
Κάθε φορά που κοντοζυγώνει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου με ζώνουν τα φίδια. Σκέφτομαι το οπτικοακουστικό υλικό που θα κυκλοφορήσει στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», στο οποίο οι μαθητές θα απαντούν άλλα αντί άλλων σχετικά με τον εορτασμό, και… δαιμονίζομαι. Παλιότερα τους έκανα χάζι τους νεολαίους, υποθέτοντας ότι παίρνουν στο ψιλό τους ρεπόρτερ. Μετά βεβαιώθηκα ότι είναι τωόντι άγευστοι της γιορτής και ανυποψίαστοι του περιεχομένου της.
Και κοντά στα σχολιαρούδια πολλοί νταβραντισμένοι ενήλικοι που, έχοντας δυσανεξία σε οτιδήποτε ούτως ειπείν εθνικό, στρογγυλεύουν με δικολαβισμούς την αποστροφή τους βρίσκοντας παρωχημένες τις παρελάσεις (τις συγκεκριμένες) ή θεωρώντας καλύτερο να γιορτάζουμε τη λήξη του πολέμου και όχι το ξεκίνημά του!
Εχουν τα δίκια τους οι άνθρωποι. Οι πόλεμοι είναι, πράγματι, αγριευτικές καταστάσεις και οι παλιοί ήσαν ακάτεχοι από τις σημερινές μετωνυμίες των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», χώρια ότι δεν είχαν και κουμπιά να πατήσουν. Εφ’ όπλου λόγχη, δηλαδή με σώμα με σώμα, έγραφαν ιδίαις χερσί και εκ του σύνεγγυς τις εποποιίες τους. Μολαταύτα οι κοινωνίες που σέβονται τον εαυτό τους και τη διαδρομή τους στον χρόνο τιμούν όσους αγωνίστηκαν – πάντως όχι για να απλώνουμε εμείς μερακλίδικα τις αρίδες μας. Θέλω να πω ότι η απόδοση τιμών δεν είναι μια επετειακή ρητορεία. Είναι μια ανανεούμενη δέσμευση των επιγόνων ότι θα σταθούν ισοϋψείς με τους προγόνους. Είναι δέσμευση ότι θα πουν κι αυτοί, σαν έρθει η δική τους ώρα, τα δικά τους «όχι».
Δεν είναι προφανέστατα η δική μας περίπτωση αυτή. Εμείς ως πολιτεία παριστάμεθα αγγαρεμένοι από το πρωτόκολλο σε ξέπνοες εκδηλώσεις κι ως κοινωνία οι περισσότεροι ανησυχούμε αν βγαίνει τριημεράκι με την αργία κολλητή για να εκδράμουμε στις ανά την επικράτεια εξοχικές ταβέρνες.
Αυτές οι συμπεριφορές, που δεν θεωρώ ότι έχει κάτι υπερβολικό η λιγόλογη περιγραφή τους, μπορεί να είναι κάπως στενάχωρες για ορισμένους, αλλά κατά την κρίση μου είναι καθ’ όλα δικαιολογημένες και συγγνωστές. Οι Ελληνες του 1940 δεν παλαντζάρισαν. Νέτα σκέτα είπαν «όχι». Είπαν «όχι» σε μια υπέρτερη δύναμη και με αψηφισιά χαμογελώντας, ναι χαμογελώντας, όπως βλέπουμε στα επίκαιρα της εποχής, πήραν τα βουνά και έδειξαν μες στη σκοτεινιά πώς «απελπίζοντας την απελπισιά» περπατιέται ο δρόμος της τιμής και της ελευθερίας. Κάποιοι από αυτούς, περισσότερο ή λιγότερο σακατεμένοι, επέστρεψαν νικημένοι νικητές από τα καταράχια και κάποιοι άλλοι έμειναν για πάντα αδιάβαστοι, αλλά όχι άκλαυτοι, στα βουνά της βορείου Ηπείρου. Οι δικοί τους –γονείς, αδέρφια και παιδιά, αρραβωνιάρες και σύζυγοι– έκτοτε βαθιανασαίναν κι είχαν να διαχειριστούν τη χηρεία, την ορφάνια και τη διά βίου αναπηρία να σου λείπει ο άνθρωπός σου. Εντούτοις δεν βλαστήμησαν ούτε τη ζωή ούτε την κακή τους τύχη. Βάλανε πλάτη και φρόντισαν να μη μαγαριστεί το ψωμί που τάιζαν τα παιδιά τους. Οι αγέρωχοι αυτοί αρχοντάνθρωποι που, ασχέτως ηλικίας και φύλου, ανδροπατούσαν ήσαν δικοί μας άνθρωποι. Κοντινοί μας. Ησαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Ησαν οι συγγενείς κι οι φίλοι τους.
Η απόδοση τιμών δεν είναι μια επετειακή ρητορεία. Είναι μια ανανεούμενη δέσμευση των επιγόνων ότι θα πουν κι αυτοί, σαν έρθει η δική τους ώρα, τα δικά τους «όχι».
Εμείς πάλι είμαστε φτερά στον άνεμο. Τα φερσίματά τους αυτά μας φαίνονται exotique και ακατανόητα. Οχι απλώς επειδή δεν βρίσκουμε λόγους να εγκαταλείψουμε τη βολή μας, αλλά επειδή λέμε σε όλα «ναι» πριν καν διατυπωθεί κάποιο ερώτημα για την περιστολή της. Ξεσκολίσαμε για να γίνουμε μανατζαραίοι μιας δανειοδίαιτης ανάπτυξης κι όχι καντηλανάφτες μιας μνήμης ιερής.
