Ἡ πτώση τῶν καθεστώτων τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καὶ τῶν χωρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης τὸ 1989 ὁδήγησε πολλοὺς στοχαστὲς νὰ σκεφθοῦν ξανὰ τὸ πολιτικὸ τοπίο ποὺ ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα ἐμφανίστηκαν ἔργα ὅπως Τὸ τέλος τῆς ἱστορίας καὶ ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τοῦ Francis Fukuyama, ποὺ ὑποστήριξαν τὴν ἰδέα τοῦ θριάμβου τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ πάνω σε ὅλους τοὺς ἰδεολογικοὺς ἀντιπάλους του (Fukuyama, 1992). Ἡ ἰδέα αὐτὴ δὲν ἦταν καινούργια. Ἤδη ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα εἴχαμε τὴν ἐμφάνιση παρόμοιων φιλοσοφικῶν, οἰκονομικῶν καὶ κοινωνιολογικῶν θεωριῶν, οἱ ὁποῖες περιέγραψαν τὸ ἐπερχόμενο μέλλον ὡς μία διαδικασία ἐξέλιξης πρὸς ἕναν μεσσιανικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο θὰ κυριαρχοῦσε ἡ ἐλευθερία μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν κατανοοῦσε ὁ ἀστικὸς πολιτισμός.
Ἡ ἀστικὴ κατανόηση τῆς ἐλευθερίας χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἐμπόρους ποὺ ἐμφανίστηκαν στὶς πόλεις τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης τὸν 11ο μ.Χ αἰῶνα. Οἱ ἔμποροι αὐτοὶ ἐπιδίωξαν νὰ ἔχουν συμμετοχὴ στὴν ἐξουσία, τὴν ὁποία μέχρι τότε κατεῖχαν μόνο οἱ ἰσχυροὶ ἰδιοκτῆτες τῆς γῆς. Οἱ διεκδικήσεις τους διέλυσαν προγενέστερες μορφὲς ἐκμετάλλευσης, ὡστόσο δημιούργησαν καινούργιες, στὸν βαθμὸ ποὺ ἡ θέληση γιὰ κυριαρχία συνέχισε νὰ διέπει τοὺς νέους πολιτικοὺς θεσμούς. Οἱ καινούργιες μορφὲς ἐκμετάλλευσης ἐντός τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ δημιούργησαν κι ἔντονα αἰσθήματα δυσφορίας καὶ καταπίεσης, τὰ ὁποῖα ὁδήγησαν κατὰ καιροὺς τόσο στὴν ἐκδήλωση βίαιων κινητοποιήσεων ὅσο καὶ στὴ διαμόρφωση θεωριῶν ἀνατροπῆς.
Προκειμένου νὰ ἐπιβιώσει ἔναντι τέτοιων ἐπικίνδυνων γι’ αὐτὴν φαινομένων, ἡ ἀστική, καπιταλιστικὴ ὀργάνωση ἐμφάνισε μεταλλάξεις. Ὁ σύγχρονος καπιταλισμὸς εἶναι ἕνας μεταλλαγμένος καπιταλισμός. Σὲ σχέση μὲ τὸν ἀσύδοτο καπιταλισμὸ τῶν τεράστιων ἀνισοτήτων τοῦ τελευταίου τετάρτου τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ τοῦ πρώτου τετάρτου τοῦ 20ου, ὁ καπιταλισμὸς τῶν μεταπολεμικῶν χρόνων, ὁ ὁποῖος τείνει νὰ προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις, ἔχει γίνει περισσότερο συμπεριληπτικός. Ἡ στρατηγική αὐτὴ τῆς συμπερίληψης ἔχει προσλάβει δύο μορφές. Ἡ μιὰ εἶναι πολιτισμικὴ καὶ ἡ ἄλλη οἰκονομική.
