Χρίστος Ντούμας*
Η έκθεση μνημείων της πολιτισμικής κληρονομιάς μέσα σε ένα χώρο που τον αποκαλούμε μουσείο αποβλέπει στην ανάδειξη των αξιών εκείνων, για τις οποίες το κοινωνικό σύνολο αξίζει να υποβληθεί στις απαιτούμενες δαπάνες. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός απαιτείται ο εκθεσιακός χώρος να είναι όσο γίνεται πιο ουδέτερος, ει δυνατόν ένα κέλυφος αόρατο, που δεν θα παγιδεύει την προσοχή του θεατή και θα τον οδηγεί άμεσα στα εκθέματα.
Είναι αυτονόητο, ότι στις περιπτώσεις, όπου το περιεχόμενο ενός μελλοντικού μουσείου είναι εκ των προτέρων γνωστό, η μουσειολογική/εκθεσιακή μελέτη πρέπει να αποτελεί το υπόβαθρο, επάνω στο οποίο θα βασίσει την πρότασή του ο αρχιτέκτων. Με βάση δε αυτή τη μουσειολογική μελέτη θα πρέπει να αξιολογείται τελικά και η αρχιτεκτονική πρόταση. Στο παλαιό Μουσείο της Ακρόπολης,
η αρχή αυτή λειτούργησε θαυμάσια, αφού το κέλυφος όχι μόνο αναδείκνυε τα αριστουργήματα που στέγαζε αλλά και παρέμενε ουσιαστικά αθέατο: ο επισκέπτης έπρεπε σχεδόν να σκοντάψει επάνω του για να αντιληφθεί την ύπαρξή του.Δυστυχώς, το παράδειγμα του παλαιού Μουσείου της Ακρόπολης σε ελάχιστες περιπτώσεις ακολουθήθηκε. Ο πολιτικός καιροσκοπισμός, που εντάθηκε μετά τη μεταπολίτευση, οδήγησε σε προχειρότητες και αυτοσχεδιασμούς που ελάχιστα τιμούν μια χώρα σαν την Ελλάδα. Αυτού του καιροσκοπισμού κορυφαίο μνημείο αποτελεί, κατά την άποψή μου, η περίπτωση του νέου Μουσείου της Ακροπόλεως, του κελύφους που κατασκευάστηκε για να στεγάσει τα σύμβολα του κλασικού ιδεώδους, τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Είχα την τύχη ή ατυχία να αποκτήσω προσωπική εμπειρία του καιροσκοπισμού που ντύθηκε το μανδύα της δήθεν διεκδίκησης των γλυπτών του Παρθενώνα. Υπηρετούσα ακόμη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (1981), όταν κλήθηκα από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη να παράσχω εξηγήσεις γιατί, καθώς την είχαν πληροφορήσει, ασκούσα κριτική για την πολιτική της σχετικά με την επιστροφή των γλυπτών αυτών. Στην παρατήρηση ότι η κριτική μου συνίστατο στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της και ότι πριν ζητήσουμε επιστροφή των ελγινείων οφείλουμε να εξαλείψουμε τον «ελγινισμό» από την πολιτική μας για τα μνημεία, με αφοπλιστική ειλικρίνεια μου εξήγησε, ότι η εκστρατεία της απέβλεπε στο να κεντρίσει το ενδιαφέρον του πρωθυπουργού (Α. Παπανδρέου) για το υπουργείο Πολιτισμού.
Την ίδια εντύπωση καιροσκοπισμού δίνουν και οι διαδικασίες για την ανέγερση του νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Χωρίς να έχουν προηγηθεί, όπως η περίσταση απαιτούσε, οι αναγκαίες μουσειολογικές μελέτες, στις οποίες θα βασιζόταν ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, προκηρύχτηκαν διεθνείς αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί και η αξιολόγηση των προτάσεων έγινε με κριτήριο το ποια από αυτές θα στόλιζε την Αθήνα με ένα αρχιτεκτόνημα αναφοράς. Πράγματι, το νέο Μουσείο Ακροπόλεως είναι κτίριο αναφοράς και θα μπορούσε να είναι έργο άξιο θαυμασμού ως δημιούργημα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κάπου αλλού και για να στεγάσει εντελώς άλλα πράγματα, όχι το κλασικό ιδεώδες. Το κτίριο αυτό δεν συνιστά αόρατο κέλυφος που θα συμβάλει στην ανάδειξη τόσο των πέριξ μνημείων όσο των εκθεμάτων μέσα σ' αυτό. Τουναντίον, εξωτερικά μεν κραυγάζει, εσωτερικά δε με τις διαστάσεις και τη διαρρύθμισή του τείνει να εκμηδενίσει τα κορυφαία δημιουργήματα της κλασικής τέχνης, καταδικάζοντας το κλασικό ιδεώδες σε αιώνια... κάθειρξη! Ελπιζα ότι τα δύο μνημεία της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας, που παρεμβάλλονται μεταξύ του Μουσείου και του Παρθενώνα, θα προστάτευαν το βλέμμα του επισκέπτη της Ακρόπολης από το να αντιπαραβάλει το μοναδικό αγώνισμα ελευθερίας, τον Παρθενώνα, όπως τον αποκαλούσε ο καθηγητής φιλοσοφίας Ιω. Θεοδωρακόπουλος, με το μοντέρνο κτίριο. Φαίνεται όμως ότι τα σημερινά κριτήρια είναι διαφορετικά. Ισως η ελκυστικότητα της... καφετέριας και η αποδοτικότητα της επιχείρησης έχουν προτεραιότητα!
* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
πηγή: Καθημερινή 05-06-09