Τα φύλα, οι μεταξύ τους σχέσεις, και το μέλλον του Ανθρώπου: μια μακριά και πονεμένη ιστορία…#1

Αναγνωστική χαρτογράφηση του τελευταίου βιβλίου του Θ.Ζιάκα με τίτλο «Δεν έχουν τον Θεό τους – Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνική παράδοση. Σώζεται η Δύση;»

2
399

Εισαγωγή

Στην παρούσα ενότητα γίνεται μια λεπτομερής αναγνωστική «χαρτογράφηση» του τελευταίου βιβλίου του Θεόδωρου Ζιάκα: «Δεν έχουν τον Θεό τους – Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνική παράδοση. Σώζεται η Δύση;»[3], στο πνεύμα ενός αναγνώστη που ενδιαφέρεται να κατανοήσει τις βασικές έννοιες και τους συσχετισμούς τους, χωρίς να είναι ειδικός σε κάποιο από τα επιστημονικά-γνωσιολογικά πεδία στα οποία στηρίζεται –και από τα οποία αντλεί πληροφορίες– το βιβλίο.

Στις δύο προσεχείς ενότητες, εξετάζουμε το θέμα των φύλων από επιστημονική, κοινωνική, ιστορική και θρησκευτική άποψη, και περιγράφουμε τις σοβαρές προκλήσεις που το μέλλον επιφυλάσσει στον άνθρωπο στο θέμα αυτό. Τέλος, αναπτύσσουμε την προσωπική μας συλλογιστική στο θέμα, καταθέτοντας μια συνθετική προσέγγιση τρόπων αντίληψης για τα φύλα, συμβατή με την ελληνότροπη σκέψη και τις αρχές της, όπως τις παρουσιάσαμε στο [1].

Ενότητα Α’ –Αναγνωστικό αποτύπωμα του βιβλίου

Η προμετωπίδα του βιβλίου, είναι παρμένη από ένα ποίημα με τίτλο “Consider These For We Have Condemned Them”, όπου ο C. D. Lewis κατακρίνει με χαρακτηριστική οξύτητα τις ελίτ της Δύσης. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, με το ύφος της ποίησης, ότι πίσω από τον τίτλο κρύβεται ένα ηθικό ναρκοπέδιο γεμάτο από ανθρώπους «ασεβείς προς τους προγόνους, ανεύθυνοι προς τους απογόνους, στείρα γεννήματα, πλάσματα τερατώδη, ριζωμένα στα χαλάσματα» ([3], προμετωπίδα, σελ. 7). Δεν πρόκειται δηλαδή για έναν «περίπατο σε ανοιξιάτικο κήπο», ούτε ο συγγραφέας σκοπεύει να χαρίσει τίποτα σε κανέναν καθώς πραγματεύεται το ζήτημα των φύλων και των σχέσεών τους. Ήδη από την πρώτη παράγραφο του προλόγου, ο συγγραφέας («ΘΖ»στη συνέχεια) οριοθετεί με σαφήνεια το μέτωπο της μάχης: «Αφετηρία του βιβλίου είναι ο πόλεμος που διεξάγει η υπερατλαντική Αυτοκρατορία με σκοπό την “κατάργηση των φύλων”» ([3], σελ. 9).

Η σκέψη του ΘΖ είναι συστημική(systemic) και συστηματική (systematic), κάτι που φαίνεται στην πληροφοριακή πυκνότητα και την νοητική πολυπλοκότητα του λόγου του. Τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται ο ΘΖ δεν πολιορκούνται με ασθενέστερα μέσα. Στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, ο ΘΖ προσεγγίζει το θέμα από διαφορετικές πλευρές. Με αυτόν τον τρόπο δίνει στον αναγνώστη τα απαραίτητα γνωστικά θεμέλια για να παρακολουθήσει τους συλλογισμούς που περιγράφονται στα επόμενα. Υποθέτω ότι, αν ήμουν ειδικός σε αυτά τα θέματα και γνωστικά πεδία, θα μπορούσα να πάω κατευθείαν στο «ζουμί» των δύο τελευταίων κεφαλαίων (κεφ. 6-7, σελ. 309-382). Ως μη ειδήμων όμως, αρχίζω την ανάγνωσή μου από την αρχή, συνοψίζοντας ό,τι τράβηξε την προσοχή μου και υπογραμμίζοντας ορισμένα σημεία για να επανέλθω σε αυτά αργότερα.

Στο πρώτο κεφάλαιο, ο ΘΖ ερευνά αν σε έναν κόσμο όπου «η αδιάκοπη τροπή και αλλοίωση είναι καθολικός νόμος» υπάρχουν σταθερές (invariants) ανάλογες με το φαινόμενο της «ομοιόστασης» που απαντάται στην Βιοχημεία. Η Ηρακλείτεια ρήση ότι «τα πάντα ρει» (σελ. 23) καθορίζει το πλαίσιο των καταιγιστικών αλλαγών στα δικαιώματα του γυναικείου φύλου, την λεγόμενη φεμινιστική επανάσταση, που ο ΘΖ παρουσιάζει ως τρικυματική, αποτελούμενη δηλαδή από τρία κύματα που αφορούν αντίστοιχα: την θεσμική ισότητα (των δύο φύλων), την γυναικεία ταυτότητα και τέλος, τις «έμφυλες ταυτότητες και τις τροπές τους».Tο καπιταλιστικό σύστημα, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο ΘΖ συνεχίζοντας την ανάλυσή του κοινωνικού αυτού φαινομένου, «ούτε έχει ανάγκη ούτε επωφελείται από την ετεροσεξουαλικότητα» (σελ. 26-33). Ο ΘΖ διακρίνει δύο ερμηνευτικές προσεγγίσεις: από την μια πλευρά, κάθε «αντιθετικό δίπολο» έχει εξαιρέσεις οι οποίες «έχουν την τάση να το τορπιλίζουν και να το “ανατινάσσουν”» (Ζακ Ντεριντά) και απ’ την άλλη «το φύλο δεν είναι αντιθετικό δίπολο αλλά ένα “ευρύ φάσμα” υποτιθέμενων, ρευστών και κατασκευασμένων “έμφυλων ταυτοτήτων”» (Τζούντιθ Μπάτλερ). Ο ΘΖ δεν μασάει τα λόγια του, ο αναγνώστης νιώθει να τον ζώνει μια ιδιότυπη ναυτία που θα οξυνθεί, καθώς ο ΘΖ ανοίγεται βαθύτερα στο πεδίο προβληματισμού της φύσης και της ταυτότητας των φύλων, όσο και της κριτικής του ως προς «του παντελώς αστήρικτου των ισχυρισμών» αλλά και των λογικών αντιφάσεων της προσέγγισης Μπάτλερ. Ξαφνικά, εκεί που τα δύο φύλα «ήταν μια κάποια λύσις» ο αναγνώστης νιώθει να τραβιέται το χαλί κάτω από τα πόδια του.

