Στο μόνο που δεν έχουμε παράπονο -μάλιστα η ντόπια απόδοση ξεπερνάει πάσα προσδοκία- είναι η παραγωγή θεωρητικών δυσαρεστημένων, φιτιλιασμένων, σχετλιαστικών μέχρι κεραίας, καταγγελτικών εξ επαγγέλματος, κατηγόρων, εκ γενετής σχεδόν θυμωμένων με την πατρίδα τους. Ασφαλώς δεν έχουμε την πατέντα του φαινομένου· κάθε έθνος και εθνάριο που πάσχισε να στήσει κράτος κατά τον 19ο αιώνα έσπειρε διχόνοιες και άσβεστα μίση ανάμεσα στους πολίτες του. Περιέργως πώς, οι φλογεροί φιλοπάτριδες συχνά κατέληξαν αρνησιπάτριδες. Εκ τούτου δεν συνάγεται ότι η φιλοπατρία είναι αρνητική δύναμη, ούτε ότι οι τοπικές κοινωνίες αποδεικνύονται ανίκανες να συσσωματωθούν σε ευρύτερες καταστατικές τάξεις που αργά ή γρήγορα αποκαλούνται κράτη. Απλώς και απολύτως, το κράτος είναι δύσκολη υπόθεση. Η ελληνική περίπτωση απέβη κλασικό παράδειγμα οιονεί ανέφικτου «κράτους», διότι η ισχύς και η δύναμη σπανίως (για να μην πούμε ποτέ) συνέπραξαν αποτελεσματικά με την οργάνωση, την υπακοή και την απαιτούμενη ομοψυχία. Ακριβέστερα, η εξουσία -πολιτική και άλλη- βρήκε κατάλληλο έδαφος για να εδραιωθεί. Στα παρ' ολίγον διακόσια χρόνια του νεοελληνικού κρατιδίου, ενώ θα ανέμενε κανείς την προοδευτική διαμόρφωση ενός κρατικού μηχανισμού που να βοηθά την κοινωνία στα έργα της, τελικά βρίσκει το αντίθετο.
Σε ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε (Ευάγγελου Κοροβίνη, Η νεοελληνική φαυλοκρατία, Αρμός), ο συγγραφέας αναψηλαφεί σύνολη τη νεοελληνική πορεία του κράτους (από το '21 ίσαμε τις μέρες μας), με αμετακίνητο κριτήριο την κατάδειξη ενός διαχρονικού μηχανισμού ο οποίος κατέλυε και αποσάθρωνε, αντί να ενισχύει και να ολοκληρώνει. Κι όλα αυτά υπέρ μιας εκλεκτής φατρίας (ταράφια αποκαλούσαν τις φατρίες) που διεκδικούσε τη μονοπώληση του λύειν και του δεσμείν. Είναι γνωστό ότι η Επανάσταση δεν ανέδειξε μια νέα κοινωνική τάξη που θα έθετε το ιστορικό παρόν της χώρας σε νέους όρους. Επιβίωσε το παλαιό καθεστώς, απλώς το κενό εξουσίας κατέλαβαν οι κοτζαμπάσηδες και άλλα πολιτικά ταράφια. Εύστοχα λοιπόν θεωρεί τον Κωλέττη εμπνευστή «των φαυλοκρατικών χαρακτηριστικών του ελληνικού πολιτικού συστήματος». Ο ιατρός από το Συρράκο ουσιαστικά τελειοποίησε τις μεθόδους που μετερχόταν κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Συναλλαγή, τυχοδιωκτισμός, πελατειακό σύστημα, μακιαβελισμός, μπερμπάντικα φερσίματα, πώρωση και ανυποχώρητη εγωπάθεια. Δεν πρόκειται για ψυχογραφία, αλλά για ένα καθεστώς φατριασμού, όπου ο κτήτωρ της εξουσίας δεν αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας, παρά στην πάση θυσία και απάτη περιφρούρηση των κεκτημένων. Η δίωξη κομματικών αντιπάλων, ο διορισμός ημετέρων, η κατοχύρωση προνομίων, οι εκλογές βίας και νοθείας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ακόμη και η ενεργός αλλά αποσιωπούμενη «κοινοβουλευτική δικτατορία» που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας δικό του εφεύρημα ήταν.
