Σπύρος Τσιτσίγκος
Ὡς γνωστό, ὁ S. Freud (1856-1939) διατύπωσε δύο θεωρίες γιά τά ἀνθρώπινα ἔνστικτα: τήν κλασική (1915) καί τή λεγόμενη δυαδική θεωρία (1920), ἡ ὁποία δέχεται ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμός δονεῖται βασικά ἀπό τήν ὁρμή ζωῆς (Lebenstrieb), πού ἀντιστοιχεῖ σέ ὅ, τι ἀποκαλοῦμε «ἔνστικτο» ἤ «ὁρμή» αὐτοσυντήρησης (Selbst–Erhaltungstrieb ἤ self–preservation[1]) ἤ Ich–Trieb καί ἀπό τή Libido, δηλ. τό sexual instict.
Καί τά δύο αὐτά εἴδη ἐνστίκτων ὁ ἴδιος ὁ Freud ἀργότερα, στά ἔργα του <Jenseits des Lustprinzips> (1920), <Massenpsychologie und Ich Analyse> (1921) καί <Das Ich und das Es> (1923), συγχώνευσε στήν ἔννοια τοῦ «ἔρωτα» (Eros)[2], προσθέτοντας (γιά ἀντιστοίχιση πρός τήν ὁρμή τῆς αὐτο-καταστροφῆς) τό λεγόμενο «ἔνστικτο τοῦ θανάτου» (Todestrieb)[3], πού ἀντανακλᾶ τήν <ἀρχή τῆς Nirvana> (Thanatos)[4].
Ζωή καί θάνατος συνυφαίνονται[5]· κατασκευή καί καταστροφή εἶναι καταστάσεις ἀδιαχώριστες: ἡ βρώση εἶναι μία διαδικασία καταστροφῆς, σκοπός τῆς ὁποίας ὅμως εἶναι ἡ θρέψη τοῦ ὀργανισμοῦ. Ὁμοίως, ἡ σεξουαλική πράξη ἀποτελεῖ μία ἔκφραση ἐπιθετικότητας, ὁ σκοπός της ὅμως εἶναι ἡ πλήρης ἕνωση τῶν δύο προσώπων[6].
Βέβαια, στό “Eros und Thanatos” (<Jenseits des Lustprinzips>, 1920) ὁ Freud ὑποστήριζε ὅτι ἡ πίστη στόν θάνατο δέν βρίσκει κανένα σημεῖο ὑποστήριξης μέσα στά ἔνστικτά μας καί ὅτι τό ἀσυνείδητο δέν γνωρίζει τήν ἔννοια τοῦ θανάτου, ἀφοῦ «κατά βάθος κανείς δέν πιστεύει στόν ἴδιο τό θάνατό του, ὄντας στό ὑποσυνείδητό του πεπεισμένος γιά τήν προσωπική του ἀθανασία»[7]· ὁμοίως, ἕως τό 1914 (βλ. Formulierungen über die zwei Prinzipien des psychischen Geschehens, 1911) ὁ Freud θεωροῦσε τά ἔνστικτα ὡς δυνάμεις τῆς ζωῆς, πού τείνουν στόν πολλαπλασιασμό ἤ, τουλάχιστον, στή διατήρηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς[8]. Ἀργότερα, πειστικές αἰτίες τόν ὤθησαν νά παρεμβάλει τήν ἔννοια τοῦ Ναρκισσισμοῦ, ἐντάσσοντας τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης στόν αὐτο-ερωτισμό[9]. Ἡ δυναμική ἀντίθεση μεταξύ τοῦ λεγόμενου «πρωτογενοῦς ναρκισσισμοῦ»[10] ―εἴδους «λιβιδινικῆς κάθεξης»[11] σέ μία ὁρισμένη στιγμή― καί τῆς (ἀντικειμενότροπης) σεξουαλικῆς libido[12] ἀντανακλᾶται στήν ἀντίθεση μεταξύ ναρκισσιστικῆς libido καί «ἐνστίκτου θανάτου» (ἔνστικτα καταστροφῆς: ἐπιθετικότητα)[13]. Ἔτσι, τά ἔνστικτα γιά τόν Freud ὁδηγοῦν, μέ μία ἀκαταμάχητη ἐντροπία, σέ ἀντιστροφή τοῦ πόθου τῆς ἀθανασίας, δηλ. στόν θάνατο[14].
Τήν ἐπιθετικότητα συνδέει καί ὁ Lacan μέ τή ναρκισσιστική σχέση· στό οἰδιπόδειο σύμπλεγμα, ἡ ἐπίθεση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα του ἔρχεται νά ἐνδυναμώσει τόν ναρκισσισμό τοῦ παιδιοῦ[15]. «Στή ναρκισσική ἀναδίπλωση», γράφει ὁ Pierre Fougeyrollas, «ὑπάρχει μία πισωδρόμηση τῆς ζωτικῆς ὁρμῆς, πού ἡ αἰσιοδοξία, ἡ ἐπιστημονικότητα καί ὁ ρασιοναλισμός, κληρονομία τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα, δέν ἐπαρκοῦν γιά νά τήν ἐξηγήσουν»[16]. Ὡστόσο, ἄν γιά τή δική μας ὕπαρξη τό ἀσυνείδητό μας λειτουργεῖ ἄλλοτε «προστατευτικά» καί «ἐγωιστικά»[17], καί ἄλλοτε αὐτοκαταστροφικά (πρβλ. Μαζοχισμό)[18], γιά ὅλους τούς ἄλλους μπορεῖ ἀκόμα καί νά «σκοτώσει» (ὡς θανατική ψυχικά τιμωρία), ἀκόμα καί γιά μικροπράγματα[19]! Ἔτσι, τό ἀσυνείδητο βλέπει, τελικά, τόν θάνατο ἀφενός μέν ὡς καταστροφέα τῆς ζωῆς[20] καί ἀφετέρου ὡς κάτι τό ἀνύπαρκτο καί ἐξωπραγματικό[21].
Τό δίπολο ἔρως καί θάνατος, πού εὐρύτερα ἀντιστοιχεῖ στό παλιό φιλοσοφικο-θεολογικό πρόβλημα τῆς ἐναρμόνισης εἶναι (δηλ. βιοφιλίας, δημιουργικότητας, λόγου, τάξης, ἡσυχίας, ἁρμονίας, κάλλους, ἕλξης, συνοχῆς/κοινωνίας καί φιλότητος[22]/ἀγάπης) καί γίγνεσθαι (δηλ. νεκροφιλίας, χάους, ἀταξίας, δαιμονισμοῦ, δυσμορφίας, ἀ-λογίας, ἄπωσης, διάσπασης/διχασμοῦ, καταστροφικότητας, ἐγωισμοῦ καί νείκους/πολέμου)[23], ἔχει ἀποτελέσει ἀπό τήν ἐποχή ἤδη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Τραγικῶν[24] καί τοῦ Πλάτωνα[25] προσφιλέστατο θέμα γιά πολλούς συγγραφεῖς[26].