Με την συστηματικότητα που τον διακρίνει, ο ΘΖ οδηγεί μεθοδικά τον αναγνώστη στην χαρτογράφηση και αποδόμηση ερμηνειών και εικασιών για τα φύλα, μια πορεία που, ιστορικά, έχει περάσει από σαράντα κύματα, από τον βικτοριανό «που ήθελε να ερωτεύεται χωρίς σωματική επαφή» μέχρι τον μεταμοντέρνο «που θέλει να έχει “πολλαπλούς οργασμούς”, χωρίς να ερωτεύεται», χωρίς «να δίνεται και να ρισκάρει…». Διαπιστώνει ο ΘΖ ότι «η έμμονη ιδέα με την σεξουαλικότητα και τις τροπές της αποτελεί ένδειξη υποκειμένων αποξενωμένων και χωρίς γέφυρες και δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους», κάνοντας τη διάγνωση ότι η αδυναμία της λεγόμενης «νέας εποχής» να κάνει μια «υπέρβαση του διαβρωτικού φαντασιακού ατομικισμού» έχει την αιτία της στην «αποσύνθεση της ατομικότητας», ειδωμένη και ως κοινωνικό μέγεθος (σελ. 33-40).

Συνεχίζοντας, ο ΘΖ εξηγεί ότι οι ιεραρχήσεις των φύλων και η «αναγνώριση» ομάδων ως «ισότιμων ανθρωπίνων προσώπων» οδηγεί σε κατακερματισμό του κοινωνικού συνόλου και φατριαστικές προσεγγίσεις. Ο ΘΖ αναφέρεται λεπτομερώς στις λεγόμενες «Σπουδές Φύλου» στηριζόμενες στο «επιστημονικό conceptότι το αρσενικό και το θηλυκό πρόσημο δεν έχουν στον άνθρωπο φυσικό χαρακτήρα» μια και το Ον είναι το Άτομο, το οποίο δεσμεύεται κοινωνικά με τα διάφορα κοινωνικά συμβόλαια στα οποία επιλέγει να μετέχει. Σε τελική ανάλυση, καταλήγει ο ΘΖ, «το φύλο σου είσαι “ό,τι δηλώσεις”». Στο ίδιο κεφάλαιο, ο ΘΖ αποκωδικοποιεί την «συνταγή» των διεπιστημονικών τμημάτων σπουδών, αναφέροντας συγκεκριμένα παραδείγματα από τον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο (σελ. 41-45).

Σε ακόμα βαθύτερο επίπεδο, ο ΘΖ αναζητεί τις ρίζες του αποδομητικού ρεύματος στον λεγόμενο «φροϋδομαρξισμό και ειδικά στην ιδέα του ότι όλα τα δεινά της ανθρωπότητας πηγάζουν από την Εξουσία, θεμέλιο της οποίας είναι, ωστόσο, η ετεροσεξουαλική ηγεμονία επί των ομο- αμφι- και λοιπών μορφών σεξουαλικότητας, των ανέκαθεν ξορκισμένων από το αστικό βεστφαλιανό τρίπτυχο Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια», για να «βασιλέψει επιτέλους στον κόσμο η πάναγνη “ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης” η συνυφασμένη με τις περίοπτα καταξιωμένες πλέον σεξουαλικές της τροπές» (σελ. 46-50).

Στις αμέσως επόμενες ενότητες ο ΘΖ περιγράφει τις νομοθετικές ρυθμίσεις στις ΗΠΑ με σκοπό την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων (“LGBTQ” στα Αγγλικά) οι οποίες, κατά τον ΘΖ, επιβεβαιώνουν τις προθέσεις των ΗΠΑ –της «Αυτοκρατορίας» όπως τις ονομάζει στο βιβλίο– να υποστηρίξουν τον λεγόμενο «τριτοκυματικό φεμινιστικό αποδομισμό» με αποτέλεσμα ο καθένας να «μπορεί εκεί να καθορίσει κατά το δοκούν το φύλο του», τόσο οι ενήλικοι όσο και οι ανήλικοι (σελ. 50-53). Είναι αυτό που ο ΘΖ αποκαλεί «μπαζούκας», με την έννοια ενός «υπερόπλου μιας νέας και ακαταμάχητης μορφής Πολέμου, εναντίον οιουδήποτε αντλεί την ισχύ του από τη συνοχή του βεστφαλιανού τριπτύχου Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια, προκειμένου να αντισταθεί στην “Νέα Παγκόσμια Τάξη”» (σελ. 53-54). Στην συνέχεια, ο ΘΖ περιγράφει τους τρόπους όπου «οι πρωτόγνωρες αυτές καταστάσεις συνάδουν με το απόλυτο Κενό πάνω στο οποίο αιωρείται η αμερικανική κοινωνία – Κενό Πίστης, Κενό Πολιτικής, Κενό Παραγωγής (σελ. 54-62).

Στην ενότητα που ακολουθεί, ο ΘΖ αντλεί από τα προηγούμενα για να συμπεράνει ότι η «κορυφή της υπερατλαντικής Ολιγαρχίας» άδραξε το μπαζούκας για να τορπιλίσει κάθε εμμονή «στις παλιές και σκουριασμένες πατριωτικές, θρησκευτικές και οικογενειακές αξίες…», καθώς μάλιστα, «μέσω της ψηφιακής δικτύωσης του πλανήτη, υποσχόταν να τους προσφέρει κυριολεκτικά “στο πιάτο” τη νεολαία όλων των εθνών». Όπως γράφει ο ΘΖ, «οι ΗΠΑ είναι ζωντανή απόδειξη της ανικανότητας οποιουδήποτε μεγάλου συλλογικού εγχειρήματος», η κατάληξη του άκρατου ατομισμού, η απόδειξη ότι «ο ελκυστής του Μεταμοντερνισμού είναι το υπερατομικό Μηδέν, ολοκληρωτικά “εξατομικευμένο”». Για να καταλήξουμε σε μια κατάσταση όπου «Θεός είναι ο Εαυτός μου» και «μόνο Εγώ είμαι αρμόδιος να κρίνω τί είναι καλό και τί κακό για μένα». Κατά τον ΘΖ, η κατάσταση αυτή είναι τερματική, με την έννοια ότι «οι μηδενιστές υπάρχουν για να αποδομούν τα πτώματα των πολιτισμών». Από εκεί και πέρα, σημασία για τον ΘΖ δεν έχει να αναζητήσουμε ή να διαχειριστούμε «την μύτη του παγόβουνου» αλλά να «βυθομετρήσουμε τον όγκο του», να πάρουμε αντιπροσωπευτικά δείγματα «προκειμένου να αξιολογήσουμε την σύστασή του (την οντολογία του)». Αλλιώς, όπως γράφει ο ΘΖ στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, «δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε». (σελ. 62-70).

