Ὁ Μάιος φέρων εἴκοσι ἐννέα
Στὴ μνήμη τοῦ παπα-Ἀνανία (Κουστένη)
Διαβάζουμε στὸ Χρονικὸ τῆς Ἅλωσης, γραμμένο ἀπὸ τὸν Μιχαήλ Δούκα: «Ὁ βασιλεὺς οὖν ἀπαγορεύσας ἑαυτόν, ἱστάμενος βαστάζων σπάθην καὶ ἀσπίδα, εἶπε λόγον λύπης ἄξιον: «οὐκ ἔστι τις τῶν Χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τὴν κεφαλήν μου ἀπ’ ἐμοῦ;» ἦν γὰρ μονώτατος ἀπολειφθείς. Τότε εἷς τῶν Τούρκων δοὺς αὐτῷ κατὰ πρόσωπον καὶ πλήξας, καὶ αὐτὸς τῷ Τούρκῳ ἑτέραν ἐχαρίσατο· τῶν ὄπισθεν δὲ ἕτερος καιρίαν δοὺς πληγήν, ἔπεσε κατὰ γῆς· οὐ γὰρ ᾔδεισαν ὅτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ’ ὡς κοινὸν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν. [...] Ἦν γὰρ ὥρα πρώτη τῆς ἡμέρας...»
Μονώτατος ἀπολειφθεὶς ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἔλαβε τὸ τέλος ὡς ἁπλὸς στρατιώτης, φυλάγοντας τὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας. Κοντὰ στὸ σημεῖο τῆς θανῆς του βρίσκεται ἡ Μονὴ τῆς Χώρας, καθὼς ἡ Χώρα ἦταν προάστειο τῆς Πόλης ἐντὸς τῶν θεοδοσιανῶν τειχῶν. Ἐκεῖ, λοιπόν, τὴν πικρὴ ἐκείνη νύχτα τοῦ χαλασμοῦ, εἶχε σταθμεύσει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, προστάτιδας της Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της καὶ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Τὶς μέρες τῆς πολιορκίας, ὅπως ἦταν συνήθειο σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἡ εἰκόνα λιτανεύονταν στὴν περίμετρο τῶν τειχῶν, καθὼς γιὰ τοὺς βυζαντινούς μας προγόνους, ὅπως γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο, ἡ Θεοτόκος ἦταν Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Κι ἔμεινε Στρατηγίνα καὶ Ὑπέρμαχος τοῦ ὑπόδουλου Γένους, φτάνοντας ὣς τὰ δικά μας χείλη, τῶν Ἑλλήνων τοῦ σήμερα, τὸ Κοντάκιό της, ποὺ ἔγινε ὁ πρῶτος ἐθνικός μας ὕμνος μετὰ τὸ Εἰκοσιένα καὶ ποὺ τὸ ψάλλουμε σὲ κάθε εὐκαιρία ἐθνικῆς ἑορτῆς καὶ πανηγύρεως.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, λοιπόν, βρέθηκε ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐκεῖ, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ λιτάνευσή της τὴν ἑπομένη ἤ, κατ’ ἄλλη έκδοχή, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ὀθωμανικῆς ἐπίθεσης καὶ ὁ βασιλιᾶς μὲ τοὺς στριατιῶτες ἤθελαν νὰ τὴν αἰσθάνονται ἀπὸ κοντά τους. Ἔτσι, οἱ γενίτσαροι, ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ ξετρυπώνουν μεσ’ τὴν Πόλη ἀπὸ τὴ μοιραία Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, ἔφτασαν στὴ διπλανὴ Μονὴ τῆς Χώρας λεηλατῶντας. Καὶ ἰδοὺ τὰ γεγονότα: «Οἱ δὲ τῆς αὐλῆς τοῦ τυράννου ἀζάπιδες, οἳ καὶ γενίτζαροι κέκληνται, οἱ μὲν ἐν τῷ παλατίῳ1 κατέδραμον, οἱ δὲ πρὸς τὴν μεγάλου Προδρόμου μονὴν τὴν ἐπικεκλημένην Πέτραν, καὶ ἐν τῇ μονῇ τῆς Χώρας ἐν ᾗ καὶ ἡ εἰκὼν τῆς Πανάγνου μου Θεομήτορος ἦν εὑρισκόμενη τότε. Ἐκεῖ, ὦ γλῶσσα καὶ χείλη ἡ μέλλουσα φθέγξασθαι τὰ τῇ εἰκόνι συμβάντα διὰ τὰς ἁμαρτίας σου! Ἀγωνιζόμενοι οἱ ἀποστάται τοῦ καταδραμεῖν καὶ ἄλλοθι, πέλεκυν ὁ εἷς τῶν ἀσεβῶν ἐκτείνας ὑπουργούντων τῶν μιαρῶν χειρῶν αὐτοῦ εἰς τέσσερα διεῖλε, καὶ σὺν τῷ τυχόντι κόσμῳ ἕκαστος τὸ ἴδιον μερίδιον ἔλαβε, κλῆρον βάλοντες, καὶ τὰ τῆς μονῆς τίμια σκεύη ἁρπάσαντες ᾤχοντο. [...] Ἦν γὰρ ὁ Μάιος φέρων εἴκοσι ἐννέα...»
