Είναι μια αλήθεια που δύσκολα ομολογείται ότι ο άνθρωπος του καιρού μας αντέχει όλο και λιγότερο τους πόνους. Είτε το σώμα του υποφέρει είτε η ψυχή, του φαίνεται και στις δύο περιπτώσεις ότι τον έχει αρπάξει μια μέγγενη από την οποία είναι αδύνατο να ξεφύγει. Είναι μήπως η ατσάλινη μοίρα του πόνου; Όχι, δεν πρόκειται για εξωτερική δύναμη. Ο αιχμάλωτος νιώθει πως παραδόθηκε σε ό,τι του συνέβη με μια παθητικότητα που αρχικά ξάφνιασε και τον ίδιο. Πώς είναι δυνατόν την ώρα που προσφέρονται τόσα αναλγητικά, που τόσοι γιατροί και ψυχοθεραπευτές υπόσχονται την ανακούφιση, οι πάσχοντες να μην πιστεύουν πια ότι υπάρχει περίπτωση να νιώσουν υγιείς;
Υγεία για το σώμα είναι τα όργανα να λειτουργούν καλά. Για την ψυχή υγεία είναι να ελπίζει. Σε τι; Πρώτα από όλα, στο ότι είναι ικανή να αναμορφώνει, σε ένα βαθμό, την πραγματικότητα. Αν έχει προκύψει κάτι δυσάρεστο, να μπορεί η βούληση να δώσει μιαν απάντηση: να ζητήσει δηλαδή από την νόηση να συλλάβει μια πλευρά των συμβάντων που να αντισταθμίζει κάπως την δυσαρέσκεια ή την οδύνη, με τρόπο όμως που να κάνει πιστευτή την εναλλακτική εικόνα της κατάστασης. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ανάμεσα στα λιθάρια και τους βράχους της πραγματικότητας παλεύει να ξεμυτίσει κάποιο λουλούδι, σαν κι εκείνον τον ανθεκτικό «αμάραντο» του δημοτικού τραγουδιού. Αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος που υποφέρει δεν «παίζει» με τη φαντασία του, αλλά την παίρνει τόσο σοβαρά όσο παίρνει και τις οδηγίες των γιατρών. Η φαντασία του θα ήταν τότε ένα γιατρικό παρασκευασμένο από τον ίδιο, από τις δικές του δυνάμεις και από το ενδόμυχο εκείνο πείσμα που όταν εκδηλώνεται μαρτυρεί την ορμή της ζωής, και όταν απουσιάζει μαρτυρεί πως η ζωή παρέλυσε.
Στις μέρες μας τίποτα δεν είναι περισσότερο ορατό απ’ αυτό που η βιομηχανία της διασκέδασης προσπαθεί να κρύψει: πως η ζωή των ανθρώπων σέρνεται από μέρα σε μέρα, και πως απέναντι στις δυσκολίες δεν αντιτάσσεται παρά μόνο η ανησυχία τους για το πώς θα αποφευχθούν τα χειρότερα - που θεωρείται σίγουρο ότι θα έρθουν. Προφανώς, μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση δεν υπάρχει περιθώριο για να κάνει μια οποιαδήποτε κίνηση ανασυγκρότησης η φαντασία. Πώς να αναπλάσει κανείς νοερά την πραγματικότητα, αν έχει την αίσθηση πως από μόνος του και προ πολλού υπονόμευσε την ικανότητά του να βλέπει τα πράγματα από διαφορετικές γωνίες, να τους ρίχνει άλλο φως αυτό που τους δίνει η εξωτερική εμπειρία; Όταν πριν από μερικές δεκαετίες ο Μαρκούζε μιλούσε για τον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» κατά βάση αυτή την αναπηρία προέβλεπε. Ήταν η απαρχή μιας εξέλιξης που σήμερα έφτασε στο σημείο της κορύφωσης. Ο άνθρωπος του καιρού μας δείχνει ανίκανος να φανταστεί κάτι καλύτερο απ’ αυτό που υφίσταται, και για να μην το παραδεχθεί αναγορεύει την προσαρμοστικότητα σε προτέρημα. Όποιοι συμβιβαστούν το γρηγορότερο με τα παθήματά τους, θεωρείται πως έχουν και μεγαλύτερες πιθανότητες να τα βιώσουν ως υποφερτά, ή αναπόφευκτα, ή συνηθισμένα, ή τέλος πάντων ως ένα κακό που δεν εξοντώνει εκείνους που του υποκλίνονται. Να γονατίζεις μπροστά σ’ αυτό που σε κάνει να υποφέρεις, είναι μια ταπείνωση που δύσκολα μεταμφιέζεται. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα πάμπολλα μέσα διατίθενται για αυτόν τον σκοπό.
