Ο Γιώργος Σαραντάρης κρίνει τον Κωνσταντίνο Καβάφη

9
513

Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος

Ο ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης, εκλεκτή μορφή των γραμμάτων μας στη δεκαετία του 1930, έγραψε κατ’ επανάληψη κριτικά για τον Κωνσταντίνο Καβάφη και την ποίηση του. Μέσα λοιπόν στις ιαχές και στα πανηγύρια για την 150ή επέτειο από την γέννηση και την 80ή από τον θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή ας σημειωθεί η άποψη ενός “επαϊοντα” της ποιητικής τέχνης, που ήταν πάνω  από πάθη και κοσμικές νοοτροπίες και αντιλήψεις.

Η κριτική του Γιώργου Σαραντάρη στον Κων. Καβάφη έχει την καίρια σημασία της, γιατί τον εκτιμούσε ως ποιητή και στα 1932, μόλις 24 ετών, ήταν ο πρώτος που μετέφρασε στα ιταλικά ποιήματά του ( Σημ. συντ.: Επρόκειτο για τα “Ζωγραφισμένα”, “Εν πόλει της Οσροηνής” και “Στου καφενείου την είσοδο”, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικόCronache, τεύχος 11-12, Μπέργκαμο, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1932-ΧΙ, σελ. 7).

Η αείμνηστη Σοφία Σκοπετέα, που μελέτησε τον Σαραντάρη και είχε σοβαρή γνώση του έργου του Καβάφη σημειώνει: ” Όταν ο Σαραντάρης αρχίζει να μιλά για τον Καβάφη δείχνει να τον γνώριζε από πάντα” (1)

Ο Σαραντάρης ήταν από τις λίγες πνευματικές προσωπικότητες που ήθελε την Τέχνη να μην είναι μια στείρα απεικόνιση του αισθητικά – αισθησιακά ωραίου, ή της χοϊκής – ηδονιστικής απεικόνισης της ζωής. Δεν δεχόταν να υπάρχουν διαπιστώσεις που επιφανειακά ήσαν λογικά σωστές, αλλά που δεν οδηγούσαν πουθενά, που ήσαν χωρίς τέλος, υπό την αρχαία σημασία της λέξης. Ο Θεσσαλονικιός φίλος του, ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, είχε αντιληφθεί το πώς βίωνε την Ποίηση ο Σαραντάρης: ” Για τον Σαραντάρη που ήταν σφοδρός πολέμιος κάθε ωφελιμιστικής και ηδονιστικής αντίληψης, η ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα, για να νοιώσουμε την αλήθεια του ανθρώπου, μια λύση, το μόνο τρόπο να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, τη μόνη κατάφαση της αθανασίας”. (2) Κι ένας άλλος σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, έγραψε σχετικά: ” Η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση, δεν μπορούσε, λοιπόν, να είναι αισθητική ή άλλο παρόμοιο, αλλά στάθηκε σχεδόν από την αρχή καθαρά πνευματική ή μεταφυσική” (3).

Ο Σαραντάρης έζησε στην Ιταλία από βρέφος έως το πέρας των νομικών του σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα. Μετά ήρθε στην Ελλάδα, για να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό, και έμεινε σ’ αυτήν έως τα 33 του χρόνια, όταν θυσιάστηκε στα βουνά της Πίνδου, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Σχεδόν με την έλευσή του στην Ελλάδα άρχισαν οι προβληματισμοί του για τον Καβάφη. Συγκεκριμένα στις 26 Ιουνίου του 1932 γράφει σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του:

ΚΑΒΑΦΗΣ
Κάτι λείπει στον Αλεξανδρινό ποιητή:
Είναι το άρωμα και η γυναικεία θέρμη
Που δεν αγάλλιασαν την ψυχή του
Να χαρεί τη ζωή.
Ο πόθος του είναι αλλιώτικος,
Του αντρικού έρωτος

Δεν έχει τη θρασύτητα μα ούτε και τη θυσία…(4)

Το 1935 στο Μονταπόνε, όπου ο Σαραντάρης βρέθηκε λόγω του θανάτου του πατέρα του, έγραψε για τις “Μακεδονικές Ημέρες”, μεταξύ άλλων “Για τον Καβάφη”:
” Η ψυχρή ποίηση του Καβάφη είναι η ανώτερη της σημερινής Ελλάδας, γιατί είναι ειλικρινής και, διόλου ερασιτεχνική, αν κ’ επιφανειακά τέτοια δείχνεται σε όσους συνήθισαν να κρίνουν τα έργα ξεκινώντας απ’ την πάντοτε απατηλή παρατήρηση του σκοτεινού βίου των δημιουργών. Είναι όμως εκείνη του Καβάφη, ποίηση άγονη. Μονάχα ένα μάθημα ύφους παραδίδει στους κατοπινούς. Είναι, στη γλώσσα μας, η πρώτη πείρα, θαρραλέα προσωπική κ’ αισθητικά άρτια, όχι μιας poesie pure a la Valery, αλλά εκείνης της ουσιαστικής essenziale ποίησης, που, μ’ εντελώς άλλη όψη, είδε το φως στα χρόνια αμέσως μετά απ’ τον πόλεμο στην Ιταλία, και πιστεύω και αλλού…Άγονη η ποίηση του Καβάφη γιατί κατά τελευταίο λόγο δεν συμμερίζεται εκείνη την ύστατη αισιοδοξία, που χρειάζεται της ψυχής όπως και του πολιτισμού για να προχωρήσουν για να πάνε πέρα…Ο αισθησιασμός, ηδονή και πίστη του, τον οδηγεί προς την απελπισία (5).