Ὡς πρὸς τὴν πολιτισμικὴ μορφὴ ἡ στρατηγική τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ γιὰ συναίνεση καὶ συμπερίληψη υἱοθέτησε ὕστερα ἀπὸ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τὸ μεταμοντέρνο ἐπιστημολογικὸ παράδειγμα. Ἐνῷ ὁ πρώιμος ἀστικὸς πολιτισμὸς ἀντιμετώπιζε ἀπαξιωτικὰ τὶς ἐπιμέρους κουλτοῦρες, καθὼς τὶς τοποθετοῦσε σὲ χαμηλότερα σκαλοπάτια τῆς ἐξελικτικῆς κλίμακας κι ἐπιχειροῦσε νὰ τὶς ἐξαλείψει, στὸ μεταμοντέρνο ἐπιστημολογικὸ παράδειγμα οἱ ἐπιμέρους κουλτοῦρες δὲν ἀντιμετωπίζονται πιὰ ἀπαξιωτικά, ἀλλὰ θεωροῦνται ἰσότιμα γλωσσικὰ παιχνίδια, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ μὲ τὴν προϋπόθεση μιᾶς ἐκ μέρους τους ἀποδοχῆς τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς ἀστικῆς ὀργάνωσης.
Ὡς πρὸς τὴν οἰκονομικὴ μορφὴ εἴχαμε τὴν ἐπικράτηση τῆς κεϋνσιανῆς θεωρίας, κυρίως τὴν περίοδο 1950-1975, μὲ τὴν ὁποία ἐπιχειρήθηκε νὰ μπεῖ φρένο σ’ ἐκεῖνες τὶς τάσεις, οἱ ὁποῖες θὰ ὑπονόμευαν τὴν οἰκονομικὴ λειτουργία τῆς νέας διάταξης. Στὴ νέα αὐτὴ διάταξη ἡ μεσαία τάξη διευρύνθηκε, ὥστε νὰ συμπεριληφθοῦν σὲ αὐτὴ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ‒ἀποκλεισμένα μέχρι τότε‒ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ στρώματα. Οἱ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ κυρίαρχες ὁμάδες κινήθηκαν μὲ γνώμονα τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἰσχύς τους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ διαιωνίζεται, ἂν δὲν ὑπάρχει συναίνεση ἐκ μέρους τῆς κοινωνικῆς πλειονότητας καὶ συμμετοχὴ της σ’ ἕνα μερίδιο τῆς ἀπόλαυσης.
Ὡστόσο, ἡ ἁρμονία ποὺ ἐπιδιώκει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἀστικὸς πολιτισμός, τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσει ὡς ἕνα μεσσιανικὸ ἐπίτευγμα, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐπιφανειακὴ κροῦστα. Κάτω ἀπὸ αὐτὴ κοχλάζει ἕνας ἀσίγαστος ἀνταγωνισμός, τὸν ὁποῖο ἀναπαράγει ἡ βούληση γιὰ κυριαρχία. Ἔτσι, τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴν δεκαετία τοῦ ’70 τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἄρχισαν νὰ ἐπικρατοῦν θεωρίες οἰκονομολόγων, ὅπως τοῦ Milton Friedman καὶ τῶν ἐπιγόνων του, οἱ ὁποῖες ὑποστήριξαν τὴ δυνατότητα αὐτορρύθμισης τῆς καπιταλιστικῆς ἀγορᾶς ὡς πρὸς τὶς ἐπιπτώσεις τῶν ἐνεργειῶν τῶν διαφόρων οἰκονομικῶν παραγόντων ποὺ κινοῦνται μέσα σὲ αὐτή.
Ἡ θεωρία τῆς αὐτορρύθμισης τῆς καπιταλιστικῆς ἀγορᾶς ἀποδείχθηκε ὅτι δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἕνας μῦθος. Ἀπὸ τὴν πορεία τῶν πραγμάτων φάνηκε ὅτι οἱ διάφοροι οἰκονομικοὶ παράγοντες, ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἱκανοποίηση καὶ τὸ κέρδος τους, εἶναι δυνατὸν νὰ διασαλεύσουν τὴν ἰσορροπία τῆς νέας διάταξης καὶ νὰ προκαλέσουν σὲ αὐτὴ καταστάσεις κρίσης. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση τῶν ἐτῶν 2007-2008 ἀποτελεῖ ἕνα τέτοιο ἀντιπροσωπευτικὸ παράδειγμα.