Ονομάζουν την ταπείνωση πρακτική δεξιότητα για να μην την πουν χαμαιλεοντισμό. Αλλά όποια ορολογία και να επινοηθεί, όποια βοήθεια και αν προσφέρει η ψυχολογική παραφιλολογία, το βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος απεμπόλησε την εσωτερική του δύναμη με την οποία, άλλοτε, πολεμούσε της αντιξοότητες. Ας σκεφθούμε μόνο της υπηρεσίες που του είχαν προσφέρει σε παλαιότερες εποχές η πνευματική δραστηριότητα και η τέχνη. Μέχρι την έλευση του προηγούμενου αιώνα όποια κατεύθυνση και αν έπαιρνε ο στοχασμός, διατηρούσε μέσα του την πεποίθηση πως χάρη στην διορατικότητα, τη μεθοδικότητα και την ευφυία ο κόσμος δεν είναι μια ύλη συμπαγής και αμετάλλακτη. Διασπάται, ανασκευάζεται﮲ η ανθρώπινη ενέργεια ετίθετο υπεράνω της ύλης, και υπεράνω της ανθρώπινης ενέργειας ετίθετο ο ίδιος ο άνθρωπος. Τι είδους άνθρωπος όμως; Ήταν αυτός που επιθυμούσε να δράσει. Όχι για να «αποφορτιστεί» από κάποια ένταση μέσα του, αλλά για να αφήσει πάνω στα πράγματα τη σφραγίδα των δυνατοτήτων του. Ήταν ευεργετικό για εκείνον αν το πετύχαινε. Θα έβλεπε τότε μπροστά του δημιουργήματα που θα τον βεβαίωναν πως αν και ο άνθρωπος είναι θνητός, τα έργα του μπορούσαν να είναι αθάνατα. Ονειρευόταν μια ανάσταση μέσα από ό,τι είχε χτίσει, είχε γράψει, είχε συνθέσει. Αν ερχόταν και μια ανάσταση σαν και αυτή που ανήγγειλε ο Χριστός, ακόμη καλύτερα. Όμως προτού φθάσουν εκεί οι καρδιές, προτού σκιρτήσουν από την επαγγελία της μέλλουσας ζωής, χρειαζόταν να δείξουν πως ήταν ικανές να δονηθούν, πως δεν ήταν ήδη ραγισμένες καμπάνες.
Τότε εμφανίστηκε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ήταν η σταδιακή, βουβή, ανομολόγητη εγκατάλειψη από τον άνθρωπο της πιο φυσικής, της πιο βαθιά ριζωμένης μέσα του προσδοκίας: έπαψε να πιστεύει πως θα ήταν δυνατόν να ευτυχήσει. Δεν έχει και τόση σημασία τι περιεχόμενο έδινε παλαιότερα στην έννοια της ευτυχίας. Όπως και να την εννοήσουμε, η ευτυχία είναι πάντα μια ολοκληρωτικά ευμενής συνάντηση της επιθυμίας με τα γεγονότα. Κανονικά ποθούμε αυτή τη συνάντηση και την περιμένουμε. Να όμως που στον καιρό μας για άλλη μία φορά η υποκρισία παίρνει τον λόγο. Και λέει πως, δυστυχώς, η ευτυχία είναι ανέφικτη, γιατί υπάρχουν τόσα εμπόδια που της φράζουν τον δρόμο. Η αλήθεια είναι ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια ορθώθηκαν από το ίδιο το άτομο μέσα του - αλλά το αποσιώπησε. Απέφυγε να εξετάσει τι είναι αυτό που μάχεται εκ των ένδον την απαίτησή του για ευτυχία. Το αποκάλεσαν «επιθετικότητα», «τάση προς την καταστροφή», ή ακόμη, στο φροüδικό ιδίωμα, «αρχή του θανάτου». Ώστε λοιπόν ένα δαιμονικό ένστικτο έρχεται να μας σπρώξει ενάντια στην ίδια την επιθυμία μας. Αυτό διαδόθηκε, αυτό κυκλοφόρησε παντού. Αναμάσησαν διάφορα περί αχαλίνωτων πόθων, περί σαδισμού και μαζοχισμού, περί της διαστροφής που βασανίζει τον άνθρωπο και τον ωθεί να θέλει να επιστρέψει στην ανυπαρξία, αφού τίποτα δεν φαίνεται αρκετά ρωμαλέο για να στηρίξει την εύθραυστη ύπαρξή του. Είναι εύθραυστη επειδή θέλει συνεχώς να γλυκαίνεται με ηδονές. Ωστόσο, είναι ανίκανη να κερδίσει τις ηδονές που επιθυμεί. Γιατί; Γιατί η ίδια η ανθρώπινη φύση την περιορίζει. Λαχταράμε την ευτυχία, αλλά δεν μπορούμε να την κρατήσουμε για πολύ όταν έρχεται, αφού είμαστε έτσι φτιαγμένοι που να νιώθουμε ευχαρίστηση μόνο με την εναλλαγή των καταστάσεων παρά με τις ίδιες τις καταστάσεις, όσο κι αν είναι αρεστές. Σε καμιά περίπτωση η ευχαρίστηση δεν μπορεί να διαρκέσει όπως έχει. Έτσι ειπώθηκε, έτσι χαράχθηκε μια γραμμή μελανή από τον Όμηρο μέχρι τον Λεοπάρντι, τον Φρόυντ και άλλους, μια γραμμή που θεωρήθηκε χαραγμένη από την ίδια τη Φύση.
Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι αυτό ισχύει. Στην ουσία πρόκειται για την υπενθύμιση της πάλης ανάμεσα στην αδράνεια και την δράση. Η απαισιόδοξη θεώρηση μας λέει ότι η αδράνεια στον άνθρωπο είναι επικρατέστερη. Τι άλλο είναι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από την μονοτονία από την ένδειξη ότι δεν εμπιστευόμαστε αρκετά την ικανότητά μας για καλλιέργεια του υπάρχοντος; Αν ζούμε έναν έρωτα που βλέπουμε πως μαραίνεται από την συνήθεια, αυτό που μένει είναι να ανασκαφεί ο αγρός, να ανοίξουν νέα αυλάκια. Αν ο μόχθος του οργώματος μας φανεί βαρύς, πολύ πιθανόν αυτό να σημαίνει πως αντί να εργαζόμαστε, συνηθίσαμε να ανοίγουμε συχνά τις παλάμες για να λάβουμε ό,τι η τύχη έχει τη διάθεση να μας παραχωρήσει. Έτσι πορεύθηκε ο κόσμος. Ζήτησε να ξεφύγει από την μονοτονία και έπεσε στο άγχος για το τι θα φέρει η επόμενη ώρα, η επόμενη στιγμή.. Ζήτησε να ξεχάσει ότι η ευτυχία θα μπορούσε να είναι ένα έργο του, αντί ένα δώρημα που θα ερχόταν απ έξω και θα το έπαιρνε σύντομα πίσω η ζωή.
Σε προηγούμενες εποχές την προκατάληψη αυτή την διόρθωνε αποφασιστικά η τέχνη. Όσες και αν ήταν οι αποκλίσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, ένα ήταν το κοινό σημείο τους: η πεποίθηση ότι η πραγματικότητα δεν επιδέχεται απλώς ανάπλαση, είναι για να αναπλάθεται από τον άνθρωπο. Ακόμη και όταν πρόκειται για ακραία φαινόμενα. Ο κατακλυσμός, για παράδειγμα, είναι ένα συντριπτικό συμβάν, μια ζοφερή εμπειρία για ορισμένες γενιές και μια απειλή για άλλες. Αλλά για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι πάνω από όλα μια πρόκληση, γι’ αυτό και θα ζωγραφίσει όλες τις πτυχώσεις της θύελλας, του στροβιλίσματος των υδάτων και των ανέμων, της δίνης των πάντων. Αναπαριστώντας το υπάρχον, ταυτόχρονα το ανασυστήνει. ‘Οταν θα έχει τελειώσει, θα έχει επιτελέσει στο ακέραιο το έργο του ανθρώπου, που είναι να βρει μέσα στα πράγματα αν όχι μια τάξη ή μερικούς νόμους, το καύσιμο με το οποίο οι κινητήρες της θέλησής του θα συνεχίσουν να δουλεύουν, ίσως και μετά θάνατον.
Η πίστη στη διαιώνιση του ανθρώπου ανήκει κυρίως τους καλλιτέχνες. Γιατί μόνον αυτοί βασίζονται τόσο πολύ στη δύναμη της φαντασίας. Σήμερα, ωστόσο, ακόμη και εκείνων η πίστη στον εαυτό τους έχει καμφθεί. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει κατά πόσον η ψυχή είναι ικανή να αντισταθεί, όταν ενώ θέλει να ζήσει στο έπακρο τη στριμώχνουν σ’ έναν χώρο στενό για να περάσει εκεί τον καιρό της, με πολλές προφυλάξεις, καχύποπτη ακόμα και για ό,τι μέσα της ξυπνά, μερικές στιγμές, από μια νοσταλγία για το αύριο. Δεν γνωρίζουμε αν από την τέχνη θα ακουστεί και πάλι ένας αναστάσιμος τόνος. Η ανάσταση απέχει αρκετά από την ανάταση. Ας αρκεστούμε προς το παρόν στην τελευταία. Μπορούμε να πάρουμε ζωτική ενέργεια ακούγοντας ξανά τις μεγαλόπρεπες μελωδίες τις αφιερωμένες στη Χαρά ή στη Δημιουργία που έγραψαν, κάποτε, οι μουσουργοί της Δύσης, καθώς και τους αίνους που έγραψαν για τον αιώνιο Έρωτα οι μύστες της Ανατολής. Για να υπερβούμε τις οδύνες, πρέπει να ξαναμάθουμε να δοξολογούμε τα αντίθετά τους.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η νοσταλγός") είναι έργο του Εδουάρδου Σάκαγιαν.
«ραγισμένες καμπάνες»
Η τραγικότητα του βίου μας οφείλεται σε μια αγωγή και παιδεία που μας εξοικειώνει στην δια βίου έξωθεν πρόσληψη του κόσμου αντί στην έσωθεν κατανόηση από την οντολογική μνήμη της ύπαρξης.