Έχοντας περιγράψει την «αιχμή του μηδενιστικού αποδομητισμού» –την «μύτη του παγόβουνου» όπως την αποκαλεί ο ΘΖ– και τις στρατηγικές με τις οποίες η αποδόμηση των φύλων γίνεται «ένα εργαλείο προώθησης κοσμοκρατορικών παραισθήσεων, εκ μέρους της υπερατλαντικής Πλουτοκρατίας», στο επόμενο κεφάλαιο (Κεφάλαιο 2) ο ΘΖ στρέφει την προσοχή του στην διαχείριση του προβλήματος των φύλων στον ιστορικό χρόνο.

Ιστορικά, η περιπέτεια του «πολέμου των φύλων» είναι γεμάτη από τραγωδίες και αναίτιους θανάτους. Αρχίζοντας από τον Παπαδιαμάντη και το διήγημά του, την «Φόνισσα», ο ΘΖ περιγράφει στη συνέχεια τις γνωστές πρακτικές χωρών όπως η Ινδία (όπου τα κορίτσια είναι «δυσβάσταχτο φορτίο») και η Κίνα («ένα παιδί ανά οικογένεια»), όπου η στοχευμένη «εμβρυοκτονία» έχει στερήσει από τον πλανήτη δεκάδες εκατομμύρια γυναικείες ψυχές (σελ. 71-80).

Ο ΘΖ συμπεραίνει ότι το πρόβλημα στην ρίζα του δεν είναι καθόλου απλό, διότι αν στα θεμέλια του νεωτερικού μας πολιτισμού βρίσκεται η ιδέα ότι «το Άτομο είναι το Ον και η αξία όλων του των σχέσεων και των παραγώγων τους πηγάζει από τον “Εαυτό” του, τότε το δίλλημα αν οι προθέσεις του γονιού έχουν ή όχι μεγαλύτερη αξία από την αξία της ζωής του παιδιού που πρόκειται να γεννηθεί, είναι προκαταβολικά απαντημένο: Τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει το Άτομο και ειδικά το Άτομο-Γυναίκα. Αυτή αποφασίζει “Δικό της είναι το σώμα!…”» (σελ. 81-82).

Με αυτήν τη λογική, συμπεραίνει ο ΘΖ (και αλλού στο βιβλίο) ότι η «ολοκλήρωση της αυτονόμησης του Ατόμου, στην οποία συμβάλλει προφανώς η αποδοχή της επιλεξιμότητας του εν λόγω “ριζοσπαστικού” φεμινιστικού αιτήματος, οδηγεί τον πολιτισμό του στη Χωματερή»(σελ. 83). Άλλωστε, «δεν πρόλαβε να γεννηθεί ο Χριστός και  άρχισε η καταδίωξή του», διότι «τόπος στο εσωτερικό του Πολιτισμού για να γεννηθεί ο Θεός ως άνθρωπος, δεν υπήρχε διαθέσιμος. Σ’ ένα Σπήλαιο-Σταύλο κατέληξε. Σε φάτνη αλόγων γεννήθηκε. Και αμέσως έπρεπε να πάρουν το παιδί και να φύγουν πρόσφυγες στην Αίγυπτο, προκειμένου να το γλιτώσουν»(σελ. 83-84).

Οι κύριες παραλλαγές των θυσιαστικών μύθων είναι γνωστές. Ο Μολώχ, θεός της Τύρου και της Σιδώνας,
«με την κοιλιά του κανονικό φούρνο», όπου κατέληγαν βρέφη και νήπια, παρουσία των ευλαβών πιστών του, ως θυσιαστικές προσφορές για «να πάνε καλά οι εμπορικές επιχειρήσεις τους». Ο Μινωικός Μινώταυρος, κλεισμένος στον Λαβύρινθο, καταβρόχθιζε παιδιά, όχι τα δικά τους αλλά «των υποτελών της αυτοκρατορίας τους. Ήταν φαίνεται, στο επόμενο στάδιο “εξέλιξης” της βρεφοθυσίας-παιδοθυσίας…». Ο Αβραάμ, ο πατέρας του σημιτικού μονοθεϊσμού, «θα θυσίαζε και αυτός το παιδί του από ευπείθεια στον Θεό του» αλλά «Εκείνος του έφερε να θυσιάσει ένα κριάρι στη θέση τους παιδιού». Ο Αγαμέμνων θα θυσίαζε την κόρη του Ιφιγένεια, «για να φυσήξει άνεμος και να πάει καλά η “Εκστρατεία” (παραπλανώντας τη μάνα της την Κλυταιμνήστρα, πως τάχα θέλει να την παντρέψει με τον Αχιλλέα). Αλλά η Άρτεμις, θεότητα ίσως πιο “πολιτισμένη” από τον Μολώχ, φυγάδευσε το κορίτσι, βάζοντας ένα ελάφι στη θέση του…».

Από την παραπάνω αναδρομή στους θυσιαστικούς μύθους, ο ΘΖ συμπεραίνει ότι ο «ανθρωπολογικός τύπος του  Μολωχισμού, ο άνθρωπος-δούλος του χρήματος, δεν εξαλείφεται. Κι αυτός είναι που ενορχηστρώνει τελικά τη σταύρωση του Θεανθρώπου, ενώ η Ρώμη, που καταλαβαίνει τί της γίνεται, απλά “νίπτει τας χείρας” – δείχνοντας έτσι πως έχει φάει ήδη τα ψωμιά της» (σελ. 84-85).

