Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο ύψιστος ενσαρκωτής της αρχής του νεωτερικού μυθιστορήματος που εξέφρασε ο Μιχαήλ Μπαχτίν ως «πολυφωνικότητα», ήτοι του γεγονότος ότι ένα μυθιστόρημα δεν διέπεται από μία μόνο ιδεολογική αρχή, αλλά είναι ο χώρος συνανάδυσης πολλών διαφορετικών αληθειών, ενίοτε και σε σύγκρουση ή σε αντίστιξη μεταξύ τους. Το ντοστογιεφσκικό μυθιστόρημα είναι, λοιπόν, ένας χώρος όπου θάλλει η αντίφαση: Ο ίδιος Ιβάν στους Αδελφούς Καρμάζοφ κάνει προδρομικώς μία «θεολογία του θανάτου του Θεού», πριν από τον Thomas Altizer και παράλληλα με τον Friedrich Nietzsche, όταν διεκδικεί ότι δεν μπορεί να πιστέψει σε έναν Θεό που στηρίζει τη μακαριότητα των αγίων του στην οδύνη, τα βάσανα και τον θάνατο ενός μικρού κοριτσιού. Και ο ίδιος Ιβάν γράφει τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» όπου μας φανερώνει έναν αντιεξουσιαστή Χριστό που αρνείται τους τρεις πειρασμούς της εξουσίας: το ψωμί, το θαύμα και την αυθεντία. Κατά αυτήν την έννοια, και πάλι με όρους του Μιχαήλ Μπαχτίν, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο συγγραφέας που θέτει το ερώτημα τι σημαίνει η πίστη στον Χριστό μέσα στον κόσμο της νεωτερικότητας. Και το κυριότερο ερώτημα που έχει και πολιτικές προεκτάσεις είναι η νεωτερική έννοια ελευθερίας ως μία έννοια διαφορετική από την προνεωτερική.
Από φιλοσοφικής απόψεως η νεωτερικότητα ιδρύεται με το κίνημα του νομιναλισμού το οποίο ισχυρίζεται ότι οι καθολικές ιδέες (λ.χ. η ανθρωπότητα, η δικαιοσύνη, ένα ζωϊκό είδος, όπως ο ίππος κ.ο.κ.) αποτελούν απλώς ονόματα (nomina), ενώ η αλήθεια βρίσκεται στα άτομα. (Το αντίθετο του νομιναλισμού είναι ο ρεαλισμός, κατά τον οποίο οι καθολικότητες αυτές είναι realia, δηλαδή απολύτως πραγματικές, λ.χ. η ανθρωπότητα ή η δικαιοσύνη ή το είδος του ίππου είναι πραγματικώς υπαρκτά στη συλλογικότητά τους είτε ως ιδέες με πραγματική υπόσταση, είτε στην αντικειμενική υλική πραγματικότητα, είτε στον νου ή τη θέληση ή την πρόθεση του Θεού κ.ο.κ. σύμφωνα με διαφορετικές εκδοχές ρεαλισμού). Συνοδός του νεωτερικού νομιναλισμού υπήρξε ένα νέο είδος βουλησιαρχίας σύμφωνα με το οποίο πηγή αλήθειας είναι η αυθαίρετη βούληση του ατόμου. Η νεωτερική έννοια ελευθερίας έγκειται ακριβώς στον συσχετισμό της με την αυθαιρεσία. Ενώ στην προνεωτερική κατανόηση της ελευθερίας υπήρχε μία ορισμένη τάξη του κόσμου, -είτε νατουραλιστική, όπως στην αρχαία ελληνική σκέψη, η οποία προσπαθούσε να εντοπίσει τέλη/σκοπούς μέσα στη φύση (τελεολογία), είτε θεολογική, όπως στους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι μιλούσαν για λόγους των όντων, που συνιστούν θελήματα του Θεού για το εσχατολογικό μέλλον της φύσεως-, οπότε η ελευθερία θεωρείται σε διάλογο με αυτήν την τάξη, η νεωτερική ελευθερία είναι μία ελευθερία στο κενό. Μάλιστα αυτή η ελευθερία πρώτα προβάλλεται στον Θεό, ο Οποίος κατά τη νομιναλιστική θεώρηση είναι ένας απόλυτα αυθαίρετος ηγεμόνας: Σχηματικά, η διαφορά μεταξύ προνεωτερικής (ρεαλιστικής) θεώρησης και νεωτερικής νομιναλιστικής είναι ότι κατά την πρώτη ο Θεός θέλει κάτι επειδή είναι αγαθό, ενώ κατά τη δεύτερη κάτι είναι αγαθό επειδή το θέλει ο Θεός. Η πρωτομοντέρνα αυτή θεολογική θεώρηση της ελευθερίας ως αυθαιρεσίας εκκοσμικεύεται με συνέπεια ελεύθερος να θεωρείται κατ’ αρχήν ο ηγεμόνας που στο πλαίσιο του πρωτονεωτερικού απολυταρχισμού τίθεται επέκεινα της φεουδαρχικής κοσμολογικής τάξεως. Και στη συνέχεια το κάθε άτομο, το οποίο ως κατ’ εικόνα Θεού συμπηγνύει ως κυρίαρχο κατά βούληση την κοινωνία μέσω κοινωνικών συμβολαίων χωρίς αναφορά σε κάποια κοσμική ιερότητα ή κοσμολογική τάξη.