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὁδηγήτριας, τὸ σέμνωμα τῆς Πόλης, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Δούκα, διεμερίσθη ἀπὸ τοὺς κατακτητές σὰν τὰ ἰμάτια τοῦ Σταυρωμένου Χριστοῦ. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ Ρωμαίοι ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, κατάλαβαν τὴν ἀξία τοῦ χιτώνα καὶ δὲν τὸν ἔσχισαν, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς βαρβάρους στρατιῶτες τοῦ Μωάμεθ, ποὺ κομματιάζοντας τὴν εἰκόνα-λάφυρό τους, τὴν κατέστησαν μᾶλλον ἄχρηστη πρὸς πλουτισμό τους καὶ ἀγοραπωλησία. Ὅπως, ἄχρηστη ἀφῆκαν τρεῖς μέρες μετὰ καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὥστε ἡ περίλαμπρη αὐτὴ πόλη νὰ μείνει σχεδὸν ἀκατοίκητη τὰ ἐπόμενα χρόνια, σωρός ἐρειπίων, σὰν κανένα τρομερό θαλάσσιο κῆτος ποὺ τὸ ξέβρασε νεκρὸ τὸ κῦμα. Ἡ Θεοτόκος ἀπόμεινε κι αὐτὴ κομμάτια, μετὰ τὴν συντριβὴ τοῦ πολύτιμου ἀλάβαστρου, τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, τῆς πόλης τῶν πόλεων, γιὰ νἄρθει ὁ ἁπλὸς πιστὸς λαός της νὰ τὴν παρηγορήσει, Ἐκείνη, τὴν πηγὴ κάθε παρηγορίας: «Σώπασε, κυρὰ-Δέσποινα καὶ μὴ πολλὰ δακρύζεις, / πάλι μὲ χρὸνους μὲ καιροὺς πάλι δικά σου θἄναι». Προσέξτε ἐδῶ τὴ σοφία τῶν ἁπλῶν: «δικά σου» λέει τὸ τραγούδι κι ὄχι «δικά μας», ὅπως θέλει τὸ ἐθνολετήριο ἀφήγημα.