Δεν είναι τυχαίο, συνεχίζει ο ΘΖ, ότι το δίπολο «παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού Παγανισμού», όπως ενσαρκώθηκε από την Καρχηδόνα και την Ρώμη αντίστοιχα, έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών ως το αρχέτυπο του   δυτικού πολιτισμού.

Σε αυτό το σημείο, ο ΘΖ διακρίνει μια ηθική ιεραρχία των παγανιστικών θυσιαστικών θεών. Από την μια πλευρά, «ο γεωργός και ο νομάς κτηνοτρόφος, ο μηχανικός, μαζί και ο άνθρωπος του εμπορίου, αναπτύσσουν ο καθένας το δικό του παγανιστικό πνεύμα. Με απανθρωπότερη πάντα εκδοχή εκείνη του τελευταίου, όταν αυτός γίνεται έμπορος χρήματος, επαγγελλόμενος τον τοκογλύφο-τραπεζίτη». Όταν αυτό συνδυαστεί με τον «έλεγχο της μηχανής που τυπώνει χρήμα» η νομισματική κυριαρχία του «τρίτου αυτού τύπου» θα είναι ολοκληρωτική. OΘΖ ρωτά: «τί θα εμποδίσει τον Μολώχ να ξαναστήσει πανηγυρικά το Θυσιαστήριό του;» και απαντά ότι «ακούμε όλο και πιο συχνά τη σαρδόνια απάντηση της σύγχρονης Ιέρειάς του: “– Εξοντώσατε πράγματι 400 χιλιάδες παιδιά στο Ιράκ; – Ναι, το κάναμε, αλλά άξιζε τον κόπο!!!».

Αφού διαπιστώσει ότι «δεν είναι τυχαίο ότι ο μετανθρωπισμός, η “μεταβιομηχανική” οικονομία, ο ριζοσπαστικός Φεμινισμός, και οι ιερές αγελάδες των αυτοκρατορικών Μεμοράντουμ, τα LGBTQ++, είναι οι σύγχρονοι πυλώνες της λατρείας του χρηματοπιστωτικού Βάαλ-Μολώχ», ο ΘΖ από τα παραπάνω, εξάγει το εξής «πόρισμα»: «ότι στον πόλεμο των φύλων το παιδί είναι το αδύναμο θύμα. Και στον παράλληλο πόλεμο των θρησκειών, η θρησκεία του Υιού είναι το αδύναμο θύμα». (σελ. 85-88).

Ο ΘΖ συνοψίζει την ιστορική πολυπλοκότητα του θέματος έχοντας ως αφετηρία το δίπολο Καρχηδόνα-Ρώμη: «μερικοί μελετητές είδαν την Ρώμη να μετακινείται ανατολικά: στον Βόσπορο. Είδαν έπειτα την Καρχηδόνα να μετενσαρκώνεται σε Βενετία και Γένοβα. Τη Βενετία και Γένοβα να μετακομίζουν στην Ολλανδία με επίκεντρο τους τραπεζίτες του Άμστερνταμ. Και με την εκ μέρους τους χρηματοδότηση των Πουριτανών και του Κρόμγουελ (1599-1658) να διεκπεραιώνονται στο City of London, το επίκεντρο της Βρετανικής Αυτοκρατορικής αποικιοκρατίας. Και από εκεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, υπάγοντας στην εξουσία της Wall Street όχι μόνο τις ΗΠΑ αλλά και τον κόσμο ολόκληρο κατά τη σύντομη “μονοπολική στιγμή” του τέλους του 20ου αιώνα». Από την άλλη πλευρά, «τον άλλον πόλο τον είδαν να αναγεννιέται στη Φλωρεντία. Να πηγαίνει στη Γαλλία του καρδιναλίου Μαζαρέν (1602-1661) και του Κολμπέρ (1619-1683), αλλά και της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648), που αυτοί ενορχήστρωσαν. Και τέλος στις ΗΠΑ των δολοφονημένων αμερικανών ηγετών της υπό κρατική διεύθυνση καπιταλιστικής ανάπτυξης, για να καταλήξει σήμερα στο Πεκίνο του Ξι Τζινπίνγκ». Είναι αυτό που αμέσως παρακάτω ο ΘΖ αναφέρει ως το «win-win» των Κινέζων, που στην ουσία εκτόπισε τον Παραγωγό στην Άπω Ανατολή. Πριν ο ΘΖ στρέψει την προσοχή του στο «Πατριαρχικό σύστημα» θέτει το εξής ερώτημα-προβληματισμό, το οποίο θα κρατήσει ανοιχτό: «μήπως ήρθε η ώρα να πάρει ο νεωτερικός Ραντιέρης την άγουσα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού;…» (σελ. 88-90).

Στις επόμενες ενότητες ο ΘΖ περιγράφει και αναλύει με διεισδυτικότητα το «αμιγώς Κινέζικο πατριαρχικό σύστημα, όπου καθολικά το “άρχειν και άρχεσθαι” αντλεί το νόημά του από την Οικογένεια αποκλειστικά». Το σύστημα αυτό δομείται με βάση τον Κομφουκιανισμό ο οποίος «θεσμίζει την Οικογένεια και το Κράτος με έναν τρόπο ορθολογικά και τελετουργικά ενιαίο. Ως Σκοπό του πολιτειακού συστήματος θέτει την εσωτερική “αρμονία” του Κράτους, νοουμένου ως “μεγάλης Οικογένειας”, συγκροτούμενης από το άθροισμα των Κοινοτήτων που κάθε μια τους ορίζεται ως άθροισμα Οικογενειών». Στο Κινεζικό μοντέλο «κυβερνήτης της Οικογένειας είναι ο Οικογενειάρχης. Κυβερνήτης της Κοινότητας είναι ο ισχυρότερος εκεί οικογενειάρχης. Και, τέλος, Κυβερνήτης της Κρατικής “Οικογένειας” είναι ο Αυτοκράτορας. Η κυβερνητική εξουσία είναι έτσι “πατρική” ακολουθώντας με συνέπεια την πατρογονική γραμμή». Παράλληλα με τον κομφουκιανισμό, η δεύτερη μεγάλη παράδοση τις Κίνας είναι ο Ταοϊσμός. Ο ιδρυτής του, ο Λάο Τσου, υπήρξε «ότι περίπου ήταν ο Ηράκλειτος για την ελληνική φιλοσοφία», και μάλιστα ήταν σύγχρονός του. «Η βασική συνεισφορά του Λάο Τσου είναι η αρχή του “Γιν-Γιανγκ” ως γνωσιολογικού συμβόλου για την κατανόηση και διαχείριση των αντιθετικών διπόλων, όπως είναι τα τρία βασικά δίπολα: Το ανθρωπολογικό άρρεν και θήλυ. Το θεογονικό ουρανός και γη. Και το πολιτειογονικό: κυβερνήτης και κυβερνώμενος (άρχει και άρχεσθαι)». Οι δύο αυτές παραδόσεις συναρθρώνονται προς επίτευξη «της κομφουκιανικής “αρμονίας”, που είναι και ο σκοπός του όλου πατριαρχικού συστήματος» (σελ. 91-94).

