Το ζήτημα της ψυχής είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της νεότερης φιλοσοφίας. Ειδικότερα στην αναλυτική φιλοσοφία, αλλά και ευρύτερα, γίνεται κατ’ ανάγκην λόγος για «mind» («νου») ή για «συνείδηση», αλλά χωρίς να την εξισώνουν με ό,τι παλαιότερα ονομαζόταν «soul» (ψυχή). Και ο λόγος είναι φυσικά οι θρησκευτικές συμπαραδηλώσεις αυτής της λέξης.
Έχουμε εξετάσει ήδη έναν αναλυτικό φιλόσοφο, τον Hilary Putnam («Ρεαλισμός χωρίς θεμέλια: Το δράμα της αναλυτικής φιλοσοφίας»), όπου είδαμε το αδιέξοδο στο οποίο κανείς φθάνει στον τομέα της Ηθικής, όταν εξοβελίσει κάποιο ανώτερο αξιολογικό κριτήριο. Η απέχθεια του Πάτναμ για την θρησκεία δεν βρίσκεται σε επίπεδα υστερίας: προσπαθεί να υπερασπιστεί τις θέσεις του, οι οποίες όμως ξεκινούν από μία προκείμενη. Το γεγονός ότι δεν μπορεί πια να «ποδηγετείται» η φιλοσοφία από την θεολογία. Και εξ ορισμού αποφεύγει να μιλήσει για θρησκεία.
Στο βιβλίο του «Το νόημα και οι αισθήσεις» (Εκκρεμές, Αθήνα 2010) καταπιάνεται με το πώς μπορεί να συγκροτηθεί μια θεωρία του νοήματος και γενικά με τη θέση του «νου»- ας δεχθούμε την ορολογία του- σε έναν μεταθρησκευτικό κόσμο. Το θέμα που τον απασχολεί είναι ποια η σχέση του νου με τον εξωτερικό κόσμο, ποιος είναι ο ρόλος των αισθήσεων για να εξαχθεί νόημα, ποιες είναι οι ικανότητες του νου. Δηλώνει πολέμιος του δυισμού, οπότε και απορρίπτει την θεωρία του Ντεκάρτ σχετικά με το ότι ο άνθρωπος αποτελείται από δύο συστατικά, την ψυχή, που είναι άυλη και μη εκτατή, και το σώμα, που είναι υλικό και εκτατό. Ο Πάτναμ θα προσπαθήσει να αποβάλει αυτόν τον δυισμό και να εμμείνει στην άποψη ότι σωστός είναι ο μονισμός, η θεωρία ότι υπάρχει μόνο η υλική πραγματικότητα, «το φυσικό». Ωστόσο, συνεχίζει να απορεί μαζί με τον Ντεκάρτ για το πώς ο νους συλλαμβάνει τον εξωτερικό κόσμο και τελικά σχηματίζεται εντός μας μια εικόνα για αυτόν.
Ο Ντεκάρτ διατύπωσε μια άποψη που στοίχειωσε την δυτική φιλοσοφία από τον 17ο αιώνα και μετά -την άποψη ότι δεν έχουμε άμεση γνώση του εξωτερικού κόσμου, αλά μονάχα έμμεση αυτού. Για παράδειγμα, δεν βλέπω το δέντρο εκεί-έξω, αλλά το φως μεταφέρει από την εξωτερική πραγματικότητα πληροφορίες στον οφθαλμό μου, τα λεγόμενα «αισθητηριακά δεδομένα» (αυτά ο Ντεκάρτ τα θεωρούσε νοητικές πραγματικότητες, με την έννοια «ψυχικές»), τις οποίες επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μου και τελικά βλέπω αυτό που ονομάζω «δέντρο». Το ίδιο το δέντρο κατευθείαν δεν μπορώ να το δω, γιατί παρεμβάλλονται και οι αισθήσεις: στην περίπτωση της όρασης, είναι το φως που αντιδρά με τον αμφιβληστροειδή μου χιτώνα και με περαιτέρω επεξεργασία του εγκεφάλου σχηματίζεται η εικόνα του δέντρου. Οι αντίπαλοί του, οι μονιστές υλιστές φιλόσοφοι, έλεγαν ότι έτσι όντως συμβαίνουν τα πράγματα, με την εξαίρεση ότι τα «αισθητηριακά δεδομένα» είναι υλικά- αλλά και πάλι δεν προσλαμβάνουμε κατ’ ευθείαν την εξωτερική πραγματικότητα, δεν έχουμε άμεση επαφή του εξωτερικού κόσμου.
