Περί τής virtual εκκλησιαστικής πραγματικότητας

0
1472

Αρσένιος Μέσκος 

1. Περί τής Εκκλησίας καί τής εκκλησιαστικής ζωής

Πραγματικά όταν σκέπτομαι[1] κάτι σχετικά με τήν Εκκλησία βρίσκομαι σέ αμηχανία, γιά τόν λόγο ότι δέν βρίσκω ικανοποιητικό τρόπο νά τήν ορίσω.

Πώς μπορώ νά σκεφτώ καί νά μιλήσω γιά κάτι πού δέν μπορώ νά ορίσω; Τό πρόβλημα δέν είναι απλό καί δέν εμπίπτει στίς περιπτώσεις κατά τίς οποίες υπάρχει δυσκολία ορισμού εξαιτίας τής πολυσημίας τού οριζομένου. Στά θεολογικά βιβλία βέβαια υπάρχουν πολλοί ορισμοί ή προσπάθειες ορισμού τής Εκκλησίας, μερικές από τίς οποίες είναι οντως γοητευτικές. Αυτό όμως πού αναζητώ δέν είναι τό γοητευτικό αλλά τό αληθινό καί τό αληθινό φανερώνεται καί επαληθεύεται από τήν ζωή.

Η Εκκλησία χωρίς αμφιβολία (πρέπει νά) αποτελείται κυρίως από ανθρώπους, δηλαδή είναι ένα σύνολο ανθρώπων. Πόσο λοιπόν αληθινός μπορεί νά είναι ο οποιοσδήποτε ορισμός τής Εκκλησίας, ή εστω μιά περιγραφική της προσέγγιση, όταν δέν είναι δυνατόν μέ βάση αυτόν τόν ορισμό, νά προσδιορίσουμε μέ σαφήνεια τά όριά της, δηλαδή νά πούμε ποιός είναι ή δέν είναι μέλος τής Εκκλησίας; Πολλές φορές μένω μέ τήν εντύπωση ότι η ασάφεια αυτή περί τών ορίων τής Εκκλησίας είναι ένα ιερό ταμπού τής Ορθοδοξίας, ή ακριβέστερα πολλοί μού δίδουν τήν εντύπωση ότι θεωρούν τήν ασάφεια αυτή ως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Η αξιοποίηση λοιπόν τού υποτιθεμένου πλειονεκτήματος αυτού γίνεται μέ σαφώς αμφίβολους τρόπους, π.χ. γιά νά αισθανώμαστε πολλοί!

Η ορθόδοξη θεολογία, δέν είναι υπερβολή νά πούμε ότι, είναι η θεολογία τού προσώπου. Πόσο παράξενα όμως αισθάνεται κανείς όταν διαπιστώνει ότι από τήν ορθόδοξη Εκκλησία απουσιάζει τό πρόσωπο, ή ακόμα περισσότερο απουσιάζει ο ανθρωπος ως πρόσωπο; Γιατί τί αλλο σημαίνει τό γεγονός ότι δέν μπορούμε νά προσδιορίσουμε μέ σαφήνεια ότι ένας ανθρωπος είναι ή δέν είναι μέλος τής Εκκλησίας;

Όμως αυτό δέν είναι τίποτα, ας προσέξουμε κάτι τό τόσο συνηθισμένο, ένα γάμο σέ μιά κάποια κεντρική Εκκλησία. Ο ιερέας μέσα στήν ζέστη καί τον συνωστισμό, τό μόνο που σκέπτεται είναι τό πότε θά τελειώσει, αλλωστε είναι ο τρίτος στήν σειρά. Οι νεόνυμφοι εχουν αγωνία μήπως πάει κάτι στραβά στήν τελετή καί γρουσουζέψει τό καινούργιο τους ξεκίνημα καί οι παρευρισκόμενοι ασχολούνται μέ τίς τουαλέτες τών κυριών. Οι μόνοι πού είναι αφοσιωμένοι στήν δουλειά τους είναι οι φωτογράφοι.

Μπορεί μπροστά σέ όλα αυτά νά αισθανθούμε αμηχανία, αλλά δέν τολμούμε καν νά εκφράσουμε αμφιβολία γιά τήν εγκυρότητα τών τελουμένων. Τό ζευγάρι είναι πλέον παντρεμμένο καί τώρα μπορεί νά λάβει τήν θεία Κοινωνία. Κατά τά αλλα ειμαστε εναντίον τής μαγείας! Τί δέ μπορεί νά πεί κανείς αν αντί γιά τόν γάμο θυμηθεί ανάλογες εικόνες από τήν βάπτιση, ή τήν θεία λειτουργία;

Όταν διαβάζουμε θεολογικές αναλύσεις γιά τά Μυστήρια, πράγματι είναι δύσκολο νά μήν εντυπωσιαστούμε γιά τά συγκλονιστικά γεγονότα πού λαμβάνουν χώρα κατά τήν τέλεσή τους, θά πρέπει όμως νά δεχθούμε, εστω σιωπηρά καί ανομολόγητα, ότι όλα αυτά συμβαίνουν, ανευ ουδενός προβλήματος, χωρίς νά τά θέλουν, χωρίς νά ενδιαφέρονται, χωρίς νά τά αισθάνονται, ουτε οι ενδιαφερόμενοι, ουτε οι λειτουργοί. Αρκεί νά εγιναν σωστά οι κινήσεις καί νά ειπώθηκαν, περίπου, σωστά τά λόγια. Αν τολμήσουμε νά μήν κάνουμε αυτή τήν σιωπηρή σύμβαση τότε τίθεται τό ακανθωδέστατο ερώτημα, ποιό μυστήριο είναι εγκυρο; Επειδή δέν αντέχουμε μιά τέτοια κρίση ειμαστε υποχρεωμένοι νά αποσιωπούμε τό ερώτημα καί τελικά καταλήγουμε πράγματι νά απουσιάζει ο ανθρωπος ως πρόσωπο από τήν Εκκλησία, ή εν πάσει περιπτώσει φαίνεται ότι είναι κάτι τό εντελώς προαιρετικό.

Από όλα αυτά είναι φανερό ότι όσον αφορά τήν οργάνωση καί τήν λατρευτική ζωή τής Εκκλησίας, αυτό πού λέμε εκκλησιαστική ζωή καί πραγματικότητα, η ποιότητα τού ανθρώπου θεωρείται ανευ ιδιαίτερης σημασίας, από όλους όσοι εχουν λόγο καί αποψη πάνω στά θρησκευτικά θέματα, εννοώ δηλαδή τούς κληρικούς όλων τών βαθμών, τούς θεολόγους καί εν γένει όλους όσοι λόγῳ θέσεως ή προϋποθέσεων εχουν τήν δυνατότητα νά εκφέρουν αποψη. Αυτή είναι μιά πικρή πραγματικότητα καί δέν νομίζω ότι υπάρχει χριστιανός πού νά μήν σκόνταψε επάνω της κάποια στιγμή τής ζωής του.

Τό πρώτο ερώτημα πού εχει σημασία είναι νά σκεφτούμε αν αυτό είναι κάτι τό φυσιολογικό, αν ετσι συνέβαινε πάντοτε. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία όμως ακούμε τήν προτροπή «Τάς θύρας τάς θύρας εν σοφίᾳ πρόσχωμεν». Αυτή η προτροπή είναι η ανδιαφισβήτητη απόδειξη ότι δέν ήταν πάντα ετσι, ότι δέν ήταν όλοι οι ανθρωποι αυτονόητα μέλη τής Εκκλησίας, ότι υπήρχε σαφής διάκριση ανάμεσα στούς χριστιανούς καί τούς μή χριστιανούς καί ότι γιά νά γίνει κάποιος δεκτός ως χριστιανός καί πλήρες μέλος τής Εκκλησίας επρεπε νά πληροί συγκεκριμμένες προϋποθέσεις.