Ο ΘΖ προχωρεί στην ανάλυσή του κάνοντας τη διαπίστωση ότι «οι δύο θεμελιώδεις παραδόσεις της Κίνας, ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός, τέθηκαν στις μέρες μας υπό την κυριαρχία της δυτικής νεωτερικής Παράδοσης, αποσταθεροποιούμενες, εννοείται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό». Η «επίκληση του Ξι στην “τέταρτη βιομηχανική επανάσταση” τον βάζει σε ένα μονοπάτι ρητής σύγκλισης με την εξατομίκευση της παρακολούθησης (του πολίτη), που έχει φτάσει να χαρακτηρίζει τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες».

Ο ΘΖ διαπιστώνει σύγκλιση των δύο μοντέλων (Δυτικού και Κινεζικού): «Τα αίτια και η ρητορική διαφέρουν, αλλά το αποτέλεσμα φαίνεται εντυπωσιακά παρόμοιο: ένα όλο και πιο ισχυρό εθνικό κράτος, ιδεολογικά και δομικά συγκεντρωμένο γύρω από την εθνική ελίτ, που κυβερνά έναν ολοένα και πιο εξατομικευμένο πληθυσμό». Συνεχίζει γράφοντας ότι «σε αυτό το νέο ιδανικό ψηφιακής διακυβέρνησης, ο εξατομικευμένος πληθυσμός μετατρέπεται σε ευανάγνωστους πολίτες που παράγουν δεδομένα και διέπονται αυστηρά από έναν ενιαίο κεντρικό λόγο δυνατοτήτων.»

Στο βάθος αυτής της πορείας, ο ΘΖ διακρίνει ότι το ζήτημα είναι «αν θα καταφέρει ο κινεζικός πολιτισμός να ολοκληρώσει την αφομοίωση του ατομοκεντρικού δυτικού πολιτισμού χωρίς να χάσει την εθνική του ταυτότητα». Το ίδιο ερώτημα, διατυπωμένο με γνωσιολογικούς όρους: «Θα καταφέρει, για παράδειγμα, η κομφουκιανική Αρχή της Αρετής και του Ορθολογικού υπολογισμού να αφομοιώσει, στο επίπεδο του ανθρωπολογικού Γιν-Γιανγκ ό,τι είναι θετικό στον δυτικό Φεμινισμό, αποβάλλοντας τον αυτοκρατορικό μηδενιστικό του πυρήνα;» (σελ. 95-100).

Στο ερώτημα «Πού καταλήγουμε λοιπόν;», ο ΘΖ απαντά ότι «στον ωκεανό των προβλημάτων μιας γεωπολιτισμικής δυναμικής, που μόνος ένας Θεός ξέρει πού θα καταλήξει». Στο σημείο αυτό ο ΘΖ αναγνωρίζει ότι «τα ενδονεωτερικά γνωστικά μας καύσιμα έχουν εξαντληθεί. Χρειαζόμαστε μια γενναία δόση βοήθειας από την Νοόσφαιρα ενός Άλλου πολιτισμού, κοινωνιο-οντολογικά διαφορετικού, τόσο από το προπύργιο του Ατομοκεντρισμού, τον Νεωτερικό πολιτισμό, όσο και από το προπύργιο του αμιγώς πατριαρχικού Κολεκτιβισμού, τον Κινεζικό. Αυτός δεν είναι άλλος από τον ελληνικό Προσωποκεντρικό πολιτισμό» (σελ. 104-105).

Με το παραπάνω ως «κεντρικό κλειδί επίλυσης» του «πολέμου των φύλων» αλλά και των βαθύτερων αιτίων που τον προκαλούν, ο ΘΖ προσεγγίζει το θέμα πολιτισμικά (κεφ. 3) και οντολογικά-γνωσιολογικά (κεφ. 4, 5). Στο τρίτο κεφάλαιο, ο ΘΖ περιγράφει τρεις «ελκυστές» της «ιστορικά ενσαρκωμένης κοινωνικής φύσης του ανθρώπινου είδους»: Α’ Καιρός, B’ Πόλεμος, Γ’ Τριαρχία Σκοπών (Ασφάλεια-Τιμή-Συμφέρον). Ο πρώτος υπόκειται «στην κωδωνόσχημη καμπύλη των τεσσάρων φάσεων: γένεση – ακμή – παρακμή – κατάρρευση». Ο δεύτερος καθορίζει την δυναμική και τα γεωπολιτικά όρια των διπόλων Ελευθερίας–Κυριαρχίας, Κυρίαρχου–Κυριαρχούμενου, διέπεται δε από έναν τριλεκτικό τύπο: «Εγώ πάνω, Εσύ κάτω, ο Άλλος έξω» ο οποίος υποδηλώνει την διαμόρφωση συμμαχιών εναντίον του «κοινού εχθρού» (σελ. 114-122). Με αυτή την έννοια, σημειώνει ο ΘΖ, ό δεύτερος ελκυστής θα μπορούσε ακόμα και να λέγεται “Ελκυστής του Αποκλειόμενου Τρίτου” για να περάσει στο πεδίο του πολέμου των φύλων και να ρωτήσει ευθέως: «Ποιος άραγε να ήταν ως προς αυτό ο “εξωτερικός εχθρός”; Ο άγνωστος δηλαδή Τρίτος, που κατανικήθηκε στον λεγόμενο “πόλεμο των δύο φύλων”, καταλείποντας αιωνίως “κυρίαρχο” τον άνδρα και αιωνίως “κυριαρχούμενη” την γυναίκα;» Σε αυτό το σημείο, ο ΘΖ –έχοντας επαναδιατυπώνει το πρόβλημα με συστημικό τρόπο– σημειώνει: «αυτό ακριβώς το καίριο ερώτημα είναι και το “αίνιγμα” που έχει να “λύσει” τούτο το βιβλίο» (σελ. 123-125).

