια­κό φορ­τί­ο πού πα­ρά­γει καί συ­ντη­ρεῖ τή δι­ϋ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα, ὅπου τό κά­θε ἄτο­μο ἐξου­δε­τε­ρώ­νει με­ρι­κά τό ἔνστι­κτο τοῦ θα­νά­του τῶν ἄλλων, ὁ Θά­να­τος ‛εἶναι τε­λι­κά ὁ σκο­πός ὅλης τῆς ζωῆς’ κι ἡ πα­νη­γυ­ρι­κή ἐπι­βε­βαί­ω­ση τοῦ ἐσω­τε­ρι­κοῦ σο­λι­ψι­σμοῦ μας…Ἡ ἐπι­θυ­μί­α, ἡ ἀρχή τῆς ἀπό­λαυ­σης, φαί­νε­ται νά εἶναι, σέ τε­λευ­ταί­α ἀνά­λυ­ση, στήν ὑπη­ρε­σί­α τοῦ θα­νά­του».

[21] S. Freud, «Πό­λε­μος καί θά­να­τος», Ἅπα­ντα 11 (1969) 146. Πρό­κει­ται γιά μί­α στε­νή ἀλλη­λε­ξάρ­τη­ση τῶν συ­ναι­σθη­μά­των ἀγά­πης καί μί­σους (βλ. S. Freud, Abriss der Psycho-analyse, Frankfurt: Fischer, 1964, μτφρ. Τ. Κοσμᾶ, ἐκδ. Μ. Αβρααμ, Ἀθήνα χ.χ., σ. 19, ὑποσ. 4).

[22] S. Freud, Abriss der Psycho-analyse, μτφρ. Τ. Κο­σμᾶ, ἐκδ. Μ. Α­βρα­αμ, Ἀθή­να χ.χ., σ. 19. Ἐμπε­δο­κλῆ, Πε­ρί Φύ­σε­ως, Fragment 17, ἐκδ. H. Diels and W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1 (Berlin: Weidmann, 1951, repr. Dublin/Zurich: 19666) 308-374.

[23] Βλ. V. von Weizsäcker, Pathosophie, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttin­gen 1956, 1967, S. 146. Στό δί­πο­λο αὐτό ἐνδια­τρί­βει σή­με­ρα, ὅπως ἀπό τήν ἀρχαιό­τη­τα τό Yang¾Yin τῆς κι­νε­ζικῆς φι­λο­σο­φί­ας (ἡρα­κλεί­τεια) ἐνα­ντιο­δρο­μί­α τοῦ C. Jung (Symbols of Transformation, vol. II, New York 1962, p. 438) ¾τήν ὁποί­α μά­λι­στα τε­λευταῖος συ­νέ­δε­ε μέ τή δια­λε­κτι­κή τῆς ζωῆς (libido/σε­ξουα­λι­κό­τη­τας) καί τοῦ θα­νά­του (εὐνου­χι­σμοῦ/κα­τα­στροφῆςσυ­ντέ­λειας τοῦ κό­σμου)¾, καί Transpersonal Theory, στά πλαί­σια τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ χά­ους, ὑπερ­βαί­νο­ντας ἔτσι τόν δυ­ϊ­σμό με­τα­ξύ τῆς τά­ξης καί τῆς ἀτα­ξί­ας [βλ. W. R. Rogers, “Order and Chaos in Psychopathology and Ontology“, in: P. Homans (Ed.), The Dialogue between Theology and Psychology, Essays in Divinity Series, ed. Gerald C. Brauer, Chicago: University of Chicago Press, 1968, pp. 259-260, S. F. Greenwood, “Transpersonal Theory and Religious Experience“, in: R. W. Hood (Ed.), Hand­book of Religious Experience, REP Bir­mingham, Alabama 1995, p. 513].

[24] Σοφοκλῆ, Ἀντιγόνη, 781, ἐκδ. Α. Dain, vol. 1, Paris 1955, 1967: «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν».

