Βασίλης Καραποστόλης
Οι καιροί είναι τέτοιοι που επιβάλλουν στις σκέψεις μας να πηγαίνουν πιο πέρα από εκεί όπου συνήθως έφθαναν. Συνηθίζουν πολλοί τελευταία να μετράνε και να ξαναμετράνε το δημόσιο χρέος της χώρας και να το χαρακτηρίζουν αιτία του σημερινού προβλήματος. Πράγματι, ακόμη κι αν δεν είναι τόσο υψηλό ώστε από μόνο του να δημιουργεί συνθήκες αποδιάρθρωσης της οικονομίας, το χρέος παραμένει ως μέγεθος στοιχείο νοσηρό. Δεν είναι όμως αιτία της κρίσης, είναι αποτέλεσμα. Για να εντοπίσουμε τι υπάρχει πριν απ’ αυτό και πίσω απ’ αυτό, πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: γιατί τόση ευκολία μέχρι τώρα στο να προσφεύγουμε σε πιστωτές; Η απάντηση μπορεί να βγει μέσα από την ίδια την ερώτηση. Η Ελλάδα δανειζόταν εύκολα γιατί πίστευε στην ευκολία.
Το να καταφεύγει τόσο το κράτος όσο και ολόκληρη η κοινωνία στον δανεισμό, ιδιαίτερα κατά τη μεταπολίτευση, δήλωνε πως το «έτοιμο χρήμα» προκρινόταν χωρίς δισταγμό έναντι του χρήματος που προκύπτει μέσα από τη δουλειά και τους κόπους της. Αυτοί οι κόποι ήταν που έπρεπε να λείψουν. Αυτός ο μόχθος που μύριζε ιδρώτα και που ενώ τον ελλαδικό άνθρωπο της παλαιότερης εποχής τον αντάμοιβε μ’ ένα αίσθημα ικανοποίησης ή ακόμη και περηφάνειας επειδή τα «έβγαζε πέρα», τώρα, στο άτομο της μεταπολιτιστικής αδημονίας φάνταζε σαν ανυπόφορη αγγαρεία από την οποία θα μπορούσε να απαλλαγεί. Το κύριο μέσο για να ξεφύγει από τον καταναγκασμό αυτό ήταν ο δανεισμός. Προηγήθηκε όμως μια αλλαγή μέσα στη συνείδηση του ατόμου κατά την οποία ο μόχθος απαξιώθηκε, θεωρήθηκε στείρος.
Από εκεί ξεκινά η κρίση. Η Ελλάδα πληρώνει σήμερα το ότι θέλησε μ’ ένα άλμα να περάσει από τον μόχθο στην κατανάλωση, εγκαταλείποντας το ενδιάμεσο στάδιο, που ήταν η εργασία. Αν με τον σωματικό κόπο, με το μόχθο δηλαδή, παράγονται είδη που προορίζονται κυρίως για την αυτοσυντήρηση (τα γεωργικά προϊόντα, πρώτα απ’ όλα), με την εργασία των χεριών και της νόησης παράγονται είδη που αντέχουν περισσότερο στο χρόνο. Με την υπομονή και την οργάνωσή της η εργασία δημιουργεί έναν κόσμο διαρκείας, αντικείμενα, σκεύη, μηχανές που η ζωή τους ξεπερνά κατά πολύ το χρόνο που διατέθηκε για την κατασκευή τους ή και τον ίδιο το χρόνο ζωής των κατασκευαστών τους. Στην περίπτωσή μας όμως ο κατασκευαστής είχε πάψει να βρίσκει νόημα σ’ αυτή την προσπάθεια. Ουσιαστικά, θεώρησε πως τον υποβιβάζει να μετασχηματίζει απλώς την ύλη σε φόρμες. Η φόρμα που τον ενδιέφερε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Ήθελε να δώσει στον εαυτό του την ευχέρεια να μην υπακούει στην ανάγκη, να μην υποτάσσεται στην υποχρέωση που έχει ο εργάτης να σφυρηλατεί όπως πρέπει το μέταλλο, να σκαλίζει ο μαραγκός όπως πρέπει το ξύλο, να συντάσσει ο υπάλληλος όπως πρέπει το υπηρεσιακό έγγραφο. Απέναντι στην υποχρέωση να είναι τελεσφόρος ο Έλληνας διάλεξε την ευχαρίστηση να μην καταλήγει πουθενά. Τη δυνατότητα αυτή του την πρόσφερε η κατανάλωση. Μπορούσε να αγοράζει κάτι, μετά να το αντικαθιστά, κατόπιν να ξεχνά τι είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί και για όλα αυτά τα καπρίτσια να μην πρέπει να δίνει λογαριασμό σε κανένα.