Προς την κατεύθυνση αυτή, ο ΘΖ εστιάζει την προσοχή του στο τί ακριβώς συνιστά, σε αυτή την περίπτωση, νίκη, θέτοντας το ερώτημα: «Αν αυτή τη φορά “νικήσουμε τον εχθρό”, τί περιμένουμε να συμβεί; Να κερδίσουν την ισότιμη και πλήρη ελευθερία “όλα τα φύλα” και όλοι γενικά οι ανίσως υποκείμενοι στην κοινωνική εξουσία; […] Υπάρχει, δηλαδή, δυνατότητα μετάβασης σε έναν μετα-νεωτερικό πολιτισμό, όπου θα έχει πραγματοποιηθεί το “υπό μηδενός άρχεσθαι”; Αυτό είναι που θέλει άραγε η “Αυτοκρατορία της Ελευθερίας” ηγούμενη του εν λόγω πολέμου για τα “Ανθρώπινα Δικαιώματα” των παντός είδους φύλων;» (σελ. 126).

Η επόμενη ενότητα αφορά τον τρίτο Ελκυστή, που είναι «οι κινητήριοι Σκοποί των κρατικών και των ενδοκρατικών δρώντων» (σελ. 129). Σε αυτό το πεδίο δρουν δυναμικά, με την έννοια μιας απρόβλεπτης μεταξύ τους ιεραρχικής σχέσης, ο Φόβος, η Ασφάλεια, η Τιμή/Εκτίμηση, το Συμφέρον. Εκεί εναρμονίζεται το κοινωνικό (συλλογικό) με το ατομικό καλό, μια και «όλη η φιλοσοφική γιγαντομαχία για τη σχέση και την διαφορά ανάμεσα στο Ένα και Πολλά, ανάμεσα στο Είδος μας και στην εξατομικευμένη βιολογική του ενσάρκωση ή ανάμεσα στην Ουσία και την Υπόσταση, που αρχίζει με τον πλατωνικό Παρμενίδη, πηγάζει από την διαφορά ανάμεσα στο καλό της Πόλεως και στο καλό του Πολίτη» (σελ. 134-135).

Σημειώνουμε, για λόγους αναγνωστικής πληρότητας,  ότι οι παραπάνω τρεις ελκυστές συμπληρώνονται από τους εξής έξι (σελ. 385): Δικαιοσύνης (σελ. 141), Παντός (σελ. 147), Έρως-Δαίμων (σελ. 164), Θείος Έρως (σελ. 163-165, 247), Πρόσωπο του παιδιού (σελ. 247) και Εγώ- Μηδενός (σελ. 66).

Συμπερασματικά, ο ΘΖ καταλήγει ότι «δεν αρκεί η εισαγωγή της Δικαιοσύνης στον Θεμελιώδη Νόμο του Πολιτεύματος, πρέπει να εισαχθεί και στην ψυχή του πολίτη ως αυθυπερβατικός Ελκυστής, κυρίαρχος πάνω στις διακυμάνσεις της Τριαρχίας των Σκοπών». Βέβαια «το πώς γίνονται όλ’ αυτά είναι αδύνατο να κατανοηθεί δίχως τη βυζαντινή γνώση», κάτι που απασχολεί τον ΘΖ στο επόμενο κεφάλαιο (σελ. 158).

Στο τέταρτο κεφάλαιο, το εκτενέστερο του βιβλίου, ο ΘΖ αρχίζει περιγράφοντας την «οντολογική πλατφόρμα» για τον έρωτα και την αγάπη, όπως την δίδαξε ο Μάξιμος ο Ομολογητής (Φιλοκαλία, τόμος Β’, κεφ. 84-90). Ο ΘΖ επιλέγει τον Μάξιμο ακριβώς επειδή «ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν το προφίλ του πρότυπου διανοουμένου στον ελληνικό πολιτισμό. Διότι, αν ο σκοπός της Πόλεως είναι –όπως εδώ– η μετάπτωση από το απλώς ζην, στο “ευ ζην” κι αυτό σημαίνει “κατ΄ αλήθειαν ζην”, η αποστολή του διανοουμένου –ως κοινωνικού τύπου– δεν είναι παρά να αναδείξει και να υπερασπιστεί αυτήν ακριβώς την ταύτιση “ευ ζην” και “κατ’ αλήθειαν ζην”» (σελ.163-164).

Η σύνδεση με τα προηγούμενα γίνεται στο «πρόσωπο του τρίτου», στην προκειμένη περίπτωση, του παιδιού: «Είναι ολοφάνερο ότι η αμοιβαιότητα της αυθυπερβατικής αγάπης των γονιών προκαλείται από την κοινή εστίασή της στο Παιδί: ένα Τρίτο Πρόσωπο. Δεν έχει καμιά σχέση με τον μεταξύ τους έρωτα, που αν δεν έχει ήδη “πετάξει”, απλώς κάθεται σαν επαίτης σε κάποια γωνία, αν όχι πεταμένος εντελώς έξω από το σπίτι…» Η διαφορά μεταξύ «αυθυπερβατικής και αυτοεπιβεβαιωτικής (ερωτικής) αγάπης», συνεχίζει ο ΘΖ, «είναι ότι η γονική αγάπη είναι άγχος, ανησυχία, αγωνία, φόβος, υπομονή στις συμφορές κλπ. κλπ. που την κάνουν πολλές φορές ταυτόσημη με τον Πόνο. Είναι Σταυρός!!» (σελ. 173).

Διευρύνοντας τα οντολογικά όρια, «πάμε τώρα στην υπερσυμπαντική Οικογένεια, για να δούμε με ποια έννοια είναι εκεί αυθυπερβατικός ο Θείος Έρως. “Πατέρας” μας είναι εδώ ο Θεός και “παιδιά” Του εμείς οι άνθρωποι. Όλοι ανεξαιρέτως οι συνάνθρωποί μας, από καταβολής ανθρωπίνου γένους». Στη συνέχεια ο ΘΖ εξηγεί τα διαφοροποιά στοιχεία της αγαπητικής αυθυπέρβασης όπως εκφράζεται από την σύγκλιση στο θέλημα Θεού-Πατέρα και Θεού-Υιού. Άλλωστε ο Θεός «μπήκε σε όλο αυτό το βάσανο από την ερωτική σφοδρότητα (τον ζήλο) της απόλυτης – απεριόριστα αυθυπερβατικής Αγάπης Του για τα Πρόσωπά μας (ανεξαρτήτως του τί κουμάσι είναι ο καθένας μας)»(σελ. 174-175).