Σε άλλο κείμενό του, δημοσιευμένο την ίδια χρονιά επίσης στις “Μακεδονικές Ημέρες”  ο Σαραντάρης γράφει:

” Στο ποίημα το αίσθημα δεν χωρίζει από τη σκέψη, κάθε μόριο της σύνθεσης όντας λόγος…Ακριβώς γιατί ο ποιητής δεν διακρίνεται από τον άνθρωπο, δικαιολογείται εκείνη η αυθόρμητη αποστροφή μας από ποιητές που, ναι μεν εκτιμούμε σχετικά με το περιβάλλον, με την εποχή που έζησαν, αλλά το έργο τους σαν σύνολο μας δείχνεται στείρο: σκέπτομαι έναν Μαλαρμέ, έναν Καβάφη… Με την προοπτική του χρόνου που τόσες θέες ξελαγαρίζει, έρχεται στην επιφάνεια η βαθύτερη αδυναμία του ποιητή ( και δεν έχουμε υπόψη μας μονάχα τους Μαλαρμέ και Καβάφη) να ζήσει ανάμεσα στους συγχρόνους του, ν’ αντιληφτεί τα γόνιμα μηνύματα που κάθε εποχή περικλείει. Κατ’ ανάγκην ένας τέτοιος ποιητής και σαν ποιητής θα είναι ισχνός, θα γίνει “precieux” (κομψευόμενος). Αδιάφορο αν γνωρίσει μέχρι κει που δεν παίρνει, τα μυστικά της τέχνης του. Αυτή η αυτογνωσία δεν ωφελεί, γιατί μια τέτοια τέχνη δεν μας ενδιαφέρει…”. (6)

Το 1935 ο Σαραντάρης γράφει:
” Η στενόθωρη θέα της ποίησης του Καβάφη, τέτοια όμως ο εγωισμός του μπορούσε να παραγάγη, περιορισμένη στο πάθος του ατόμου, στη φθαρτή ουσία του, αλλά ζωντανεμένη απ’ τη θαυματουργή ειλικρίνεια, που όποιος δημιουργός κατέχει, (είναι) δώρο της φύσης του.

Ό,τι αγαπά ο Καβάφης είναι η σάρκα του ομοίου του, στο ιδανικό της σφρίγος ( ιδανικό, στην ανθρώπινη εξήγηση σημαίνει πρόσκαιρο), που είναι νεανικό. Αλλά αυτός ο έρωτας προορίζεται να παραμείνη στείρος αγνάντια στη ριζικώτερη ανάγκη στην πιο βαθειά απαίτηση του πνεύματος”. (7)

Το 1936 σημειώνει ο Σαραντάρης:

” Ο Καβάφης έφερε τη νεοελληνική ποίηση στο <άκρον άωτον> της παρακμής, χωρίς όμως ν’ αφαιρέσει απ’ αυτή την ουσιαστική της αξία. Αλλά δεν είναι τολμηρό να υποστηρίξει κανείς πως ύστερα από τον Καβάφη, όχι μονάχα δεν μας επιτρέπεται να είμαστε μιμητές του, αλλ’ ούτε καν να κάνουμε <ποίηση παρακμής>. Κάθε αλήθεια της νεοελληνικής παρακμής σβύνει απ’ τον αγέρα της πνευματικής μας ζωής με το θάνατο του Καβάφη”. (8)

Το 1939 ο Σαραντάρης γράφει το ποίημα Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ:
Η πόλη όπου γεννήθηκες είναι η Κωνσταντινούπολη,
Πόλη του μέλλοντος,
Ενώ εσύ, πολύ προτού πεθάνεις,
Μέσα στο παρελθόν έπαιζες ζάρια
Όχι, η ζωή σου δεν είταν ωραία
Με τα μυρωδικά
Με τα βιβλία
Με τις εξαίσιες εκείνες
Αλλά ψεύτικες οπτασίες
Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;
Ο Αντώνιος της ποίησης σου η Αλεξάνδρεια. (9) 

Στις 3 Αυγούστου του 1940, λίγο πριν επιστρατευθεί για την Πίνδο,  όπου θυσιάστηκε κατά τον ελληνο- ιταλικό πόλεμο, ο Σαραντάρης γράφει ένα σαν επίγραμμα, που κλείνει και τη σκέψη του για τον Καβάφη:

“Τι έμεινε από το έργο του Καβάφη; Κάτι σαν κυπαρίσσι”. (10)

Το κυπαρίσσι το αειθαλές δένδρο των κοιμητηρίων.  Κατά την λαϊκή θρησκευτική παράδοση είναι το σύμβολο του πένθους και του θανάτου. ( 11). Μπορεί να είναι ωραίο δένδρο, ευθυτενές, μεγαλόπρεπο, αλλά συμβολίζει τον θάνατο και ο Σαραντάρης πίστευε πως ο ηδονιστής ποιητής, όσο ταλέντο κι αν έχει, είναι αιχμάλωτος του θανάτου, αντίθετα από όποιον πιστεύει στον Θεάνθρωπο Ιησού και ζει την πραγματική ζωή μέσα στην αιωνιότητα. (12).