Η κατανάλωση οδήγησε τον στερημένο Έλληνα σε μια περιοχή όπου, επιτέλους, κανείς δεν του έλεγε τι να κάνει. Έτσι νόμιζε στην αρχή. Γιατί λίγο αργότερα, άρχιζε να αντιλαμβάνεται πως ούτε κι εδώ, στην πολύχρωμη και δελεαστική αγορά δεν υπήρχε ελευθερία κινήσεων. Για να ψωνίζει τα αντικείμενα της αρεσκείας του έπρεπε να έχει, φυσικά, το απαραίτητο χρήμα. Εξ ορισμού το χρήμα ισοδυναμεί με το «δύνασθαι» με μια δυνητική ικανότητα. Όποιος κατείχε ένα ποτό θα μπορούσε, εάν ήθελε, να αγοράσει το άλφα ή το δείνα αντικείμενο. Να όμως που διαπιστώθηκε ότι με την κατανάλωση, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν τίθεται θέμα δυνατότητας, αλλά και πάλι υποχρέωσης. Οφείλεις πλέον οπωσδήποτε να αγοράζεις για να είσαι κάποιος, οφείλεις να αγοράζεις ώστε οι άλλοι να σου αναγνωρίσουν ότι αξίζεις να σε θεωρούν αποδεκτό. Αναπάντεχα έτσι ο καταναλωτισμός έπληξε τη ματαιοδοξία τη στιγμή που την κολάκευε. Αφαίρεσε από το άτομο την δυνατότητα να νομίζει ότι αποδεσμεύτηκε από τις ανάγκες, του ανέτρεψε με άλλα λόγια την ιδέα που είχε για τον εαυτό του. Θυμηθείτε ότι παλαιότερα πάνω στο κέφι του ένας γλεντζές ήταν ικανός να κάψει τα χαρτονομίσματά του. Διακήρυττε, έτσι, ότι αυτός δεν θα γινόταν ποτέ ένας «δούλος του δούλου του», το χρήμα δηλαδή δεν θα κυριαρχούσε πάνω στο εγώ του κατόχου του. Ποιος τολμάει σήμερα να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο; Και δεν μιλάμε για την τωρινή συγκυρία, μιλάμε για την εικοσαετή τουλάχιστον περίοδο που προηγήθηκε.
Ήδη από τότε ήταν έκδηλη μια ορισμένη δυσθυμία μέσα στο νέο συρμό που συνίστατο στο να ξοδεύει κανείς χωρίς να το πολυσκέφτεται. Ήταν η περίοδος όπου η πολυάριθμη μεσαία τάξη τα πρωινά εργαζόταν βαριεστημένα, τα απογεύματα ανακάλυπτε ψυχολόγους για να της λύσουν τις προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις της και τα βράδια την απασχολούσε τόσο πολύ το ποια θα ήταν η πιο «επιτυχημένη» της διασκέδαση που το τέλος η όλη επιχείρηση την εξαντλούσε. Το αποτέλεσμα ήταν να δηλητηριάζεται σιγά-σιγά η ευχαρίστηση του καταναλωτή από ένα δυσάρεστο αν και αόριστο αίσθημα. Τρία-τέσσερα χρόνια προτού ξεσπάσει η κρίση ήταν κιόλας ορατό το φαινόμενο της δυσκολίας που είχαν όλο και περισσότερα άτομα να νιώσουν χαρά, και να τη μοιραστούν με άλλους. Δεν έφταιγε η κατανάλωση καθ’ εαυτή, κάτι τέτοιο είναι ανόητο να λέγεται. Η υποκατάσταση του εαυτού με την κατανάλωση, αυτό έφταιγε. Το ότι μέσα στην ευχέρεια να ψωνίζει κάποιος προϊόντα και ανέσεις μειωνόταν δραστικά η δυνατότητα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του πάνω σε κάτι που θα του αντιστεκόταν. Για να βρούμε τι αξίζουμε πρέπει να πράξουμε, έλεγε ο Γκαίτε. Δεν είναι ζήτημα λοιπόν ενδοσκόπησης ή διαλογισμού η εύρεση της προσωπικής μας ποιότητας. Είναι θέμα δοκιμής και δοκιμασίας. Και αν δεν υπάρχει μια πραγματικότητα που να σου προβάλλει αντίσταση, ποτέ δεν μαθαίνεις αν είσαι αρκετά έξυπνος, ικανός, συνεπής, επινοητικός κ.τ.λ. Μέσα στον καταναλωτισμό αγνοούμε το ποιοί είμαστε. Αυτό το μαθαίνουμε μόνο με την εργασία. Άρα εκεί βρίσκεται και η λύση του προβλήματος της κρίσης.