Ο Ντοστογιέφσκι πάλεψε στο έργο του με τρόπο προδρομικό και πρωτοποριακό με αυτή τη νεωτερική έννοια ελευθερίας. Η τελευταία βασίζεται σε ένα διαζύγιο με σκοπούς εγγενείς στη φύση, δηλαδή με ό,τι φιλοσοφικώς αποκαλείται «τελεολογική ελευθερία», ήτοι ελευθερία σε διάλογο με μια στοχοθεσία που υπάρχει μέσα στη φύση ή στη θέληση του Θεού για αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι ότι μακροπρόθεσμα η νεωτερική ελευθερία εξέβαλε σε μια αίσθηση παραλόγου του κόσμου, οπότε κατά τον υπαρξισμό, ο ελεύθερος άνθρωπος διαλέγεται όχι με την κοσμική τάξη, αλλά με την έλλειψή της, δηλαδή με το παράλογο, με τον παραλογισμό, όπως στον υπαρξισμό του Albert Camus και του Jean-Paul Sartre. Αλλά και πριν τους δύο αυτούς στοχαστές όπου εκβάλλει η νεωτερική νομιναλιστική έννοια της ελευθερίας έχουμε λ.χ. τον χριστιανό υπαρξιστή Søren Kierkegaard, κατά τον οποίο η πίστη απαιτεί μία αβρααμικού τύπου αναστολή των νορμών της ηθικής αλλά και της φυσικής τελεολογίας. Σύμφωνα με αυτή τη νεωτερική υπαρξιστική θεολογία το μεγαλειώδες της πίστεως είναι ακριβώς ότι υπερβαίνει τις νόρμες της φυσικής και της ηθικής και όχι ότι καταφάσκει και προσαρμόζεται σε αυτές.
