Άγγελος Καλογερόπουλος
Δεν είμαι ο κατάλληλος ἀνθρωπος για συζητἠσω για τον πλατωνικό Φαίδωνα και την μελέτη θανάτου, ούτε φυσικά να «θεολογήσω» για την προέκταση που της έδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μεταμορφώνοντάς την μέσα στην καινή χριστιανική της προοπτική. Απλώς θα ήθελα να σημειώσω δυο-τρεις σκέψεις εξ αφορμής της «Μελέτης ζωής» του Σταύρου Ζουμπουλάκη στην Καθημερινή της Κυριακής του Πάσχα, 5/5/13.
Η «συμφιλίωση» του ανθρὠπου με τον θάνατο –όπως τουλάχιστον τον έχει αντιληφθεί η πνευματική παράδοση των αιώνων σ’ ανατολή και δύση- δεν συνιστά μια ψυχολογικού τύπου θανατοφιλία, αλλά ορίζει μια σοφή αντιμετώπιση του μοιραίου ώστε το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου να προξενεί περίσσευμα ζωής. Κι έκαναν οἰστρο της ζωής, τον φόβο του θανάτου, γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος μιλώντας για τους Έλληνες. Εξ άλλου αυτή ήταν και η στάση του Χριστού, όπου στην προσευχή του ίδρωσε αίμα, αλλά αποδέχτηκε το «πικρόν ποτήριον», σαν έτοιμος από καιρό, ώστε η κάθοδός του στον Άδη να σημάνει τη νίκη επί του θανάτου. Αυτή η αναστάσιμη χαρά διαπνέει την εκκλησιαστική υμνογραφία –γραμμένη από μαυροφορεμένους μοναχούς- που μας καλεί να «λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει» και να φωνάξουμε μαζί με τον Χρυσόστομο «ἑπικράνθη ο άδης» και Ἁνέστη ο Χριστός. Και ακριβώς επειδή με τον θάνατο πατείται ο θάνατος ο Γρηγόριος ο Νύσσης τον παρομοιάζει με μια καινούργια γέννα που μας οδηγεί σε μια νέα ζωή.
Είναι κοινά παραδεκτές οι «αλλοιώσεις» του ιστορικού χριστιανισμού, αλλά η αλήθεια της ευαγγελικής διδασκαλίας δεν διασώζεται με την ατομική ερμηνεία παραβλέποντας την εκκλησιαστική παράδοση. Και εκκλησιαστική παράδοση δεν είναι ο ιστορικός χριστιανισμός αλλά ο βίος και ο λόγος των αγίων. Η ερμηνευτική παράδοση των Πατέρων και το ζωτικό παράδειγμα των αγίων. Στον κόσμο τους διαλύεται η μαυρίλα, η στέρηση και ο «μακάβριος χορός» -κατά Σ.Ζ.- και η συνεχής μνήμη του θανάτου ξεπερνάει τη ματαιότητα και δίνει τη θέση της στη χαρά, τη μεθυστική χαρά και την αγάπη που χαρίζει ο Θεός. Ας θυμηθούμε τον Συμεών τον νέο Θεολόγο, είναι η πιο ακραία, ίσως, έκφραση αυτής της χαράς, αλλά όχι η μόνη.
Η περίσσεια της ζωής που ευαγγελίζεται ο Χριστός προκύπτει μέσα από μια οδό στενή και τεθλιμμένη κι ίσως γι αυτό ο πολιτισμός του Διαφωτισμού και της εκκοσμίκευσης δεν διέλυσε μόνο τα «θανατερά στοιχεία» από την πίστη, αλλά και την ίδια την πίστη στην Ανάσταση.
Διὀτι ο Θεός των φιλοσόφων είναι θεός των αφηρημένων εννοιών, δεν έχει Σώμα, δεν έχει Οδό, ενώ ο Θεός των Πατέρων ημών είναι αυτός που κατεβαίνει στον Άδη –τον δικό μας προσωπικό Άδη-και μας πιάνει το χέρι και μας τραβάει επάνω στο φως.
Χωρίς αυτό το χέρι αγάπη δεν υπάρχει. Γιατί η αγάπη δεν είναι ανθρώπινη δυνατότητα. Είναι δώρο θεϊκό.
Αληθώς ανέστη!
πηγή: Aντίφωνο
Φίλε ΄Αγγελε, στο παρεκκλήσι του κοιμητηρίου της Μονής Γρηγορίου ιστορούνται στο διάζωμα κάτω από τον τρούλο μια σειρά ανδρών και γυναικών που χορεύουν καλαματιανό, κάθε άλλο παρά μακάβρια. Η χαρά τους αντλείται από το γεγονός της Αναστάσεως, που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν έχει ουδεμία σχέση με τις μυθικοφιλοσοφικές έννοιες που έχουν διαβρώσει σε σημαντικό βαθμό τον ιστορικό χριστιανισμό. Είναι αυτό που λένε “χαίρεσθε και αγαλλιάσθε” .
“η αγάπη δεν είναι ανθρώπινη δυνατότητα. Είναι δώρο θεϊκό”. Μα γιατί να υποβιβάζουμε τον άνθρωπο τόσο πολύ;
Δεν τον υποβιβάζουμε, αγαπητέ Ιωάννη Κ., τον αναβιβάζουμε.