Στήν Π.Δ. ὁ Ἐκκλησιαστής (3, 2) παρατηρεῖ σχετικά: «καιρός τοῦ τεκεῖν καί καιρός τοῦ ἀποθανείν», συσχετίζοντας τούς δύο ἀνθρώπινους πόλους: τή γέννηση καί τόν θάνατο. Ὁμοίως, τό Ἆσμα Ἀσμάτων (8, 6) συγκρίνει τήν ἀγάπη μέ τόν θάνατο. Κατά τούς ἀνατολικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Θεόφιλο Ἀντιοχείας, Μ. Βασίλειο, Ἰωάννη Χρυσόστομο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό καί Γρηγόριο Νύσσης), τό ὡς ἄνω ζεῦγμα αὐτό (ἔρως καί θάνατος) δέν ὀφείλεται οὔτε στήν ἀντίστοιχη ὀρφική διδασκαλία, κατά τήν ὁποία ἡ γέννηση ἀντιμετωπιζόταν ὡς θάνατος καί ὁ θάνατος ὡς γέννηση, οὔτε στό γεγονός ὅτι τάχα καί τά δύο αὐτά μεγέθη (ἔρως καί θάνατος), ὡς ὁριακά, ἐνέχουν, κατά τή βίωσή τους, ἀνυπέρβλητη δυσκολία (πρβλ. Ἆσμα Ἀσμάτων καί φροϋδική «ὁρμή ζωῆς» καί «ὁρμή θανάτου») ἤ βιώνονται μέσα σέ ἕνα εἶδος ἀπέραντης (ὑπαρξιακῆς) μοναξιᾶς[27]. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «ὅπου θάνατος, ἐκεῖ γάμος»[28], γιατί ἐνῶ προπτωτικά (ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἀγάπη) ἡδονή προκαλοῦσε ὁ ἔρωτας τοῦ Ἄλλου, μεταπτωτικά (ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ ἀτομισμός) ἡδονή προκαλεῖ ὁ θάνατος τοῦ Ἄλλου (πρβλ. ἐπιθετικότητα)[29]. Μόνο, λοιπόν, μέσω τοῦ «θανάτου» (ὑπαρξιακοῦ «θνήσκειν»: «σταυροῦσθαι»), πού ὅμως δέν εἶναι φθορά (σήψη) ἀλλά νέκρωση, τοῦ (ἐγωκεντρικοῦ) ἑαυτοῦ μας[30], μποροῦμε, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ «σαββατισμοῦ» τῆς σαρκωμένης Ἀγάπης (Ἰ. Χριστοῦ)[31], νά ἀγαπήσουμε τόν Ἄλλο (συνάνθρωπο, Ἐκκλησία)[32] ἀληθινά, καί ἔτσι νά ὑπερβοῦμε τήν κτιστότητα, τήν (πτωτική) φθορά καί τελικά τόν θάνατο, δηλ. νά ἀναστηθοῦμε καί νά ἑνωθοῦμε «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» μέ αὐτό τό Ἄκτιστο (βλ. θέωση)[33]. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, κάθε ἔρωτας γεννᾶ ἕναν θάνατο: βιολογικά (μετά ἀπό τή γέννηση κάθε ἀνθρώπου ἀκολουθεῖ ὁ θάνατός του) καί ψυχολογικά (κάθε γνήσιος ἔρωτας ὡς αὐτοθυσία προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ Ἐγώ· ὅσο μεγαλύτερη ἡ ἀγάπη, τόσο περισσότερος ὁ πόνος)[34]. Ἡ «ἀπώλεια» αὐτή τοῦ Ἐγώ[35] λαμβάνει χώρα κατ’ ἐξοχήν στόν Θεῖο Ἔρωτα (βλ. ἐμπειρία ἕνωσης μέ κάτι πού ὑπερβαίνει τόν ἑαυτό μας) τῶν Μυστικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔτσι ¾μέσω τῆς «συνουσίας» (βλ. ἱερό γάμο) τους μέ τό Θεῖον¾ ξεπερνοῦνμπειρικά τόν θάνατο[36].
Ὁ Βέλγος Ρωμαιοκαθολικός ἱερέας και ψυχαναλυτής Antoine Vergote, ἀκολουθώντας τόν Freud ―ἀλλά, βεβαίως, πολλούς αἰῶνες πρίν, καί τόν Πλάτωνα[37]― ἀναφέρεται α) στήν ἐπιθυμία/libido (πού σχετίζεται μέ τόν ἔρωτα)[38], β) στήν ἐπιθετικότητα (βλ. θυμό)[39] ―παράγωγο τῆς ὁποίας, κατά τόν Vergote, συνιστᾶ τό ἔνστικτο (ὁρμή) τοῦ θανάτου[40]―, καί γ) στό ἔνστικτο τῆς ἐπιβολῆς[41]. Σύμφωνα μέ τόν Vergote, ἡ κατά Freud ―πού ἔτσι ἐμφανίζεται ἀντίθετος σέ ἕναν αἰσιόδοξο Ἀνθρωπισμό, μολονότι ἐπιδίωκε τή θετική ἀπό τή μεριά τοῦ ὑποκειμένου ἀναγνώριση τῶν ἐνστίκτων― «ὁρμή θανάτου» δρᾶ ἐντός τοῦ ἐνστίκτου τῆς ζωῆς καί δέν παρουσιάζεται καθαρά ἀπό μόνη της[42]. Βέβαια, ὁ Vergote, μέ βάση τήν πολιτισμική Ἀνθρωπολογία καί τή θρησκευτική Φαινομενολογία, προχωρεῖ πέρα ἀπό τή φροϋδική ἀντίληψη στή διαπίστωση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Ὁ φόβος αὐτός, κατά τόν Vergote, εἶναι ὑπαρκτός, καί μάλιστα συνέβαλε στή γέννηση, μέσα στόν ἄνθρωπο, τῆς ἐπιθυμίας γιά ζωή[43]. Γιά τόν Vergote, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό μεγαλύτερο τραῦμα, πού μπορεῖ νά πλήξει τόν ἀνθρώπινο ναρκισσισμό (πού ἐκφράζεται μέ ἕναν βαθύ πόθο ἀθανασίας, τόν ὁποῖο γιά παράδειγμα ὁ Οὐαλλός νευρολόγος και ψυχαναλυτής Alfred Ernest Jones (1879 – 1958) ἀποκαλεῖ κληρονομικό «Θεο-σύνδρομο»)[44]· αὐτός μάλιστα εἶναι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο «βαθιά καί λανθάνοντα τραυματικά ἴχνη, παραμένουν ἀκόμα ζωντανά, προκαλώντας ἄγχος καί φαντασιώσεις ἀσυνείδητα»[45]. Ἡ κλινική ἐμπειρία τοῦ Vergote μέ καταθλιπτικούς ἀσθενεῖς τοῦ ἐπέτρεψε νά κατανοήσει βαθύτερα τή δυσκολία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν νά ἀνεύρουν ἕναν τρόπο ὑπέρβασης τῆς κατάστασής τους: «ἡ κατάθλιψη χαρακτηρίζεται ἀπό μία ἐνδόρρηξη τῆς ζωτικῆς δυνάμεως, ἕνα (ὑπαρξιακό) κενό ἤ μία κατάρρευση τῆς σφυγμικῆς ἤ τῆς συναισθηματικῆς ἔντασης πρός τόν κόσμο καί τούς ἄλλους»[46]. Πράγματι, τό παθολογικό ἄγχος ἀναπαράγει τό ἀσυνείδητο ἄγχος τοῦ θανάτου[47]. Ἡ ἔρευνα τοῦ K. Magni[48] ἐπιβεβαιώνει τήν κλινική ἐμπειρία: ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἀπωθεῖ τή σεξουαλικότητα ἤ τήν ἐπιθετικότητά του, μπορεῖ ἐπίσης νά ἀπωθήσει καί τή σκέψη (ἤ/καί τόν φόβο) τοῦ θανάτου. Ἡ θανάσιμη αὐτή ἀπειλή (πού μπορεῖ, γιά παράδειγμα, νά ἐκδηλωθεῖ μέ μία μορφή κοινωνικῆς ἀπόσυρσης, δηλ. φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα ἤ ψυχο-σωματική νόσο)[49], στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, μέ κάθε τρόπο, ἀντιστέκεται (résistance), ἀναγκάζει τόν ἴδιο νά ἀναζητήσει κάπου ἀλλοῦ ἔρεισμα καί νόημα ζωῆς, πού θά τοῦ ἐξασφαλίσουν μία ἀνεκτή μορφή «ἐπιβίωσης» μέσα σέ αὐτές τίς ὁριακές του καταστάσεις[50].