Στον Ντοστογιέφσκι οφείλουμε ότι εξέφρασε μία Χριστολογική εκδοχή της νεωτερικής έννοιας της ελευθερίας και κατά τον τρόπο αυτό έδειξε ότι μπορούμε να είμαστε νεωτερικοί άνθρωποι ακριβώς μαζί με τον Χριστό, και όχι χωρίς Αυτόν ή εναντίον Του. Όταν ο Ντοστογιέφσκι θέτει ένα δίλημμα μεταξύ Χριστού και αλήθειας και βεβαιώνει ότι προτιμά να είναι με τον Χριστό παρά με την αλήθεια, αυτό που μάλλον υπαινίσσεται είναι ότι ο Χριστός αποτελεί μία αλήθεια μυστική και προσωπική η οποία υπερβαίνει την αλήθεια της γνώσης της εξωτερικής πραγματικότητας από τις θετικές επιστήμες, όπως είναι λ.χ. η ενιαία μαθηματικοποιημένη φυσική της νεωτερικότητας ή η αντίστοιχη βιολογία κ.ο.κ. Για αυτό και η συνάντηση με τον Χριστό γίνεται σε ένα πεδίο προσωπικής ελευθερίας που αψηφά τους αντικειμενικούς κανόνες. Περαιτέρω βρίσκουμε στον Ντοστογιέφσκι τον Χριστό ως μία προσωπική μη αντικειμενική ομορφιά η οποία θα σώσει τον κόσμο. Αν ο Εμμανουήλ Καντ είδε την αισθητική ως μία εκκρεμή γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο της επιστήμης που μελετά τα υπαρκτά και σε αυτόν της ηθικής που συνιστά τους ορίζοντες των αξιών, με την έννοια ότι με την αισθητική επενδύουμε με αξίες τον κόσμο πλην με τρόπο μη επιστημονικώς αποδείξιμο, ο Ντοστογιέφσκι μεταβαίνει από την εκκρεμότητα στην αντίστιξη με το να διεκδικήσει ότι ο Χριστός είναι ο σωτήρας ως «ωραίος κάλλει» ενάντια στους κανόνες της επιστήμης ή και της αντικειμενικής φυσικής αισθητικής ή ακόμη και ενάντια στην αντικειμενική ηθική. Από μία αρνητική άποψη, κάτι παρόμοιο διεκδικεί ο άνθρωπος του Υπογείου, όταν λέει ότι οι μαθηματικές αλήθειες, όπως το 1+1=2 δεσμεύουν την ελευθερία του και τον καταπιέζουν. Στην πολυφωνικότητα του έργου του Ντοστογιέφσκι οι διαφορετικές αυτές στιγμές βρίσκονται σε διάλογο: Ο Χριστός έρχεται να μας προσφέρει μία ελευθερία η οποία υπερβαίνει τους αντικειμενικούς κανόνες της επιστήμης, με την τελευταία να εμπεριέχει τόσο την τυπική λογική όσο και τη λογική / μαθηματική διατύπωση της φύσεως, όσο και αυτούς της ηθικής και της αισθητικής, αν αυτές εννοηθούν αντικειμενικώς.
Με αυτήν την έννοια ο Χριστός είναι ο σωτήρας των ανθρώπων από την αυθεντία του Μεγάλου Ιεροεξεταστή της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και από τα μεταφυσικά δεκανίκια του θαύματος που προϋποτίθενται ή του ψωμιού ως πρακτικής ωφελιμιστικής συνέπειάς τους. Ο Ντοστογιέφσκι γίνεται έτσι και ο πρωτοπόρος των σημαντικών Ορθοδόξων θεολόγων του 20ου αιώνα, οι οποίοι εκλαμβάνουν την ελευθερία ως απελευθέρωση από την αναγκαιότητα, όπως βλέπουμε λ.χ. στον Λέοντα Σεστώφ, τον π. Σέργιο Μπουλγκάκοφ, τον Βλάντιμιρ Λόσκι, τον π. Γεώργιο Φλορόφσκι και σε επιγόνους τους. Με τον τρόπο αυτό ο Ντοστογιέφσκι έθεσε υπαρξιακώς το ζήτημα της ελευθερίας σε μία νέα εποχή, αυτή της εκβιομηχάνισης, της τυποποίησης, του θετικισμού και εντέλει του αναπόφευκτου ολοκληρωτισμού που σφράγισε τον 20ο αιώνα, όπως ο Ρώσος συγγραφέας είχε προΐδει. Το καίριο, ωστόσο, είναι ότι με το να δώσει μία Χριστολογική διέξοδο στη νεωτερική κατανόηση της ελευθερίας, ο Ντοστογιέφσκι καταφάσκει εντέλει αντί να αρνείται τη βυζαντινή παράδοση: Το αίτημα να υπερβούμε την τυποποίηση της επιστήμης και της αντικειμενικής ηθικής δεν οδηγεί σε μία αθεϊστική καταδίκη να είμαστε ελεύθεροι, αλλά στα πόδια του Χριστού όπου προσπίπτουμε, επανευρίσκοντας όλα τα αγαπημένα μας πρόσωπα για να ξαναδιηγηθούμε τις ζωές μας. Έτσι βρίσκει μπαχτινικώς ο άνθρωπος του υπογείου τον Μαρμελάντοφ στο εσχατολογικό του όραμα. Όπως και ο Κυρίλοφ που διεκδικεί την ελευθερία διά της μεταφυσικής αυτοκτονίας βρίσκει τον Αλιόσα που την αναζητά ταπεινά διά του θανάτου του κόκκου του σίτου, ο οποίος αναμένεται να φέρει αναστάσιμο καρπό.