Με όλα τα προηγούμενα θέλω να πω ότι η ευθύνη για τον πλημμελή εορτασμό δεν βαραίνει ούτε την ιστορικά απαίδευτη πιτσιρικαρία ούτε τους συναισθηματικά σπαγκοραμμένους εθνοφοβικούς, αλλά όλους εμάς τους επιλήσμονες. Κι αφού εμείς λησμονήσαμε πως «είμαστε από καλή γενιά», ποια περηφάνια καταγωγής να έχουν οι υπόλοιποι για τους προμάχους της ελευθερίας;
Το ερώτημα κατά πού πάει μια κοινωνία που δεν ξέρει πούθε έρχεται δεν είναι καθόλου ρητορικό. Αλλά πολύ φοβούμαι ότι και φέτος θα προσπεραστεί ως τέτοιο. Ας είναι. «Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο ποιητής. Εμείς παντελώς παροπλισμένοι δεν ανακατευόμαστε με αυτά. Σταθερή και αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητά μας παραμένει να μας βάλουν καλό βαθμό οι «οίκοι αξιολόγησης».
Yστερόγραφο
Το μνημείο του άγνωστου Στρατιώτη είναι ο χώρος που η Πολιτεία —το κράτος— αφιέρωσε στη μνήμη όσων θυσιάστηκαν για την πατρίδα (που εύχομαι όλοι να καταλαβαίνουμε ότι ως μέγεθος είναι κάτι υπέρτερο της εθνοκρατικής συγκρότησης). Ως κενοτάφιο δεν φιλοξενεί σώματα αλλά την ευγνωμοσύνη του συλλογικού σώματος για όλους εκείνους που τα οστά τους λιπαίνουν βουνά και ραχούλες «σε Μικρά Ασία, Κύπρο Λευκωσία, Βόρειο Ήπειρο».
Παρά τη χαλαρή σχέση που έχουμε με τη συντριβή του πένθους, το μνημείο —κάθε μνημείο— είναι χώρος πένθους. Και παρά τη γενικευμένη αποϊέρωση, ο χώρος του μνημείου, όπως όλα τα μνήματα, έχει ιερότητα.
Στα μνήματα, κατ’ έθος, δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως και, μάλλον καταχρηστικά, ξαγορευόμαστε παράπονα και κρίματα — δηλαδή, προσευχόμαστε και δεν προσερχόμαστε για να διοργανώσουμε χάπενινγκ.
Τα αιτήματα για ελευθερία (που προϋπόθεσή της είναι η δικαιοσύνη) δεν είναι χάπενιγκ. Είναι απόδοση τιμών σε όσους μακελεύθηκαν προηγουμένως για αυτά. Αυτά τα αιτήματα μπορούν να εκκινούν από το μνημείο αλλά μένοντας εκεί εγκλωβίζονται, κατά την εκτίμησή μου, σε μια εκτός έδρας αντιπαράθεση που τα καθιστά ατελέσφορα, επιτρέποντας στους μη πενθούντες (από μπάχαλα μέχρι κυρ-Παντελήδες) να κάνουν υποδείξεις διαχείρισης του πένθους.
Το μνημείο του άγνωστου Στρατιώτη είναι χώρος ευθύνης του Στρατού που, για όσους δεν κοροϊδευόμαστε, είναι η δημόσια υπηρεσία με τη μεγαλύτερη ίσως γραφειοκρατία — γράφω «ίσως» διότι υπάρχουν και οι επιδόσεις των Μητροπόλεων σε αυτό τον τομέα.
Η μόνη σύνδεση των θυμάτων των εθνικών αγώνων με τα θύματα του πρόσφατου σιδηροδρομικού ατυχήματος είναι το κράτος. Οι πρώτοι πέθαναν υπερασπιζόμενοι την κρατική ακεραιότητα και οι δεύτεροι σκοτώθηκαν από την κρατική ολιγωρία.
Το Μνημείο ωστόσο, υπερβαίνοντας τους διαχωρισμούς που αόκνως ανακαλύπτουμε για να τσακωνόμαστε συναμετάξυ μας, συγ-χωρεί άπαντες τους πανέλληνες και ιδίως όσους σοδιάζουν «καταρρεύσεις» ζώντας εν Ελλάδι, δηλαδή, «στο χειρότερο του Ελληνισμού κομμάτι» — κατά τον Διονύση Σαββόπουλο, ώρα καλή του.
Εν ενί λόγω, εάν χρειάζεται έκτακτη νομοθετική ρύθμιση με υπογραφές επτά υπουργών ο σεβασμός του μνημείου του αγνώστου Στρατιώτη έχουμε αποτύχει ως πολιτεία, ως πολίτες και, κυρίως, ως άνθρωποι.
Γλώσσα ρωμέικη όπως την υπέδειξε, ύμνησε και υπηρέτησε στις μέρες μας, ο Κόντογλου.
Τα δε ενοούμενα, σταράτα και αληθινά. Δυστυχώς.
Είμαστε η χώρα που ηττήθηκε δίχως να πέσει μια σφαίρα.
Εις εκ των ενόχων