[25] Συ­μπό­σιον 207a, ἐκδ. J. Burnet, Platonis opera, vol. 2. Oxford: Clarendon Press, 1901 (repr. 1967): St III. 172a-223d, ἐκδ. Γ. Δ. Φε­ξηΓ. Λα­δια & Σια Ο.Ε., ἐν Ἀθή­ναις 1912. Πρβλ. Ἰ. Συ­κου­τρῆ, Πλά­τω­νος Συ­μπό­σιον, Ἀθῆναι 19502, H. Slochower, «Σέξ καί γλώσ­σα: ἡ δια­λε­κτι­κή ἔρω­τας-θά­να­τος», Sesso e Linguaggio, μτφρ. Κ. Χα­τζη­δή­μου ― Ἰ. Ράλ­λη, ἐκδ. Ι. Χα­τζη­νι­κο­λη, Ἀθή­να 1984, σ. 254, π. Θ. Ζήση, Πλατωνικά, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 120.

[26] Βλ. H. Spencer, First Principles, 1860-1862, Bowden, Parker, Bowne 1874, New York: D. Appleton & Company, 1897, B. B. Wolman, Contem­porary Theories and Systems in Psychology, Harper & Row, New York, 1960, p. 229 ἑξ., E. Μου­τσό­που­λου, Ἔρως καί θά­να­τος, Ἀθή­να 1977, H. Slochower, «Σέξ καί γλώσ­σα: ἡ δια­λε­κτι­κή ἔρω­τας-θά­να­τος», Sesso e Linguaggio, μτφρ. Κ. Χα­τζη­δή­μου ― Ἰ. Ράλ­λη, ἐκδ. Ι. Χα­τζη­νι­κο­λη, Ἀθή­να 1984, σ. 250-255, H. Staten, Eros in mourning Homer to Lacan, Baltimore 1995, G. W. F. Hegel, Wissenschaft der Logik, 3 Bände, 1812-1816, Passagen Verlag; Auflage: 1998, Μέ­ρος Γ’, Κεφ. 2, ὑποκ. 2: « γέν­νη­ση εἶναι στιγ­μή τοῦ θα­νά­του».

[27] F. Dolto, Les Évangiles et la foi au risque de la psy­chanalyse, Éditions Gallimard 1996, μτφρ. . Κούκη, ἐκδ. Εστια, Ἀθήνα 2002, σ. 245. Πρβλ. R. M. Rilke (1875-1926), Angela Nova. Die Weise von Liebe und Tod des Dichters, 1906, Wiesenburg 2006, τοῦ ἰδί­ου, Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, Leipzig 1910, S. Sammlung 1984, τοῦ ἰδί­ου, Duineser Elegien, 1922.

[28] Πε­ρί παρ­θε­νί­ας, MPG 48, 544.

[29] Πρβλ. J.-P. Sartre, Huis-clos, 1944, μτφρ. Μ. Λα­έρ­τη, ἐκδ. Με­ντωρ, γἔκδο­ση, Ἀθή­να χ.χ., σ. 59: “L’enfer, c’est les autres”.