Σε επόμενη ενότητα του κεφαλαίου, ο ΘΖ αναφέρεται στην σχέση των δυο φύλων κατά την χριστιανική παράδοση, αρχίζοντας από την Μωσαϊκή και την Πλατωνική αφήγηση, περιγράφει την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο «σεβόμενος απόλυτα την Ελευθερία τους να θέλουν “να γίνουν θεοί” από μόνοι τους» (σελ. 197-202). Η συμβολή της βυζαντινής παράδοσης έγκειται στον διαχωρισμό ψεύτικης και αληθινής εξουσίας: «Ψεύτικη Εξουσία = ψεύτικη Ελευθερία. Αληθινή Εξουσία = αληθινή Ελευθερία». Συνεχίζοντας, ο ΘΖ αναφέρεται στον θάνατο και στην Ανάσταση που «λύνει το πρόβλημα, γιατί θανατώνει τη φθορά και τον θάνατο όχι μόνο στο επίπεδο της ανθρώπινης φύσης γενικά, αλλά και στο επίπεδο ενός εκάστου» (σελ. 236-238). Συνοψίζοντας, ο ΘΖ σημειώνει ότι «εντοπίσαμε ως κεντρικό ζητούμενο του Θεογονικού διπόλου Θεότητας-Ανθρωπότητας, τη Σωτηρία μας ως άνωθεν αναγέννησή μας, ώστε να γίνουμε παιδιά της Θείας Τριαδικής Οικογένειας. Τη δυνατότητα αυτή, να γίνουμε “θεοί κατά χάριν”, μας την έδωσε ο Χριστός, ο Υιός-Λόγος του Θεού-Πατέρα, γκρεμίζοντας με τη γέννηση, το μαρτύριο και την ανάστασή του τον “μεσότοιχο του φραγμού”, τη φθαρτότητα της χοϊκής μας φύσης» (σελ. 262-263).

Στο πέμπτο κεφάλαιο ο ΘΖ συνεχίζει να εξετάζει τα συστατικά στοιχεία της Σωτηρίας, όπως μας έχει παραδοθεί από την χριστιανική και τη βυζαντινή παράδοση. Συνοψίζοντας, παρομοιάζει τον φυσικό έρωτα ως το «πρώτο κρασί» ενώ το “δεύτερο κρασί” είναι ο σταυρικός έρωτας, η αυθυπερβατική αγάπη που συναιρεί τα φύλα και τα κάνει όντως “σάρκα μία”, αναδεικνύοντας και όχι αφανίζοντας τα δύο πρόσωπα, όπως εκ των πραγμάτων είναι ο κανόνας στον “Κόσμο” μας». Κάτι που επαναλαμβάνει αμέσως παρακάτω με πιο απλά λόγια: «το πρώτο, το συμβατό με το κυρίαρχο αυτοεπιβεβαιωτικό μας ένστικτο, είναι φτιαγμένο για την “είσοδο” στην “εις γάμου κοινωνίαν”. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, για το “ξεκίνημα”. Το δεύτερο είναι για το “μετά”. Για να γεφυρώνει τα διεστώτα, ανοίγοντας συνάμα τον δρόμο της αμοιβαίας πορείας προς την άνωθεν γέννηση-Σωτηρία τους» (σελ. 306-307).

Στο προτελευταίο κεφάλαιο (κεφάλαιο 6) ο ΘΖ ανιχνεύει το ερώτημα αν η Δύση μπορεί να σωθεί ή όχι, αρχίζοντας από τη διαπίστωση ότι «δυο είναι τα κρίσιμα μεγέθη στην διαδρομή ενός πολιτισμού, η συνοχή της Οικογένειας και η συνοχή της Πατρίδας». Όμως, με την διακήρυξη ότι «και το φυσικό Φύλο είναι Σύμβαση» ανατίναξε «το φυσικό αναπαραγωγικό του κύτταρο», και –ως αποτέλεσμα αυτού– «ο ιστορικός του “κύκλος” ως ατομοκεντρικού πολιτισμού “έκλεισε”»(σελ. 309-310). Στις επόμενες ενότητες ο ΘΖ ερευνά την πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική αποσύνθεση της Δύσης, πχ. η Δυτική Ευρώπη έχει ήδη διατρέξει «χίλια χρόνια ολοένα αυξανόμενου ατομικισμού» και έτσι «δεν είναι πλέον ικανή για κανένα μεγάλο συλλογικό εγχείρημα ούτε οικονομικά, ούτε στρατιωτικά ούτε οποιοδήποτε άλλο…». Στρέφοντας την προσοχή του στις ΗΠΑ, ο ΘΖ τις θεωρεί «μια ζωντανή απόδειξη αυτής της ανικανότητας οποιουδήποτε μεγάλου συλλογικού εγχειρήματος». Το διαφοροποιό στοιχείο όμως αυτή τη φορά έγκειται στην μετατόπιση του κέντρου βάρους από την εδαφική περιοχή του δυτικού πολιτισμού στο Πεκίνο, που σημαίνει ότι «η Κίνα εδραιώνει την κεντρική της θέση στους τομείς της κατανάλωσης, της τεχνολογίας και της παραγωγής».

Στην επόμενη ενότητα ο ΘΖ καταλήγει ότι «όλη η ανάλυση αυτού εδώ του βιβλίου επισημαίνει ότι η κατάληξη του πολέμου των φύλων πιστοποιεί την εξάντληση και αποσύνθεση της ατομοκεντρικής θεμελίωσης του δυτικού πολιτισμού. Αν υπάρχει λοιπόν κάποια δυνατότητα να “σώζεται η Δύση”, «τότε αυτή θα συνδέεται με την αναθεμελίωσή της σε μια άλλη μη ατομοκεντρική κοινωνική αυτοθέσμιση» (σελ. 319).

