{mosimage}του Σπύρου Μανουσέλη
Σήμερα γνωρίζουμε αρκετά για τη δημιουργία και την απώλεια των μνημονικών μας λειτουργιών. Καταφέραμε ακόμη και να προικίσουμε τις μηχανές με «μνήμη». Αυτές οι νέες τεχνολογικές μας δυνατότητες, όμως, δεν διευρύνουν απλώς τις μνημονικές μας ικανότητες, αλλά και τις καταστρέφουν!
Η απώλεια της μνήμης ισοδυναμεί με απώλεια του εαυτού. Ισως γι' αυτό η κατανόηση της μνήμης -αλλά και της λήθης που αναπόφευκτα τη συνοδεύει- υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη πρόκληση για την ανθρώπινη σκέψη. Καμία από τις λειτουργίες του ανθρώπινου νου δεν παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικής μας ταυτότητας, δηλαδή στη συγκεκριμενοποίηση της σκοτεινής έννοιας του «εαυτού», όσο η μνήμη. Για να δώσουμε ένα νόημα στο παρόν μας και να χαράξουμε το μέλλον μας οφείλουμε να ανατρέχουμε στα μνημονικά εγγράμματα του παρελθόντος μας.
Αυτή η αινιγματική ικανότητα καταγραφής, αποθήκευσης και ανάκλησης στο παρόν προγενέστερων εμπειριών και γνώσεων είναι ό,τι αποκαλούμε «μνήμη». Συνήθως «περιορίζουμε» τις δυνατότητες αυτής της λειτουργίας στην παθητική καταγραφή όλων των εμπειριών που ένα ανθρώπινο ον έχει στη διάρκεια της ζωής του. Αυτή η εγωιστική και άκρως περιοριστική έννοια της μνήμης παραβλέπει το γεγονός ότι πρόκειται για μια θεμελιώδη βιολογική λειτουργία κάθε ζωντανού οργανισμού.
Πράγματι, η μνήμη δεν θεωρείται πλέον ένα αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο. Αντίθετα, γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτή η αινιγματική ικανότητα καταγραφής, αποθήκευσης και ανάκλησης πληροφοριών αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την ύπαρξη και την επιβίωση κάθε μορφής ζωής. Παρά τις τεράστιες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των οργανισμών, ως προς την πολυπλοκότητα της οργάνωσης και της λειτουργίας της μνήμης, αυτή αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό της ζωής: από τη «γενετική μνήμη» στα γονίδια των βακτηριδίων μέχρι την ανάκληση των προσωπικών αναμνήσεων στον πολυδαίδαλο εγκέφαλο του Προυστ.
Η αρχαιολογία της μνήμης
Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι διέθεταν, στο πλαίσιο των ιστορικών-πολιτισμικών ή γνωστικών τους παραδόσεων, μια αρκετά συνεκτική και ευλογοφανή εξήγηση για την προέλευση και τη λειτουργία της μνήμης.
Οι αρχαίοι Ελληνες, για παράδειγμα, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη, για την ανθρώπινη ζωή, λειτουργία της μνήμης, τη θεοποιούσαν και την ταύτιζαν με την Μνημοσύνη.
Η Μνημοσύνη ήταν μια σκιώδης τιτανική θεότητα, θυγατέρα του Ουρανού και της Γαίας και αδελφή του Κρόνου και του Ωκεανού. Από τους θείους γάμους της με τον ερωτιάρη Δία θα γεννηθούν οι Μούσες. Τελικά, όλες οι ανώτερες πνευματικές λειτουργίες -όπως η ποίηση και οι καλές τέχνες- οφείλουν την προέλευση και την ανάπτυξή τους στη Μνημοσύνη.
Να πώς περιγράφει ο J. Ρ. Vermant στο βιβλίο του «Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα» την ανάγκη θεοποίησης κατά την αρχαιότητα αυτής της βασικής ψυχολογικής λειτουργίας: «Η μνήμη δεν ξαναπλάθει τον χρόνο, αλλά ούτε και τον καταλύει. Γκρεμίζοντας το φράγμα που χωρίζει το παρόν από το παρελθόν, ρίχνει μια γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στον Αλλο Κόσμο, όπου ξαναγυρίζει κάθε τι που άφησε το φως του ήλιου».