Άλλοι ποιητές μιλάνε για τον Καβάφη
Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν μεταξύ των ποιητών που ήταν κριτικός προς τον Καβάφη, χωρίς να παραγνωρίζει την αξία της τέχνης του. Το 1937, στη μνήμη του Καβάφη, έγραψε: “Η τέχνη του μ’ έδιωχνε και αυτή καθεαυτή και τα φλύαρα σχόλια που την περιτριγύριζαν, καμιά φορά “χωρίς περίσκεψιν” και καμιά φορά “χωρίς αιδώ”. (13). Ορισμένοι υποστήριξαν πως ο Καβάφης ήταν “Βυζαντινός” και “Ορθόδοξος Χριστιανός”. Ο Σεφέρης δεν συμφωνεί με τις απόψεις αυτές. Σημειώνει τον λόγο του ίδιου του Καβάφη, που έλεγε: ” Είναι πολύ πιο δύσκολο για μένα να τοποθετήσω τους ήρωές μου στη Βυζαντινή εποχή παρά στην Ελληνιστική. Η Βυζαντινή εποχή, αν και πιο κοντά μου (δεν είναι περίεργο;) είναι περιοριστική. Ενώ η Ελληνιστική είναι πιο ανήθικος, πιο ελευθέρα, και με επιτρέπει να κινήσω τα πρόσωπά μου όπως θέλω…” (ΤΜ,α’,76). (14). Ως προς την θρησκευτικότητά του ο Σεφέρης σημειώνει τον στίχο του Καβάφη
“Εκεί σα μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών”
και σχολιάζει: ” (Με τον στίχο αυτό) Αναρωτιέται κανείς ποια είναι η θρησκεία του ποιητή. Ένας ορθόδοξος δεν θα ‘λεγε, πιστεύω, σαν μπω μες σ’ εκκλησία των ορθοδόξων. Ο Κ. μιλά τουλάχιστο σαν ένας “εν μέρει εθνικός, κι εν μέρει χριστιανίζων” (λ) ή σαν αλλόθρησκος”. (15). Ακόμη και στα νεανικά του χρόνια είχε γράψει ο Καβάφης και το σημειώνει ο Σεφέρης, ως ενδεικτικό της σκέψης του:
Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.
Παρασκευή ή και Σάββατον, Κυριακή, Δευτέρα,
Δεν έχουσι διαφοράν. Ζω – χωρίς να ελπίζω.
Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία
Είναι εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,
Του κόσμου η φθορά. (16)

Ο μελετητής του Καβάφη Γ.Π. Σαββίδης εκφράζει την πεποίθηση πως ο Καβάφης, όχι απλώς γεννήθηκε Χριστιανός Ορθόδοξος – όπως οι πλείστοι από τους Έλληνες -, “αλλά και επέλεξε να μείνει ευσεβής πιστός ίσαμε το τέλος του. Αρα, και αμαρτωλός ένιωθε, και σε υπερανθρώπινες δυνάμεις επίστευε, και ελπίδες μεταθανάτιας ζωής έτρεφε” (17).  Σε υπερανθρώπινες δυνάμεις μπορεί να πίστευε ο Καβάφης, στον Χριστό ως Σωτήρα Του είναι το θέμα αν πίστευε…