[30] M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 149, 150: «… σεξουαλική ἐπιθυμία, ὅσο κιἄν μοιάζει νά ἀφορμᾶται ἀπό ἕνα ἐρωτικό συναίσθημα (βλ. Φαντασιακό), καταλήγει νά γλιστρᾶ στήν ἐρωτική πράξη, δηλαδή νά ἐκπίπτει στό Πραγματικό…Ἡ σεξουαλικότητα `αὐτοκτόνησε’ τόν ἔρωτα». Πρβλ. J. Hyppolite, “A spoken commentary on Freud’s Verneinung”, in: The seminar of Jacques Lacan. Book 1: Freud’s papers on technique, 1953-1954 (John Forrester, Trans.), New York: W. W. Norton 1988, p. 172: «… ἔρωτας εἶναι μία μορφή αὐτοκτονίας». Ἀπό μί­α παν­θε­ϊ­στι­κή (Spinoza), φυ­σιο­κρα­τι­κή, (νε­ο)βι­τα­λι­στι­κή (Nietzsche) καί κοι­νω­νι­στι­κή ὀπτι­κή, βιο­λο­γι­κός θά­να­τος τοῦ ἀτό­μου (ὅπως λ.χ. τῶν γη­ρα­σμέ­νων κυτ­τά­ρων) θά διέ­σω­ζε τήν ὕπαρ­ξη (διαιώ­νι­ση) τοῦ ὅλου (τοῦ εἴδους). θυ­σί­α δηλ. τοῦ Ἄλλου τοῦ ἑαυ­τοῦ (αὐτο­θυ­σί­α) θά ἐξα­σφά­λι­ζε τή Ζω­ή. ζω­ή, ἔτσι, πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς ἄθροι­σμα ἀτό­μων· ὅσο «δε­μέ­νος» (ἀγα­πη­τι­κά) εἶναι κα­νείς μέ τόν Ἄλλο, τό­σο μειώ­νει τόν φό­βο τοῦ δι­κοῦ του θα­νά­του, ἐφό­σον πι­στεύ­ει ὅτι δέν χά­θη­κε τό ὅλο, ἀλλά ἕνα μό­νο μέ­ρος του (βλ. Κ. Ε. Πα­πα­πέ­τρου, μη­δε­νι­σμός, Ἀθῆναι 1973, σ. 42-43).

[31] Ἰω. 15, 13: «Μεί­ζο­να ταύ­της ἀγά­πην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυ­χήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φί­λων αὐτοῦ». Πρβλ. Ἀ. Γ. Με­λισ­σά­ρη, «Ἡ ὀντο­λο­γί­α τῆς ἀγά­πης καί ἡ ὑπέρ­βα­ση τοῦ θα­νά­του», Τι­μη­τι­κός τό­μος Ἀρχιε­πι­σκό­που Δη­μη­τρί­ου, Ἀθή­να 2002, σ. 531-533.

[32] Αὐτό ἀναγνωρίζει καί ὁ ἴδιος ὁ S. Freud [«Ὁμαδική Ψυχολογία καί Ἀνάλυση τοῦ Ἐγώ», Ἅπα­ντα 4 (1965) 5-167], ὑποστηρίζοντας ὅτι μόνο μέσα στόν πρόσκαιρο λιβιδινικό δεσμό, στόν ἔρωτα, στήν Ἐκκλησία, στήν κοινότητα, τό ὑποκείμενο κερδίζει τή χάρη νά ἐξουδετερώσει μερικῶς τήν ἐνόρμηση τοῦ θανάτου τῶν ἄλλων (πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Λόγος περί τῆς ἐπιθυμίας, σ. 27).

[33] Γαλ. 2, 20: «Ζῶ δέ οὐκέ­τι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χρι­στός». Πρβλ. Ἀ. Γ. Με­λισ­σά­ρη, Ἡ Ἀγά­πη: Ὑπέρ­βα­ση τοῦ θα­νά­του, Ἀθή­να 2002, σ. 90.

[34] Κατά τόν E. Levinas [βλ. R. Bernasconi, ”No exit: LevinasAporetic account of transcendence”, in: Research in Phenomenology 35 (2005) 101-117], στόν ἔρωτα λειτουργεῖ μία «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (δυαδική) σχέση μεταξύ Ἐγώ καί ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία διασπᾶται μέ τό «ἄνοιγμα» πρός τό μέλλον (βλ. ἔξοδο) τοῦ Ἐγώ ἀπό τόν ἑαυτό του, πού λαμβάνει χώρα μέ μία (ψυχοπνευματική) «γονιμότητα» (δημιουργικότητα): “I am in some way my child”· πρβλ. M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 139. Κατ’ ἐξοχήν δέ, στόν πόνο καί τή ντροπή συνειδητοποιεῖ τό ὑποκείμενο αὐτήν τήν ἀνάγκη ἀπόδρασης ἀπό τόν ἑαυτό του, τήν ὁποία ὅμως μερικῶς μόνο δύναται νά ἱκανοποιήσει στήν παροῦσα ζωή μέσω τῆς ἐπιθυμίας (πίστης καί ἀγάπης: φιλοξενίας) του πρός τόν Ἄλλον/τόν «πλησίον» (ὁ ὁποῖος ἀντιπροσωπεύει τό ὁρατό μέρος τῆς ἀορασίας αὐτοῦ τοῦ ἀπείρου), ἐνῶ πλήρως μέ αὐτόν τόν θάνατό του.