Η θεωρία αυτή έμελλε να κάνει μεγάλη καριέρα στη φιλοσοφία. Επικράτησε, όπως είπαμε, ήδη από τον 17ο αιώνα και σήμερα, παρά τα πλήγματα που δέχθηκε κυρίως από τον φιλόσοφο Ώστιν (Austin), συνεχίζει να έχει πάμπολλους οπαδούς, καθώς μάλιστα αναπτύσσεται και ο κλάδος της γνωσιακής ψυχολογίας κ.λπ. Τι ακριβώς είπε ο Ώστιν; Ότι προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας την ίδια την εξωτερική πραγματικότητα και όχι μια «διεπιφάνεια» που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μας και στον κόσμο εκεί-έξω. Στην πραγματικότητα αυτό που πολέμησε ο Ώστιν ήταν ο καρτεσιανισμός συν τον υλισμό: δεν υπάρχουν καθόλου «αισθητηριακά δεδομένα» αλλά προσλαμβάνουμε κατευθείαν την εξωτερική πραγματικότητα. Ο Ώστιν είναι μονιστής, οπαδός της αντίληψης ότι τα πάντα στο ανθρώπινο ον είναι «φυσικά» και δεν υπάρχει τίποτε το μεταφυσικό εντός του, αλλά δικαιώνει την παλιά κλασική και μεσαιωνική άποψη ότι αγγίζουμε πραγματικά τον ίδιο τον εξωτερικό κόσμο και δεν υπάρχει η ανάγκη να εφεύρουμε μια «διεπιφάνεια» μεταξύ ημών, όπως είπαμε, και του κόσμου.
Ο Ώστιν έδωσε πολλά παραδείγματα για να διασαφηνίσει και ξεκαθαρίσει την σκέψη του, στο περίφημο βιβλίο του «Sense and sensibilia». Λέμε π.χ. ότι οι αισθήσεις μάς «εξαπατούν», γιατί βλέπουμε στραβό το κουτάλι μέσα σ’ ένα ποτήρι με νερό, αλλά υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος για να χρησιμοποιούμε την λέξη «εξαπατούν»; Πρόκειται για ένα φυσικό φαινόμενο του φωτός, όχι για κάτι ιδιωτικό, αλλά για κάτι δημόσιο («public»), κάτι που το βλέπουν όλοι και μπορεί ακόμη και να φωτογραφηθεί. Ή όταν βλέπουμε έναν καθρέφτη, λέμε ότι και πάλι οι αισθήσεις μας «εξαπατούν», επειδή αντικατοπτρίζεται το είδωλο πάνω στον καθρέφτη, αλλά υπάρχει κανείς που πράγματι «εξαπατάται» από αυτό το οπτικό φαινόμενο, αν εξαιρέσουμε ίσως σε πολύ μικρή ηλικία κάποια νήπια; Και το είδωλο στον καθρέφτη, μπορεί κι αυτό να φωτογραφηθεί.
Και φυσικά, το δυνατότερο επιχείρημα όλων, τα όνειρα, όπου νομίζουμε ότι ζούμε σε μια ολόκληρη πραγματικότητα, την στιγμή που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο ύπνος διακρίνεται από την εγρήγορση -λέγονται διάφορα επιχειρήματα από τον Ώστιν εδώ-, για να καταλήξουμε να πιστεύουμε ότι τελικά δεν μας εξαπατούν οι αισθήσεις και είναι λάθος να νομίζουμε ότι οι τελευταίες δεν μας δίνουν μια άμεση εικόνα του κόσμου. Δεν είναι ψέμα, θα ήθελα να προσθέσω εδώ, ότι πράγματι το φως είναι το μέσον με το οποίο μπορούμε να δούμε το δέντρο εκεί-έξω, αλλά ακριβώς το φως είναι αυτό που μπορεί να διασφαλίσει ότι όντως βλέπουμε τα πράγματα γύρω μας. Το φως ακόμη και για την σύγχρονη επιστήμη εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο.
