Η θεολογία οφείλει να αφουγκράζεται τις αγωνίες και τα αιτήματα των καιρών, όπως οφείλει και να μην «παρασύρεται» από τους καιρούς. Με αφορμή την εισήγηση του Μεσογαίας και Λαυρεωτικής[1] για την «Εκκλησία και τη θέσπιση γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου», διατυπώθηκε η εύλογη (κατ’ εμέ) ένσταση ότι με την εισήγηση αυτή τελικά «υποβιβάζεται η ερωτική επιθυμία σε εργαλείο της αναπαραγωγής»[2].
Σκοπός του ανθρώπου για την Εκκλησία είναι η εν προσώπω κοινωνία με τον Θεό εντός της Εκκλησίας. Η, με άλλα λόγια, «προσωποποίηση» του ατόμου της βιολογικής ύπαρξης μπορεί, με τη βοήθεια του Θεού, να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους: με την παρθενία, αλλά και τον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες όπου ήταν ακόμα νωπές οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες των ρωμαϊκών χρόνων, ενός οικογενειακού πλαισίου που εστίαζε στην κατά νόμον συνάφεια και στην απόκτηση τέκνων με κύριο σκοπό την κληρονομιά, υπήρχε η ανάγκη για μία άλλη θεώρηση των γαμικών σχέσεων. Ο γάμος και οι συζυγικές σχέσεις εξακολουθούσαν να αποτελούν δημόσιες συμφωνίες και πολιτικές συμβάσεις παρά την ανάπτυξη της πιο εσωτερικευμένης στωικής ηθικής. Η δημογραφική μάλιστα δυναμική φάνηκε στους νόμους του Αυγούστου που αποτυπώθηκαν στον lex Iulia de maritandis ordinibus (18 π. Χ.) και στον lex Papia Poppaea (9 μ. Χ.), και έθεταν κάποιους όρους και περαιτέρω προϋποθέσεις, που είχαν σαν σκοπό τη διατήρηση και ενίσχυση του πληθυσμού της Ιταλίας, ο οποίος είχε πετύχει την μεγάλη επέκταση της Αυτοκρατορίας. Το πλαίσιο νοηματοδότησης του γάμου και της οικογένειας ήταν- σε μεγάλο βαθμό- νομικό, σχεδόν «αυτοκρατορικό» (αυτό δεν σημαίνει ότι στη ρωμαϊκή και τη μετα-ρωμαϊκή οικογένεια απουσίαζε το ερωτικό πάθος και το συναίσθημα της αγάπης).
Ο Χριστιανισμός φέρνει μία θεμελιώδη επανάσταση σε αυτό το πλαίσιο και εγκαινιάζει την επικέντρωση στο ανθρώπινο πρόσωπο και στον αγώνα του για κοινωνία με τον Θεό. Και φυσικά, στα πλαίσια αυτής της εποχής, δεν θα μπορούσε παρά να δοθεί η έμφαση, και αυτή δίνεται εν προκειμένω από τον Ιωάννη Χρυσόστομο, στην «παράλληλη» τοποθέτηση της τεκνογονίας σε σχέση με άλλους επιδιωκόμενους σκοπούς του χριστιανικού γάμου.