Ἀρκετὲς τράπεζες, ἔχοντας ἐξαντλήσει τὴ ζήτηση τῆς μεσαίας τάξης γιὰ ἐνυπόθηκο δανεισμό, ἄρχισαν νὰ προσελκύουν δανειολῆπτες χωρὶς εἰσόδημα καὶ χωρὶς περιουσιακὰ στοιχεῖα. Οἱ τραπεζῖτες δάνεισαν λεφτά, γιὰ νὰ πάρουν περισσότερα, ἀλλὰ τελικῶς οἱ τράπεζές τους ἔφθασαν στὴν χρεωκοπία. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου 2008 χρεωκόπησε μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς ἰδιωτικὲς τράπεζες ἐπενδύσεων τῆς Wall Street, ἡ Lehman Brothers.
Ἡ κρίση μπορεῖ νὰ ξεκίνησε ἀπὸ τὸν τραπεζικὸ τομέα, ὡστόσο ἡ χρεωκοπία δὲν θὰ ἦταν μόνο τῶν τραπεζῶν, καθὼς ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νὰ μετατραπεῖ καὶ σὲ χρεωκοπία ὅλων ἐκείνων ποὺ κινοῦνταν μὲ τὶς πιστώσεις τους. Ἡ κρίση θὰ διευρυνόταν, καθὼς οἱ ζημιὲς ποὺ ὑπέστη ὁ τραπεζικὸς τομέας θὰ ἔφερναν πάγωμα τῶν πιστώσεων, μείωση τῆς προσφορᾶς τοῦ χρήματος καὶ ὕφεση σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκονομία. Μὲ ἄλλα λόγια, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος μετακύλησης τῆς κρίσης τοῦ τραπεζικοῦ τομέα ὄχι μόνο στὴ χρηματιστηριακὴ ἀγορά, ἀλλὰ κι εὐρύτερα στὴ συνολικὴ ζήτηση, προκαλώντας τὴ συρρίκνωσή της καὶ ὀδηγώντας σὲ μεγάλη ὕφεση.
Προκειμένου οἱ τράπεζες ν’ ἀρχίσουν ξανὰ τὴ δανειοδότηση μὲ μειωμένα ἐπιτόκια, οἱ κυβερνήσεις ἐπιδόθηκαν στὸ μακρὺ καὶ ἐπίπονο ἔργο νὰ τὶς διασώσουν ἀπὸ τὴν κατάρρευση. Γιὰ νὰ τὸ κάνουν αὐτό, ἄρχισαν νὰ ἀγοράζουν τὶς μετοχὲς τῶν προβληματικῶν τραπεζῶν καὶ τὰ τοξικά τους στοιχεῖα. Ἡ ἀντίδραση αὐτὴ τῶν κυβερνήσεων καὶ ἡ ἐνεργοποίηση κάποιων ρυθμιστικῶν ἀρχῶν βοήθησε στὴ σταθεροποίηση τῶν ἀγορῶν. Ταυτόχρονα, ἐκεῖνο ποὺ ἀποδείχθηκε ἦταν ὅτι διαμορφώθηκε μία κατάσταση, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει στοὺς διαχειριστὲς τοῦ χρηματοοικονομικοῦ συστήματος νὰ ἀποκομίζουν ὀφέλη καὶ κέρδη μὲ τὰ στοιχήματά τους, ἀλλὰ νὰ καλύπτονται ἀπὸ τοὺς κρατικοὺς προϋπολογισμούς, ὅταν αὐτὰ ἀποδεικνύονται ἄστοχα.