Ο Ώστιν ήταν μονιστής, αλλά γνώμη μου είναι ότι εξυπηρέτησε άριστα την παραδοσιακή πατερική θεωρία, ότι δηλαδή ζούμε και αντικρίζουμε και ατενίζουμε και αγγίζουμε και οσφραινόμαστε κ.λπ. τον πραγματικό κόσμο. Τα πράγματα, όπως θα συμφωνήσει ο Husserl μετά, φανερώνονται πραγματικά στον άνθρωπο, προσφέρονται, δίνονται σε αυτόν. Για την πατερική θεωρία ο νους όντως ορά τον κόσμο. Ο Θεός μας τοποθέτησε μέσα σε αυτόν τον κόσμο, ο οποίος δεν είναι ένα αίνιγμα από αυθυποβολές και αυθαίρετες εγκεφαλικές δημιουργίες, αλλά ο αυθεντική πραγματικότητα.
Έχουμε να κάνουμε με τα ίδια τα πράγματα και είναι μύθος ότι πρέπει να διακρίνουμε, όπως έλεγε ο Καντ, τα πράγματα «καθαυτά» από τα πράγματα ως «φαινόμενα». Υπάρχει τόση προκατάληψη υπέρ της άποψης που πολέμησε ο Ώστιν, ώστε καλό θα ήταν να αναζητήσει κανείς και να διαβάσει το προαναφερθέν έργο του, γιατί από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος σε αυτόν τον τομέα. Ο Ώστιν πάντως ήταν μονιστής: δεν πίστευε ούτε αυτός ότι υπάρχει ψυχή, αλλά μονάχα το υλικό σώμα και οι φυσικοχημικές διαδικασίες του. Εχουμε να κάνουμε λοιπόν με τον πατέρα της νεότερης φιλοσοφίας, τον Ντεκάρτ, που ήταν δυιστής και πίστευε ότι μεταξύ ημών και του κόσμου παρεμβάλλεται μια «διεπιφάνεια» και πολύ αργότερα, στον 20ο αιώνα, με τον Ώστιν, που ήταν μονιστής (υλιστής) και δεν πίστευε όμως ότι δεν αδράχνουμε τον ίδιο τον κόσμο.
*******************
Πρέπει να πω ότι στο παρόν άρθρο ψελλίζω ορισμένες σκέψεις, ή ίσως σπαράγματα σκέψεων, για το θέμα του τι είναι σώμα, πώς προσλαμβάνουμε τον κόσμο, και βέβαια κυρίαρχο αλλά έμμεσα είναι το ζήτημα του αν υπάρχει όντως η ψυχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να πω ότι σήμερα κυριαρχεί επίσης στην αναλυτική φιλοσοφία η άποψη, που την ακολουθεί και στο μνημονευθέν έργο του ο Πάτναμ, ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον που έχει διπλές εκδηλώσεις, «σωματικές» και «νοητικές» (mental). Δεν υπάρχει «ψυχή», μόνο, ας πούμε, «ψυχικές» εκδηλώσεις. Μπορεί να στηριχτεί μια τέτοια άποψη; Νομίζω πως όχι. Όπως δεν μιλάμε απλά για «σωματικές εκδηλώσεις», αλλά για σώμα, και έχει μεγάλη σημασία να το αντιμετωπίζουμε στην ολότητά του, παρομοίως, και στο νοητικό πεδίο, δεν μπορούμε να μιλάμε απλά για πνευματικές «εκδηλώσεις» και ικανότητες, χωρίς να αναφερόμαστε σε κάποιο όργανο που προβαίνει σε αυτές. Οι σωματικές λειτουργίες δεν είναι άσχετες η μία από την άλλη, αλλά υποστηρίζονται, δουλεύουν όλες για αυτό που λέμε «ολότητα», σώμα, και μόνο σε αναφορά με αυτή την ολότητα μπορεί να γίνει λόγος για «λειτουργίες». Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι, και είναι περίπου οι μισοί από αυτούς, που πιστεύουν ότι η «consciousness» («συνείδηση») είναι μια μη αναγώγιμη ιδιότητα του ανθρώπου, θα πρέπει να φτάσουν να τη θεωρούν ως «όργανο» ης ψυχής. Δεν υπάρχει τίποτε το ανορθολογικό στο να θεωρήσει κανείς πως μπορεί η ψυχή να διαθέτει όργανο, με το οποίο- εδώ θα μας βοηθήσει η Φαινομενολογία- μπορεί κανείς να στοχεύει στην «εξωτερική», αλλά και την «εσωτερική» πραγματικότητα, να επισκοπεί τον έξω κόσμο αλλά και τον εαυτό του.