Ας μου επιτραπεί να αντλήσω υλικό και παρατηρήσεις από την- πολύ σπουδαία- μελέτη του M. Foucault, Les aveux de la chair (Gallimard, 2018), που αποτελεί τον 4ο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας. Η επιλογή του Foucault δεν γίνεται λόγω επίκλησης της θεολογικής του αυθεντίας, αλλά διότι δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μεροληψία υπέρ της Εκκλησίας και των συμβατικών γαμικών σχέσεων. Ο Foucault, λοιπόν, στην εναγώνια προσπάθεια του να αποσυνδέσει τον γάμο και την οικογένεια από την τεκνογονία, επικαλείται τα επιχειρήματα του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Αναρωτιέται λοιπόν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γιατί δόθηκε ο γάμος; Και σωστά αναφέρει ότι αυτός δόθηκε (και) για να σβήσει την «πύρωσι» της φύσεως, για να αναιρέσει την ακολασία και την ασέλγεια (PG, 48, 547). Στον Λόγο του «Εις το Αποστολικόν Ρητόν Δια δε τάς πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω», συγκεφαλαιώνει και ιεραρχεί: ο γάμος δόθηκε για να σωφρονούμε και για να γίνουμε πατέρες, και μάλλον η σωφροσύνη τίθεται ως ανώτερη από την παιδοποιία. Επειδή μάλιστα ο θάνατος είναι το αναπόφευκτο τέλος που μας περιμένει, μας έδωσε ο Θεός την «εκ των παίδων παραμυθίαν» ώστε, όταν απέλθουμε, να μείνουν οι «έμψυχες εικόνες» μας στη γη (PG, 51, 213). Οπότε μιλάμε για μία παρηγοριά και μόνο;
Εδώ έρχεται ο φιλοσοφικός λόγος να επιβεβαιώσει τα πατερικά λεγόμενα. Η ανθρώπινη αιώνια συνθήκη (σύμβαση του χρονικού όντος): είναι τόσο εντυπωσιακό ότι η ιδέα του μέλλοντος- και μάλιστα του μέλλοντος που εγκυμονούσε την τελική σωτηρία- φέρνει πίσω είδος αρχικής Χρυσής Εποχής, αυτό το σχήμα έγινε δημοφιλές σε μία εποχή που η Πρόοδος ήταν η κυρίαρχη έννοια που ερμήνευε την κίνηση της ιστορίας. Και το εντυπωσιακότερο παράδειγμα της αντοχής αυτού του πολύ παλιού ονείρου ήταν βεβαίως η φαντασίωση του Μαρξ για το αταξικό και ειρηνικό «βασίλειο της ελευθερίας» που έχει κάτι περισσότερο από επιφανειακή ομοιότητα με την αρχέγονη εξουσία του Κρόνου στην Ιταλία, όπου δεν χρειάζονταν νόμοι «για να είναι οι άνθρωποι δίκαιοι». Επιστροφή λοιπόν στο παρελθόν για το μέλλον. Δικαιώνεται ο Αυγουστίνος, ο οποίος θεωρούσε ότι σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν να καταστήσει δυνατή μία αρχή: «η αρχή όμως αυτή δεν υπήρξε ποτέ και για να υπάρξει πλάσθηκε ο πρώτος άνθρωπος, πριν από τον οποίον δεν υπήρχε κανένας». Η κατεξοχήν ικανότητα για έναρξη θεμελιώνεται στη γεννητικότητα και κατά κανένα τρόπο στη δημιουργικότητα- όχι σε κάποιο χάρισμα, αλλά στο γεγονός ότι ανθρώπινα όντα, νέοι άνθρωποι, ξανά και ξανά εμφανίζονται στον κόσμο χάρη στη γέννηση. Αυτά σχολιάζει η H. Arendt, στο Η Ζωή του Νου. Τόμος 2. Βούληση, (Εκδόσεις Επίκεντρο, 2023). Και ποιος μπορεί να την κατηγορήσει για φιλο-εκκλησιαστικές θέσεις και παραδοσιοκεντρισμό.