Ο Ι.Α. Σαρεγιάννης, ένας άλλος βαθύς μελετητής του Καβάφη, που  υπήρξε και φίλος του,  σημειώνει τα εξής αξιοπρόσεκτα:
“Το πείσμα για πολλά ζητήματα της παραδόσεως ή τουλάχιστο μιας ορισμένης παραδόσεως, χαρακτηρίζει μου φαίνεται αρκετά τον άνθρωπο Καβάφη. Θυμάμαι ακόμη τι εντύπωση μου έκανε, όταν στον Ερυθρό Σταυρό μετά τη μικρή εγχείρησή του, μια μέρα άνοιξε το ποκάμισό του κ’ είδα μια στιγμή κρεμασμένη στον λαιμό του τη χρυσή αλυσιδίτσα και το μικρό χρυσό σταυρό, που είχε κρεμάσει προ 69 ετών στο λαιμό του ο νουνός του, όταν τον βάπτισε. Θυμάμαι πως καταντράπηκε ο ποιητής σα να είχε γυμνωθεί μπροστά μου, και βιάστηκε να κρύψει το σταυρουδάκι. Ομολογώ πως μόνο την ημέρα εκείνη κατάλαβα τον τεράστιο ρόλο που έπαιζαν στη ζωή του οι τύποι. Ήταν στα μάτια του ίσοι αν όχι και σπουδαιότεροι πολλές φορές από την ουσία. Ακόμη και στον θάνατό του, τον τόσο τραγικό του θάνατο, θέλησε να τους τηρήσει. Τις τελευταίες του μέρες, όπως μου διηγήθηκαν, – (Σημ. Συντ. Ο Σαρεγιάννης είχε γεννηθεί το 1898 και ζήσει στην Αλεξάνδρεια) – πήγε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας για να τον μεταλάβει. Αμα του το ανήγγειλαν, ο Καβάφης, που δεν το ζήτησε, αρνήθηκε, θύμωσε, επέμενε, αλλά στο τέλος υπέκυψε στους γύρω του ή μάλλον στην ιδέα πως θα ήταν άτοπο, καθόλου <καθώς πρέπει> να μη δεχθεί ένα Πατριάρχη της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας. Όταν ο ιεράρχης μπήκε στο δωμάτιο του αρρώστου, βρήκε ένα Καβάφη καθιστό, κατανυκτικό, μ’ ένα πρόσωπο σοβαρό και πρόθυμο να εκτελέσει όλους τους τύπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας”. (  18).
Ανεξάρτητα από το τέλος της επίγειας ζωής του Καβάφη, που είναι και το καθοριστικό για την ψυχή του, το γεγονός είναι πως ήταν κυριευμένος από την ομοσεξουαλική ηδονή κι ένα παρά φύση ερωτισμό. Ο Σεφέρης σημειώνει: ” Θα έλεγα ότι ο ερωτισμός του Καβάφη, ενώ τον έκανε – από δρόμους κρυφούς και σκολιούς – ν’ αποδώσει το καλύτερο που μπορούσε να αποδώσει, ο ίδιος αυτός ερωτισμός σημάδεψε σε πολλές μεριές την ποίησή του με τα σημάδια της φθοράς” (19).  Και ο καβαφιστής Ρόμπερτ Λίντελ γράφειπως “η ερωτική ποίηση του Καβάφη είναι ομοσεξουαλική” (20).
Τα ποιήματα που θεωρούνται από τα καλύτερα του Καβάφη εμπεριέχουν, πέραν της ηδονής, είτε την απαισιοδοξία, είτε τη μοιρολατρία, είτε την αδυναμία στον πνευματικό αγώνα. Στο ποίημά του “Όσο μπορείς” γράφει πως αν δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει τη ζωή του όπως θέλει, τουλάχιστον, όσο μπορεί, να μην την εξευτελίζει. Αλλά η συμβουλή  αυτή δεν συνεχίζει με την προτροπή να μετανοήσει και να αγωνιστεί, όσο μπορεί, με την βοήθεια του Χριστού, να την αλλάξει, αλλά τον καλεί να αποφεύγει τη συνάφεια του κόσμου και τις συναναστροφές, όπου μπορεί να εκτεθεί… Στο άλλο του ποίημα “Οι Θερμοπύλες” περιγράφει το ιστορικό γεγονός και τελειώνει με την καταθλιπτική σκέψη πως πάντα θα υπάρξει ένας Εφιάλτης και ο αγώνας είναι μοιραίο να χαθεί… Όμως το ιστορικό γεγονός δεν σταματάει εκεί – η θυσία του Λεωνίδα και των ανδρών του δεν πήγε χαμένη – και δεν σημαίνει πως οι γενναίοι της κάθε εποχής  είναι βέβαιο πως στο τέλος θα ηττηθούν. Αλίμονο. Ακόμη στην “Ιθάκη” η ευχή του Καβάφη είναι “ο δρόμος γι΄ αυτή να είναι  “μακρύς”, και γεμάτος “από ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής”. Ηδονική άποψη της ζωής και καθόλου πραγματική, όταν μάλιστα ο σκοπός της, κατά τον Καβάφη, δεν είναι η Ιθάκη, αλλά μόνο το ταξίδι…Όπως σημειώνει ο Κων. Γανωτής όσοι αποφαίνονται σαν τον Καβάφη πως αυτό που έχει σημασία είναι το ωραίο ταξίδι δεν έχουν στα όνειρά τους μιαν Ιθάκη και “δεν βρέχουν τη στρωμνή τους με τα δάκρυά τους για μια μακρινή χαμένη πατρίδα“. (21).

Στη σύντομη ζωή που διατρέχουμε δεν έχουμε περιθώρια για ελάσσονα ζητήματα και για αστοχίες και ο Καβάφης και η ποίησή του δεν είναι το μείζον στη ζωή μας… Ούτε καν το έλασσον.-

Σημειώσεις
1. Γιώργος Σαραντάρης ” ΕΡΓΑ”, τόμος 1, Εισαγωγή – επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα, Εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, 2011, σελ. κζ’.
2. Τάκης Βαρβιτσιώτης ” Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη”, Περ/κό Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, τ. 2 του 1958, Ανάτυπο, σελ. 4.
3. Ζησ. Λορεντζάτου “Διόσκουροι”, Εκδ. “Δόμος”, Αθήνα, 1997, σελ. 24.
4. Αυτ. τόμος 2, σελ. 7.
5. Αυτ. τόμος 1, σελ. 203. Το πρωτότυπο δημοσιευμένο στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης “Μακεδονικές Ημέρες” τον Μάρτιο του 1936 (Έτος Δ’, τεύχος 2, σελ. 79-81)
6. “Μακεδονικές Ημέρες” Ετος Δ’, αριθμ. 6-7, Ιούλιος – Αύγουστος 1936, σελ. 338-239.
7. Αυτ. Τόμος 2, σελ. 433.
8. Αυτ. Τόμος 2, σελ. 535
9. Αυτ. Τόμος 1, σελ. 87
10. Αυτ. Τόμος 2, σελ. 399
11.  Αναστασίου Τίγκα ” Η φυτο-ζωολογία της Αγίας Γραφής¨, Αθήνα, 1977, σελ. 117.
12.  Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου “Γ. Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος”, Εκδ. Έκπληξη, Αθήνα, 2011, σελ. 128 και 172.
13.  “Ο Καβάφης του Σεφέρη”, Α’, Επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα, 1984, σελ. 123.
14.  Αυτ. σελ. 175.
15.  Αυτ. σελ. 138.
16. Αυτ. σελ. 177.
17. Γ. Π. Σαββίδης ” Βασικά θέματα της ποίησης του Καβάφη”, “Ίκαρος” Εκδ. Εταιρεία, Αθήνα, 1993, σελ. 61
18.  Ι.Α. Σαρεγιάννη ” Σχόλια στον Καβάφη”, “Ίκαρος”, Αθήνα, 1973, σελ. 46-47.
19.  Αυτ. σελ. 125.
20.  Περιοδικό “Εκλογή”, Δεκέμβριος 1948, Τόμος Δ’, αριθμ. 12, σελ. 1481
21.  Κων. Γανωτή ” Η Οδύσσεια του Ομήρου”, Εκδ. “Πηλός”, Αθήνα 2006, σελ. 460.