Το βασικό ερώτημα εδώ νομίζω ότι είναι το τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «φυσικό». Λέμε ότι η συνείδηση είναι μη αναγώγιμη σε κάτι άλλο, σε επίπεδο φυσικοχημείας δηλαδή, μορίων και ατόμων, λειτουργία του ανθρώπινου «νου». Μπορεί κάτι μη αναγώγιμο σε οτιδήποτε φυσικοχημικό, να είναι «φυσικό», «natural»; Πρέπει να πούμε ότι για την βυζαντινή θεολογία η βασική διάκριση δεν είναι μεταξύ φυσικού-μεταφυσικού, αλλά μεταξύ κτιστού-ακτίστου. Η συνείδηση είναι μια κτιστή πραγματικότητα, όχι παντελώς άυλη, γιατί ο μόνος απολύτως άυλος είναι ο ίδιος ο Θεός. Και εφόσον υπάρχει συνείδηση, «νους», η οποία είναι μη αναγώγιμη άυλη πραγματικότητα στον άνθρωπο, έπεται ότι υπάρχει και ψυχή. Ίσως είμαι βιαστικός στο επιχείρημά μου. Αλλά τα λεγόμενα «qualia» (οι πνευματικές ποιότητες, όπως λύπη, χαρά, πόνος, ευδαιμονία κ.λπ) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το σώμα και τις σωματικές λειτουργίες. Αυτό τουλάχιστον το ασπάζονται οι μισοί αναλυτικοί φιλόσοφοι- αλλά επιμένουν ότι δεν υπάρχει ψυχή.
Σώμα και ψυχή –κατά τη θεολογία και σύνολη την παλαιότερη φιλοσοφία- συνάπτονται στενά στον άνθρωπο. Το ερώτημα πώς γίνεται να ενώνονται στο ίδιο ον, τον άνθρωπο, κάτι υλικό, το σώμα, με κάτι άυλο, όπως η ψυχή, είναι ένα ερώτημα που βασάνισε τον Ντεκάρτ και τελικά έδωσε την γνωστή του απάντηση για το κωνάριο. Θα πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι και αυτοί που δεν παραδέχονται ότι υπάρχει ψυχή, αλλά μόνο «πνευματικές εκδηλώσεις» στον άνθρωπο, θα πρέπει να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: πώς γίνεται να συνυπάρχουν στο ίδιο ον σωματικές και πνευματικές εκδηλώσεις ταυτόχρονα; Όπως αδιαμφισβήτητα στον άνθρωπο συνυπάρχουν υλικά πράγματα, π.χ. το ήπαρ, με άυλα, π.χ. η χαρά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συνυπάρχουν γενικότερα το σώμα με την ψυχή. Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο πρόβλημα.
Θα πρέπει πάντως να προσέξουμε πολύ ώστε να μην απομειώσουμε την σημασία και την αξία του ανθρώπινου σώματος, αν αποδεχτούμε ότι υπάρχει όντως η ψυχή. Υπήρχε μία τάση από μερικούς πρώιμους και υστερινούς θεολόγους, να υποτιμούν το ανθρώπινο σώμα, να το θεωρούν ως «τάφο» της ψυχής, επηρεαζόμενοι από το φιλοσοφικό ρεύμα του νεοπλατωνισμού. Οι Πατέρες ωστόσο αποδίδουν μεγάλη αξία στο ανθρώπινο σώμα, και μάλιστα ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος, επειδή ακριβώς έχει σώμα, έχει περισσότερο σθένος από τους αγγέλους, ενώ επίσης, η ύπαρξη του σώματος, όπου παντού επισκοπεί η ψυχή, δίνει στον άνθρωπο μια ιδέα για το τι θα πει θεϊκή «πανταχού παρουσία». Το σώμα ανακιρνάται μαζί με την ψυχή και υπάρχουν πολλές εκδηλώσεις του ανθρώπου οι οποίες βρίσκονται ακριβώς στο μεταίχμιο της ένωσης ψυχής και σώματος.