Στήν συνέχεια προκύπτει τό ερώτημα, μήπως αυτές οι προϋποθέσεις μάς είναι αγνωστες, μήπως εχουν χαθεί στό πέρασμα τού χρόνου καί γι’ αυτό σήμερα, στήν εκκλησιαστική πρακτική είναι τόσο ανύπαρκτες. Φυσικά καί δέν συμβαίνει αυτό, τό Ευαγγέλιο αλλά καί όλη η γραπτή καί προφορική παράδοση τής Εκκλησίας διασώζονται ακέραια καί μάς διαζώζουν μέ ακρίβεια τίς προϋποθέσεις καί απαιτήσεις τής χριστιανικής ζωής.

Τελικά νομίζω ότι συμβαίνει αυτό πού συμβαίνει, δηλαδή τό ερώτημα γιά τήν ποιότητα τού ανθρώπου μέσα στήν σύγχρονη Εκκλησία περιθωριοποιείται καί εν τέλει αποσιωπάται, για τόν λόγο ότι η σύγχρονη ζωή είναι πολύ σκληρή γιά τόν χριστιανισμό καί τόν χριστιανό. Καί πιό σωστά γιά τήν ποιότητα ζωής στήν οποία μάς κάλεσε ο Χριστός. Πολύ απλά, αν εφαρμόσουμε τά κριτήρια, τά οποία μάς εδωσε ο Χριστός καί τά οποία τά ανέπτυξε η εκκλησιαστική παράδοση, σέ εμάς, αυτούς πού θεωρούμαστε Χριστιανοί, τότε είναι ζήτημα αν θά βρεθούν μερικοί πού θά τά εκπληρούν. Τότε μέ όλους τούς υπόλοιπους τί θά γίνει; Καί τό δυσκολώτερο, ποιός θά κάνει τήν κρίση; Ποιός θά μπεί μέσα στίς καρδιές τών ανθρώπων γιά νά δεί τί συμβαίνει σέ αυτές καί νά κρίνει;


2. Περί τής θεολογίας τής ιδεατής εικόνας
Όλα αυτά είναι, σιωπηρώς, γνωστά καί ενσωματώνονται σέ διάφορα λεκτικά σχήματα αρκετά συνηθισμένα στόν εκκλησιαστικό καί θεολογικό λόγο. Π.χ. κάνουμε τήν διάκριση μεταξύ θεωμένων καί θεουμένων καί κάπου στούς δεύτερους βάζουμε καί τόν εαυτό μας ή λέμε ότι ο Χριστός προσλαμβάνει τήν ανθρώπινη αποτυχία, δηλαδή τήν αμαρτία ή λέμε ότι άγιος είναι ο μετανοών αμαρτωλος, καί πολλά αλλα ανάλογα λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα, μέ τά οποία δίνουμε τό δικαίωμα σέ εαυτούς καί αλλήλους, αν καί η ζωή μας δέν ανταποκρίνεται στίς απαιτήσεις τού Ευαγγελίου, εν τούτοις, οχι μόνο νά θεωρούμε ότι βρισκώμαστε εντός τής Εκκλησίας, αλλά καί νά μιλούμε καί νά φερώμαστε ως οι αυθεντικοί εκφραστές της.

Η στοιχειώδης συνέπεια και ειλικρίνεια απέναντι στόν εαυτό μας, τόν Θεό αλλά καί τούς αλλους καθιστά πρωταρχικής σημασίας τήν αναγνώρηση τού χάσματος πού υπάρχει μεταξύ αυτού πού ειμαστε καί αυτού πού λέμε ότι ειμαστε καθώς καί τήν αναγνώριση τής ανάγκης γιά μείωση τού χάσματος αυτού, ως πρωταρχικού καί κυρίαρχου στόχου τής ζωής μας. Η πνευματική παράδοση καί η ασκητική πείρα τής Εκκλησίας μάς διδάσκει ότι, όταν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε η Θεία Χάρις αναπληρεί τά ελλείποντα, ενώ όταν υπάρχει η οιηση τής αυτάρκειας, τότε η Θεία Χάρις μάς εγκαταλείπει στίς ψευδαισθήσεις μας.

Είναι λοιπόν φανερό ότι γιά όλους εμάς, πού μέ τόν ένα ή τόν αλλο τρόπο θεωρούμε τόν εαυτό μας μέλη τής ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι πρωταρχικής σημασίας η μείωση καί η εξάλειψη αυτού τού χάσματος. Θά επρεπε λοιπόν τό θέμα αυτό νά κυριαρχεί στήν σκέψη μας, στούς προβληματισμούς μας, στήν ζωή μας. Θά επρεπε νά είναι τό κεντρικό σημείο τού σύγχρονου θεολογικού καί εκκλησιαστικού εργου. Θά επρεπε νά βλέπουμε πλήθος βιβλίων καί αλλων εκδόσεων όπως καί τήν σύγκληση συνεδρίων μέ θέμα ακριβώς τό πώς μπορεί ο σύγχρονος χριστιανός νά είναι χριστιανός, χωρίς βέβαια νά είναι αναγκαίο νά αναζητά κάποιο χωράφι στό βουνό όπου νά ανασυστήσει μιά γεωργική κοινωνία, στά πλαίσια τής οποίας νά μπορούν νά βρούν αμεση εφαρμογή τά κλασσικά πατερικά εργα.

Ταυτόχρονα η ουσιαστική βίωση τού γεγονότος ότι απέχουμε από αυτό τό οποίο λέμε ότι ειμαστε θά πρέπει νά μάς κάνει πιό συγκαταβατικούς καί πιό μετριόφρονες απέναντι σέ αυτούς οι οποίοι δέν ισχυρίζονται ότι είναι χριστιανοί. Καί δέν εννοώ μόνο απέναντι στά πρόσωπα, αλλά καί στόν πολιτισμό καί τήν επιστήμη τους. Γιατί καί εμείς ειμαστε πιό κοντά σέ αυτούς, παρά σέ αυτό τό οποίο λέμε ότι ειμαστε.

Στήν πραγματικότητα όμως δέν είναι ετσι τά πράγματα. Γιά τούς περισσότερους από εμάς τό πρόβλημα, πού περιγράψαμε προηγουμένως, ουτε καν υπάρχει. Απεναντίας όλο τό θεολογικό καί εκκλησιαστικό εργο φαίνεται νά είναι επικεντρωμένο στό νά περιγράψει τί καί πώς είναι η Εκκλησία, η πνευματική ζωή, η ασκηση ή οι αρετές. Βλέπουμε λοιπόν θαυμάσιες περιγραφές καί αναλύσεις γιά τό πρόσωπο, γιά τόν κοινοτικό χαρακτήρα τής Ορθοδοξίας καί τήν ευχαριστιακή ζωή τής Εκκλησίας, χωρίς όμως καμμιά αναφορά π.χ. στό γεγονός ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο δύο γειτονικές ενορίες ή γειτονικά μοναστήρια νά εχουν, εστω καί τυπικά, καλές σχέσεις.