Ἀλλ’, ἄν, γιά τήν κοσμική σκέψη, ἡ ἀγάπη (καί γενικά ἡ διαπροσωπική ἀνθρώπινη κοινωνία) διασώζει ἀπό τόν θάνατο (καί τόν φόβο του), πόσο μᾶλλον ἡ πίστη/ἐμπιστοσύνη στήν (ἀπόλυτη καί αὐθεντική) Θεία Ἀγάπη/Κοινωνία! Ἔτσι, ὁ Vergote συσχετίζει τή βιολογική ὁρμή γιά ζωή (ἔνστικτο αὐτοσυντήρησης) μέ τήν ἐπιθυμία γιά το Ἀπόλυτο (τό «Θεῖον»): Ὁ «Θεῖος ἔρωτας» (πρβλ. τή θρησκεία) καθίσταται ἡ ἀντιστάθμιση (ἀντίδοτο) τοῦ θανάτου[51]. Ὁ Βιβλικός Μονοθεϊσμός εἶναι ἡ Πίστη, πού, περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη Θρησκεία, ἀντιτάσσεται στόν θάνατο, μέ τήν ἐλπίδα μιᾶς ἄλλης ἐσχατολογικά ζωῆς καί τή «μνήμη θανάτου»[52]. Βέβαια, τό ὅλο αὐτό ζήτημα, κατά τή χριστιανική Θεολογία, συνδέεται γενικότερα μέ τήν Τελική Κρίση καί τήν ἔννοια τῆς (σωματικῆς) ἀνάστασης τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία ὑπεμφαίνεται στίς παιδικές ἐπιθυμίες[53].
Ὁ Χριστιανισμός ἀπέναντι στόν θάνατο στέκεται κατά τόν πλέον ρεαλιστικό καί ἰσορροπιστικό τρόπο, συμφιλιώνοντας ἔτσι τήν ἀνθρώπινη ζωή μέ τόν θάνατο[54]. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁλόκληρη ἡ χριστιανική βιοτή εἶναι σταυροαναστάσιμη, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ λειτουργία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων. Ὁ μυστηριακός δεῖπνος τῆς Θείας Εὐχαριστίας τελεῖται ἐν μέσω ἑνός θανάτου/θυσίας (τῆς σταυρικῆς). Ὁμοίως, ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων[55] συνιστᾶ ἑορτή καί πανήγυρι (πρβλ. ἱερή ἀμφιθυμία: Totem) γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία. Μάλιστα δέ, ὁ ἱερός Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις «πόθον» καί «ἀκατάσχετον ἔρωτα» (τῶν πιστῶν γιά τούς μάρτυρες), γιά νά περιγράψει τό ἦθος τῆς χαρμολύπης τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ», μέ τήν ὁποία θά πρέπει νά τιμᾶται ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων[56]. Ἔτσι, ὁ πιστός, ἀπ’ τή μία, ἀγαπᾶ τή ζωή, καί, ἀπ’ τήν ἄλλη, ἔχει ἐπίγνωση τοῦ θανατου του[57]. Κατ’ ἀρχήν, ὁ χριστιανικός λόγος ὑπενθυμίζει στόν ἄνθρωπο τήν κτιστή καί πεπερασμένη του φύση. Ἔπειτα, ἡ ἐπαγγελία μέλλουσας ζωῆς συνδέεται μέ τή μνήμη τοῦ θανάτου[58]. Ἐπίσης, ἡ ἐπαγγελία αὐτή ὑπενθυμίζει μία ἀλήθεια: ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι καρπός πνευματικῆς μεταμόρφωσης (μετάνοιας), πρᾶγμα πού προϋποθέτει τήν ἀποδοχή τῆς πεπερασμένης φύσης τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ θρησκευτική ―καί μάλιστα ἡ χριστιανική― στάση αὐτή ἀπέναντι στόν θάνατο φαίνεται ὑγιής ψυχολογικά, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (αὐθ)υποβάλλεται διαρκῶς στήν ἰδέα νά φαντάζεται τόν ἑαυτό του ἀθάνατο καί παντοδύναμο[59]. Συνεπῶς, μία ἐσωτερική (ὥριμη) θρησκευτικότητα/πνευματικότητα, σέ προσωπικό ἐπίπεδο, θά διευκολύνει τή συνειδητή ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου, ὅπως καί τή λειτουργία τοῦ φόβου, πού αὐτός προκαλεῖ. Ἀντίθετα, ἡ ὁποιαδήποτε ἀδυναμία σύνδεσης τῆς θρησκευτικῆς πίστης μέ τόν θάνατο θά ἀποκάλυπτε ¾μάλιστα γιά τόν Vergote, ἡ γαλήνη ἤ ἡ ἀγωνία μέ τή σκέψη τοῦ θανάτου ἐπηρεάζει ὁλόκληρη τήν ψυχική διάθεση τοῦ ἀτόμου¾ τήν ἀπουσία ἐσωτερικῆς (ὥριμης) θρησκευτικότητας/πνευματικότητας, ἐκτός καί ἄν τό ὑποκείμενο βίωσε μία μεταμορφωτική σχέση[60].