Η σχέση νεωτερικότητας και χριστιανικής πίστης με απασχολεί πολυ και προσωπικά. Προσωπικά, Διονύση, βλέπω τις θέσεις σου να βρίσκονται πολύ κοντά σε όσα γράφει ο Jean Luc Marion στο βιβλίο του “Ο Θεός χωρίς το Είναι”, που θεωρεί ότι δικαιολογημένα είχαμε τον τελευταίο αιώνα τον πόλεμο κατά της Μεταφυσικής και καταφευγει στον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Ο Άγιος αυτός αναγνώριζε ότι το κυριο ιδίωμα του Θεού είναι ο Έρως, η υπέρμετρη Αγάπη, και όχι το Είναι. Αντιτάσσεται εν μέρει στον Ακινάτη, που στο θεολογικό του σύστημα θεωρεί πρώτιστο ιδίωμα του Θεού το Είναι. Και διερωτώμαι αν πράγματι ως χριστιανοί μπορούμε να ζήσουμε στην νεωτερικότητα αλλά όχι την νεωτερικότητα. Θυμάμαι και το βιβλίο του Ταίηλορ “Οι δυσανεξίες της Νεωτερικότητας”, που μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας. Σε συγχαίρω που συμβάλεις στην συζήτηση αυτή, που έχει ακόμη πολυ δρόμο μπροστά της.
Αχ, έρμε Ντοστογιέφσκυ τι σου ‘μελε να πάθεις! Δε πα να λες σε ημερολόγια και επιστολές τι προθεσεις έχεις, εμείς θα σε αναλύουμε κατά το δοκούν.
Η έννοια της ελευθερίας που κυριαρχεί σήμερα προτρέπει στην καλλιέργεια των παθών (κάνε ότι σου αρέσει, όλα επιτρέπονται) και καταλήγει στην απόλυτη σκλαβιά. Τη σκλαβιά την ονομάζουμε ελευθερία.
Καλό τό ἄρθρο. Ὁ Δ. Σκλήρης γράφει:”Σχηματικά, η διαφορά μεταξύ προνεωτερικής (ρεαλιστικής) θεώρησης και νεωτερικής νομιναλιστικής είναι ότι κατά την πρώτη ο Θεός θέλει κάτι επειδή είναι αγαθό, ενώ κατά τη δεύτερη κάτι είναι αγαθό επειδή το θέλει ο Θεός”. Τό ζήτημα αὐτό θέτει πρῶτος ὁ Πλάτων στόν Εὐθύφρονα (10α 2-3) «ἆρα τό ὅσιον ὅτι ὅσιον ἐστιν φιλεῖσθαι ὑπό τῶν θεῶν, ἤ ὅτι φιλεῖται ὅσιον ἐστιν;» (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου: «ἄραγε τό ὅσιο εἶναι ἀγαπητό στούς θεούς ἐπειδή εἶναι ὅσιο ἤ εἶναι ὅσιο ἐπειδή τούς εἶναι ἀγαπητό;»)
Δεν είναι ο Ντοστογιέφσκι ο πρώτος που μίλησε για την ελευθερία ως απελευθέρωση από την αναγκαιότητα, αλλά ο …. στρατός των μοναχών -ασκητων της μεσανατολικης και αιγυπτιακής ερήμου 1700 περίπου χρόνια πριν από αυτόν. Δεν δίνει καμία νεωτερική διέξοδο στην έννοια της ελευθερίας. Ο άνθρωπος απλώς επαναλαμβάνει ο,τι λέει η Ορθοδοξία παλαιόθεν. Απλώς, επειδή ποτιστηκαμε με μία άλλη εκδοχή της ελευθερίας μετά τη γαλλική επανάσταση, μας κάνουν εντύπωση αυτά που γράφει ο Ντοστογιέφσκι.