Οι περιγραφές γιά τήν Εκκλησία καί τήν εκκλησιαστική ζωή, αυτές πού μπορεί κανείς νά βρεί σέ πλήθος βιβλίων, ή νά ακούσει σέ κηρύγματα, είναι τόσο εντυπωσιακές πού πραγματικά σέ καθηλώνουν, σέ αφήνουν επί τόπου. Είναι πολύ δύσκολο νά διανοηθείς ότι μπορεί νά αφορούν καί εσένα. Πάντα εχω τή αισθηση ότι πρόκειται γιά περιγραφές ενός θαυμαστού οικοδομήματος στίς οποίες όμως λείπει η περιγραφή γιά τό πού βρίσκεται η πόρτα. Όταν δέ κάποιος φιλότιμος ψάξει καί τήν βρεί καί τολμήσει νά μπεί, τότε βρίσκεται στό σκοτάδι, δέν υπάρχει καμμία πληροφορία γιά τό πώς νά προχωρήσει.

Μπορεί νά φαίνεται παρακινδυνευμένο, αλλά πιστεύω ότι δέν απέχει από τήν αλήθεια νά δώσει κανείς μιά ψυχολογική εξήγηση στό γεγονός πού περιέγραψα στίς προηγούμενες παραγράφους. Όταν η ζωή δοκιμάζει σκληρά τήν πραγματικότητά μας, τότε εχουμε δύο δυνατότητες. Ειτε νά αντιμετωπίσουμε τήν κατάσταση καί νά αρθούμε στό ύψος τών περιστάσεων, ταπεινούμενοι, ειτε νά διαφύγουμε στόν χώρο τής φαντασίας, δημιουργώντας εικονικές πραγματικότητες βασισμένες σέ ιδεατές εικόνες. Όταν λοιπόν παρατηρεί κανείς τόν σύγχρονο θεολογικό καί εκκλησιαστικό λόγο, δέν μπορεί νά μήν εκπλαγεί από τό πλήθος τών ιδεατών εικόνων πού ευδοκιμούν σέ αυτόν.

Δέν αναφέρομαι μόνο στήν ιδεατή εικόνα περί τής Εκκλησίας καί τών ιδιοτήτων της, αλλά καί στίς ιδεατές εικόνες περί τής νηστείας, τής προσευχής, εν γένει τής ασκήσεως, αλλά καί τής μοναχικής ζωής καί τού ενοριακού εργου. Οι εικόνες αυτές είναι χρωματισμένες μέ τά πιό εντονα χρώματα καί μέ περίτεχνες πινελιές, ανάλογα μέ το καλλιτεχνικό χάρισμα τού δημιουργού τους. Μόνο πού ελάχιστα σημεία τής εικόνας αντικατοπτρίζουν ή εικονίζουν τήν σημερινή πραγματικότητα. Τά περισσότερα προέρχονται από τό ενδοξο παρελθόν, όπως αυτό τό αναπλάθει η ευσεβής φαντασία μας, γι’ αυτό καί τό υποστηρικτικό υλικό τής εικόνας είναι ο αριθμός, δηλαδή τό πλήθος τών πατερικών χωρίων πού τήν στοιχειοθετούν.

Είναι αυτονόητο ότι όταν π.χ. ο πατερικός λόγος ασχολείται μέ τήν οργή, δέν αναφέρεται στήν σύγχρονο ανθρωπο ο οποίος εχει νά αντιμετωπίσει τό στρές καί τήν ενταση τής ζωής, καθώς π.χ. τρέχει νά προφθάσει τά ραντεβού του, αλλά σέ κάποιον ανθρωπο ο οποίος πηγαίνοντας π.χ. νά οργώσει ή ότι αλλο κάνει, εχει όλο τόν χρόνο νά σκεφθεί γιά τό πώς θά αντιμετωπίσει τόν θυμό του. Εν τούτοις ο σύγχρονος εκκλησιαστικός λόγος, όταν πρόκειται νά μιλήσει γιά τό εν λόγῳ θέμα, απλώς παραθέτει μερικά πατερικά χωρία αναπλάθοντας μιά ιδεατή εικόνα, μέ τήν βεβαιότητα ότι ορθοτομεί τόν λόγο τής αληθείας, ξεχνώντας ή αδιαφορώντας ή πιό συχνά αγνοώντας τήν διαφορετικότητα τών συνθηκών καί τής συνέπειες πού εχει αυτή στόν ψυχισμό τών ανθρώπων. Τώρα τό τί συμβαίνει στόν αποδέκτη τών συμβουλών, αυτό βέβαια δέν περιέχεται μέσα στήν εικόνα. Είναι πράγματι αξιοπερίεργο, αλλά οχι δυσερμήνευτο τό γεγονός ότι ανθρωποι εκκλησιαστικοί, σφόδρα αντίθετοι στήν μηχανοποίηση τής ζωής, εκλαμβάνουν τόν ανθρωπο ως απλή υπολογιστική μηχανή. Αν δηλαδή τού δώσεις τά δοκιμασμένα, στό παρελθόν, δεδομένα, μπορείς νά είσαι βέβαιος γιά τά αποτελέσματα.

Δέν θά ειμαστε λοιπόν υπερβολικοί αν παρατηρήσουμε ότι ο σύγχρονος εκκλησιαστικός καί θεολογικός λόγος, είναι λόγος ιδεατός. Στόν τόπο μας δηλαδή, εδώ καί κάποιες δεκαετίες αναπτύσσεται μιά θεολογία πού μπορεί νά χαρακτηρισθεί ως θεολογία τής ιδεατής εικόνας. Μιά ιδεατή εικόνα πού ο κάθε θεολόγος πλάθει στόν νού του μέ βάση τά διαβάσματά του, τίς προλήψεις καί τά βιώματά του. Αυτήν δέ τήν ιδεατή εικόνα, συνήθως, τήν μοιράζεται μέ όσους εχουν ανάλογες προϋποθέσεις. Τό νά συγκροτήσει κανείς μιά τέτοια θεολογική ιδεατή εικόνα δέν είναι τού καθενός, απαιτεί ταλέντο καί χάρισμα συνεπικουρούμενα από αφθονες γνώσεις. Γι’ αυτό καί τελικά γύρω από τούς εξέχοντες θεολόγους δημιουργούς, συγκροτούνται τά σύγχρονα θεολογικά καί εκκλησιαστικά ρεύματα.


3. Ολίγα περί τής εκκοσμίκευσης
Όμως τό χαρακτηριστικό τών ιδεατών εικόνων είναι η διάψευσή τους. Η ζωή τίς δοκιμάζει σκληρά. Τό ιδιο συμβαίνει καί μέ τίς ιδεατές εικόνες τού εκκλησιαστικού καί θεολογικού λόγου καί ειδικότερα μέ τήν εικόνα τής Εκκλησίας, μέ τήν οποία θά ασχοληθούμε στήν συνέχεια. Η πραγματικότητα διαψεύδει τό περιεχόμενο τής εικόνας, η Εκκλησία εμφανίζεται διαφορετική από αυτό πού μάς διδάσκει ο θεολογικός καί εκκλησιαστικός λόγος. Τότε η ψυχολογική λειτουργία τής ιδεατής εικόνας φθάνει στήν κορύφωσή της. Τότε μιλάμε γιά εκπτωση τής Εκκλησίας, μιλάμε γιά εκκοσμίκευση τής Εκκλησίας.