Ἡ διαιώνιση αὐτῆς τῆς κατάστασης ἀποτυπώνεται καὶ στὴν παροῦσα κατάρρευση τῆς Silicon Valley Bank (SVB) καὶ τῆς Signature Bank, καὶ τὴν κατακόρυφη χρηματιστηριακὴ πτώση τῆς Credit Suisse, ἡ ὁποία ξύπνησε μνῆμες ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ 2008. Αἰτία τοῦ παρόντος κραδασμοῦ δὲν ἦταν χρήματα ποὺ δανείστηκαν, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἐπιστραφοῦν, ἀλλὰ ἡ διαρροὴ καταθέσεων, ἡ ὁποία προκλήθηκε εἴτε γιατί κλονίστηκε ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν καταθετῶν λόγῳ ζημιογόνων ἐπιλογῶν τῆς τράπεζας, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Credit Suisse, εἴτε γιατὶ εἶχαν ἐπενδυθεῖ βραχυπρόθεσμες καταθέσεις σὲ μακροπρόθεσμα ὁμόλογα, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Silicon Valley Bank (SVB) καὶ τῆς Signature Bank.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόσφατη αὔξηση τῶν ἐπιτοκίων, οἱ ἑταιρεῖες-πελάτες αὐτῶν τῶν τραπεζῶν ἦρθαν ἀντιμέτωπες μὲ τὸ αὐξημένο κόστος ἀναχρηματοδότησης καὶ χρειάστηκε νὰ πάρουν τὶς καταθέσεις τους, προκειμένου νὰ χρηματοδοτήσουν τὶς τρέχουσες δαπάνες τους. Μένοντας οἱ τράπεζες χωρὶς μετρητά, ἀναγκάστηκαν νὰ πουλήσουν τὰ κρατικὰ ὁμόλογα μακροπρόθεσμου κέρδους ποὺ εἶχαν ἀγοράσει, προκαλώντας ἔτσι μεγάλες ἀπώλειες στὰ κεφάλαιά τους καὶ τὴν ἐπακόλουθη κατάρρευσή τους. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τῶν ζημιογόνων ἐπιλογῶν, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς εὔκολης δανειοδότησης, ἰσχύει αὐτὸ ποὺ σημείωσε στὶς 12 Μαρτίου 2023 ὁ Michael James Burry, Ἀμερικανὸς ἐπενδυτὴς καὶ διαχειριστῆς hedge funds: «ἄνθρωποι γεμάτοι ὕβρι καὶ ἀπληστία παίρνουν ἀνόητα ρίσκα καὶ ἀποτυγχάνουν».
Ἡ λειτουργία τοῦ σύγχρονου καπιταλισμοῦ βρίσκεται συνεχῶς ὑπὸ τὴ σκιὰ τέτοιου εἴδους κρίσεων, οἱ ὁποῖες ὅταν ἀναδύονται φέρνουν τοὺς διαχειριστές του σὲ δύσκολη θέση. Δημιουργοῦνται καταστάσεις δυσαρέσκειας, ἐνῷ σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις ὁδηγοῦν καὶ σὲ ἔντονα συγκρουσιακὲς καταστάσεις, οἱ ὁποῖες δὲν συμβαδίζουν μὲ τὸ αἴσθημα θριάμβου τῆς ἀστικῆς τάξης πραγμάτων. Οἱ καταστάσεις αὐτὲς δὲν εἶναι βουβές, ἀλλὰ ἔχουν βρεῖ θεωρητικὲς ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες ταξινομοῦνται σήμερα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τῆς σύγχρονης πολιτικῆς θεωρίας, μὲ τοὺς ὅρους τοῦ ἀριστεροῦ καὶ τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ.
Οἱ μορφὲς τοῦ ἀριστεροῦ λαϊκισμοῦ ἑστιάζουν τὸ ἐνδιαφέρον τους κυρίως σὲ ζητήματα προστασίας καὶ ὑποστήριξης τῶν οἰκονομικὰ ἀσθενῶν, καθὼς καὶ σὲ ζητήματα διεύρυνσης τοῦ φάσματος συμπερίληψης ὀμάδων, οἱ ὁποῖες ἀκόμη παραμένουν οἰκονομικὰ ἢ πολιτισμικὰ ἀποκλεισμένες. Οἱ μορφὲς τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ ἑστιάζουν τὸ ἐνδιαφέρον τους σὲ ζητήματα προστασίας τῶν ἐθνικῶν οἰκονομιῶν (τοῦ ἐθνικοῦ πλούτου, τοῦ ἐθνικοῦ νομίσματος) ἔναντι ὑπερεθνικῶν ἢ πολυεθνικῶν μορφῶν τῆς καπιταλιστικῆς ἀγορᾶς, καθὼς καὶ σὲ ζητήματα προστασίας τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας ἔναντι σχηματισμῶν ἢ στρατηγικῶν ποὺ θεωρεῖται ὅτι τὴν ὑπονομεύουν.