πηγή:  http://aktines.blogspot.gr/2013/07/blog-post_9606.html

9 Σχόλια

  1. Οι καλλιτέχνες δεν είναι σε θέση να κρίνουν ομότεχνούς τους, ιδιαίτερα σύγχρονούς τους, γιατί είναι απορροφημένοι από το δικό τους έργο και δικαιολογημένα μεροληπτούν. Συνεπώς, δεν θα κρίνω τον Σεφέρη ή τον Σαραντάρη από την γνώμη τους για τον Καβάφη. Εκτιμώ και τους δύο όταν μιλούν γι αυτό που αγαπούν και τους αρέσει. Γιά τους υπόλοιπους που αναφέρονται στο άρθρο, αλλά και τον ίδιο τον Καβάφη και όλες τις πτυχές της ζωής του, ερωτικές, πολιτικές και λογοτεχνικές, παραπέμπω στα σπουδαία βιβλία του Τσίρκα “Ο Καβάφης και η εποχή του” και “Ο πολιτικός Καβάφης”.

    Ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, όμως, θα έπρεπε να παραδεχτεί, ότι η ομοφιλοφιλία του Καβάφη τον ενοχλεί τόσο, που δεν μπορεί να προσεγγίσει ούτε τα μη ερωτικά του ποιήματα. Το άρθρο του αυτό δεν είναι καλό, διότι η ενόχλησή του και η ανειλικρίνειά του είναι κακοί σύμβουλοι. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις πηγές του και ιδιαίτερα τον Σαραντάρη, δεν είναι σωστός και διαφωτιστικός, διότι ο ίδιος κρύβεται πίσω από τον ποιητή για να συντάξει έναν ψευδοαντικειμενικό λίβελλο με κεντρικό υπονοούμενο θέμα :
    “Ένας ομοφιλόφιλος δεν μπορεί να είναι καλός ποιητής, είναι επικίνδυνος για τους νέους και πηγαίνει σίγουρα στην κόλαση. Και μήν νομίζετε ότι ο Καβάφης γλύτωσε επειδή τον εξομολόγησε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, διότι το δέχτηκε από απλή εθιμοτυπία.”
    Πρόσφατα έκανε μία ακόμη ανάρτηση, ειλικρινέστατη αυτή την φορά, στην οποία επιτιμά τον Οικουμενικό Πατριάρχη επειδή του αρέσουν τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη και επειδή ξέχασε να πει στους νέους να μην διαβάζουν τα ερωτικά ποιήματα, για να μην παρασυρθούνε. Αντιγράφω την τελευταία παράγραφο, γιατί είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ομολογεί ανοιχτά αυτό που στο παρόν άρθρο συγκαλύπτεται:
    “…Ο Πατριάρχης συνεχάρη “ολοψύχως” τους διοργανωτές του Συνεδρίου για τον Καβάφη και τους μαθητές που συμμετέσχον, γιατί, όπως τους είπε: “Αγαπάτε τον Καβάφη και μαζί του ό, τι αναδεικνύει η ποίησίς του, τον πλούτον της παραδόσεως και της ιστορίας του Γένους μας”. Και ο κάθε Χριστιανός διερωτάται: Μόνον αυτά προβάλλει η ποίηση του Καβάφη; Ο Πατριάρχης δεν βλέπει τίποτε το αρνητικό στην ποίηση του Καβάφη, για τις ψυχές κυρίως των παιδιών; Αν είναι έτσι και ο Παναγιότατος θαυμάζει τον Καβάφη χωρίς καμία επιφύλαξη και προτρέπει τους νέους και τις νέες να τον θαυμάζουν εξίσου με τον ίδιο και να ακολουθούν τα όσα προβάλλει ο Αλεξανδρινός ποιητής με την ποίησή του, τότε δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε την βαθύτατη θλίψη μας και να προσευχόμαστε εκτενέστερα στον Κύριο για την Εκκλησία Του.”

    Από εδώ και στο εξής, κάθε ιερωμένος πρέπει να προσέχει, όποτε μιλά για τα έργα των Αρχαίων συγγραφέων, να τελειώνει ως εξής: Πολλά καλά θα βρείτε σε αυτούς, προσέχτε όμως μην σας παρασύρουν και γίνετε “αδελφές”.