Εμείς μπορούμε, δηλαδή δίνουμε τό δικαίωμα στόν εαυτό μας, νά ειμαστε εκκοσμικευμένοι, εμείς μπορούμε νά μήν ειμαστε αυτό πού ισχυριζόμαστε ότι ειμαστε, δηλαδή χριστιανοί, γιατί ακριβώς κρυβόμαστε πίσω από τήν εκπτωση τής Εκκλησίας. Αν η Εκκλησία ήταν σωστή τότε καί εμείς θά ειμασταν καλύτεροι. Βέβαια ο καθένας στήν λέξη Εκκλησία δίνει ότι περιεχόμενο τόν βολεύει. Έτσι δέν ασχολούμαστε μέ τό πώς εμείς θά γίνουμε χριστιανοί, αλλά μελετούμε καί γράφουμε γιά τό τί καί πώς πρέπει νά είναι η Εκκλησία, προτρέποντάς την, εμμέσως, νά διορθωθεί, ισως δέ νά αφήσει νά τήν σώσουμε εμείς!. Ταυτόχρονα όμως προβάλλουμε πρός τά εξω τήν αστραφτερή μέν, ιδεατή δέ, εικόνα τής Εκκλησίας, ετσι ώστε νά αισθανόμαστε αναβαθμισμένοι απέναντι στούς τρίτους. Αν δέ κάποιος μάς στριμώξει καί μάς ρωτήσει, πού τέλος πάντων διασώζεται αυτή η εικόνα, θά τόν παραπέμψουμε σέ κάποιο υποθετικό μοναστήρι ή στήν ενορία κάποιου αγράμματου, αλλά χαρισματικού, απλού κληρικού[2]. Ένα μοναστήρι ή μιά ενορία πού ειτε δέν τά γνωρίζουμε καθόλου ειτε τά γνωρίζουμε ελλιπώς, ετσι ώστε νά είναι δυνατόν νά λειτουργήσουν μέσα μας ως ιδεατή εικόνα. Γιατί καμμιά εκκλησιαστική πραγματικότητα δέν εχει τήν δυνατότητα νά ανταποκριθεί στίς απαιτήσεις τής ιδεατής εικόνας.

Εκείνο τό οποίο δέν μπορώ νά καταλάβω είναι τό πώς είναι δυνατόν νά μιλούμε γιά εκκοσμίκευση τής Εκκλησίας ή τού μοναχισμού ή τής ενορίας. Μόνο μιά Εκκλησία πού υπάρχει μόνο γιά τόν εαυτό της μπορεί νά είναι εκκοσμικευμένη, όμως η Εκκλησία δέν μπορεί νά υπάρχει γιά τόν εαυτό της αλλά μόνο γιά τόν Χριστό. Επομένως μιά Εκκλησία μπορεί νά είναι Εκκλησία τού Χριστού ή νά μήν είναι Εκκλησία, μπορεί νά είναι αληθινή Εκκλησία ή ψεύτικη Εκκλησία καί γιά νά ειμαστε μέσα στήν πραγματικότητα, μιά Εκκλησία μπορεί νά είναι κατά ένα ποσοστό Εκκλησία τού Χριστού καί κατά ένα ποσοστό ψεύτικη Εκκλησία. Η αλήθεια τής Εκκλησίας εχει νά κάνει μέ τήν αλήθεια τής σχέσης της μέ τόν Χριστό καί αυτή δέν προσδιορίζεται από τό αν χρησιμοποιεί μελισσοκέρι ή κερί από παραφίνη ουτε αν κτυπάν οι καμπάνες αυτόματα ουτε από τό πόσες ώρες κρατάν οι ακολουθίες ουτε από τό αν τά ψαλσίματα είναι τύπου Βυζαντινού ή τύπου Σακελαρίδη καί πόσα αλλα ανάλογα.


4. Η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα
Επανερχόμενοι όμως στό θέμα μας, παρατηρούμε ότι γενικά ελάχιστοι ανθρωποι αντέχουν τήν διάψευση τών ιδεατών τους εικόνων. Καί αυτό γιατί η τυχόν αποδοχή τής διάψευσης ουσιαστικά αναγκάζει τόν ανθρωπο νά δεί γυμνό τόν εαυτό του, χωρίς τά στολίδια καί τά φτιασίδια μέ τά οποία διακοσμεί τό προσωπείο του. Δέν ειμαστε λοιπόν διατεθειμένοι νά εγκαταλείψουμε ευκολα τίς ιδεατές μας εικόνες. Από τήν αλλη μεριά διαρκώς ζούμε τήν διάψευσή τους. Ανάμεσα λοιπόν στόν γκρεμό καί τό ρέμα, η εφευρετικότητα τού ανθρώπινου ψυχισμού ανακαλύπτει μιά διέξοδο, τήν εικονική (virtual) πραγματικότητα.

Χωρίς αμφιβολία τό φαινόμενο μπορούμε νά τό περιγράψουμε καί αλλιώς όμως η εννοια τής εικονικής πραγματικότητας είναι πολύ κατάλληλη γιά νά φανερώσει τήν βαθειά αντιφατικότητα, αλλά καί, ας μάς συγχωρηθεί, κενότητα τής εκκλησιαστικής μας ζωής. Η ιδια η εννοια τής εικονικής πραγματικότητας είναι αντιφατική. Είναι πραγματικότητα αλλά οχι αληθινή, ουτε καί ψεύτικη, αλλά εικονική[3], είναι μιά «πραγματικότητα» πού μοιάζει σάν εικόνα τής πραγματικότητας. Ο ανθρωπος βρισκόμενος μέσα σέ αυτήν τήν εικονική πραγματικότητα εχει τήν αισθηση, τήν εντύπωση, τήν ιδέα καί εν τέλει τήν ψευδαίσθηση ότι ζεί μιά πραγματική πραγματικότητα. Μιά πραγματικότητα πού όμως είναι εικονική καί ετσι δέν εχει τά ρίσκα, τούς κινδύνους καί τόν κόπο τής αληθινής πραγματικότητας τής ζωής. Στήν συγχρονη ψηφιακή εικονική πραγματικότητα ο ανθρωπος εχει σαφή αισθηση τής εικονικότητας. Όμως η τεχνολογική εξέλιξη μάς υπόσχεται νά καταστήσει διαρκώς καί λιγότερο αισθητή τήν διαφορά μεταξύ εικονικής καί αληθινής πραγματικότητας. (Όποιος μεγαλύτερος στήν ηλικία δέν ξέρει παραδείγματα εικονικής πραγματικότητας, ας ρωτήσει κάποιο παιδί!).

Επανερχόμενοι τώρα στό θέμα, δέν θά πρέπει νά συγχέουμε τά πράγματα, η ιδεατή εικόνα αναφέρεται στήν ψυχολογική σφαίρα τού ανθρώπου, η εικονική πραγματικότητα δέν είναι ψυχολογικής υφής. Αν καί είναι εικονική, είναι όμως πραγματικότητα. Όταν όμως κάποιος εχει τήν τάση νά συγχέει τήν πραγματικότητα μέ τίς ιδεατές εικόνες, είναι εξίσου επιρρεπής στό νά συγχέει τήν πραγματικότητα μέ τήν εικονική πραγματικότητα. Έτσι η διαφυγή στήν εικονική πραγματικότητα είναι μιά διέξοδος από τό αδιέξοδο τής διάψευσης από τήν καθημερινότητα τής ιδεατής εικόνας.