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Celestia τεύχος 2 , Απρίλιος 2009
παραπομπές
[1] Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, 1968, Penguin Books, New York 1985 (repr.), pp. 74, 149.
[2] Πρβλ. F. R. Halligan & J. J. Shea (Eds.), The fires of desire: Erotic energies and the spiritual quest, New York: Crossroad, 1992.
[3] Πρβλ. Seneca, Epistulae morales, London: William Heinemann LTD, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press MCMLXXI, XXIV: Lucilio suo salutem, Liber III, 25: “Vir fortis ac sapiens non fugere debet e vita sed exire; et ante omnia ille quoque vitetur affectus qui multos occupavit, libido moriendi” (πρβλ. Χ. Μαλεβίτση, Πάουλ Τίλλιχ ― Τό θᾶρρος τῆς ὑπάρξεως, ἐκδ. Δωδωνη, Ἀθήνα 1976, σ. 32). Ὁμοίως, ὁ G. Marcel (Être et avoir, μτφρ. Ν. Μακρῆ, ἐκδ. Δωδωνη, Ἀθήνα 1978, σ. 36) κάνει λόγο γιά μία «καταστροφική θέληση» ἤ «θέληση ἀπωλείας». Ἡ δυνατότητα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς νά ἀρνεῖται τόν ἑαυτό της, δηλ. ἡ δυνατότητα τῆς ἀπελπισίας, πού βέβαια συνδέεται μέ τήν ἐλευθερία, ὑπερβαίνεται μέ τήν ἀγάπη, ἀφοῦ «τό νά ἀγαπᾶς ἕνα ὄν εἶναι σάν νά τοῦ λές: σύ δέν θά πεθάνεις» (G. Marcel, Être et avoir, σ. 109).
[4] S. Freud, «Ἡ ψυχοπαθολογία τῆς καθημερινῆς ζωῆς», Ἅπαντα, μτφρ. Π. Κ. Σύρρου, ἐκδ. Πανεκδοτικη, Ἀθῆναι 1965-72, ἀπό γαλλική ἔκδοση Payot (transl. by S. Jankélévitch) ὑπό τήν ἄμεση ἐποπτεία τοῦ S. Freud καί μέ ἀντιπαραβολή τῆς Gesammelte Schriften (IPV, τόμοι 11, Βιέννη 1924-1925), τ. 3 (1963) 174, D. Lagache, «Πρόλογος», στοῦ S. Freud, Ἅπαντα 4 (1965) 14., 14 (1971) 134, S. Freud, «Τό Ἐγώ καί τό Ἐκεῖνο», Ἅπαντα 7 (1967) 97, Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, 1968, Penguin Books, New York 1985 (repr.), pp. 74, 27, P. Daco, Les Triomphes de la Psychanalyse, Editions Marabout – Gérard, Verviers – Belgique, μτφρ. Κ. Ἐμμανουήλ, ἐκδ. Διπτυχο, Ἀθήνα 1970, σ. 335-337. Ἡ <ἀρχή τῆς Νιρβάνα> (Nirvanaprinzip), ἀπό τόν ὁμώνυμο σανσκριτικό ὅρο τοῦ Βουδισμοῦ, ἡ ὁποία ἀπό τό 1895 χρησιμοποιεῖται στήν Ψυχανάλυση γιά τίς διαδικασίες «ἐκφορτώσεως», πού συνοδεύονται ἀπό αἴσθημα ἱκανοποιήσεως, καθώς καί τῆς ἄμυνας ἐναντίον τῶν ἐρεθισμῶν, μέσω τοῦ Γερμανοῦ φυσικοῦ καί φιλόσοφου Gustav Theodor Fechner (1801-1887), σημαίνει τήν τάση τοῦ ψυχισμοῦ νά διατηρεῖ τήν ποσότητα ἐρεθισμοῦ σέ ἕνα ἐπίπεδο ὅσο τό δυνατόν πιό χαμηλό ἤ τουλάχιστον πιό σταθερό· βλ. D. Lagache, «Πρόλογος», στοῦ S. Freud, «Ὁμαδική Ψυχολογία καί ἀνάλυσις τοῦ Ἐγώ», Ἅπαντα 4 (1965) 17.
[5] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΗ’, 42, Ἐπιτάφιος εἰς τόν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, MPG 35, 1041A: «…Ζωή γοῦν καί θάνατος, ταῦθ’ ἅπερ λέγεται, πλεῖστον ἀλλήλων διαφέρειν δοκοῦντα, είς ἄλληλα περιχωρεῖ πως καί ἀντικαθίσταται».
[6] B. B. Wolman, Contemporary Theories and Systems in Psychology, Harper & Row, New York, 1960, p. 229. Πρβλ. S. Freud, New Introductory Lectures on Psychoanalysis, London and New York, 1933; Standard Ed., 22 (1932-1936), 1939, γαλλ. Nouvelles Conférences sur la psychanalyse, Paris: Gallimard, 1936, pp. 146-147.
[7] Βλ. S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 133, 143, τοῦ ἰδίου, Δοκίμια Ψυχανάλυσης, ἐκδ. Γ. Αναγνωστίδη, σ. 67.
[8] R. Jaccard, Freud, PUF 1983, μτφρ. Ἰ. Ράλλη – Κ. Χατζηδήμου, ἐκδ. I. Χατζηνικολη, Ἀθήνα 1985, σ. 64.
[9] R. Jaccard, Freud, 1985, σ. 63. Μέ αὐτό τόν τρόπο, τό ἑνιαῖο ὑποκείμενο ἀρχίζει νά ὑπόκειται σέ ἕνα βαθύ διχασμό μέσω τοῦ φράγματος τῆς ἀπώθησης (βλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου ― εἰσαγωγή στό ἔργο τοῦ J. Lacan, ἐκδ. Ερασμοσ, Ἀθήνα 1977, σ. 10, 11).
[10] «Πρωτογενής» καλεῖται ὁ ναρκισσισμός (τό «στάδιο τοῦ καθρέφτη», κατά τόν J. Lacan), πού δέν προϋποθέτει ἀκόμα ἀντικειμενότροπες σχέσεις, ἐνῶ «δευτερογενής» ὀνομάζεται, ὅταν ἀποτελεῖ συνέπεια παλινδρόμησης πάνω στό ἴδιο τό Ἐγώ, κατά τή διαδικασία μιᾶς νευρωσικῆς σύγκρουσης (βλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 87, M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, Éditions Chronique Sociale, μτφρ. Ν. Ποταμιάνου, ἐκδ. Καστανιωτη, Ἀθήνα 1998, 2000, σ. 138).