Κι ἔρχονται τώρα μέρες πονηρὲς ποὺ λὲς κι ἡ Ἅλωση συνεχίζεται, πολυχρόνιο μαστίγιο καὶ μαρτύριο γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς Γένους τρισευλογημένου ἀπὸ τὸ Θεὸ κι, ὡστόσο, ἄμυαλου κι ἐπ’ ἐσχάτων ἄπιστου. Ὁ τύραννος, φεῦ, γνωρίζει νὰ μᾶς ἐμπαίζει μὲ τὰ σύμβολα τῆς ἦττας μας: Μετὰ τὴν Ἁγια-Σοφιά, τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία, ἦρθε ἡ σειρά τῆς Χώρας, μὲ τὴν ἀντίστροφη φορὰ τῶν γεγονότων ἐκείνης τῆς ἡμέρας: «...ἦν γὰρ ὁ Μάιος φέρων εἴκοσι ἐννέα, καὶ ὁ πρωϊνὸς ὕπνος ἡδὺς ἦν ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν νέων καὶ νεανίδων, ὡς χθὲς γὰρ καὶ πρότριτα, θαρρῶντες ἀμερίμνως ἐκοιτάζοντο. Τότε στῖφος πολὺ τῶν ἀσεβῶν ᾤχετο τὸν δρόμον τὸν ἀπάγοντα ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ... πρωΐας γὰρ οὔσης, ἔτι λυκοφεγγούσης τῆς ἡμέρας...». Ἀνυποψίαστοι κι ἐμεῖς, πὼς κανένα κακὸ δὲν θὰ συντύχει, κοιταζόμεθα (κοιμώμαστε) ἀμερίμνως, θεωρούντες ψέματα καὶ μύθο τὴν Ἅλωση: «...τινὲς τῶν ῾Ρωμαίων ἐν τῇ εἰσβολῇ τῶν Τούρκων καὶ τῇ φυγῇ τῶν πολιτῶν ἔφθασαν... διαβαίνοντες τοῖς μέρεσι τοῦ Ταύρου καὶ περαιοῦντες τὸν Κίονα τοῦ Σταυροῦ2, αἱματόφυρτοι ὄντες ἠρωτῶντο ὑπὸ τῶν γυναικῶν» καὶ οἱ γυναῖκες «ἤκουον τὴν ἀπευκτέαν ἐκείνην φωνήν: ἐντὸς τοῦ τείχους τῆς πόλεως πολέμιοι κατασφάττοντες τοὺς ῾Ρωμαίους!» Καὶ «τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἐπίστευσαν, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ὑβρίσαντες καὶ ἐξουθενίσαντες τὸν ἀπαίσιον μηνυτήν», ὕστερα «ἔγνωσαν ὅτι ἤγγικεν ἐν χείλεσι τὸ ποτήριον τῆς ὀργῆς»3.
Καμιά φορά, τὸ νὰ διαβάζεις Ἱστορία εἶναι σὰν νὰ ἀποκρυπτογραφεῖς ὅσα γίνονται σήμερα ἢ ὅσα μέλλεται νὰ γίνουν. Ἀλλ’ ἂς μὴ γίνουμε προφῆτες. Ἂς μείνουμε προσκυνητὲς τῆς Χώρας τοῦ Ἀχωρήτου – οἱ ψηφιδογράφοι κεντοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Σωτῆρος: Χώρα τῶν Ζώντων! «Στὴν Παναγιὰ τῆς Χώρας», ὅπως τὴν καλεῖ ὁ Γιῶργος Σεφέρης: «Κι ἐδῶ συνέχεια τῆς καταστροφῆς. Ἀπὸ τὰ παλιὰ μνημεῖα, εἶναι τὰ χριστιανικὰ ποὺ ἀντιπαθοῦν περισσότερο. Ἂν δὲν ἦταν ὁ ἐπίμονος αὐτὸς γέρος4, καὶ τοῦτο ἐδῶ θὰ εἶχε πάει περίπατο. Ὑφάσματα στὰ ψηφιδωτά, οἱ πτυχές τους, ὁ ἄνεμος στὰ κυπαρίσσια τῆς Ἑπτὰ βηματίζουσας5, οἱ “ἀρχιτεκτονικές τους” – τί σκηνικά». Τώρα τὰ κυπαρίσσια ποὺ γράφουν τὸν ἄνεμο, ἡ πόλη ποὺ σμιλεύουν οἱ ψηφίδες καὶ τὰ βῆλα ποὺ κυματίζουν στὶς σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο τῆς Θεοτόκου, τὰ σκεπάζουν κάτι πλαστικὲς λευκὲς ὀθόνες, γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύονται οἱ νεό-Τουρκοι.
Ἀλλ’ ἔρχεται καιρός, κυρὰ-Δέσποινα. Κι ἔτσι κι ἀλλιῶς, πάντα δικά σου εἶναι! Ἢ, ὅπως τὄλεγε ἕνας σύγχρονος γέρων, ὁ παπα-Ἀνανίας: «Τὰ κλοπιμαῖα –ἀργὰ ἢ γρήγορα– ἐπιστρέφονται». Ἄχρηστα, ἄλλωστε, ἔτσι τσακισμένα ἀπ’ τὴν Ἅλωση, ἔρημα καὶ θλιμμένα, εἶναι στὰ χέρια τῶν κατακτητῶν.