Μιά τέτοια διέξοδος βέβαια απαιτεί κάποιο στήσιμο ενός σκηνικού καί τήν συνεργασία πολλών ανθρώπων, γι’ αυτό καί η εικονική πραγματικότητα πού συζητάμε εδώ είναι μιά συλλογική κατάσταση. Η σύγχρονη, αλλά οχι μόνο αυτή, εκκλησιαστική ζωή είναι ακριβώς μιά τέτοια εικονική πραγματικότητα. Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάλυση πού κάνουμε εδώ μπορεί νά χρησιμεύσει ως αναλυτικό εργαλείο μελέτης καί τού παρελθόντος. Όμως θά περιορισθούμε στό παρόν γιά ευνοήτους λόγους.

Δέν νομίζω νά υπάρχει κάποιος χριστιανός, ο οποίος νά παίρνει λίγο στά σοβαρά τά πράγματα, πού νά μήν εχει εντυπωσιασθεί μέ τήν θεία λειτουργία. Η πηγή τού εντυπωσιασμού συνήθως είναι διπλή. Ειτε θά προέρχεται από τά όσα θαυμάσια εχει διαβάσει σέ νεότερα ή καί παλαιότερα θεολογικά εργα περί τής θείας λειτουργίας, ειτε από τά όσα αισθάνθηκε κατά τήν παράκολούθηση κάποιας ή κάποιων θείων λειτουργιών. Αν δέ συντρέχουν καί τά δύο, τότε ευκολα νομίζει κανείς ότι κατέχει τήν πεμπτουσία τής ορθοδοξίας.

Αν όμως μελετήσουμε πιό προσεκτικά τό θέμα, θά παρατηρήσουμε ότι αυτά τά οποία διαβάζουμε τά χρησιμοποιούμε γιά νά συγκροτήσουμε μέσα στόν νού μας μιά εικόνα τής θείας λειτουργίας, τήν οποίαν καί ασπαζόμεθα ως ιερή. Δέν μάς προβληματίζει καθόλου τό ότι εμείς δέν αντιλαμβανόμαστε τίποτα από τά θαυμασίως τελούμενα. Μάλλον πιστεύουμε ότι είναι τόσο θαυμάσια, ώστε λαμβάνουν χώραν μέ ένα δικό τους τρόπο, υπερφυή, καί εντελώς φυσιολογικά εμείς δέν καταλαβαίνουμε τίποτα. Μάς είναι υπέραρκετό τό ότι ξέρουμε τί συμβαίνει καί ότι τό πιστεύουμε.

Αν αυτή η πραγματικότητα μάς οδηγήσει στήν ταπεινή επίγνωση τής αποστάσεως πού μάς χωρίζει από τήν πραγματικότητα τής θείας λειτουργίας, τότε εχουμε βάλει μιά καλή υποθήκη γιά νά αρχίσουμε νά μειώνουμε αυτήν τήν απόσταση. Αν όμως δέν εχουμε αυτή τήν ταπεινή επίγνωση, τότε προστρέχουμε στήν δεύτερη πηγή, τά λειτουργικά μας βιώματα. Η διάκριση όμως τού πραγματικού από τό φαντασιώδες βίωμα είναι πραγματικά τόσο δύσκολη, ώστε νά πρέπει νά αφιερώσει κανείς τήν ζωή του σέ αυτό τό εργο, γιά νά εχει κάποια σχετική επιτυχία. Αν λοιπόν δέν εχουμε πραγματική ταπείνωση, καί αυτήν στ’ αλήθεια ποιός τήν εχει, τότε τά βιώματά μας είναι μάλον φαντασιώδη. Τότε οδηγούμαστε απλά καί φυσικά στήν ταύτιση τής πραγματικότητας τής θείας λειτουργίας μέ τήν εικόνα πού εχουμε σχηματίσει στό μυαλό μας από τά διαβάσματά μας καί μέ αυτό πού αισθανώμαστε.

Μέσα λοιπόν από αυτήν τήν διαδικασία αρχίζει λίγο λίγο νά συγκροτείται η εικονική πραγματικότητα τής θείας λειτουργίας. Ένα τελετουργικό συμβάν τό οποίο μάς παρέχει συναισθηματικές εξάρσεις τίς οποίες εμείς συσχετίζουμε μέ τίς ευλαβείς σκέψεις πού κάνουμε, σκέψεις πού προέρχονται από αυτά πού γνωρίζουμε από τά διαβάσματα καί τά ακούσματά μας. Τά βιώματα βέβαια είναι κάπως σπάνια ετσι τελικά αυτό πού μένει είναι τό τελετουργικό συμβάν μέσα από τό οποίο διέρχεται ο ανθρωπος εντελώς αδιάβροχος, εχοντας όμως τήν πίστη καί τήν βεβαιότητα ότι μόλις πρό ολίγου παρευρέθηκε στήν ολότητα τής Εκκλησίας, όπως τόν διαβεβαιώνει η λειτουργική θεολογία τής ιδεατής εικόνας.

Η εικονικότητα αυτής τής λειτουργικής εμπειρίας οφείλεται στό γεγονός ότι η αυθεντικότητα τού λειτουργικού βιώματος εξαρτάται από τήν ποιότητα τού ανθρώπου καί εχει δραματικές επιπτώσεις σέ αυτήν. Γιά νά λειτουργηθεί ο ανθρωπος πρέπει νά εχει συντονίσει τήν ζωή του μέ τόν μυστικό ρυθμό τής θείας Λειτουργίας. Τό αποτέλεσμα μιάς τέτοιας λειτουργίας δέν είναι μιά συναισθηματική εξαρση, χωρίς αυτή νά αποκλείεται, αλλά η ανακαίνιση τού ανθρώπου, τουτέστι ο θάνατός του καί η εκ νέου ανωθεν γέννησή του. Διαδικασία μακροχρόνια καί λίαν επίπονος. Τό πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι ανθρωποι προσέρχονται στήν θεία λειτουργία μέ τήν ελπίδα νά αποφύγουν αυτήν τήν διαδικασία. Λειτουργούνται δηλαδή γιά νά μήν λειτουργηθούν!

Δέν θέλουν λοιπόν τήν πραγματική θεία λειτουργία, αλλά συγκροτούν τήν εικονική θεία λειτουργία μέσα στήν οποία, όταν αυτή εξελίσσεται σύμφωνα μέ τήν ιδεατή εικόνα, αισθάνονται περίφημα, πλήρεις κατανύξεως καί θέρμης. Όταν λοιπόν εξέρχονται τού ναού είναι πιό βέβαιοι γιά τό εαυτό τους, έτοιμοι νά συντρίψουν κάθε εχθρό καί πολέμιο.

Μέσα από ανάλογες διαδικασίες πού καλύπτουν όλη τήν εκκλησιαστική ζωή συγκροτείται η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Αν όλα γίνονται καθώς πρέπει πιστεύουμε ότι καί οντως γίνονται. Μάλιστα τό επόμενο στάδιο δέν αργεί, αν όλα φαίνονται ότι γίνονται όπως πρέπει, τότε πιστεύουμε ότι οντως γίνονται, αρκεί νά ειμαστε καί εμείς κάπου εκεί μέσα. Αν παρατηρούμε κάποια ατέλεια, η θεολογία τής ιδεατής εικόνας μάς διαβεβαιώνει ότι δέν εχει σημασία, τά τελούμενα είναι εγκυρα.