Οἱ μορφὲς τόσο τοῦ δεξιοῦ ὅσο καὶ τοῦ ἀριστεροῦ λαϊκισμοῦ δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἀμελητέες. Ὡστόσο, δὲν μπορεῖ καὶ νὰ θεωρηθοῦν ὅτι ἔχουν κάποια δυναμικὴ ἀνατροπῆς τῆς κυριαρχίας τοῦ καπιταλιστικοῦ παραδείγματος καὶ τῶν ἀνθρωπολογικῶν παραδοχῶν μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὸ συνοδεύεται. Ἀφήνουν στὸ ἀπυρόβλητο τὸν πυρῆνα τῆς θέλησης γιὰ κυριαρχία, τὴ φαντασιώδη εἰκόνα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του ὡς διακριτοῦ ὑποκειμένου ἔναντι μιᾶς ἀντικείμενης φύσης ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐπιθυμεῖ νὰ κυριαρχήσει. Ἡ φαντασιώδης αὐτὴ εἰκόνα κρατᾷ αἰχμάλωτη τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐμποδίζει ἀπὸ τὴ δυνατότητα ἑνὸς ἄλλου βιώματος μέσα στὸ παρόν, πέρα ἀπὸ τὸ φάσμα τῶν βιωμάτων τῆς ἐλπίδας γιὰ κυριαρχία, τῆς προσωρινῆς ἐπίτευξής της ἢ τῆς διάψευσής της.
Ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου στὴν παροῦσα ἱστορικὴ συγκυρία θὰ συνεχίσει, ὅπως φαίνεται, νὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι. Ὁ θεωρητικὸς λόγος ποὺ τὴ συνοδεύει ἀποτελεῖ συμπλήρωμά της, προσλαμβάνοντας τὶς μορφὲς τοῦ μεταμοντέρνου φιλελευθερισμοῦ, καὶ τοῦ ἀριστεροῦ ἢ τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ. Οἱ ἐκπρόσωποί τους καταλαμβάνουν ἀκαδημαϊκὲς θέσεις μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀντίστοιχων ἐξουσιαστικῶν ὀμάδων, προβάλλονται ἀπὸ διαύλους ἐπικοινωνίας καὶ τροφοδοτοῦν τὰ ἀντίστοιχα ἀκροατήρια.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ θεωρία κινεῖται στὴν ὑπηρεσία αὐτῶν τῶν ποικίλων μορφῶν περιχαράκωσης τοῦ ὑποκειμένου, ἡ πραγματικὴ θεωρία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει καμιὰ ἀλλαγὴ στὴν κατάσταση αἰχμαλωσίας τοῦ κόσμου. Ὡστόσο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει. Μέσα στὸ σύγχρονο ὀμιχλῶδες τοπίο ἡ πραγματικὴ θεωρία θὰ συνεχίσει νὰ κρατᾷ ὁρατὰ τὰ σημαίνοντα, τὰ ὁποῖα ἀποσποῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν φαντασίωση τῆς κυριαρχίας καὶ τὸν καλοῦν σὲ μιὰ ἀνανοηματοδότηση τῆς ἐμπειρίας του, ὥστε αὐτὴ νὰ ἀποτελέσει ἕνα ἱεροφανειακὸ συμβάν, μιὰ βιωματικὴ ρήξη τῆς κρατοῦσας τάξης πραγμάτων.
Ἕνα παράδειγμα τέτοιου εἴδους σημαινόντων ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἀκόλουθη φράση τοῦ Friedrich Nietzsche ἀπὸ τὸ κείμενό του Ὁ Ἀντίχριστος (ἑλληνικὴ μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, Ἀθῆνα 2010, Πανοπτικόν: 62-63): «Ἡ “βασιλεία τῶν οὐρανῶν” εἶναι μιὰ κατάσταση τῆς καρδιᾶς - ὄχι κάτι ποὺ ἔρχεται “πάνω ἀπὸ τὴ γῆ” ἢ “μετὰ τὸν θάνατο”… Ἡ “βασιλεία τοῦ Θεοῦ” δὲν εἶναι κάτι ποὺ περιμένει κανείς· δὲν ἔχει χθὲς καὶ αὔριο, δὲν ἔρχεται σὲ “χίλια χρόνια” εἶναι μιὰ ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς· ὑπάρχει παντοῦ, δὲν ὑπάρχει πουθενά».
* Ο Στρατῆς Ψάλτου εἶναι Δρ Κοινωνικῆς Ἀνθρωπολογίας καὶ Ἱστορίας
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Δημήτρη Μυταρά, φιλοτεχνημένο το 1972.
Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη του κ. Ψάλτου που φαίνεται να εμπλέκει το φαντασιακό και τον πυρήνα της θέλησης για κυριαρχία.
Κάποια χρόνια πριν ο Αλντους Χάξλει (ο συγγραφέας του θαυμαστού καινούργιου κόσμου ) στο βιβλίο του Ends and Means είχε πει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα που κατά κάποιο τρόπο βρίσκω σχετικά με την ροή των σκέψεων του κειμένου
«…Πόλεμος
Κάθε δρόμος προς μια καλύτερη κατάσταση των πραγμάτων για την κοινωνία διακόπτεται, αργά ή γρήγορα, από πόλεμο, απειλές πολέμου, προετοιμασίες για πόλεμο. Αυτή είναι η αλήθεια, η απεχθής και αναπόφευκτη αλήθεια, που αναδύεται, ξεκάθαρη για να την δουν όλοι, από τις συζητήσεις που περιέχονται στα προηγούμενα κεφάλαια
Ας θεωρήσουμε σύντομα την φύση του πολέμου, τις αιτίες του πολέμου και τις δυνατές εναλλακτικές του πολέμου, τις μεθόδους για να θεραπευθεί η μανία της στρατοκρατίας που πλήττει τον κόσμο σήμερα
Ι. Η Φύση του Πολέμου
(i) Ο πόλεμος είναι ένα αμιγώς ανθρώπινο φαινόμενο. Τα κατώτερα ζώα μονομαχούν στην ζέση των ερεθισμών του φύλου και σκοτώνουν για τροφή και περιστασιακά για σπορ. Όμως οι δραστηριότητες ενός λύκου που τρώει ένα πρόβατο ή μιας γάτας που παίζει μ ένα ποντίκι δεν είναι περισσότερο πολεμοχαρείς από τις δραστηριότητες των χασάπηδων και των κυνηγών της αλεπούς. Ομοίως, μάχες μεταξύ πεινασμένων σκυλιών ή μάχες με κέρατα σε αρσενικά, είναι σαν τους τσακωμούς στις ταβέρνες και δεν έχουν τίποτε το κοινό με πόλεμο, που είναι μαζική δολοφονία που οργανώνεται εν ψυχρώ. Κάποια κοινωνικά έντομα, είναι αλήθεια, εκστρατεύουν για να πολεμήσουν σε στρατούς, αλλά οι επιθέσεις τους πάντοτε κατευθύνονται εναντίον των μελών ενός άλλου είδους. Ο άνθρωπος είναι μοναδικός στο να οργανώνει μαζικές δολοφονίες του είδους του.
(.ιι) Κάποιοι βιολόγοι, από τους οποίους ο πλέον επιφανής είναι ο Sir Arthur Keith, θεωρούν ότι ο πόλεμος ενεργεί σαν το ‘κλαδευτήρι της φύσης’, εξασφαλίζοντας την επιβίωση του ισχυρότερου μεταξύ πολιτισμένων ατόμων και εθνών. Αυτό είναι προφανώς άνευ νοήματος. Ο πόλεμος τείνει να εξοντώνει τους νέους και τους δυνατούς, και να χαρίζεται στους μη υγιείς. Ούτε υπάρχει κάποιος λόγος για να υποθέσουμε ότι άνθρωποι που έχουν παράδοση στην βία και στην καλή τεχνική για την διεξαγωγή πολέμου υπερέχουν των άλλων ανθρώπων. Τα πιο πολύτιμα ανθρώπινα όντα δεν είναι απαραίτητα τα πιο πολεμοχαρή. Ούτε είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι είναι πάντοτε οι πλέον πολεμοχαρείς αυτοί που επιβιώνουν. Θα μπορούσαμε να ανακεφαλαιώσουμε, λέγοντας ότι, στην έκταση που έχουμε να κάνουμε με άτομα, ο πόλεμος επιλέγει ενάντια στο είδος. Στην έκταση που έχει να κάνει με έθνη και λαούς επιλέγει αμιγώς τυχαία, κάποιες φορές εξασφαλίζοντας την κυριαρχία και την επιβίωση των πλέον πολεμοχαρών λαών, κάποιες φορές, αντιθέτως, εξασφαλίζοντας την καταστροφή τους και την επιβίωση του μη πολεμοχαρή.