[35] Ματθ. 16, 25: «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν».

[36] R. W. Hood, Jr., “Toward a theory of death transcendence”, in: R. W. Hood, Jr., Dimensions of Mystical Experiences: Empirical Studies and Psychological Links, Amsterdam – New York, NY 2001, pp. 97-107. Πρβλ. R. J. Lifton & E. Olson, Living and dying, New York: Praeger 1974.

[37] Πλά­των., Φαί­δων 72e. Κα­τά τόν P. Rieff (Freud: Mind of the moral­ist, New York: Doubleday 1961, pp. 199-201), Freud δέν δέ­χε­ται τή μέ­σω τοῦ συ­νει­δη­τοῦ (ἀγω­γή γο­νέ­ων, δι­δα­σκά­λων κ.λπ.) με­τα­βί­βα­ση τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ἀπό τή μί­α γε­νιά στήν ἄλλη, ἀλλά τή μέ­σω μιᾶς φυ­λο­γε­νε­τικῆς «ἀνα­μνή­σε­ως».

[38] A. Vergote, Dette et désir, p. 102. Βλ. S. Freud, “Civilization and its dis­contents”, The Standard Edition of the Com­plete Psycho­logical Works of Sigmund Freud, ed. James Stra­chey, London: Hogarth Press and the Is­titute of Psycho-Analysis, 1953-1974, Vol. 11 (1910) 122. Πρβλ. G. Mauco, Ψυ­χα­νά­λυ­ση καί Ἐκπαί­δευ­ση, μτφρ. Ν. Πα­πα­γιάν­νη, ἐκδ. Κα­στα­νιω­τη, Ἀθή­να 1997, σ. 32.