Έτσι επιτυγχάνουμε τό κύριο χαρακτηριστικό καί πλεονέκτημα, αλλά καί τόν λόγο υπάρξεως, τόσο τής ψηφιακής όσο καί τής εκκλησιαστικής εικονικής πραγματικότητας, τήν αποφυγή δηλαδή τού κόστους πού εχει η πραγματική ζωή. Τό νά οδηγήσει κανείς ένα πολεμικό αεροπλάνο, δέν είναι κάτι τό απλό. Απαιτεί νά καταταγεί κανείς στήν αεροπορία, χρόνια μάθησης καί εκπαίδευσης, καί εντέλει μεγάλο ρίσκο καί γιά τήν ιδια τήν ζωή. Δηλαδή κόπο, πόνο καί αἷμα! Υπάρχει όμως καί η αλλη λύση, αυτή τής εικονικής πραγματικότητας, όπου κανείς μέ ελάχιστο συγκριτικά κόπο καί καθόλου πόνο καί αἷμα, μπορεί νά εχει τό βίωμα τής πτήσης.

Καί η βίωση τής πραγματικότητας τής θείας λειτουργίας απαιτεί ακόμα περισσότερο χρόνο καί αφοσίωση σέ αυτόν τόν σκοπό καί χύσι ιδρώτος αισθητού καί νοητού, ωσί αἷμα[4] καί οι εθελοντές σέ αυτόν τόν αγώνα δυσεύρετοι. Τό πρόβλημα βρίσκει ευκολα τήν λύση του μέσα στό λαμπρό βυζαντινό τυπικό, όπου όλα τελούνται «εν τάξει» καί όπου ο παρευρισκόμενος αισθάνεται ότι αρπάζεται έως τρίτου ουρανού. Αυτό τό βίωμα εν τέλει γίνεται τό τσιμέντο μέ τό οποίο στηρίζει καί ανακουφίζει τίς ανασφάλειές του καί τίς ρήξεις του μέ τούς αλλους.

Μέ τόν χρόνο η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα στερεοποιείται διαρκώς καί περισότερο καί βέβαια γίνεται περισσότερο ακαμπτη αλλά καί ευθραυστη. Τά θέματα τυπικού γιά μέν τούς ευλαβείς αποκτούν αιώνια καί μεταφυσική σημασία. Τότε αλλίμονό σου αν διανοηθείς νά αλλάξεις κάτι, όλα κινδυνεύουν μέ αφανισμό καί μαζύ μέ αυτά καί εσύ, από τούς υπέρμαχους τής Ορθοδοξίας!. Γιά δέ τούς μή ευλαβείς καμμία σημασία. Αφού ούτως ή αλλως δέν εχει διαφορά στό αποτέλεσμα, πιά η σημασία, αν ο παπάς διαβάσει τίς ευχές τής λειτουργίας στήν θέση τους, ή σέ αλλη θέση ή ...στό σπίτι του! Αφού κανείς δέν πρόκειται νά καταλάβει τίποτα. Έτσι εχουμε τίς δύο διαμετρικά αντίθετες εκδοχές τής εικονικής εκκλησιαστικής πραγματικότητας, τήν ευλαβή καί τήν ανευλαβή.

Τό πρόβλημα μέ τίς ιδεατές εικόνες είναι ότι είναι ιδιωτικές. Ο καθένας εχει τίς δικές του. Όταν όμως ταυτίζονται στήν σκέψη μας μέ τήν ιδια τήν πραγματικότητα, τότε εχουμε σκέτη τραγωδία. Στήν περίπτωση αυτή αν αμφισβητηθεί η ιδεατή εικόνα, ο θιγόμενος αισθάνεται, εν πλήρη ειλικρινείᾳ καί ελαχίστῃ επιγνώσῃ, ότι αμφισβητείται η πραγματική εικόνα. Τό αποτέλεσμα βέβαια είναι γνωστό καί η τραγωδία πλήττει τήν εκκλησιαστική ζωή. Πώς είναι δυνατόν νά συμπέσουν οι ιδεατές εικόνες περί τά εκκλησιαστικά και θεολογικά θέματα τόσων διαφορετικών ανθρώπων; Προφανώς ο καθένας εχει τήν δική του εικόνα πού είναι διαφορετική από όλων τών αλλων πού σημαίνει ο καθένας είναι μόνος του καί λίγο απέχει από τό νά μάχεται εναντίον όλων τών αλλων. Πράγματι οι συγκρούσεις μέσα στήν εκκλησιαστική πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σφοδρές καί βίαιες γιατί δέν διακυβεύονται, ας πούμε χρήματα ή αλλα συμφέροντα, αλλά η πίστη, η Ορθοδοξία, η Εκκλησία, ο ιδιος ο Θεός, εσχάτως δέ τό εθνος καί η πατρίς.

Η εικονική πραγματικότητα στίς δύο της εκδοχές, τήν ευλαβή καί τήν ανευλαβή εμφανίζεται κυρίαρχη σέ όλες τίς πλευρές τής εκκλησιαστικής ζωής, στήν ενορία, τό μοναστήρι, στήν θεολογία, στούς κληρικούς όλων τών βαθμίδων, από τόν ψάλτη μέχρι τόν Αρχιεπίσκοπο, ας μήν ξεχνούμε στήν Ελλάδα όλοι οι επίσκοποι είναι Αρχιεπίσκοποι, αλλά καί στόν κόσμο, αυτούς πού εκκλησιάζονται καί σέ αυτούς πού, αν καί δέν γνωρίζουν π.χ. πότε εγινε η Αποκαθήλωση, εν τούτοις δηλώνουν υπερήφανα χριστιανοί ορθόδοξοι[5].
5. Χαρακτηριστικά τής εικονικής εκκλησιαστικής πραγματικότητας

Η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα εχει δύο τυπικά χαρακτηριστικά. Μέσα από αυτήν απουσιάζει τό Ευαγγέλιο. Όχι τόσο ως ρητά παρμένα από τό Ευαγγέλιο. Αυτά υπάρχουν πλαστικοποιημένα καί κρεμασμένα στούς τοίχους. Απουσιάζει η ευαγγελική πράξη. Τά κεντρικά σημεία τής διδασκαλίας τού Χριστού απουσιάζουν εντελώς. Φυσικό καί αναμενώμενο. Αν δέν συνέβαιναν ετσι τά πράγματα δέν θά μιλούσαμε γιά εικονική πραγματικότητα αλλά γιά εκκλησιαστική ζωή. Η απουσία αυτή φυσικά δέν μπορεί νά μετρηθεί, αλλά μπορεί νά ανιχνευθεί μέ αρκετή ασφάλεια. Η γαλήνη, η ψυχική ισορροπία, η ανοχή σέ αντίθετες απόψεις καί πρακτικές είναι τόσο σπάνια φαινόμενα στήν εκκλησιαστική ζωή, όσο πλεονάζει η επιθετικότητα, η απολυτότητα καί η σκληρότητα. Δέν είναι σπάνιο φαινόμενο, ανθρωποι πού τό οικείον περιβάλον τούς διαφημίζει γιά τήν αγιότητά τους, νά διατείνονται ότι ο Θεός εκμηδένισε, ενίοτε μέχρι θανάτου, όσους σταθήκαν εμπόδιο στά σχέδιά τους!

Όλα αυτά οδηγούν στό δεύτερο χαρακτηριστικό τής εικονικής εκκλησιαστικής ζωής, τήν συντριβή τού ανθρώπου. Η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα δημιουργεί μίζερους καί δυστυχείς ανθρώπους. Καί μπορούμε νά πούμε χωρίς ενδοιασμό, όπου υπάρχει μιζέρια καί δυστυχία, όπου υπάρχει πίεση καί μή ανάπαυση, όπου ο αέρας είναι περιορισμένος καί αυτοί πού επιτρέπεται νά τόν αναπνεύσουν είναι οι λίγοι, οι εκλεκτοί καί οχι όλοι, εκεί εχουμε εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα.