  2. Δεν έχω διαβάσει την ποίηση του Σαραντάρη και έτσι δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για την όποια αξία της. Όμως, απ’ όσο γνωρίζω, ο Σ. δεν έχει εκδόσει κάποια συστηματική μελέτη πάνω στο έργο του Καβάφη που να καθιστά έγκυρο τον λόγο του ως προς το ποιητικό έργο του Αλεξανδρινού. Δε νομίζω ότι σποραδικά άρθρα που δημοσίευσε σε περιοδικά δικαιολογούν την συγγραφή ενός άρθρου για τον Σ. ως έγκυρο κριτικό του καβαφικού έργου. Εν πάσει περιπτώσει, κρίνοντας μόνο από τα αποσπάσματα των άρθρων του Σ. που επικαλείται ο γράφων θα έλεγα ότι ευτυχώς που ο Σ. δεν δημοσίευσε κάποια κριτική πάνω στο έργο του Κ., γιατί δεν μπορεί να το καταλάβει. Πρόκειται για έναν πνευματικό άνθρωπο διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και βιοθεωρίας από του Καβάφη. Ο Σαραντάρης ψέγει τον Κ. για την ομοφυλοφιλική του κλίση (!!) και για την έλλειψη αισιοδοξίας (!!!!!). δηλαδή κατά τον κ. Σ. οι δημιουργοί ΠΡΕΠΕΙ να είναι αμφιτερόφυλοι και αισιόδοξοι για να αξίζουν να κριθούν από του λόγου του. Καλό κι αυτό…θα ήθελα να μάθαινα τη γνώμη του Σ. για τον Κάφκα, τον Καρυωτάκη ή τον Γουάιλντ!

    Δε θέλω να παραθέσω παραδείγματα ποιημάτων του Κ. που ενέχουν αισιοδοξία, απαισιοδοξία, ομοφυλοφιλικό, ή μη, αισθησιασμό τα οποία είναι αριστουργήματα. Θα ήταν αδικία για τον ποιητή καθώς οι αναφορές αυτές θα έφταναν στα ώτα μη ακουόντων.

    Κάποτε θα πρέπει σε αυτό τον έρμο τόπο να μάθουμε να κρίνουμε αυτούς που με γνώση κρίνουν και να προσπερνάμε τις κρίσεις ανθρώπων που είναι, εν προκειμένω, άκαπνοι. Φοβάμαι ότι ο κ. Σαραντάρης θα πρέπει να αντιιμετωπίσεται ως ανήκων στη δεύτερη κατηγορία.

  3. Εξευτελίσθη πλήρως. Μια ερωτική ροπή του
    λίαν απαγορευμένη και περιφρονημένη
    (έμφυτη μολοντούτο) υπήρξεν η αιτία:
    ήταν η κοινωνία σεμνότυφη πολύ.
    Έχασε βαθμηδόν το λιγοστό του χρήμα·
    κατόπι τη σειρά, και την υπόληψί του.
    Πλησίαζε τα τριάντα χωρίς ποτέ έναν χρόνο
    να βγάλει σε δουλειά, τουλάχιστον γνωστή.
    Ενίοτε τα έξοδά του τα κέρδιζεν από
    μεσολαβήσεις που θεωρούνται ντροπιασμένες.
    Κατήντησ’ ένας τύπος που αν σ’ έβλεπαν μαζύ του
    συχνά, ήταν πιθανόν μεγάλως να εκτεθείς.

    Aλλ’ όχι μόνον τούτα. Δεν θάτανε σωστό.
    Aξίζει παραπάνω της εμορφιάς του η μνήμη.
    Μια άποψις άλλη υπάρχει που αν ιδωθεί από αυτήν
    φαντάζει, συμπαθής· φαντάζει, απλό και γνήσιο
    του έρωτος παιδί, που άνω απ’ την τιμή,
    και την υπόληψί του έθεσε ανεξετάστως
    της καθαρής σαρκός του την καθαρή ηδονή.

    Aπ’ την υπόληψί του; Μα η κοινωνία που ήταν
    σεμνότυφη πολύ συσχέτιζε κουτά.

    Κ. Π. Καβάφης

    (Από τα Ποιήματα 1897-1933)

  4. Ας ξεκινήσουμε με το προφανές: Αν εξαιρέσουμε το (γνωστό, ήδη) ποίημά του [i]«Κ. Π. Καβάφης»[/i], οι άλλες (οι θεωρητικές) απόπειρες κριτικής του Γ. Σαραντάρη προς τον αλεξανδρινό ποιητή προβάλλουν_ σ α φ έ σ τ α τ α_ [b]αδύναμες[/b].
    Το αξιοπρόσεκτο, ωστόσο, βρίσκεται αλλού: Στο πόση [b]εναντίωση[/b], πόση [b]ταραχή[/b], πόση [b]εκδίκηση[/b] κιόλας («άκαπνος», «σεμνότυφος») εξήγειραν αυτές οι – ανίσχυρες λοιπόν – αναφορές του Γ.Σ., εκ μέρους τών… διαφωτιστών σχολιαστών του Αντιφώνου.
    Άξια λόγου, οπότε, γίνεται η αφάνταση [i]ανασφάλεια[/i] τής επικυρίαρχης μεθόδου του σκέπτεσθαι – ακόμα και όταν η αμφισβήτηση, εις βάρος της, δεν συστήνεται άξια, η ίδια, ιδιαίτερου λόγου.

    Ο Γιώργος Σαραντάρης αποτελεί, ασφαλώς, μια αγαπητότατη περίπτωση των γραμμάτων μας. Κι η_ α ν ε π ά ρ κ ε ι ά_ του εδώ έχει, στην πραγματικότητα, να κάνει με τη συνολική_ α τ ρ ο φ ί α_ τού [i]θεολογικού[/i] (κατά προέκταση: και του [i]ανθρωπολογικού[/i]) [i]στοχασμού[/i] στις μέρες του.
    [b]Η αποτυχία του Γ.Σ., λέω, μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε σε πόσο πλεονεκτική θέση βρισκόμασυε, όσοι αναστοχαζόμαστε τον καιρό με “σκευή” τη σκέψη των θεολόγων της «ρωσικής Διασποράς», όσο και της δικής μας θεολογικής «γενιάς του ’60».[/b]