(iii) Υπάρχουν στις μέρες μας κάποιες πρωτόγονες κοινωνίες, όπως αυτή των Εσκιμώων, στις οποίες ο πόλεμος είναι άγνωστος ακόμη και αδύνατον γι αυτούς να τον σκεφτούν. Όλες όμως οι πολιτισμένες κοινωνίες είναι πολεμοχαρείς. Εγείρεται το ερώτημα για το κατά πόσο η συνδιακύμανση μεταξύ πολέμου και πολιτισμού είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες τείνουν προς το συμπέρασμα ότι ο πόλεμος έκανε την εμφάνισή του σε μια δεδομένη χρονική στιγμή στην ιστορία του πρώιμου πολιτισμού. Υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η άνοδος του πολέμου συσχετίστηκε με μια απότομη αλλαγή στην σύσταση της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτή η αλλαγή, όπως προτείνει ο Dr.J.D. Unwin, μπορεί να από μόνη της να έχει συνδυαστεί με την αύξηση της αυτοσυγκράτησης στις σχέσεις των φύλων, εκ μέρους της άρχουσας τάξης των πολεμοχαρών κοινωνιών. Τα αρχαιολογικά συμπτώματα αυτής της αλλαγής είναι ή περίπου απότομη εμφάνιση των βασιλικών παλατιών και των διεξοδικά επεξεργασμένων ταφικών μνημείων. Η άνοδος του πολέμου φαίνεται να συνδέεται με την άνοδο προκατειλημμένων με τον εαυτό τους ηγετών, προκατειλημμένων με τις ιδέες της προσωπικής κυριαρχίας και της προσωπικής μετά θάνατον επιβίωσης. Ακόμη και σήμερα, όπου υποτίθεται ότι κυριαρχούν τα οικονομικά σκεπτικά, ιδέες ‘δόξας’ και ‘αθάνατης φήμης’ ακόμη ζυμώνονται στα μυαλά των δικτατόρων και των στρατηγών, και παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην πρόκληση του πολέμου…»
Δεν είναι βεβαίως ασυσχέτιστη η εκάστοτε εμπλοκή του πολέμου με τις αγορές των ομολόγων και κρατικούς δανεισμούς.
Συνεχίζοντας με την ανάγνωση του κειμένου του κ. Ψάλτη αναρωτιέμαι κατά πόσο η σκέψη του θα μπορούσε να συνδεθεί αφενός με την σκέψη του Καστοριάδη (αναφορικά με το φαντασιακό) αλλά και την ορθόδοξη πατερική σκέψη (αναφορικά με τον άχρονο χαρακτήρα της Βασιλείας του Θεού και την ταύτιση του ανθρώπινου θελήματος με το θέλημα του) – κατ επέκταση ή ίσως καθ υπέρβαση της σκέψης του Friedrich Nietzsche και ίσως στην συνέχεια σχετικού άρθρου που αναρτάται εκ παραλλήλου από το αντίφωνο και αφιερώνεται στην σκέψη του Αγιου Μάξιμου του Ομολογητή.
Αντίστοιχες απόψεις, τόσο από την μεριά των λίγων εξουσιαστών όσο και των πολλών εξουσιαζόμενων, προκύπτουν αναφορικά και με τον ρόλο του εαυτού, ως σκηνοθέτη που ερμηνεύει, προωθεί και συνδέει τους ρόλους στην προσπάθεια να κατευθύνει ή να εξελίξει την πλοκή (ή τους συνειρμούς που προκαλεί η πλοκή) σύμφωνα με τις επιθυμίες του, δίχως να χάσει την αποδοχή του κοινού (ή του ψυχαναλυτή) που τον κρίνει για το τελικό αποτέλεσμα της παρουσίασης των γεγονότων που αναλαμβάνει να αναδείξει.
Ο Hume συνεχίζοντας τις απόψεις του αναφορικά με την συμβατότητα της ελεύθερης βούλησης και του προκαθορισμού των επιθυμιών, αρνείται ότι ο άνθρωπος μπορεί να έχει μια πραγματική σύλληψη του εαυτού του, έχοντας απλώς την εμπειρία μιας δέσμης αισθήσεων, καθώς ο εαυτός δεν είναι τίποτε άλλο από μια δέσμη αιτιακά συνδεδεμένων αντιλήψεων.