[39] A. Vergote, Dette et désir: Deux axes chrétiens et la dérive pathologique, 1978, aux Éditions du Seuil, Paris 1977, 1978, Guilt and desire. Religious Attitudes and Their Pathological Derivations, Yale University Press, New Haven 1987, p. 100. Κα­τά τόν Πλά­τω­να (Φαῖδρος 247 b ἑξ., Κρα­τύ­λος 419e, Σο­φι­στής 228b, Πο­λι­τεί­α 375, 443 CE, Τί­μαιος 69-70c· πρβλ. Ε. Π. Πα­πα­νού­τσου, Ἠθική, Ἀθή­να 1949, σ. 391, Χ. Θε­ο­δω­ρί­δη, Εἰσα­γω­γή στή Φι­λο­σο­φί­α, Ἀθή­να 19552, σ. 329, E. Zeller – W. Nestle, Ἱστο­ρί­α τῆς Ἑλλη­νικῆς Φι­λο­σο­φί­ας, μτφρ. Χ. Θε­ο­δω­ρί­δη, Ἀθή­να 1942, σ. 173) καί τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας [Ἰω­. Χρυ­σ., Εἰς Ματ­θ. 17, MPG 57, 255, Μά­ξι­μου Ὁμο­λο­γητῆ, «Κε­φά­λαια πε­ρί ἀγά­πης», Ἑκα­το­ντάς Α’, μθ’, Φιλοκαλία Ἱερῶν Νηπτικῶν 2 (19754) 8· πρβλ. Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, Ἀθήνα 2000, σ. 82], ἀπό τά πλέ­ον ἰσχυ­ρά ―ἄλο­γα― πά­θη θε­ω­ροῦνται ὁ θυ­μός (κυ­ρί­ως λό­γω μιᾶς ἀνι­κα­νο­ποί­η­της πλε­ο­νε­ξί­ας καί φι­λο­δο­ξί­ας, ἐξ οὗ καί ἡ ἐκδη­λού­με­νη με­ρι­κές φο­ρές ὀργή) [πρβλ. Ἀρχιμ. Κ. Κα­ρού­σου, Ψυ­χι­κή κα­ται­γί­δα (Τό πά­θος τοῦ θυ­μοῦ), Ἀθῆναι 1966, C. E. Cerling, “Anger: Musings of a theologian/psy­cho­lo­gist”, Journal of Psychology and Theol­ogy 2 (1974) 12-17, J. E. Pedersen, “Some thoughts on a biblical view of anger”, JPT 2 (1974) 210-215, G. Taylor & R. Wilson, Helping angry people: A shortterm structured model, Grand Rapids, MI: Baker, 1997, K. L. Casey, “Sur­viving abuse: Shame, anger, forgive­ness”, Pastoral Psychology 46/4 (1998) 223-231] καί σε­ξουα­λι­κή ὁρμή, ἐπι­θυ­μί­α, ὑπό τή στε­νή τοῦ ὅρου ἔννοια (Begierdeβλ. . Χρυ­σο­στόμου, Εἰς Ἐφ. 17, 3, MPG 62, 120· πρβλ. Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Τό Χρυ­σο­στο­μι­κό Ἦθος, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 66. Αἰτί­α ἐκδή­λω­σης τοῦ θυ­μοῦ εἶναι ἡ ἐπι­θυ­μί­α [βλ. ἀββᾶ Θαλάσσιου, «Πε­ρί ἀγά­πης καί ἐγκρα­τεί­ας καί τῆς κα­τά νοῦν πο­λι­τεί­ας, ἑκα­το­ντάς τρί­τη», κε’, ΦΙΝ 2 (19754) 218]. Τά πά­θη τοῦ θυ­μοῦ καί τοῦ μί­σους ἐνα­ντί­ον τῶν κα­τα­φρο­νητῶν τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ ἐμφα­νί­ζο­νται ἀρχι­κά ἀκό­μα καί στήν ψυ­χή ὅσων ἔχουν ἀπο­φα­σί­σει νά ζή­σουν κα­τά Χρι­στό [βλ. Διά­δο­χου Φω­τικῆς, «Τά Ἑκα­τόν Γνω­στι­κά Κε­φά­λαια», ο­α’, ΦΙΝ 1 (19744) 256, ἐκδ. Ορ­θο­δο­ξος Κυ­ψε­λη, Θεσ­σα­λο­νί­κη 19902, σ. 156].

[40] A. Vergote, Dette et désir, p. 101.

[41] A. Vergote, Dette et désir, p. 100.

[42] A. Vergote, Dette et désir, p. 102.

[43] ἀπο­κλει­στι­κή ἀνα­ζή­τη­ση καί θε­ρα­πεί­α τῆς ἡδονῆς, καί μά­λι­στα τῆς σω­μα­τικῆς, ἀπό τόν ἄνθρω­πο κα­θι­στᾶ, κα­τά τόν Μ. Ἀθα­νά­σιο, τόν ἄνθρω­πο δοῦλο τοῦ θα­νά­του, ἀφοῦ αὐτός κά­νει τά πά­ντα, προ­κει­μέ­νου νά μή στε­ρη­θεῖ τῶν ποι­κί­λων ἐπι­θυ­μιῶν του μέ τόν σω­μα­τι­κό θά­να­το (βλ. Μ. Ἀθα­να­σί­ου, Λό­γος κα­τά Ἑλλή­νων 3-6, ἐκδ. R. W. Thomson, Oxford: Clarendon Press, 1971. Πρβλ. Κ. . Λο­γο­θέ­του, Φι­λο­σο­φί­α τῶν Πα­τέ­ρων καί τοῦ Μέ­σου Αἰῶνος, Μέ­ρος Α’, ἐν Ἀθήναις 1930, σ. 203).