    Το δεύτερο αξιοπρόσεκτο γεγονός πάντως, στον διάλογο αυτής της σελίδας, είναι η (σε ένα ακόμα παράδειγμα) εκκωφαντική… σιωπή των εκκλησιαστικώς συνειδητοποιουμένων φίλων μας.
    Η θεολογία – συμφωνούμε όλοι οι άνθωποι στους οποίους απευθύνεται αυτή η ιστοσελίδα – έχει υλοποιήσει, στην εκατονταετηρίδα μας, μια ασύλληπτη άνθιση. Η_ ο π ο ί α_ β ρ ί σ κ ε τ α ι, ό μ ω ς, π ο ύ; Φυλάσσεται στα βιβλία, μόνο, των βιβλιοθηκών μας;
    [b]Κι αν η λοιπή κοινωνία παραμένει εντελώς ανυποψίαστη γι’ αυτή την άνθιση, μήπως φταίει κυρίως το ότι όσοι συμβαίνει να την έχουμε υπ’ όψη μας προτιμάμε να την διατηρούμε σε στεγανή (ιδού) απομόνωση από τον δημόσιο λόγο;[/b]

  5. [i]< Από εδώ και στο εξής, κάθε ιερωμένος πρέπει να προσέχει, όποτε μιλά για τα έργα των Αρχαίων συγγραφέων, να τελειώνει ως εξής: Πολλά καλά θα βρείτε σε αυτούς, προσέχτε όμως μην σας παρασύρουν και γίνετε "αδελφές”.>[/i]

    Περιστασιακά διαβάζοντας κείμενα του Αντιφώνου (καί πάντα διστακτικός νά παίρνω μέρος σέ άντιδικίες των blogs) θά ήθελα, μέ άφορμή τό παραπάνω σχόλιο του κ. Δεληνικόλα (και ίσως με κέντρισμα το εύλογο ‘παράπονο’ του κ. Γ. Καστρινάκη) να σημειώσω τα εξής:
    Αγνοεί ο κ. Δεληνικόλας το περίφημο εργο του Μ.Βασιλείου, «Οπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων»; Εκεί ο Αγιος (γνώστης οσο λίγοι της αρχαίας γραμματείας) παροτρύνει τους νέους να μιμηθουν τη μέλισσα που επιλέγει τα ανθη που τρυφά παραμερίζοντας τα στείρα και δηλητηριώδη. «Πως θα το κάνετε αυτό; θα σας το διδάξω» τους λέει (Migne 31, 565). Και το διδάσκει. Κάνοντας αυτό που ο κ. Δελην. φαίνεται να θέλει ν’ άποτρέψει «απο εδώ και στο εξής» — που ωστόσο συνέβαινε «ανέκαθεν».

    Χωρίς να προτίθεμαι να καταθέσω εδώ μιά άνθολογία, ορισμένες αναφορές υποθέτω θα ήταν αρκετές να κάνουν τον κ. Δελην. να ξανα-εκτιμήσει την ‘εγκύκλιό’ του προς ιερείς.

    Μ. Βασίλειος (στο παραπάνω εργο του προτρέπει τους νέους:) «Μη τους αφήνετε να πάρουν τα πηδάλια της διανοίας σας και τους ακολουθείτε οπου σας οδηγούν αλλ’ ο,τι σας είναι χρήσιμο απ’ αυτούς πάρτε το, γνωρίζοντας τί πρέπει ν’ άφήσετε στην ακρη».

    Αγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «φεύγε τοίνυν την ανάγνωσιν της αισχρότητος… μήποτε υποστρέψη το πνεύμα της πονηρίας σφοδρότερον…» (Migne 78, 224).

    Αγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ούτος των πνευματικών προβάτων ο νόμος, μηδέν της έξωθεν της εκκλησίας φωνής επιδέεσθαι» (Migne 30, PG 44, 240).

    Χρυσόστομος: «ουδαμού χρείαν εχω της έξωθεν σοφίας, ουδέ λογισμών ουδέ παρασκευών… Δει τοίνυν αυτήν α π ο θ έ σ θ α ι πρότερον» (Migne 61,59).

    Αποστολικές Διαταγές: «Τί δε βούλη μετασχείν των Ελληνικων λόγων, οντων νεκρων ανθρώπων εξ επιπνοίας διαβόλου αποφανθέντων νεκροποιά και πίστεως ανατρεπτικά, και προς πολυθείαν απάγοντα τους προσανέχοντας αυτοίς» (2, 61, 3).

    Γρηγόριος ο Θεολόγος: «όσον δε εις δαίμονας φέρει και πλάνην και απωλείας βυθόν διεπτύσαμεν· οτι μη κακ τούτων προς θεοσέβειαν ωφελήμεθα, εκ του χείρονος το κρείττον καταμαθόντες, και την ασθένειαν εκείνων ισχύν του καθ’ ημάς λόγου πεποιημένοι» (εις Μ.Βασ. ια’).

    Ιωάννης Δαμασκηνός: «Τον της μελίσσης ουν τρόπον μιμούμενος τοις οικείοις της αληθείας συνθήσομαι και παρ’ εχθρών σωτηρίαν καρπώσομαι, α π ο π έ μ ψ ο μ α ι δε παν, ο τι φαυλον καί της ψευδωνύμου εχόμενον γνώσεως… ως αν το ψευδος επιγινώσκοντες πλέον της αληθείας εξώμεθα» (Migne 94, 524).