Στην περίπτωση του Βενιζέλου υποστέλλεται η παντιέρα της φαυλοκρατίας. Μήπως όμως θα έπρεπε να αναλυθεί το άλλο θανάσιμο κουσούρι την νεοελληνικής πολιτικής, η τυχοθηρία, με άλλοθι το εθνικό μεγαλείο;
Συναλλαγή, τυχοδιωκτισμός, πελατειακό σύστημα, μακιαβελισμός, μπερμπάντικα φερσίματα, πώρωση και ανυποχώρητη εγωπάθεια. Δεν πρόκειται για ψυχογραφία, αλλά για ένα καθεστώς φατριασμού, όπου ο κτήτωρ της εξουσίας δεν αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας, παρά στην πάση θυσία και απάτη περιφρούρηση των κεκτημένων.
Θα πρέπει να φτάσουμε στο 1875 ώστε να εμφανιστεί πολιτικός που αποφασιστικά θα ακολουθήσει άλλη στράτα. Αγγλομαθημένος, ο Τρικούπης το πρώτο που επιδίωξε ήταν ο διαχωρισμός της κρατικής μηχανής από την κοινωνία. Αν για τον Δηλιγιάννη και τους συν αυτώ το κράτος αποτελούσε «λάφυρο», για τον Τρικούπη όφειλε να αποβεί εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη. Η αδιευκρίνιστη παρεξήγηση σοβεί και στις μέρες μας: εκάστη κυβέρνηση ασκεί «κατοχή» στο κράτος, ενώ θα όφειλε να ασκεί απλά καθήκοντα εφήμερου διαχειριστή. Η φαυλοκρατία λοιπόν, ως παραδοσιακό ένστικτο, μοιραία θα θριάμβευε -κι αυτή τη φορά εν ονόματι του Δηλιγιάννη και του Βούλγαρη. Από τη μία ο εκσυγχρονισμός, από την άλλη η συμμορία που θεωρούσε τη χώρα τιμάριον. Μόνο στην περίπτωση του Βενιζέλου ο Κοροβίνης θα υποστείλει την παντιέρα της φαυλοκρατίας, για να περιγράψει θετικότερα την πολιτεία του. Ορθό αρχικά, αυτό το κριτήριο αφήνει ένα χάσμα· μήπως στην περίπτωση του Βενιζέλου θα έπρεπε να αναλυθεί δεόντως ένα άλλο παράπλευρο και θανάσιμο κουσούρι της ντόπιας πολιτικής: η τυχοθηρία άνευ ορίων, με άλλοθι βέβαια το εθνικό μεγαλείο;
Ο συγγραφέας διεξέρχεται με επάρκεια και ευστοχία το Μακεδονικό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο (ειδικά αυτόν). Η γνώμη ενός ξένου, του Τζορτζ Χόρτον -σε υποσημείωση- συνοψίζει πειστικά και συμπερασματικά το ποιόν της νεοελληνικής πολιτικής. «Είναι απίστευτο, θα έλεγα αδύνατο, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι Έλληνες πολιτικοί, προκειμένου να διατηρήσουν το κόμμα τους στην εξουσία έστω και μια εβδομάδα παραπάνω: μπορούν να θυσιάσουν την πατρίδα τους...». Το κεφάλαιο για τη Μεταπολίτευση (μαζικοποίηση και εκδημοκρατισμός της φαυλοκρατίας) συγκρίνοντας τον πάγιο κρατισμό της Αριστεράς με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., διαπιστώνει ότι «ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε το πολιτικό σύστημα με το πελατειακό κράτος δεν κόπηκε». Οι αποχρώσεις δεν λείπουν από αυτό το τολμηρό κείμενο, επίσης ούτε οι τεκμηριωμένες οικονομικές αναλύσεις που βοηθούν τον αναγνώστη. Θα μπορούσαμε πάντως να ζητήσουμε και κάποιες συγκρίσεις με γειτονικά κράτη -εκτός της Τουρκίας- για να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα του θέματος. Η φαύλη διακυβέρνηση είναι τελικά μοίρα του τόπου ή τη μοιράζεται με τα Βαλκάνια - έστω και αν στη μοιρασιά έχει το μέγιστο μερίδιο;
πηγή: Ο Κόσμος του Επενδυτή, 28-12-2008