[44] Α. Esteban Aitor, El aporte de Antoine Vergote a la comprensión psicodiná­mica de la actitud religiosa, Universidad de Deusto, 2005, κεφ. 4, σ. 199.

[45] Βλ. J. Florence, A. Vergote & J. Corveleyn, Psychanalyse. L’homme et ses des­tines, Peeters Publishers, 1993, p. 119.

[46] J. Florence, A. Vergote & J. Corveleyn, ὅπ. π., p. 118.

[47] A. Vergote, “Jesus de Nazareth sous le regard de la psychologie, en Explorations de 1’espace théologique” (1990), University Press, Leuven 1997, Paris 1999, pp. 129-130. Πρβλ. C. Domín­guez, “El debate psicológico sobre la homose­xua­lidad”, in: J. Gafo (Ed.), La ho­mosexualidad: un debate abierto, Desclée de Brouwer, Col. Serendipity 16-, Bilbao 19983, p. 13.

[48] K. G. Magni, “La peur de la mort“, in: Mort et présence, Cahiers de Psychologie Religieuse 5, Lumen Vitae, Bruxelles 1971, pp. 129-142, ὅπου μά­λι­στα πα­ρα­πέ­μπει Α. Vergote (Religion, foi, incroyance, Etude psychologique. Mardaga, Liège 1983, Religion, Belief and Unbelief. A Psychological Study, Leuven University Press, Leuven 1996, Rodopi, Amster­dam-Atlanta, GA 1997, p. 66).

[49] Βλ. Σ. Μπα­λο­γιάν­νη, Διά­βα­σις διά τῆς Ψυ­χο­λο­γί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1982, σ. 116-117. Ἡ F. Dolto (Les Évangiles et la foi au risque de la psychanalyse, σ. 245) ταυ­τί­ζει τήν «ὁρμή θα­νά­του» μέ τήν αὐτο-πα­ραί­τη­ση καί τήν ἀκη­δί­α.

[50] Βλ. A. Vergote, “De l’expérience religieuse“, in: A. Godin (Ed.), De l’expé­rience à l’atti­tude religieuse. Cahiers de psychologie religieuse: III, Lumen Vitae, Bruxel­les 1964, p. 43.

[51] Βλ. γνατίου Ἀντιοχ., Πρός Ἐφεσίους, κεφ. 20, 2: «…ἕνα ἄρτον κλῶντες, ὅς ἐστιν φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μη ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διά παντός».

[52] A. Vergote, Religion, foi, incroyance, p. 66.

[53] Α. Esteban Aitor, El aporte de Antoine Vergote a la comprensión psicodiná­mica de la actitud religiosa, Universidad de Deusto, 2005, κεφ. 4, σ. 201.

[54] Π. Κα­νελ­λό­που­λου, Ὁ Χρι­στια­νι­σμός καί ἡ ἐπο­χή μας, Ἀθῆναι 1953, σ. 178: «Ὁ Χρι­στια­νι­σμός εἶναι ὁ με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τοῦ θα­νά­του. Ἀλλά, εἶναι ὁ με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τοῦ θα­νά­του, για­τί εἶναι ὁ με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τοῦ πό­νου. Καί εἶναι ὁ με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τοῦ πό­νου, για­τί εἶναι ὁ με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τῆς ἀγά­πης».

[55] Γιά μί­α γε­νι­κό­τε­ρη βι­βλιο­γρα­φι­κή κά­λυ­ψη τῆς ἄσκη­σης τοῦ χρι­στια­νι­κοῦ μαρ­τυ­ρί­ου βλ. Μ. Μα­ντού­βα­λου, Ἑρμη­νευ­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις τοῦ φαι­νο­μέ­νου τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, Ἀθή­να 2004.