Για ένα διάστημα τριάντα τόσων χρόνων η Ελλάδα αντάλλαξε τη φτώχεια που είχε περάσει έως τότε με την ευχαρίστηση να συμπεριφέρεται σαν να ήταν εύπορη. Η στάση αυτή δεν θα πρέπει να καταδικαστεί ολοκληρωτικά. Γιατί ως ένα βαθμό εμπεριέχει και αποκαλύπτει τη χαρά της ζωής, την κατάφαση σε ό,τι τερπνό υπάρχει στον κόσμο. Και ο κόσμος μας διαθέτει πάντα ακαταμάχητα θέλγητρα (μη ξεχνάμε εξάλλου και πόσοι ξένοι τα λιμπίστηκαν). Άλλο όμως να απολαμβάνεις πράγματα, κι άλλο να χαίρεσαι τον εαυτό σου. Και τον εαυτό μας μπορούμε να τον χαρούμε μόνο όταν του δίνουμε την ευκαιρία να εκδιπλωθεί, να γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Εκεί όπου μπορεί να συμβεί αυτό είναι μόνο στη σφαίρα της εργασίας. Ένας άνθρωπος ή κι ένα σύνολο ανθρώπων κρίνεται τελικά από τα έργα του, από τις πράξεις του, όχι απ’ αυτό που θα ’θελε να είναι ή που επιδεικνύει ότι είναι. Ο υπέρμετρος δανεισμός της Ελλάδας οφείλεται σ’ αυτή την παραίσθηση: θεωρήθηκε πως θα ήταν δυνατόν έναν ολόκληρο λαό κι έναν ολόκληρο πολιτισμό να τον αντιπροσωπεύσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, κι αυτά τα στοιχεία να του δίνουν απάντηση στο ερώτημα: «ποιος είμαι». Το εγχείρημα αυτό απέτυχε. Μέσα στην οικονομική ευμάρεια, τη στηριγμένη στο δημοσιονομικό έλλειμμα, παρέμεινε εκείνο το άλλο έλλειμμα, το ψυχικό και ηθικό, που δεν αφήνει τους Έλληνες να καυχηθούν για όσα πέτυχαν. Δεν ήταν μήπως αρκετό ότι έχτισαν σπίτια; Ότι αγόρασαν αυτοκίνητα; Φαίνεται πως όχι. Για να ήταν βαθύτερα ικανοποιημένοι θα έπρεπε να είχαν δουλέψει διαφορετικά, όχι σαν επιτήδειοι και απατεωνίσκοι, όχι κατ’ απομίμηση των αξιωματούχων του κράτους και των πολιτικών οι οποίοι με τις ολιγωρίες τους και την ασυνέπειά τους προσέφεραν ένα πρότυπο και μαζί ένα άλλοθι για τα λαϊκά ελαττώματα. Η άλλη προοπτική, ωστόσο, δεν έχει ακόμα κλείσει εντελώς. Και δεν λέγεται ούτε «εργασιοθεραπεία» ούτε προτεσταντικού τύπου ασκητισμός της εργασίας, λέγεται αυτοπραγμάτωση μέσα στη δουλειά.
πηγή: http://tvxs.gr/news/έγραψαν-είπαν/τι-πρέπει-να-κάνουμε-0
Καλό το άρθρο και σωστό το συμπέρασμα αλλά μάλλον ελλιπές κατά την γνώμη μου.