*************************
Για να καταλάβουμε καλυτέρα τα λάθη της αναλυτικής φιλοσοφίας θα πρέπει να την αντιπαραβάλουμε με την πατερική θεωρία. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι μιλούν γενικά για αισθήσεις και ερεθίσματα εξωτερικά και εσωτερικά, πιστεύοντας ότι από εκεί ξεκινά η όλη περιπέτεια που λέγεται ανθρώπινο «πνεύμα». Για τους Πατέρες οι αισθήσεις φέρνουν σε επαφή το σώμα με το περιβάλλον του (βλ. π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτη, «Θεός Λόγος και ανθρώπινος Λόγος», Ι.Μ.Α.Δ., Άγιον Όρος 1998, σ. 41), που σημαίνει ότι έχει καταρχήν σημασία να μιλάμε για «εσωτερικό» και «εξωτερικό» περιβάλλον του ανθρώπινου προσώπου. Και δεν θα πρέπει να γίνεται λόγος γενικά για αισθήσεις και διάσπαρτες πληροφορίες που οι τελευταίες συγκεντρώνουν από το περιβάλλον εδώ κι εκεί, αλλά αρχικά αυστηρά για τις πέντε σωματικές ανθρώπινες αισθήσεις. Θα λέγαμε ότι συνιστούν «σύστημα»- αυτήν την λεπτή απόχρωση την αποξέχασε η αναλυτική φιλοσοφία. Η αντίληψη όμως κάθε αντικειμένου πάνω στις σωματικές αισθήσεις έχει τέτοια επίδραση ώστε δημιουργείται ένα είδος σωματικού «αισθήματος»- μιλάμε για κάτι σαν «πρωτο»-αίσθημα. Τι είναι αυτό το πρωτο-αίσθημα, σωματικό ή ψυχικό; Η πατερική θεολογία θεωρεί ότι οι σωματικές αισθήσεις δημιουργούν στην αρχή σωματικά πρωτο-αισθήματα, οπότε η εικόνα του δέντρου που άμεσα σχηματίζεται στον οφθαλμό μου για τους λόγους που εξηγήσαμε είναι «υλική». Στην πραγματικότητα έχει και κάτι το πνευματικό, γιατί ένα αίσθημα, ας πούμε ακόμη και ο σωματικός πόνος, είναι στην πραγματικότητα και πνευματικό γεγονός – πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα στο σημείο αυτό. Βρισκόμαστε στο μεταιχμιακό πεδίο ένωσης μεταξύ σώματος και ψυχής, στο δυσεξήγητο εκείνο σημείο όπου η ψυχή ενώνεται με το σώμα και συμφύρεται μαζί του. Για αυτό άλλωστε και η αντίληψη θεωρείται και ψυχική διαδικασία. Η συμπλοκή σώματος και ψυχής είναι στενότατη.
Από την άλλη, πράγμα που δεν το διευκρινίζει η αναλυτική φιλοσοφία, υπάρχουν και αισθήματα καθαρά ψυχικά. Οπωσδήποτε ένα όμορφο τοπίο ή κάποιοι αρμονικοί μουσικοί ήχοι μπορούν να μορφώσουν στην αίσθηση ένα ποιοτικό αίσθημα, πολύ κοντά στο καθαρά ψυχικό, λέγει στο μνημονευθέν βιβλίο του ο π. Χρυσόστομος. Δυνατότερες όμως αισθητές εντυπώσεις μπορούν να παραχθούν εσωτερικά και χωρίς τη μεσολάβηση των σωματικών αισθήσεων. Ψυχικά αισθήματα, ό,τι σήμερα αποκαλούμε συναισθήματα, όπως αυτό της αγάπης, του φόβου του θυμού, διεργασίες αόρατες αλλά υπαρκτές, επιδρούν πάνω στην αυτή αίσθηση και την διαμορφώνουν ανάλογα. Υπάρχει λοιπόν και εσωτερική αίσθηση, την οποία θα πρέπει να πρέπει να θεωρήσουμε ανάλογη της σωματικής. Για τον λόγο αυτό η αίσθηση μπορεί να θεωρηθεί ως το όργανο εκείνο το οποίο δέχεται και επεξεργάζεται τις επιδράσεις τόσο των σωματικών αισθητηρίων, όσο και των ψυχικών συναισθημάτων – για την αναλυτική φιλοσοφία αυτή η συμπλοκή υλικού και «mental» είναι μια terra incognita.