Αν καί ισως δέν είναι η πλειοψηφία, υπάρχουν ανθρωποι μέ μόρφωση καί ικανότητα σκέψης πού προσεγγίζουν μέ σοβαρότητα αλλά καί μέ απαιτήσεις τήν Εκκλησία. Πέφτοντας επάνω στήν εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα αισθάνονται αποστροφή καί λένε, οχι ευχαριστώ δέν θά πάρω. Αυτοί οδηγούνται στήν συγκρότηση τής δικής τους πίστης, τής δικής τους θρησκείας. Γι’ αυτούς δέν μπορεί η Εκκλησία, η Ορθοδοξία νά είναι σωστή καί ετσι απέχουν. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο νά εξηγήσει κανείς σέ όλους αυτούς ότι αλλο εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα καί αλλο εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όπως αλλο τό flight simulator καί αλλο η πραγματική πτήση. Μπορεί καί στίς δύο περιπτώσεις νά ανεβαίνει η αδρεναλίνη, αλλά πάντως υπάρχει διαφορά!

Καθώς μιλούμε γιά εικονική πραγματικότητα, οντως πρέπει νά μιλήσουμε καί γιά τήν σχέση της μέ τήν εικόνα. Η εικόνα εχει εξέχουσα θέση τόσο στήν ζωή όσο καί στήν θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Είναι μιά κεντρική αλήθεια τής Εκκλησίας ότι η αξία τής εικόνας βρίσκεται σέ αυτό πού εικονίζει καί οχι στήν ιδια. Η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα αντιβαίνει σέ αυτήν ακριβώς τήν αλήθεια. Απολυτοποιεί τήν εικόνα αυτήν καθ’ εαυτήν καί αδιαφορεί γιά τό εικονιζόμενο. Π.χ. σέ μιά οποιαδήποτε λατρευτική εκδήλωση απολυτοποιούνται τά δρώμενα, ως νά εχουν αυτά καθ’ εαυτά αξία καί σχετικοποιείται ή περιθωριοποιείται τό αποτέλεσμα[6]. Υπάρχει μεγάλη φροντίδα νά γίνουν σωστά οι κινήσεις, νά ειπωθούν στόν σωστό τόνο τά λόγια, αλλά τό αν ήρθε οντως τό Άγιο Πνεύμα, τό αν οντως επιτελέσθηκε ο σκοπός χάριν τού οποίου γίνεται η λατρευτική εκδήλωση, ουτε ως ερώτημα δέν επιτρέπεται νά τεθεί. Αλλες φορές πάλι εχουμε απόλυτη αδιαφορία γιά τό τελούμενο, όλα γίνονται πρόχειρα καί βιαστικά, ετσι γιά νά φύγουμε από τήν υποχρέωση.

Στήν πρώτη περίπτωση εχουμε λοιπόν μιά επανεμφάνιση τής εικονολατρείας. Η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα τρέφει τήν εικονολατρεία. Οι προύχοντες τής εικονικής εκκλησιαστικής πραγματικότας αισθάνονται βαθειά ικανοποίηση εξαιτίας τών πολλών χιλιάδων προσκυνητών τής εικονας Αξιον Εστί, αλλά δέν υποψιάζονται καν, τί εκπτωση τής εκκλησιαστικής ζωής σημαίνει αυτό.! Πράγματι φανερώνει πίστη, αλλά πίστη σέ ένα εικονικό θεό πλασμένο κατά τίς προσδοκίες τού καθενός. Ένα θεό πού κρύβεται πίσω από τήν εικόνα καί περιμένει νά τού δώσουμε τόν, κατά τό δυνατόν, πλούσιον οβολό μας, ετσι ώστε νά μάς ικανοποιήσει τίς κρυφές ή φανερές, νόμιμες ή ανομες επιθυμίες καί προσδοκίες μας. Τό νά αφήνουμε τόν Θεό τής αποκαλύψεως, επειδή μάς καλεί νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας, γιά νά λατρέψουμε έναν αλλο θεό πού θά μάς απαλλάξει από τόν σταυρό μας, είναι χωρίς αμφιβολία μιά μορφή ειδωλολατρείας. Καί πράγματι δέν είναι κάτι τό ασύνηθες, η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα νά εκβάλλει σέ μορφές συγκαλυμμένης ή απροκάλυπτης ειδωλολατρείας, καί οχι σπάνια προσωπολατρείας.

Όπως ήδη ειπαμε η εικονική πραγματικότητα είναι η αρνηση τής ζωής. Σέ μιά εποχή καί σέ μιά κοινωνία, όπως η δική μας, πού σφύζει από ζωή, από αλλαγή, από εξέλιξη, από δημιουργικότητα καί από ποικιλότητα, είναι ευλογο καί αναμενόμενο η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα νά αισθάνεται μέγιστη ανασφάλεια. Οι πάντες καί τά πάντα, οτιδήποτε είναι ζωτανό, αποτελούν απειλή γι’ αυτήν. Οι μορφές μένουν σταθερές μόνο σέ στάσιμες καταστάσεις, μέσα στά απολιθωμένα πετρώματα. Η κατάσταση γιά τήν οποία συζητάμε, εφ’ όσον είναι κατά κύριο λόγο μορφή, μόνο ως απολίθωμα αισθάνεται ανετα. Μέσα στόν σημερινό κόσμο αισθάνεται τρόμο. Ο τρόμος όμως είναι γνωστό ότι είναι μιά υποτιμητική κατάσταση, δέν μάς αρέσει νά ομολογούμε ότι φοβώμαστε, καί γι’ αυτό μεταλλάσσεται σέ μεγαλοστομία καί επιθετικότητα.

Η ανακάλυψη καί αποκάλυψη ανύπαρκτων ή φανταστικών εχθρών καί η μάχη μέχρις εσχάτων μέ αυτούς, είναι ο τρόπος μέ τόν οποίο αντιδρά η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα απέναντι στίς σκληρές προκλήσεις στίς οποίες τήν υποβάλει τό σύγχρονο γίγνεσθαι. Φυσικά οι εικονικοί πόλεμοι καί εικονικές μάχες αναδεικνύουν καί εικονικούς ηγέτες, οι οποίοι μέσα στήν δίνη τής μάχης νομίζουν ότι μπορούν νά τά βάλουν καί μέ τούς πραγματικούς ηγέτες. Όταν δέ συμβεί νά αντιληφθούν τί τρέχει, αν βέβαια συμβεί ποτέ αυτό, συνήθως είναι αργά.