Το πρόβλημα είναι ότι όχι μόνο πρέπει (όπως πολύ σωστά γράφει ο κ. Καραποστόλης) να βρεθεί μια νέα σχέση του Έλληνα με την παραγωγική διαδικασία (βλ. “εργασία”) αλλά και να αποδεχθεί ότι ένα μέρος της θα πρέπει να πηγαίνει για να κλείσουν οι μαύρες τρύπες του χρέους. Αυτό το τελευταίο απαιτεί να αποκτήσει ο Έλληνας ΚΑΙ νέα σχέση με τους θεσμούς αλλά ΚΑΙ με τους ηγήτορές του.
Ευχαριστώ.
Ο κ. Βλάσσης αναλύει με τρόπο απλό και διεισδυτικό το πρόβλημα μιας κοινωνίας που θέλησε να αλλάξει εγκαταλείποντας το πείσμα και την υπερηφάνια της άξιας προσπάθειας στον λαϊκισμό του Ανδρέα & του βωβού Εθνάρχη και θαύμασε την έλλειψη ηθικής τους. Σύρθηκε και ευτελίστηκε τώρα λοιπόν προσδιορίζεται από το χρήμα που έχει ή δεν έχει όχι από τις αξίες που είχε και δεν έχει πια αφού έγινε οπαδός και όχλος δοξαστικός του πιο αυταρχικού πολιτικού συστήματος της Ευρώπης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πλούτο ορυκτό, θαλάσσιο και φυσικό το μεγάλο στοίχημα είναι εάν έχει πλούτο ανθρώπινο και αξιοποιήσιμο.
[quote name=”Ευάγγελος Βαρελίδης”]
Κύριε Καραποστόλη.
Γιατί δεν βάζετε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων.
Δεν γίναμε μόνοι μας έτσι όπως μας περιγράφετε, μας έφτιαξαν έτσι η πορνογραφία, τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, η διαφήμιση, η ολοκληρωτική κατάρευση του Θεσμικού Δικαίου, η κυριαρχία του χυδαίου παντού και η παντελής αποϊεροποίηση της Ζωής.
Κύριε Καραποστόλη, η σημερινή κατάντια, το σημερινό τίποτα του Ανθρώπου είναι συνειδητό έργο μιας εξουσιολάγνας Ελίτ, η οποία ευδαιμονεί πάνω από την θλίψη του ανθρώπου.
Διότι ο Άνθρωπος, από Συνδημιουργός του Κόσμου, με δική της παρέμβαση, μεταστοιχειώθηκε σε βδέλυγμα του Κόσμου.
Αυτή είναι και η αιτία της θλίψης του![/quote]
Πολύ σωστά κυριε Βαρελίδη, αλλά που είναι η προσωπική και η συλλογική μας ευθύνη? Γιατί αποδειχθηκαμε τόσο άκριτοι, αφελείς και ανεύθυνοι; Εν κατακλείδι μόνο τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί φταίνε; Μήπως τελικά είναι στη βιολογική μας (η ψυχική αν θέλετε) υπόστασή μας η απληστία;
Κύριε Βαρελίδη,
Εχω διαφορετική άποψη. Οι άνθρωποι μέσα απο τον κοινωνικό τους βίο δημιουργούν το πολιτιστικό τους περιβάλλον και αυτό με τη σειρά του τους κάνει αυτό που τελικά είναι. Ετσι δημιούργησαν τη φιλοσοφία, τη τέχνη, την επιστήμη αλλά και τις μεγάλες θρησκείες ως παρηγοριά για το αναπόφευκτο τέλος τους. Ομως η ανθρώπινη φύση έχει και τη σκοτεινή της πλευρά (εννοώ την καταστροφικότητα). Και αυτό το βλέπουμε οχι μόνον στην Ιστορία που γέμει βίας, πολέμων, και τρομερών καταστροφών αλλά και καθημερινά στον προσωπικό αλλά και στο συλλογικό βίο μας. Η σωστή αγωγή μετριάζει μάλλον αυτή την καταστροφικότητα και ευοδώνει τις θετικές και δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων. Ομως, δεν πιστεύω οτι τις εξαλείφει οριστικά. Μοιαζουν αυτές να είναι έμφυτες. Αυτό όμως δεν σημαίνει οτι δεν πρέπει να προσπαθούμε και, ασφαλώς, να ελπίζουμε. Οπως έγραψε και ο Θουκιδίδης για τα ανθρώπινα δεινά: “…γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ”.