Συγκεφαλαιώνω για να μην χαθούμε. Ναι μεν, κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο, η παιδοποιία δεν είναι το άπαν, όμως είναι κεντρικής σημασίας η σωφροσύνη, η εγκράτεια, και το παραμυθητικό αντίδοτο της συνέχισης της ζωής- αυτό που κατά την Arendt θεμελιώνει τη συνέχιση του ανθρώπινου πολιτισμού. Και συνεχίζει ο Ιωάννης Χρυσόστομος, αφοπλιστικά, ότι όταν πλάσθηκε ο άνθρωπος και κατοικούσε στον Παράδεισο, γάμος δεν υπήρχε (Περί Παρθενίας, 14, PG 48, 543). Φτάνουμε λοιπόν στον ύψιστο σκοπό της προσωποποίησης εν Χριστώ του ατόμου, που δεν είναι παρά η αποκατάσταση της αρχέγονης κατάστασης, που- συνεχίζει ο Ιωάννης Χρυσόστομος- δεν είναι η αναγκαιότητα του γάμου, αλλά η συμβίωση των δύο φύλων στην προς τον Θεό ομιλία. Για ποια παιδοποιία, θα έλεγε κανείς ότι μιλάμε, εδώ αποδομείται ο ίδιος ο γάμος. Πολύ ωραία!
Στις μέρες μας πίσω. Το ιστορικό μας πλαίσιο αναφοράς δεν είναι η πνευματοποίηση των γαμικών σχέσεων. Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι οι ομοφυλόφιλοι που θέλουν να προσεγγίσουν την Εκκλησία θα πειστούν από τον «υποβιβασμό» (;) της παιδοποιίας ως σκοπού του γάμου από τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Άλλωστε, έχουν να υπερβούν τους σκοπέλους της σωφροσύνης, της εγκράτειας και της παρθενίας, που αίφνης χάθηκαν από τη συζήτησή μας (sic!).
H θεσμική Εκκλησία δεν μπορεί να θεολογεί στα ύψη ενός κριτικού και πολλές φορές αποδομητικού λόγου. Με αυτό το σκεπτικό, θα έπρεπε να είναι μία κοινωνία ασκητών που θα ασκούν την παρθενία και μόνο. Η Εκκλησία καθαγιάζει τον γάμο και την οικογένεια, προσπαθώντας να αντιπαρατεθεί στο κλίμα της εποχής, δεν κάνει λογοτεχνικές φιλοσοφίες. Τι θέλω να πω; Η ψυχολογία του σύγχρονου υποκειμένου είναι η ψυχολογία των μοναδικών εμπειριών και των βιωμάτων (των εμπειριών κορυφής, όπως λένε), που δεν θα αποτελούν μέσο για έναν σκοπό, αλλά που το υποκείμενο τις απολαμβάνει για αυτό που είναι. Δεν επιδιώκεται κανένας σκοπός, αλλά μία αυτοπραγμάτωση μέσω της δοκιμής και της απόλαυσης εμπειριών και βιωμάτων. Αυτοανάπτυξη και κοινωνική καταξίωση. Ρομαντισμός και καταναλωτικός αστισμός, αυτά είναι τα ζητήματα των «κύκλων» που θέλουν να υπονομεύσουν τον γάμο και την οικογένεια[3]. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρά να πει σε τέτοια άτομα ότι ο χριστιανικός γάμος και η οικογένεια υπερβαίνονται σε μία συνθήκη παραδείσιας αγιότητας: πρώτον δεν θα τον καταλάβει κανείς και, δεύτερον, θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα «ψαγμένα» επιχειρήματα για να προωθήσουν ακόμη περισσότερο την ατζέντα τους για τον αυθεντικό εαυτό. Η εισήγηση του Μεσογαίας και Λαυρεωτικής είναι αυτή που πρέπει για τον λαό της Εκκλησίας. Οι υπόλοιποι εμείς θα πρέπει κάποια στιγμή να κάνουμε την αυτοκριτική μας για τις συνέπειες στην κοινωνία της επικέντρωσης στις «πνευματικές» (και ερωτικές) όψεις (και μόνο), ήδη από τη δεκαετία του ΄60, της γαμικής συνάφειας.
[1] εισήγηση του Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
[2] Από την ανάρτηση του κ. Γ. Κρανιδιώτη: https://www.facebook.com/gekranid
[3] Πολύ καλή η ανάλυση από τον Α. Ρέκβιτς, Το τέλος των ψευδαισθήσεων. Πολιτική, οικονομία και κουλτούρα στην ύστερη νεωτερικότητα. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.