Σημειώσεις:
- Τὸ παλάτι τοῦ Πορφυρογέννητου (ἢ τῆς Πορφύρας – ἐρείπια τοῦ Τεκφούρ-Σεράι σήμερα) εἶναι κολλητά στὴν Κερκόπορτα καὶ δίπλα στὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ.
- Ἡ πλατεία τοῦ Ταύρου ἦταν κεντρικὴ πλατεία τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως καὶ ἐκείνη μὲ τὸν Κίονα τοῦ Σταυροῦ, στὸ Φόρουμ τοῦ Κωνσταντίνου, ὅπου πάνω στὸν κίονα, ποὺ κάποτε στέκονταν τὸ ἄγαλμα τοῦ ἰδρυτῆ, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπῆρχε ἕνας Σταυρός. Κάτι περίπου, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, σὰν τὴν πλατεία τῶν Ἀεροπόρων (Καραϊσκάκη) καὶ τὴν πλατεία Ὀμονοίας στὴ σύγχρονη Ἀθήνα.
- Τὸ κείμενο τοῦ Δοῦκα ἀπὸ τό: «Περὶ Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453), συναγωγή κειμένων... ὑπὸ Νικολάου Β. Τωμαδάκη», Ἀθῆναι, Τυπογραφεῖον ἀδελφῶν Μυρτίδη, 1969, σσ. 63-64.
- Ἐπίμονος γέρος εἶναι ὁ Ἀμερικανὸς ἀρχαιολόγος καὶ συντηρητὴς τῆς Μονῆς τῆς Χώρας καὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας Τόμας Γουίτμορ, χάριν στὸν ὁποῖον τὰ δύο μνημεῖα μετατράπηκαν σὲ μουσεία. Γιῶργος Σεφέρης, Μέρες Ε´, σ. 146, ἀνθολογημένο στὸ βιβλίο τοῦ Γιώργου Γεωργῆ, Ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2004, σ. 84.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση εφημ. Χριστιανική, φ. 1147, 16 Μαΐου 2024.
Χειρ Θεοφίλου: «Κωνσταντίνος ο αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται ατρόμητος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29».
Ως μικρό αντίδωρο για το ωραίο σας άρθρο, κύριε Μπλάθρα, θα ήθελα να καταθέσω στη συντροφιά του Αντιφώνου και τις παρακάτω σκέψεις, που με συγκίνησαν ιδιαίτερα σήμερα:
Η σημερινή Μεσοπεντηκοστή είναι μία κάπως λησμονημένη χριστολογική εορτή. Η ευαγγελική διήγηση Ήδη μεσούσης της εορτής (Ιω ζ 14) εννοεί την εβραϊκή εορτή της Σκηνοπηγίας. Δηλαδή ο Κύριος ενήλικος διδάσκει στον ναό. Οπότε η ανάρτηση στα προσκυνητάρια των ναών της εικόνας του Δωδεκαετούς γίνεται ελλείψει της ανάλογης εικόνας (η οποία είναι πράγματι πολύ σπάνια στη βυζαντινή εικονογραφία).
Ο Χριστός ως Σοφία του Θεού μας παραδίδεται από πλήθος κειμένων βιβλικών με αποκορύφωμα αυτό των Παροιμιών (αρχή 9ου κεφαλαιου) και τις πατερικές της ερμηνείες. Η ταύτιση του Υιού με τη Σοφία του Θεού παραδίδεται και από λειτουργικά και υμνογραφικά κείμενα (πχ Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου, ακολουθία Μεταλήψεως κλπ, εν αντιθέσει με τους Καθολικούς που παρερμηνεύοντας ταυτίζουν τη Θεοτόκο με τη Σοφία του Θεού).
Μην μακρηγορώ: Σήμερα, 29 Μαΐου 2024, ίδια μέρα με την επέτειο της Αλώσεως,κανονικά, αν η Βασιλεύουσα ήταν ελεύθερη, θα εόρταζε ο ναός της του Θεού Σοφίας, Ιησού Χριστού, πανηγυρικά…
Ο Κύριος οίδε τι επιτρέπει και τι οικονομεί…
Ευχαριστώ από καρδιάς και τους δυο σας για τούτα τα κείμενα που υπομνηματιζουν τη χαρμολυπη…