[56] Ἰω. Χρυσ., Ὁμι­λί­α εἰς μάρ­τυ­ρας, MPG 50, 663.

[57] S. Freud, «Πό­λε­μος καί θά­να­τος», Ἅπα­ντα 11 (1969) 148: «Ἄν θέ­λεις νά κα­τορ­θώ­σεις νά ὑπο­φέ­ρεις τή ζω­ή, νά εἶσαι ἕτοι­μος νά δε­χθεῖς τό θά­να­το».

[58] Σ. Κ. Τσι­τσί­γκου, Τό χρυ­σο­στο­μι­κό Ἦθος, σ. 136 ἑξ.

[59] Α. Esteban Aitor, El aporte de Antoine Vergote a la comprensión psicodiná­mica de la actitud religiosa, Universidad de Deusto, 2005, κεφ. 4, σ. 198.

[60] Α. Esteban Aitor, ὅπ. π.

 

4 Σχόλια

  1. Λίγη προσοχή και λίγο σεβασμός παραπάνω δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Μπορείτε φυσικά να αντιπαρατεθείτε με επιχειρήματα και να κριτικάρετε συγκεκριμένες θέσεις των κειμένων/ομιλιών αλλά ας λείπουν οι προσωπικές “επιθέσεις” και χαρακτηρισμοί.
    Η ψευδωνυμία/ ανωνυμία σε τι εξυπηρετεί ;

  2. Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουν οι εφορμώντες δωδεδαθεϊστές ότι, αν κρίνουμε από την ποιότητα των παρεμβάσεών τους, αυτές δεν αποτελούν συνηγορία κ α τ ά : Συγκροτούν συνηγορία υ π έ ρ της χριστιανικής αναφοράς του νοήματος.

  3. Επιτρέψτε μου να θέσω υπόψη σας έναν επιστημονικό ορισμό από το χώρο της συγχρονης ηλεπικοινωνίας:

    In Internet slang, a [b]troll[/b] is someone who posts controversial, inflammatory, extraneous, or off-topic messages in an online community, such as an online discussion forum, chat room or blog, [b]with the primary intent of provoking other users into an emotional response or of otherwise disrupting normal on-topic discussion.[/b]

    “Do not feed the trolls”; its abbreviation: DNFTT.

    Ευχαριστώ και σας ασπάζομαι.

  4. Με τη βοήθεια εξαιρετικά εξειδικευμένων και φυσικά άκρως προηγμένων τεχνικών οργάνων – το κόστος των οποίων [b]μόλις[/b] και ξεπέρασε κατά 24.000 φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό όλων των χωρών του Τρίτου Κόσμου (να τα βλέπουν αυτά στο CERN και να παραδειγματίζονται!) – , μικρή ομάδα φωτισμένων Επιστημόνων κατόρθωσε ένα τολμηρό άλμα στο πεδίο της γνώσης του φαινομένου Trolls.

    Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε, απομονώθηκε και ήδη μελετάται [b]εξονυχιστικά [/b](όπως πάντοτε στην Επιστήμη) μια έως τώρα άγνωστη ιδιότητα των Trolls!

    Πρόκειται για την ιδιότητά τους να [b]αυτο-διαιρούνται[/b] (self-dividing process) και να “συζητούν” μεταξύ τους αλληλοσυμπληρωματικά (mutual complementarity), διατηρώντας πάντως σταθερά τις βασικές ιδιότητες των Trolls (βλ. ανωτέρω).

    Οι ομοιότητες του φαινομένου τόσο, σε ό,τι αφορά την αυτο-διαίρεση, με αυτές του κόσμου των [b]αμοιβάδων[/b] όσο και, σε ό,τι αφορά την συμπληρωματικότητα, με αυτές των [b]μικροσωματιδίων [/b] έχουν προξενήσει ευχάριστες αναστατώσεις στον επιστημονικό κόσμο.

    Ω! πόσα δεν γνωρίζουμε και πόσα έχουμε να μάθουμε ακόμα!

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