[11] Ὁ ὅρος «λιβιδινική κάθεξη» (Besetzung) σημαίνει τήν ἐπένδυση (Kathexis) τῆς ἐνέργειας τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου (libido) πάνω στά πράγματα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου (ἀντικειμενική libido) ἤ πάνω στό ἴδιο τό Ἐγώ («Ἐγώ–κάθεξη» ἤ ὑποκειμενική libido = Ναρκισσισμός) [βλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 87, ὑποσ. 12]. Γενικότερα γιά τήν κάθεξη (investissement) βλ. Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, p. 16, Ν. Γ. Παπαδόπουλου, Λεξικό τῆς Ψυχολογίας, Ἀθήνα 2005, σ. 424.
[12] Κατά τόν S. Freud (“Totem and Tabou”, Collected Papers, 1912, p. 127), ἡ ἀνιμιστική φάση ἀντιστοιχεῖ στόν ναρκισσισμό· ἡ θρησκευτική φάση ἀντιστοιχεῖ στήν ἀντικειμενότροπη περίοδο, καί ἡ ἐπιστημονική φάση ἀντιστοιχεῖ στό στάδιο ὡριμότητας τοῦ ἀνθρώπου.
[13] Βλ. M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 160, Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 21.
[14] Βλ. Μ. Μαρκίδη, Λόγος περί τῆς ἐπιθυμίας, Ἀθήνα 1984, 2008, σ. 27.
[15] M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 44-45, 63: «Ὁ Νάρκισσος παρουσιάζει…αὐτοκτονικές τάσεις».
[16] La révolution Freudiennè, ἐκδ. Denoël, 1970, p. 177.
[17] S. Freud, Aus den Anfängen der Psychoanalyse (1950), London. [Includes ‘Entwurf einer Psychologie’ (1895)], [Trans.: The Origins of Psycho-Analysis, London and New York, 1954. (Partly, including ‘A Project for a Scientific Psychology’, in Standard Ed., 1.)], ἑλλην. μτφρ. Εἰσαγωγή στήν Ψυχανάλυση, μτφρ. Ἀ. Πάγκαλου, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα χ.χ., σ. 116: «Αὐτός ὁ ‛ἱερός ἐγωισμός’ τοῦ ὀνείρου δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄσχετος πρός τόν ὕπνο, πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξάλειψη κάθε ἐνδιαφέροντός μας γιά τόν ἐξωτερικό κόσμο».
[18] S. Freud, New introductory Lectures, 1932-1936, xxii. Πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 82: «Ὁ βαθύτερος λόγος αὐτῆς τῆς κλίσης εἶναι ἡ γενική τάση τῆς ζωῆς ‛πρός τήν παλινόρθωση μιᾶς προγενέστερης κατάστασης πραγμάτων’. ‛Ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς κάποτε, σ’ ἕνα ἀσύλληπτα μακρυνό παρελθόν καί μ’ ἕναν τρόπο πού δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε, ἡ ζωή ξεπήδησε ἀπ’ τήν ἄψυχη ὕλη, τότε, σύμφωνα μέ τήν ὑπόθεσή μας, δημιουργήθηκε ταυτόχρονα ἕνα ἔνστικτο, πού σκοπός του ἦταν νά καταργήσει πάλι τή ζωή καί νά ξαναεγκαταστήσει τήν ἀνόργανη τάξη’».
[19] S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 144, τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγή στήν Ψυχανάλυση, σ. 172. Κατά τόν J. Lacan (“Fonction et champ de la parole et du langage en Psychanalyse“, Écrits, Le Seuil, 1966) «τό σύμβολο ἐκδηλώνει τόν ἑαυτό του πρίν ἀπό ὅλα σάν φόνος τοῦ ἀντικειμένου, κι αὐτός ὁ θάνατος συνιστᾶ στό ὑποκείμενο τή διαιώνιση τῆς ἐπιθυμίας του» (πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 95, ὑποσ. 81).
[20] S. Freud, Das Unbehagen in der Kultur [1929] (1930), Vienna. G.S., 12, 29; G.W., 14, S. 419-506, trans.: Civilization and its Discontents, London: Hogarth, and New York: Norton 1930; Standard Ed., 21 (1930/1961) 59-145, p. 18. Πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 81, 83: «Ἄν ὁ Ἔρως, ὁ λιβιδινικός δεσμός, εἶναι τό ἐνεργειακό φορτίο πού παράγει καί συντηρεῖ τή διϋποκειμενικότητα, ὅπου τό κάθε ἄτομο ἐξουδετερώνει μερικά τό ἔνστικτο τοῦ θανάτου τῶν ἄλλων, ὁ Θάνατος ‛εἶναι τελικά ὁ σκοπός ὅλης τῆς ζωῆς’ κι ἡ πανηγυρική ἐπιβεβαίωση τοῦ ἐσωτερικοῦ σολιψισμοῦ μας…Ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἀρχή τῆς ἀπόλαυσης, φαίνεται νά εἶναι, σέ τελευταία ἀνάλυση, στήν ὑπηρεσία τοῦ θανάτου».
[21] S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 146. Πρόκειται γιά μία στενή ἀλληλεξάρτηση τῶν συναισθημάτων ἀγάπης καί μίσους (βλ. S. Freud, Abriss der Psycho-analyse, Frankfurt: Fischer, 1964, μτφρ. Τ. Κοσμᾶ, ἐκδ. Μ. Αβρααμ, Ἀθήνα χ.χ., σ. 19, ὑποσ. 4).
[22] S. Freud, Abriss der Psycho-analyse, μτφρ. Τ. Κοσμᾶ, ἐκδ. Μ. Αβρααμ, Ἀθήνα χ.χ., σ. 19. Ἐμπεδοκλῆ, Περί Φύσεως, Fragment 17, ἐκδ. H. Diels and W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1 (Berlin: Weidmann, 1951, repr. Dublin/Zurich: 19666) 308-374.
[23] Βλ. V. von Weizsäcker, Pathosophie, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 1956, 1967, S. 146. Στό δίπολο αὐτό ἐνδιατρίβει σήμερα, ὅπως ἀπό τήν ἀρχαιότητα τό Yang¾Yin τῆς κινεζικῆς φιλοσοφίας ἤ ἡ (ἡρακλείτεια) ἐναντιοδρομία τοῦ C. Jung (Symbols of Transformation, vol. II, New York 1962, p. 438) ¾τήν ὁποία μάλιστα ὁ τελευταῖος συνέδεε μέ τή διαλεκτική τῆς ζωῆς (libido/σεξουαλικότητας) καί τοῦ θανάτου (εὐνουχισμοῦ/καταστροφῆς–συντέλειας τοῦ κόσμου)¾, καί ἡ Transpersonal Theory, στά πλαίσια τῆς θεωρίας τοῦ χάους, ὑπερβαίνοντας ἔτσι τόν δυϊσμό μεταξύ τῆς τάξης καί τῆς ἀταξίας [βλ. W. R. Rogers, “Order and Chaos in Psychopathology and Ontology“, in: P. Homans (Ed.), The Dialogue between Theology and Psychology, Essays in Divinity Series, ed. Gerald C. Brauer, Chicago: University of Chicago Press, 1968, pp. 259-260, S. F. Greenwood, “Transpersonal Theory and Religious Experience“, in: R. W. Hood (Ed.), Handbook of Religious Experience, REP Birmingham, Alabama 1995, p. 513].