Η διττή λειτουργία της «μυθικής μνήμης» ήταν συνεπώς να προσφέρει στους θνητούς ένα μαγικό όχημα αφ' ενός για την υπέρβαση του ανθρώπινου χρόνου και αφ' ετέρου για την πρόσβαση στην αιώνια θεϊκή πραγματικότητα, την οποία ταύτιζαν με την «αλήθεια», με την απουσία δηλαδή της παραπλανητικής λήθης.
Μια φιλοσοφική μετεξέλιξη αυτής της μυθικής αντίληψης για τη λειτουργία της μνήμης βρίσκουμε, αιώνες μετά, στην πλατωνική θεωρία της «ανάμνησης». Για τον Πλάτωνα η αληθινή γνώση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανάμνηση.
Πρώτος αυτός θα εισαγάγει στην ανθρώπινη σκέψη την ανάγκη να διακρίνουμε δύο βασικές λειτουργίες: αφ' ενός τη «μνήμη», δηλαδή τη φυσική-βιολογική λειτουργία καταγραφής, και αφ' ετέρου την «ανάμνηση», την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπερφυσική διεργασία ψυχικής ανάκλησης.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Πλάτωνας πρότεινε και έναν υποθετικό ψυχολογικό μηχανισμό για τη δημιουργία των μνημονικών εγγραμμάτων. Για να εξηγήσει στον διάλογο «Θεαίτητος» πώς καταγράφονται και ανασύρονται από τη μνήμη οι πληροφορίες, καταφεύγει στη μεταφορά του εκμαγείου από κερί. Κάθε νέα εμπειρία ή γνώση αφήνει το ίχνος της στην ψυχή μας επειδή μπορεί, με κάποιον άγνωστο τρόπο, να εγγράφεται παθητικά πάνω σε αυτή τη μνήμη-εκμαγείο, και έτσι δημιουργεί ένα εσωτερικό αποτύπωμα ή «ενθύμιο» του προτύπου.
Βέβαια, ο Πλάτων με τη μεταφορά της μνήμης ως κέρινου εκμαγείου δεν ήθελε να προτείνει μια πρόωρη για την εποχή του επιστημονική εξήγηση, αλλά μάλλον να αναδείξει τις ατέλειες των φυσικών μνημονικών αποτυπωμάτων σε σύγκριση με την ανεξίτηλη υπερφυσική διεργασία της ανάμνησης.
Ωστόσο, αυτή η ιδέα της μνήμης ως οργανικού αποτυπώματος θα ακολουθήσει στους επόμενους αιώνες μια ανεξάρτητη πορεία η οποία, παρά τις αρχικές προσδοκίες του δημιουργού της, θα οδηγήσει στις σημερινές αυστηρά επιστημονικές θεωρίες μας για τη μνήμη. Στις μέρες μας, μάλιστα, αυτή η αντίληψη της μνήμης ως παθητικής αντιγραφικής διαδικασίας θα γνωρίσει μια απροσδόκητη τεχνολογική επιβεβαίωση: τη δημιουργία μονάδων ψηφιακής μνήμης στους υπολογιστές!
Η επιστήμη της μνήμης
Μολονότι τα ποικίλα μνημονικά φαινόμενα και οι δυσλειτουργίες της μνήμης (αμνησίες) υπήρξαν αντικείμενο έρευνας πολλών φιλοσόφων και φυσιολόγων, μόνο κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε η εμπειρική και πειραματική διερεύνηση της μνήμης.
Πρωτοπόρος στην επιστημονική διερεύνηση των ψυχολογικών μηχανισμών της μνήμης, και κυρίως της λήθης, θεωρείται ο Hermann Ebbinghaus (1850-1909). Εκτοτε έχει συσσωρευτεί ένας τεράστιος όγκος πειραματικών και θεωρητικών δεδομένων που αφορούν τόσο τις ψυχολογικές όσο και τις νευροβιολογικές πτυχές αυτής της ιδιαίτερα σύνθετης λειτουργίας του νου.
Συνήθως πιστεύουμε ότι η μνήμη είναι ένα ενιαίο φαινόμενο· στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώθηκε, αποτελείται από δύο ξεχωριστά μνημονικά συστήματα: ένα πρωτογενές σύστημα της «βραχύχρονης μνήμης» και ένα δευτερογενές σύστημα της «μακρόχρονης μνήμης». Το κάθε ένα από αυτά επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες, οι οποίες με τη σειρά τους εμπλέκουν διαφορετικές διεργασίες και συνήθως πραγματώνονται από διαφορετικές εγκεφαλικές δομές.