Κανονικά δέν είναι αναγκαίο, όμως αισθάνομαι τήν ανάγκη νά τονίσω ότι όλα τά προηγηθέντα δέν είναι παρά μιά προσπάθεια περιγραφής καί ερμηνείας αυτού πού συμβαίνει, δηλαδή τής ζωής. Όμως η ζωή δέν χωρά σέ κανένα σχήμα, καί όλα ειπώθηκαν μέ αυτόν τόν βασικό περιορισμό, ότι είναι σχετικά καί ενδεικτικά. Πράγματι η εικονική πραγματικότητα διαπερνά όλη τήν εκκλησιαστική ζωή, οχι όμως παντού καί πάντα στόν ιδιο βαθμό. Από τήν απόλυτη πραγματικότητα μέχρι τήν απόλυτη εικονικότητα υπάρχει πλήρης καί συνεχής διαβάθμιση καί κάθε εκφραση τής εκκλησιαστικής ζωής κατέχει ένα σημείο σέ αυτήν τήν κλίμακα, τό οποίο πολλές φορές αλλάζει θέση κατά μήκος τής κλίμακας καθώς ο χρόνος κυλά. Αλλωστε στήν ζωή πάντα ετσι συμβαίνει, μόνο τό πεθαμένο μένει αμετάβλητο.
6. Θεολογία τής εικονικής πραγματικότητας

Καί βέβαια η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα, είναι μιά πραγματικότητα, τήν οποία η θεολογία τής ιδεατής εικόνας συστηματικά καί μέ επιμέλεια αγνοεί. Όμως η θεολογική της κατανόηση εχει μεγάλη σημασία καί προσφέρει σημαντική βοήθεια πρός τήν ρεαλιστικότερη κατανόηση τής ζωής μας.

Χωρίς αμφιβολία ο εθισμός μας στήν θεολογία τής ιδεατής εικόνας μάς κάνει, ως αλλον προφήτη Ιωνά, νά στεκώμαστε απέναντι στήν, νοητή, Νινευί, τήν απογοητευτική δηλαδή εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα, καί νά περιμένουμε νά δούμε τήν οργή τού Θεού νά εκδηλωθεί. Πλήθος ευλαβών πέρασαν τήν ζωή τους περιμένοντας νά μιλήσει ο Θεός, μερικοί ισως μάλιστα καί νά θέλησαν νά Τόν βοηθήσουν νά εκφραστεί, παίρνοντας πρωτοβουλίες πρός αυτήν τήν κατεύθυνση. Πλήν όμως η εξέλιξη τών γεγονότων δέν επαληθεύει τίς προσδοκίες μας. Η κατανόηση αυτού τού γεγονότος είναι πράγματι πολύ παρήγορη. Ειδικά αν συνδυασθεί μέ τήν μελέτη τής (εκκλησιαστικής) ιστορίας χωρίς τήν διάθεση καλωπισμών.

Η ζωή, καί η εκκλησιαστική, ήταν είναι καί προφανώς θά είναι γκρίζα. Ίσως γι’ αυτό καί εχει ενδιαφέρον. Μιά πολύ ασπρη ή πολύ μαύρη ζωή ισως θά ήταν πολύ μονότονη. Όπως καί νά εχει τό πράγμα, η αλήθεια είναι ότι η ζωή είναι γκρίζα ή πιό σωστά πολύχρωμη. Οι εγωϊστικές μας ανασφάλειες, φανέρωση καί εκφραση, ειδικά αυτές, τής πολυχρωμίας τού φάσματος τής ζωής, μάς ωθούν νά επιζητούμε καί νά επιδιώκουμε τήν κυριαρχία τού δικού μας χρώματος.

Τό νά κατανοήσει κανείς, οντως καί πλήρως, τό μυστήριο τής Θείας Οικονομίας είναι ανέφικτο. Πάντως τό βέβαιο είναι, ότι τό γεγονός τής ενσάρκωσης τού δευτέρου Προσώπου τής Αγίας Τριάδος, δέν επέβαλε τήν μονοχρωμία. Σήμερα μπορούμε νά τό πούμε ευθαρσώς, ποτέ ο Θεός δέν επέβαλε τήν μονοχρωμία στόν πλανήτη μας, στόν κόσμο μας, ουτε καί τήν ιδια τήν στιγμή τής ενσάρκωσης. Καί αν κάποιοι πρόγονοί μας είχαν διαφορετική αισθηση, αυτό συνέβαινε γιατί στήν πραγματικότητα είχαν αγνοια τής εκπληκτικής πολυχρωμίας τού πλανήτη μας, εξαιτίας τού γεγονότος ότι ο γνωστικός τους ορίζοντάς τους ήταν περιορισμένος.

Πόσο σπουδαίο είναι αυτό, πόσο παρήγορο είναι τό γεγονός ότι ο Θεός μάς προσεγγίζει καί μάς καλεί μέσα σέ αυτήν τήν προβληματική, τήν γκρίζα κατάσταση. Μέσα στήν εκκοσμίκευση, τήν εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Δέν μάς καλεί σέ μιά τέλεια, σέ μιά ιδανική, σέ μιά ιδεατή τελικά κατάσταση, αλλά μάς προσεγγίζει καί μάς σώζει, χωρίς νά μάς επιβάλεται. Δέν μάς βγάζει από τόν κόσμο, αλλά μάς διαφυλάττει από τόν κόσμο[7].

Πόσο ανετα μπορούμε νά αισθανώμαστε, πόσο ασφαλείς καί βέβαιοι καί γιά τόν εαυτό μας καί γιά τούς αλλους, ειτε μόνοι, ειτε ευρισκώμενοι ανάμεσα σέ όλους τούς αλλους λαούς, φυλές καί γλώσσες, όταν κατανοήσουμε τόν τρόπο που χειρίζεται ο Θεός τήν Εκκλησία καί, εν τέλει, τήν ανθρωπότητα. Τότε επίσης θά κατανοήσουμε ότι η εντολή τού Χριστού, μήν κρίνετε[8], δέν εχει ήθικό αλλά οντολογικό χαρακτήρα.

Τότε μπορούμε νά αφήσουμε νά καταστραφούν όλες οι ιδεατές μας εικόνες, νά αφήσουμε νά ανατραπεί η εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα, χωρίς νά δυσκολευόμαστε νά συλλειτουργήσουμε μέ τίς ιδεατές εικόνες τών αλλων, αλλά καί τήν ιδια τήν εικονική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Γιατί τότε θά εχουμε αποκτήσει νούν Χριστού[9].

Σημειώσεις


[1] Ο αναγνώστης ας μήν σκανδαλισθεί μέ τό γεγονός ότι ορισμένες φορές χρησιμοποιώ τό πρώτο πρόσωπο σέ αυτό τό κείμενο, ισως καί σέ μερικά αλλα. Μέ αυτόν τόν τρόπο θέλω νά τονίσω τήν σχετικότητα αυτών πού λέω. Είναι απλά καί μόνο οι σκέψεις καί οι προβληματισμοί αλλά καί τά συμπεράσματα τού συγγραφέως. Αν λοιπόν κάποιος τίς βρεί οφέλιμες, ας τίς κρατήσει υπ’ οψιν του, αν οχι, ας τίς απορρίψει αχρεωστήτως καί αβλαβώς.

[2] Εκτός κι’ αν ομολογήσουμε ότι, τό πού αυτά εφαρμόζονται είναι αλλου παπά ευαγγέλιο, εμείς κάνουμε θεολογία! (Απάντηση γνωστού θεολόγου σέ σχετική ερώτηση τού συγγραφέα).

[3] Δυστυχώς στά ελληνικά δέν είναι δυνατόν νά αποδοθεί πλήρως καί σωστά ο αγγλικός όρος virtual, γιατί η λέξη εικονικός συνδέεται αμεσα μέ τήν λέξη εικόνα πού εχει μιά εντελώς δική της ιστορία στήν ελληνική γλώσσα καί τόν ελληνικό πολιτισμό.

[4] Λουκ. 22,44.

[5] Πραγματικό περιστατικό.

[6] Παρ. Ιωαν. 7,24.

[7] Ιωαν. 17,15

[8] Ματθ. 7,1.

[9] Κολ. 2,16.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