Συστατικό, κατά τον ΘΖ, της αποσύνθεσης αυτής είναι η αποχώρηση του «Homo Economikus» από το ιστορικό προσκήνιο, αφού όμως πρώτα «παρέδωσε τη σκυτάλη στον τεχνοσυστημικό του διάδοχο: το “γκρίζο κοστούμι”, τον απρόσωπο Τεχνοκράτη. Άξιος κληρονόμος του αυτός έσπευσε να προσαρμοστεί οργανικά στη μεταμοντέρνα ανθρωπολογική αποσύνθεση. Και ήδη πέτυχε κάτι, που εις μάτην ονειρεύτηκαν οι από καταβολής κόσμου “αρχές και εξουσίες”: υποκατέστησε το χαμένο ενδοατομικό Υπερεγώ με το απρόσωπο υπερκείμενο Τεχνοσύστημα και τον κατάλληλο “επικοινωνιακό” του Αλγόριθμο, αναπτύσσοντας μία απ’ ευθείας σχέση με τα ”ένστικτα” του μεταμοντέρνου ανθρωπολογικού χυλού» (σελ. 332-333). Στο τέλος αυτής της σκυταλοδρομίας, ο ΘΖ διακρίνει μια πύρρεια νίκη κατά του θανάτου: «Αλλά ακόμα κι αν αποφύγετε τον πυρηνικό Αρμαγεδώνα […] σας περιμένει το Τέλος του Homo Sapiens. Οι Αλγόριθμοι κάνουν τώρα κουμάντο. Και όπου να ’ναι θα σας μετατρέψουν σε Cyborg…Κανονικά βέβαια θα έπρεπε να χαίρεστε, αφού το Cyborg είναι αθάνατο. Η τεχνολογική αθανασία δεν ήταν άλλωστε το όνειρο της νεωτερικότητάς σας; Οι θεϊκοί μας μεταμοντέρνοι αλγόριθμοι, όντας φιλάνθρωποι και φιλεύσπλαχνοι όσο κανένας από τους θεούς σας, θα φροντίσουν να μη σας λείπουν τα αναγκαία ανταλλακτικά των εξαρτημάτων σας» (σελ. 336-337).

Αυτή η αναθεμελίωση βρίσκει την εκδοχή της στην «προς τα πρόσω και άνω μεταστροφή του δυτικού κόσμου στον προσωποκεντρικό πολιτισμό» (σελ. 347). Αυτό ενδιαφέρει διότι «η δυνατότητα της προσωποκεντρικής μεταστροφής, όπου και οι προϋποθέσεις “ειρήνευσης”, όχι μόνο στο επίπεδο των φύλων, αλλά και των λοιπών κοινωνικών διπόλων, καθώς η προσωποκεντρική εκδοχή μεταθέτει τον άξονα του πολιτισμού στην αυθυπερβατική Φιλότητα, τη συνδεδεμένη πρακτικά με τη Θρησκεία του Υιού». Αυτή η δυνατότητα «αφήνει πίσω στην προϊστορία της τις θρησκείες του Πατέρα και της Μητέρας, του Ουρανού και της Γαίας, και τις παραπλανητικές “εκκοσμικευμένες” μετωνυμίες τους, τη Λογική, τη Φύση, την Ιστορία, την Επιστήμη, την Τεχνολογία, την Ανάπτυξη, τον Καταναλωτισμό, την Ηδονοθηρία κ.ο.κ, που αναπαράγουν πρακτικά τη θρησκεία του Μολώχ-Μαμωνά»  (σελ. 347).

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο ΘΖ ερευνά το ερώτημα της Ταυτότητας, δεδομένου ότι αυτό άπτεται των κοινωνιο-οντολογικών και γεωπολιτισμικών δεδομένων που εξετάστηκαν στις προηγούμενες ενότητες. Η ανάλυση που κάνει ο ΘΖ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε Εμείς (εννοεί τους Έλληνες), αλλά κι αυτά ακόμα τα πρότυπά μας –«τα “λελαμπρυσμένα έθνη” της Εσπερίας»– «δεν έχουμε πλέον καμιά Ταυτότητα», επειδή «βούλιαξαν, κι αυτά, στη δίνη του Μεταμοντέρνου Μηδενισμού». Όμως, το «Τέλος μπορεί κάλλιστα να είναι μια Νέα Αρχή» αν εισακουστεί το συμπέρασμα των τελευταίων δύο κεφαλαίων του βιβλίου.

Το τελικό συμπέρασμα-πρόκληση του βιβλίου συνοψίζεται ως εξής: «Αν όρος για την σωτηρία της Δύσης είναι η συλλογική προς τα πρόσω και άνω Προσωποκεντρική μεταστροφή της, το ίδιο –κατά μείζονα λόγο– ισχύει και για μας. Ή θα ανα-νοηματοδοτηθεί η κρατική μας υπόσταση από μια τέτοια μεταστροφή ή απλώς θα εκλείψει» (σελ. 381-382).

Παραπομπές

[1] Γιάννης Παπαδάκης, «Με απλωτές ελληνότροπες», εκδόσεις Θερμαϊκός, 2022.

[2] Θεόδωρος Ζιάκας, «Για μια “χωρογραφία της άλλης Ελλάδας”», Αντίφωνο, 6 Δεκ. 2022.

[3] Θεόδωρος Ζιάκας, «Δεν έχουν τον Θεό τους – Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνική παράδοση. Σώζεται η Δύση;», εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2022.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“le parc des Sources”, 1970) είναι έργο του, άγγλου, David Hockney.

2 Σχόλια

  1. Ευχαριστούμε για το πολύ διαφωτιστικό κείμενο. Δεν γνώριζα αυτό το βιβλίο και τώρα που το έμαθα, θα πάω να το πάρω να το διαβάσω. Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται. Είδα και το σχετικό βίντεο που έχετε στο λινκ.
    Καλό μήνα να έχουμε.

  2. Η παρουσίαση δείχνει ένα προϊόν βαθιάς ανάλυσης και ποιοτικής σκέψης καθώς, μεταξύ άλλων, δεν μένει στην επιφάνεια της πραγμάτων αφού φαίνεται πως το ζήτημα δεν προέκυψε ξαφνικά αλλά αποτελεί μια πολύ λογική συνέπεια των αξιών και της πορείας ενός πολιτισμού, μια πράγματι μακρά και πονεμένη ιστορία.
    Ίσως κάποια πράγματα να μη λύνονται απλά με μια αλλαγή κάποιου κυβερνητικού προγράμματος, το πρόβλημα μπορεί τελικά να είναι αξιακό.
    Πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση ότι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και από κάποιον μη ειδικό.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