Κύριε Καραποστόλη,
Παλιά, όταν διάβαζα στους τοίχους της πόλης τη γνωστή αναρχική ρήση “Άν ο πλούτος ήταν αποτέλεσμα της εργασίας, όλοι οι εργαζόμενοι θα ήταν πλούσιοι”, γελούσα. Το θεωρούσα αστείο.
Δεν ήταν!
Οι Έλληνες -με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ- εργάζονται περίπου 400 ώρες περισσότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κι όμως έχουμε την πιο προβληματική οικονομία. Γιατί; Γιατί τελικά ο πλούτος -ή η φτώχια- είναι αποτέλεσμα διαπλοκής, παρασκηνίου και προειλημμένων αποφάσεων σε κάποια δώματα άδυτα για εμάς τους απλούς πολίτες.
Όσο για το ότι η αυτοπραγμάτωση περνάει μέσα από την εργασία, συμφωνώ απόλυτα. Γι αυτό εξάλλου η εργασία είναι δικαίωμα.
Όμως, η δουλειά ενός εργάτη σε εργοστάσιο που επαναλαμβάνει επί 8 ώρες τις ίδιες μηχανικές κινήσεις ή η δουλειά ενός υπαλλήλου που διεκπεραιώνει χωρίς να έχει εικόνα του συνολικού σχεδιασμού, ή η δουλειά του οικονομικού στελέχους που είναι απολύτως επικεντρωμένη στα κέρδη μια απρόσωπης οντότητας -της επιχείρησης, ή…,ή…,ή…, όλες αυτές οι δουλειές που καλούμαστε να κάνουμε εμείς οι απλοί άνθρωποι χάριν της βελτίωσης των οικονομικών των δικών μας και του κράτους ΔΕΝ βοηθούν την προσωπική μας ανάπτυξη. Το αντίθετο ίσως!
Επιπρόσθετα, όταν το πλαίσιο είναι σαθρό μόνο άγιοι και ήρωες τολμούν να δράσουν διαφορετικά από τις επιταγές του. Και βέβαια αυτοί είναι σπάνιοι.
Μην προσπαθείτε λοιπόν να ρίξετε τα βάρη στον απλό Έλληνα. (Δεν είναι άγιος ούτε ήρωας) Εξάλλου αυτό το έκαναν για μήνες και με τεράστια επιτυχία τα “μέσα”, κατασυκοφαντώτας έναν ολόκληρο λαό, με στόχο βέβαια την πρόκληση του γνωστού πια “σοκ και δέους” ώστε να κατορθώσουν την ψυχολογική και πνευματική μας παράλυση.
Αν όμως όλοι οι Έλληνες γινόμαστε ήρωες και άγιοι, και πάλι δεν θα ακολουθούσαμε τις συμβουλές σας για το “τι πρέπει να κάνουμε”, γιατί αυτές είναι προτάσεις εντός του παρόντος σαθρού πλαισίου.
…Θα αλλάζαμε το ίδιο το πλαίσιο!
Ειρηνικά εύχομαι …και ελπίζω.
Με εκτίμηση
Κωνσταντίνα
Μια έξοχη, εδώ, ανάλυση από τον κ. Βασίλη Καραποστόλη!
Χρόνια και χρόνια (ατυχώς) μπροστά από την κενολογία της καθεστηκυϊας κρισεολογίας.
Με μόνο σημείο ενδόσεως στα… τετριμμένα, την αναφορά του στους πολιτικούς [i]«οι οποίοι με τις ολιγωρίες τους και την ασυνέπειά τους προσέφεραν ένα πρότυπο και μαζί ένα άλλοθι για τα λαϊκά ελαττώματα»[/i].
Αν οιπολιτικοί μας εκπρόσωποι – αντιτείνω – δεν ήταν όπως ακριβώς συμβαίνει να είναι τότε, πολύ απλά, δ ε ν_θ α_τ ο υ ς_ξ έ ρ α μ ε ως πολιτικούς εκπροσώπους. Και δεν θα τους ξέραμε διότι καμμία απολύτως “κρίσιμη μάζα” ψηφοφόρων δεν θα τους είχε, ουδέποτε, αναγνωρίσει ως… εκφραστές της.