Η όλη αυτή διεργασία και συνεργασία μεταξύ ψυχής και σώματος έχει στην θεολογία ένα όνομα: «αλληλοπεριχώρησις» (σ. 42). Σώμα και ψυχή συνδέονται με κοινή τομή την σωματική αίσθηση.
Μια τελείως τώρα διαφορετική λειτουργία του είναι μας, που έμμεσα μόνον εξαρτάται από το σώμα, είναι η σκέψη, η κρίση, η μνήμη, το καθολικό γεγονός της «λογικής», το οποίο γίνεται αντιληπτό από τους ενδογενείς λόγους-λογισμούς της εσώτερης γνώσεως. Η αναλυτική φιλοσοφία πιστεύει περίπου ότι από την αίσθηση βαθμιαία, και με την κατάλληλη προσαρμογή στο περιβάλλον, αναπτύσσεται η σκέψη, η γνώση, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι το πολύ διαφορετικό. «Ο ανθρώπινος λόγος, πριν από κάθε εσωτερική αυτοσυνειδησία και την συνοδό προφορική εξωτερίκευση του, περιλαμβάνει ακριβώς στο απροσδιόριστο σύνολό του όλους τους εσωτερικούς λόγους-λογισμούς, συνειδητούς και μη. Ως ιδιαίτερο μέρος του είναι μας, η σύνολη γνώση, με όλες τις επιμέρους λειτουργίες της σκέψεως, της συνειδήσεως, της μνήμης και της κρίσεως, που εμπεριέχει καθορίζει τον ‘‘«ανθρώπινο λόγο’’» (δες για αυτά, ό.π. σελ. 40-48). Γιατί πρέπει να τονιστεί όλως ιδιαιτέρως ότι αντίθετα από ό,τι λέγει η αναλυτική φιλοσοφία, δεν υπάρχουν απλά μεμονωμένες λογικές ικανότητες, αλλά αληθινό «όργανον», ο ανθρώπινος λόγος. Ο λόγος είναι λοιπόν το όργανο της λογικής δυνάμεως και ταυτόχρονα ο φορέας της καθολικής εσώτερης γνώσεως. Και συνεχίζει ο π. Χρυσόστομος: «Η εκλέπτυνση από την άλλη των ψυχικών αισθητηρίων και η στροφή της προσοχής και της κρίσεως προς τις αόρατες λειτουργίες της εσώτερης πραγματικότητας, οδηγούν στην πιστοποίηση νέων κόσμων του είναι μας, τους οποίους δεν γνωρίζουμε με τα σωματικά αισθητήρια, αλλά με την εσωτερική αίσθηση και εμπειρία. Ο χώρος των συναισθημάτων ή αυτός των λογικών σκέψεων, που συχνά καθορίζουν και διαμορφώνουν καίριες επιλογές τόσο στην καθημερινή ζωή, όσο και στον φιλοσοφικό στοχασμό ή στην επιστημονική σκέψη, ουσιαστικά πιστοποιούν με εμπειρικό-μη σωματικό τρόπο την ύπαρξη της ψυχής, ως μίας διαφορετικής οντότητας από το σώμα. Η ψυχή προσδιορίζεται από συγκεκριμένη κτιστή ουσία, η οποία έχει όμως διάφορες ιδιότητες από το σώμα. Σώμα και ψυχή συναποτελούν το ανθρώπινο είναι και αλληλοπεριχωρούνται μέσω των σωματοψυχικών λειτουργιών» (ό.π. σ. 43).
*****************
Δεν εξαντλήσαμε το θέμα μας, για το κατά πόσο υπάρχει πραγματικά η ψυχή. Συνείδηση, νους, αισθήσεις, «αισθητηριακά δεδομένα» κλπ μας απασχόλησαν και εντοπίσαμε τα ζητήματα όπου πρέπει να κινηθούμε. Γιατί το θέμα της ύπαρξης της ψυχής πρέπει να παύσει να είναι ταμπού στη σύγχρονη φιλοσοφία.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Ο ζωγράφος και η οικογένειά του", 1939) είναι έργο του, γάλλου, Αντρέ Ντεραίν.