[24] Σοφοκλῆ, Ἀντιγόνη, 781, ἐκδ. Α. Dain, vol. 1, Paris 1955, 1967: «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν».
[25] Συμπόσιον 207a, ἐκδ. J. Burnet, Platonis opera, vol. 2. Oxford: Clarendon Press, 1901 (repr. 1967): St III. 172a-223d, ἐκδ. Γ. Δ. Φεξη – Γ. Λαδια & Σια Ο.Ε., ἐν Ἀθήναις 1912. Πρβλ. Ἰ. Συκουτρῆ, Πλάτωνος Συμπόσιον, Ἀθῆναι 19502, H. Slochower, «Σέξ καί γλώσσα: ἡ διαλεκτική ἔρωτας-θάνατος», Sesso e Linguaggio, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου ― Ἰ. Ράλλη, ἐκδ. Ι. Χατζηνικολη, Ἀθήνα 1984, σ. 254, π. Θ. Ζήση, Πλατωνικά, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 120.
[26] Βλ. H. Spencer, First Principles, 1860-1862, Bowden, Parker, Bowne 1874, New York: D. Appleton & Company, 1897, B. B. Wolman, Contemporary Theories and Systems in Psychology, Harper & Row, New York, 1960, p. 229 ἑξ., E. Μουτσόπουλου, Ἔρως καί θάνατος, Ἀθήνα 1977, H. Slochower, «Σέξ καί γλώσσα: ἡ διαλεκτική ἔρωτας-θάνατος», Sesso e Linguaggio, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου ― Ἰ. Ράλλη, ἐκδ. Ι. Χατζηνικολη, Ἀθήνα 1984, σ. 250-255, H. Staten, Eros in mourning Homer to Lacan, Baltimore 1995, G. W. F. Hegel, Wissenschaft der Logik, 3 Bände, 1812-1816, Passagen Verlag; Auflage: 1998, Μέρος Γ’, Κεφ. 2, ὑποκ. 2: «Ἡ γέννηση εἶναι ἡ στιγμή τοῦ θανάτου».
[27] F. Dolto, Les Évangiles et la foi au risque de la psychanalyse, Éditions Gallimard 1996, μτφρ. Ἐ. Κούκη, ἐκδ. Εστια, Ἀθήνα 2002, σ. 245. Πρβλ. R. M. Rilke (1875-1926), Angela Nova. Die Weise von Liebe und Tod des Dichters, 1906, Wiesenburg 2006, τοῦ ἰδίου, Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, Leipzig 1910, S. Sammlung 1984, τοῦ ἰδίου, Duineser Elegien, 1922.
[28] Περί παρθενίας, MPG 48, 544.
[29] Πρβλ. J.-P. Sartre, Huis-clos, 1944, μτφρ. Μ. Λαέρτη, ἐκδ. Μεντωρ, γ’ ἔκδοση, Ἀθήνα χ.χ., σ. 59: “L’enfer, c’est les autres”.
[30] M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 149, 150: «…ἡ σεξουαλική ἐπιθυμία, ὅσο κι’ ἄν μοιάζει νά ἀφορμᾶται ἀπό ἕνα ἐρωτικό συναίσθημα (βλ. Φαντασιακό), καταλήγει νά γλιστρᾶ στήν ἐρωτική πράξη, δηλαδή νά ἐκπίπτει στό Πραγματικό…Ἡ σεξουαλικότητα `αὐτοκτόνησε’ τόν ἔρωτα». Πρβλ. J. Hyppolite, “A spoken commentary on Freud’s Verneinung”, in: The seminar of Jacques Lacan. Book 1: Freud’s papers on technique, 1953-1954 (John Forrester, Trans.), New York: W. W. Norton 1988, p. 172: «…ὁ ἔρωτας εἶναι μία μορφή αὐτοκτονίας». Ἀπό μία πανθεϊστική (Spinoza), φυσιοκρατική, (νεο)βιταλιστική (Nietzsche) καί κοινωνιστική ὀπτική, ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ ἀτόμου (ὅπως λ.χ. τῶν γηρασμένων κυττάρων) θά διέσωζε τήν ὕπαρξη (διαιώνιση) τοῦ ὅλου (τοῦ εἴδους). Ἡ θυσία δηλ. τοῦ Ἄλλου ἤ τοῦ ἑαυτοῦ (αὐτοθυσία) θά ἐξασφάλιζε τή Ζωή. Ἡ ζωή, ἔτσι, παρουσιάζεται ὡς ἄθροισμα ἀτόμων· ὅσο «δεμένος» (ἀγαπητικά) εἶναι κανείς μέ τόν Ἄλλο, τόσο μειώνει τόν φόβο τοῦ δικοῦ του θανάτου, ἐφόσον πιστεύει ὅτι δέν χάθηκε τό ὅλο, ἀλλά ἕνα μόνο μέρος του (βλ. Κ. Ε. Παπαπέτρου, Ὁ μηδενισμός, Ἀθῆναι 1973, σ. 42-43).
[31] Ἰω. 15, 13: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Πρβλ. Ἀ. Γ. Μελισσάρη, «Ἡ ὀντολογία τῆς ἀγάπης καί ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου», Τιμητικός τόμος Ἀρχιεπισκόπου Δημητρίου, Ἀθήνα 2002, σ. 531-533.
[32] Αὐτό ἀναγνωρίζει καί ὁ ἴδιος ὁ S. Freud [«Ὁμαδική Ψυχολογία καί Ἀνάλυση τοῦ Ἐγώ», Ἅπαντα 4 (1965) 5-167], ὑποστηρίζοντας ὅτι μόνο μέσα στόν πρόσκαιρο λιβιδινικό δεσμό, στόν ἔρωτα, στήν Ἐκκλησία, στήν κοινότητα, τό ὑποκείμενο κερδίζει τή χάρη νά ἐξουδετερώσει μερικῶς τήν ἐνόρμηση τοῦ θανάτου τῶν ἄλλων (πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Λόγος περί τῆς ἐπιθυμίας, σ. 27).
[33] Γαλ. 2, 20: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Πρβλ. Ἀ. Γ. Μελισσάρη, Ἡ Ἀγάπη: Ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, Ἀθήνα 2002, σ. 90.