Μάθημα υπέρβασης όλων των κοινοτοπιών, ωστόσο, σύνολη η υπόλοιπη έκταση ετούτου του άρθρου.
Εξαιρετική η τοποθέτηση της Κωνσταντίνας. Ομολογώ εντυπωσιαστηκα. Ιδίως “γιατί αυτές είναι προτάσεις εντός του παρόντος σαθρού πλαισίου.
…Θα αλλάζαμε το ίδιο το πλαίσιο!”.
Το σχόλιο της Κωνσταντίνας θα έπρεπε να είναι το κυρίως άρθρο και όχι η ανάλυση του κ. Καραποστόλη, το οποίο μοιάζει με “ξαναζεσταμένο φαγητό” και μάλιστα άνοστο. Επιπλέον, μια πραγματικά βαθειά ανάλυση, δεν θα παρέβλεπε το ότι η στροφή στον άκριτο καταναλωτισμό του Νεοέλληνα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες μπορεί να είναι αλήθεια, και είναι, αλλά επ’ ουδενί δεν είναι αίτιο της κρίσης, αλλά απλώς πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξή της. Η Ολλανδία έχει ιδιωτικό χρέος τεράστιο, λόγω υπερκαταναλωτισμού και ευμάρειας, κι όμως η Οικονομία της ανθεί. Η κρίση δεν οφείλεται σε εγχώριους παράγοντες, στηρίζεται όμως σ’ αυτούς. Οφείλεται στην αδηφαγία των κατ’ ευφημισμόν λεγόμενων “Αγορών”, γιατί το πετρέλαιο, τα ορυκτά, κ.τ.λ έχουν μυρωδιά, και τα λαγωνικά το ξέρουν προ πολλού. Έτσι ρημάχτηκε η Αφρική, η Λατινική Αμερική, το πρώην Σοβιετικό Μπλοκ, κ.τ.λ., από γεράκια τύπου ΔΝΤ, ΕΚΤ, και παρόμοιους μεταμφιεσμένους Οργανισμούς. Ουσιαστικά για τον λόγο αυτό, του φυσικού πλούτου, ουδέποτε η Ελλάδα υπήρξε πραγματικά ελεύθερο κράτος, ούτε και μέχρι σήμερα.
“αυτοπραγμάτωση μέσα στη δουλειά”… ωραίο ακούγεται.
Αρκεί από δίπλα να βάλουμε πολλούς πάρα πολλούς αστερίσκους – προϋποθέσεις…
Όπως, ας πούμε, να έχω την δυνατότητα να κάνω την δουλειά με τον δικό μου μοναδικό τρόπο.
Αν ο όρος “αυτοπραγμάτωση” υποδηλώνει μια ανοιχτή διαδικασία έρευνας, ωρίμανσης, αναθεώρησης, αναμέτρησης, ανάδειξης και εν τέλει ολοκλήρωσης των χαρακτηριστικών μιας προσωπικότητας που προσπαθεί να γίνει, τότε η δουλειά πρέπει και αυτή να έχει κάτι από αυτόν τον χαρακτήρα, δηλ. να ακολουθεί αυτή την κίνηση και να μην την καθηλώνει. Δηλαδή να είναι δουλειά ανθρώπων και όχι σκλάβων της αρχαιότητας, δουλοπάροικων του μεσαίωνα ή αυτοματοποιημένων ανθρωποσκιών της σύγχρονης βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Η δουλειά, στην ρεαλιστική της διάσταση, απαιτεί ένα βαθμό αλλοτρίωσης του ατόμου και ως τέτοια δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι το πεδίο της αυτοπραγμάτωσής του. Άλλο είναι το πεδίο και το επίπεδο της απαρτίωσης μιας προσωπικότητας, ενός υγιούς Εγώ (τόσο ανοίκειο και παρεξηγμένο στην ελληνική πραγματικότητα), το οποίο κατατείνει και, κάποτε, (πραγματικά, ουσιαστικά, επίπονα) είναι σε θέση να “αγαπά και να εργάζεται” (Φρόιντ).