Πιο συγκεκριμένα, πολλές πρόσφατες αλλά και παλαιότερες έρευνες έδειξαν ότι οι λειτουργίες της βραχύχρονης μνήμης διεκπεραιώνονται κυρίως από νευρωνικά κυκλώματα και δομές του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου μας, ενώ στις λειτουργίες της μακρόχρονης μνήμης εμπλέκονται οι δομές των κροταφικών, βρεγματικών και ινιακών λοβών. Το γεγονός, όμως, ότι κάθε εγκεφαλική δραστηριότητα εμπλέκει ευρύτερες εγκεφαλικές δομές, αν όχι το σύνολο του εγκεφάλου, δυσχεραίνει εξαιρετικά κάθε προσπάθεια αυστηρού εντοπισμού των μνημονικών λειτουργιών.
Γιατί, όμως, ορισμένες αναμνήσεις διαρκούν περισσότερο, ίσως για όλη μας τη ζωή, ενώ άλλες εξαφανίζονται μέσα σε λίγα λεπτά; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο νευρωνικό υπόστρωμα των μνημονικών φαινομένων.
Το πώς ακριβώς οι εμπειρίες του παρόντος καταγράφονται, παγιώνονται και ανακαλούνται στο μέλλον είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα της νευροεπιστημονικής διερεύνησης της μνήμης. Σήμερα είναι σαφές ότι το πέρασμα από την πρόσκαιρη καταγραφή στη βραχύχρονη μνήμη στα μονιμότερα μνημονικά «αρχεία» της μακρόχρονης μνήμης εμπλέκει σύνθετους νευροχημικούς μηχανισμούς και έναν αρκετά μεγάλο αριθμό νευρικών κυττάρων (νευρώνων).
Τόσο η μακρόχρονη όσο και η βραχύχρονη μνήμη προκύπτουν και αποτυπώνονται χάρη στις διασυνδέσεις, δηλαδή στις συνάψεις μεταξύ των νευρώνων που συγκροτούν τις εγκεφαλικές δομές στις οποίες εντοπίζονται τα συγκεκριμένα μνημονικά εγγράμματα. Οι νευροεπιστήμονες, μάλιστα, έχουν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσουν τον ακριβή νευροχημικό μηχανισμό που ενεργοποιείται για την καταγραφή κάθε νέας πληροφορίας μέσα στο αχανές νευρωνικό δίκτυο του εγκεφάλου μας.
Για να σχηματιστεί ένα μνημονικό ίχνος πρέπει να ενεργοποιηθούν οι συνάψεις μεταξύ των νευρώνων του συγκεκριμένου νευρικού κυκλώματος. Αυτή η ενεργοποίηση επιτυγχάνεται μέσω χημικών και ηλεκτρικών σημάτων που ανταλλάσσουν μέσω των συνάψεών τους οι συγκεκριμένοι νευρώνες. Στην περίπτωση των βραχύχρονων μνημονικών εγγραμμάτων, το φαινόμενο αυτό της νευρωνικής ενεργοποίησης διαρκεί από λίγα λεπτά μέχρι το πολύ μία ώρα. Αντίθετα, τα πιο μόνιμα μνημονικά εγγράμματα της μακρόχρονης μνήμης προκύπτουν από την επανάληψη αυτής της ενεργοποίησης. Η επανάληψη αυτή οδηγεί αρχικά στην ενίσχυση αυτών των προτύπων ενεργοποίησης μεταξύ των νευρώνων, και τελικά στην παγίωση του μνημονικού ίχνους.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι στις μέρες μας η Μνημοσύνη έχει πλέον εγκαταλείψει τα ολύμπια δώματά της για να εγκατασταθεί ανεπιστρεπτί στο εσωτερικό των βιολογικών εγκεφάλων. Και σαν να μην αρκούσε αυτό, την εξαναγκάσαμε επιπλέον να μετακομίσει στα «κακόφημα» κυκλώματα πυριτίου των υπολογιστικών μηχανών. Ομως, αυτή η προοδευτική έκπτωση των μυθολογικών εξηγήσεων της μνήμης και των άλλων σημαντικών νοητικών λειτουργιών (γλώσσα, μάθηση, συνείδηση) αντισταθμίζεται σήμερα από τη μεγαλειώδη προσπάθεια επιστημονικής κατανόησής τους, καθώς και από τις ασύλληπτες, κατά το παρελθόν, ιατρικές και τεχνολογικές εφαρμογές αυτής της γνώσης. *
πηγή: " Ελευθεροτυπία" 30/08/2008