[34] Κατά τόν E. Levinas [βλ. R. Bernasconi, ”No exit: Levinas’ Aporetic account of transcendence”, in: Research in Phenomenology 35 (2005) 101-117], στόν ἔρωτα λειτουργεῖ μία «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (δυαδική) σχέση μεταξύ Ἐγώ καί ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία διασπᾶται μέ τό «ἄνοιγμα» πρός τό μέλλον (βλ. ἔξοδο) τοῦ Ἐγώ ἀπό τόν ἑαυτό του, πού λαμβάνει χώρα μέ μία (ψυχοπνευματική) «γονιμότητα» (δημιουργικότητα): “I am in some way my child”· πρβλ. M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 139. Κατ’ ἐξοχήν δέ, στόν πόνο καί τή ντροπή συνειδητοποιεῖ τό ὑποκείμενο αὐτήν τήν ἀνάγκη ἀπόδρασης ἀπό τόν ἑαυτό του, τήν ὁποία ὅμως μερικῶς μόνο δύναται νά ἱκανοποιήσει στήν παροῦσα ζωή μέσω τῆς ἐπιθυμίας (πίστης καί ἀγάπης: φιλοξενίας) του πρός τόν Ἄλλον/τόν «πλησίον» (ὁ ὁποῖος ἀντιπροσωπεύει τό ὁρατό μέρος τῆς ἀορασίας αὐτοῦ τοῦ ἀπείρου), ἐνῶ πλήρως μέ αὐτόν τόν θάνατό του.
[35] Ματθ. 16, 25: «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν».
[36] R. W. Hood, Jr., “Toward a theory of death transcendence”, in: R. W. Hood, Jr., Dimensions of Mystical Experiences: Empirical Studies and Psychological Links, Amsterdam – New York, NY 2001, pp. 97-107. Πρβλ. R. J. Lifton & E. Olson, Living and dying, New York: Praeger 1974.
[37] Πλάτων., Φαίδων 72e. Κατά τόν P. Rieff (Freud: Mind of the moralist, New York: Doubleday 1961, pp. 199-201), ὁ Freud δέν δέχεται τή μέσω τοῦ συνειδητοῦ (ἀγωγή γονέων, διδασκάλων κ.λπ.) μεταβίβαση τοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τή μία γενιά στήν ἄλλη, ἀλλά τή μέσω μιᾶς φυλογενετικῆς «ἀναμνήσεως».
[38] A. Vergote, Dette et désir, p. 102. Βλ. S. Freud, “Civilization and its discontents”, The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, ed. James Strachey, London: Hogarth Press and the Istitute of Psycho-Analysis, 1953-1974, Vol. 11 (1910) 122. Πρβλ. G. Mauco, Ψυχανάλυση καί Ἐκπαίδευση, μτφρ. Ν. Παπαγιάννη, ἐκδ. Καστανιωτη, Ἀθήνα 1997, σ. 32.
[39] A. Vergote, Dette et désir: Deux axes chrétiens et la dérive pathologique, 1978, aux Éditions du Seuil, Paris 1977, 1978, Guilt and desire. Religious Attitudes and Their Pathological Derivations, Yale University Press, New Haven 1987, p. 100. Κατά τόν Πλάτωνα (Φαῖδρος 247 b ἑξ., Κρατύλος 419e, Σοφιστής 228b, Πολιτεία 375, 443 CE, Τίμαιος 69-70c· πρβλ. Ε. Π. Παπανούτσου, Ἠθική, Ἀθήνα 1949, σ. 391, Χ. Θεοδωρίδη, Εἰσαγωγή στή Φιλοσοφία, Ἀθήνα 19552, σ. 329, E. Zeller – W. Nestle, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδη, Ἀθήνα 1942, σ. 173) καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας [Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ματθ. 17, MPG 57, 255, Μάξιμου Ὁμολογητῆ, «Κεφάλαια περί ἀγάπης», Ἑκατοντάς Α’, μθ’, Φιλοκαλία Ἱερῶν Νηπτικῶν 2 (19754) 8· πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, Ἀθήνα 2000, σ. 82], ἀπό τά πλέον ἰσχυρά ―ἄλογα― πάθη θεωροῦνται ὁ θυμός (κυρίως λόγω μιᾶς ἀνικανοποίητης πλεονεξίας καί φιλοδοξίας, ἐξ οὗ καί ἡ ἐκδηλούμενη μερικές φορές ὀργή) [πρβλ. Ἀρχιμ. Κ. Καρούσου, Ψυχική καταιγίδα (Τό πάθος τοῦ θυμοῦ), Ἀθῆναι 1966, C. E. Cerling, “Anger: Musings of a theologian/psychologist”, Journal of Psychology and Theology 2 (1974) 12-17, J. E. Pedersen, “Some thoughts on a biblical view of anger”, JPT 2 (1974) 210-215, G. Taylor & R. Wilson, Helping angry people: A short–term structured model, Grand Rapids, MI: Baker, 1997, K. L. Casey, “Surviving abuse: Shame, anger, forgiveness”, Pastoral Psychology 46/4 (1998) 223-231] καί ἡ σεξουαλική ὁρμή, ἡ ἐπιθυμία, ὑπό τή στενή τοῦ ὅρου ἔννοια (Begierde)· βλ. ἱ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφ. 17, 3, MPG 62, 120· πρβλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Τό Χρυσοστομικό Ἦθος, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 66. Αἰτία ἐκδήλωσης τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἐπιθυμία [βλ. ἀββᾶ Θαλάσσιου, «Περί ἀγάπης καί ἐγκρατείας καί τῆς κατά νοῦν πολιτείας, ἑκατοντάς τρίτη», κε’, ΦΙΝ 2 (19754) 218]. Τά πάθη τοῦ θυμοῦ καί τοῦ μίσους ἐναντίον τῶν καταφρονητῶν τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται ἀρχικά ἀκόμα καί στήν ψυχή ὅσων ἔχουν ἀποφασίσει νά ζήσουν κατά Χριστό [βλ. Διάδοχου Φωτικῆς, «Τά Ἑκατόν Γνωστικά Κεφάλαια», οα’, ΦΙΝ 1 (19744) 256, ἐκδ. Ορθοδοξος Κυψελη, Θεσσαλονίκη 19902, σ. 156].
[40] A. Vergote, Dette et désir, p. 101.
[41] A. Vergote, Dette et désir, p. 100.
[42] A. Vergote, Dette et désir, p. 102.
[43] Ἡ ἀποκλειστική ἀναζήτηση καί θεραπεία τῆς ἡδονῆς, καί μάλιστα τῆς σωματικῆς, ἀπό τόν ἄνθρωπο καθιστᾶ, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἄνθρωπο δοῦλο τοῦ θανάτου, ἀφοῦ αὐτός κάνει τά πάντα, προκειμένου νά μή στερηθεῖ τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν του μέ τόν σωματικό θάνατο (βλ. Μ. Ἀθανασίου, Λόγος κατά Ἑλλήνων 3-6, ἐκδ. R. W. Thomson, Oxford: Clarendon Press, 1971. Πρβλ. Κ. Ἰ. Λογοθέτου, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πατέρων καί τοῦ Μέσου Αἰῶνος, Μέρος Α’, ἐν Ἀθήναις 1930, σ. 203).
[44] Α. Esteban Aitor, El aporte de Antoine Vergote a la comprensión psicodinámica de la actitud religiosa, Universidad de Deusto, 2005, κεφ. 4, σ. 199.
[45] Βλ. J. Florence, A. Vergote & J. Corveleyn, Psychanalyse. L’homme et ses destines, Peeters Publishers, 1993, p. 119.
[46] J. Florence, A. Vergote & J. Corveleyn, ὅπ. π., p. 118.
[47] A. Vergote, “Jesus de Nazareth sous le regard de la psychologie, en Explorations de 1’espace théologique” (1990), University Press, Leuven 1997, Paris 1999, pp. 129-130. Πρβλ. C. Domínguez, “El debate psicológico sobre la homosexualidad”, in: J. Gafo (Ed.), La homosexualidad: un debate abierto, Desclée de Brouwer, Col. Serendipity 16-, Bilbao 19983, p. 13.
[48] K. G. Magni, “La peur de la mort“, in: Mort et présence, Cahiers de Psychologie Religieuse 5, Lumen Vitae, Bruxelles 1971, pp. 129-142, ὅπου μάλιστα παραπέμπει ὁ Α. Vergote (Religion, foi, incroyance, Etude psychologique. Mardaga, Liège 1983, Religion, Belief and Unbelief. A Psychological Study, Leuven University Press, Leuven 1996, Rodopi, Amsterdam-Atlanta, GA 1997, p. 66).
[49] Βλ. Σ. Μπαλογιάννη, Διάβασις διά τῆς Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 116-117. Ἡ F. Dolto (Les Évangiles et la foi au risque de la psychanalyse, σ. 245) ταυτίζει τήν «ὁρμή θανάτου» μέ τήν αὐτο-παραίτηση καί τήν ἀκηδία.
[50] Βλ. A. Vergote, “De l’expérience religieuse“, in: A. Godin (Ed.), De l’expérience à l’attitude religieuse. Cahiers de psychologie religieuse: III, Lumen Vitae, Bruxelles 1964, p. 43.
[51] Βλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχ., Πρός Ἐφεσίους, κεφ. 20, 2: «…ἕνα ἄρτον κλῶντες, ὅς ἐστιν φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μη ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ διά παντός».
[52] A. Vergote, Religion, foi, incroyance, p. 66.
[53] Α. Esteban Aitor, El aporte de Antoine Vergote a la comprensión psicodinámica de la actitud religiosa, Universidad de Deusto, 2005, κεφ. 4, σ. 201.
[54] Π. Κανελλόπουλου, Ὁ Χριστιανισμός καί ἡ ἐποχή μας, Ἀθῆναι 1953, σ. 178: «Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ θανάτου. Ἀλλά, εἶναι ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ θανάτου, γιατί εἶναι ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ πόνου. Καί εἶναι ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ πόνου, γιατί εἶναι ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῆς ἀγάπης».
[55] Γιά μία γενικότερη βιβλιογραφική κάλυψη τῆς ἄσκησης τοῦ χριστιανικοῦ μαρτυρίου βλ. Μ. Μαντούβαλου, Ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις τοῦ φαινομένου τῶν Νεομαρτύρων, Ἀθήνα 2004.
[56] Ἰω. Χρυσ., Ὁμιλία εἰς μάρτυρας, MPG 50, 663.
[57] S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 148: «Ἄν θέλεις νά κατορθώσεις νά ὑποφέρεις τή ζωή, νά εἶσαι ἕτοιμος νά δεχθεῖς τό θάνατο».
[58] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Τό χρυσοστομικό Ἦθος, σ. 136 ἑξ.
[59] Α. Esteban Aitor, El aporte de Antoine Vergote a la comprensión psicodinámica de la actitud religiosa, Universidad de Deusto, 2005, κεφ. 4, σ. 198.
[60] Α. Esteban Aitor, ὅπ. π.
Λίγη προσοχή και λίγο σεβασμός παραπάνω δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Μπορείτε φυσικά να αντιπαρατεθείτε με επιχειρήματα και να κριτικάρετε συγκεκριμένες θέσεις των κειμένων/ομιλιών αλλά ας λείπουν οι προσωπικές “επιθέσεις” και χαρακτηρισμοί.
Η ψευδωνυμία/ ανωνυμία σε τι εξυπηρετεί ;
Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουν οι εφορμώντες δωδεδαθεϊστές ότι, αν κρίνουμε από την ποιότητα των παρεμβάσεών τους, αυτές δεν αποτελούν συνηγορία κ α τ ά : Συγκροτούν συνηγορία υ π έ ρ της χριστιανικής αναφοράς του νοήματος.
Επιτρέψτε μου να θέσω υπόψη σας έναν επιστημονικό ορισμό από το χώρο της συγχρονης ηλεπικοινωνίας:
In Internet slang, a [b]troll[/b] is someone who posts controversial, inflammatory, extraneous, or off-topic messages in an online community, such as an online discussion forum, chat room or blog, [b]with the primary intent of provoking other users into an emotional response or of otherwise disrupting normal on-topic discussion.[/b]
“Do not feed the trolls”; its abbreviation: DNFTT.
Ευχαριστώ και σας ασπάζομαι.
Με τη βοήθεια εξαιρετικά εξειδικευμένων και φυσικά άκρως προηγμένων τεχνικών οργάνων – το κόστος των οποίων [b]μόλις[/b] και ξεπέρασε κατά 24.000 φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό όλων των χωρών του Τρίτου Κόσμου (να τα βλέπουν αυτά στο CERN και να παραδειγματίζονται!) – , μικρή ομάδα φωτισμένων Επιστημόνων κατόρθωσε ένα τολμηρό άλμα στο πεδίο της γνώσης του φαινομένου Trolls.
Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε, απομονώθηκε και ήδη μελετάται [b]εξονυχιστικά [/b](όπως πάντοτε στην Επιστήμη) μια έως τώρα άγνωστη ιδιότητα των Trolls!
Πρόκειται για την ιδιότητά τους να [b]αυτο-διαιρούνται[/b] (self-dividing process) και να “συζητούν” μεταξύ τους αλληλοσυμπληρωματικά (mutual complementarity), διατηρώντας πάντως σταθερά τις βασικές ιδιότητες των Trolls (βλ. ανωτέρω).
Οι ομοιότητες του φαινομένου τόσο, σε ό,τι αφορά την αυτο-διαίρεση, με αυτές του κόσμου των [b]αμοιβάδων[/b] όσο και, σε ό,τι αφορά την συμπληρωματικότητα, με αυτές των [b]μικροσωματιδίων [/b] έχουν προξενήσει ευχάριστες αναστατώσεις στον επιστημονικό κόσμο.
Ω! πόσα δεν γνωρίζουμε και πόσα έχουμε να μάθουμε ακόμα!