    Επίλογος. Πολύ καλά θα κάνουν οι ιερωμένοι, κ. Δεληνικόλα, να επισημαίνουν στους νέους (σε αντίθεση με τους σημερινούς ‘πατριάρχες’) να μη «παρασυρθούν και γίνουν ‘αδελφές’». Η ακαθαρσία της ομοφυλοφιλίας εχει βαθειές ρίζες στην αρχαιοελληνική σκέψη και ζωή — δεν χρειάζεται να την εισάγουμε και στα σπίτια μας. Ο έμφυτος έλεγχος της συνειδήσεως εξ αιτίας της εκτροπής στα παρα φύσιν οδήγησε τους άρχαίους στη λατρεία φανταστικών πλασμάτων: θεών καθ’ ομοίωση των ανθρωπίνων παθών. Για να μνημονεύσω τον άγιο Χρυσόστομο: «Πορνεύουν και μοιχεύουν οι Ελληνες, και είναι πολύ φυσικό· αφού έχουν τέτοιους θεούς, επόμενο είναι να διαπράττουν τα ίδια» (Migne 62, 91). Να μας λείπουν τα δυσώδη παράγωγά τους – ας τά χαίρονται οσοι έχουν τους ίδιους ‘θεούς’. Ο αγνός και ουράνιος πλούτος που επαγγέλλεται η πίστη των Ορθοδόξων κάνει περιττά τα θλιβερά υποκατάστατα.

  6. Ευχαριστώ πολύ για την Πατερική ανθολόγηση. Τα Πατερικά κείμενα τα απολαμβάνω πάντα, ακόμη και αν τα πολύ μικρά αποσπάσματα μπορεί να λένε ακριβώς το αντίθετο από τις προθέσεις του συγγραφέα, όπως για παράδειγμα το πιό πάνω απόσπασμα του Νύσσης περί προβάτων. Αν διαβάσετε όλη την παράγραφο, ίσως δικαιολογήσετε πλήρως τον Πατριάρχη…
    Το θέμα μας, βέβαια, δεν είναι η διαφήμιση ή όχι της ομοφυλοφιλίας, ούτε αν πρέπει να μελετούμε τους αρχαίους και τους νεώτερους συγγραφείς κριτικά. Θέμα μας αποτελεί το αν είναι δίκαιη και αμερόληπτη η κριτική του Γ. Σαραντάρη και του Γ. Παπαθανασόπουλου προς το έργο του Καβάφη, όπως επίσης αν είναι ανάξιος για το λειτούργημά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης, και αν κινδυνεύει η Εκκλησία, επειδή μετείχε σε συνέδριο για τον Καβάφη και επισήμανε τα στοιχεία που θεωρεί καλά σε αυτόν, αποφεύγοντας να δηλώσει ρητά την απέχθειά του για την ομοφιλοφιλία του. Πάνω σε αυτά τα ζητήματα δεν νομίζω ότι αναφερθήκατε, εκτός αν συμπεράνω από την τελευταία σας παράγραφο, ότι δικαιολογείτε την κατάκριση προς τον Πατριάρχη, που διατύπωσε ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος. Στην περίπτωση αυτή, θα πω, χωρίς περιστροφές πλέον, ότι η γνώμη του είναι μεροληπτική, αφελής και άδικη. Η σιωπή του κατηγορούμενου δεν είναι δυνατόν να εκλαμβάνεται σαν ενοχοποιητικό στοιχείο, ούτε σαν σιωπηλή συναίνεση.
    Γιά το θέμα “ομοφιλοφιλία και Εκκλησία”, στο οποίο ουσιαστικά αναφέρεται το σχόλιό σας, δεν θέλω να ανοίξω συζήτηση.

  7. [quote name=”Νίκος Δεληνικόλας”]Ευχαριστώ πολύ για την Πατερική ανθολόγηση. Τα Πατερικά κείμενα τα απολαμβάνω πάντα, ακόμη και αν τα πολύ μικρά αποσπάσματα μπορεί να λένε ακριβώς το αντίθετο από τις προθέσεις του συγγραφέα, όπως για παράδειγμα το πιό πάνω απόσπασμα του Νύσσης περί προβάτων. Αν διαβάσετε όλη την παράγραφο, ίσως δικαιολογήσετε πλήρως τον Πατριάρχη…
    Το θέμα μας, βέβαια, δεν είναι η διαφήμιση ή όχι της ομοφυλοφιλίας, ούτε αν πρέπει να μελετούμε τους αρχαίους και τους νεώτερους συγγραφείς κριτικά. Θέμα μας αποτελεί το αν είναι δίκαιη και αμερόληπτη η κριτική του Γ. Σαραντάρη και του Γ. Παπαθανασόπουλου προς το έργο του Καβάφη, όπως επίσης αν είναι ανάξιος για το λειτούργημά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης, και αν κινδυνεύει η Εκκλησία, επειδή μετείχε σε συνέδριο για τον Καβάφη και επισήμανε τα στοιχεία που θεωρεί καλά σε αυτόν, αποφεύγοντας να δηλώσει ρητά την απέχθειά του για την ομοφιλοφιλία του. Πάνω σε αυτά τα ζητήματα δεν νομίζω ότι αναφερθήκατε, εκτός αν συμπεράνω από την τελευταία σας παράγραφο, ότι δικαιολογείτε την κατάκριση προς τον Πατριάρχη, που διατύπωσε ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος. Στην περίπτωση αυτή, θα πω, χωρίς περιστροφές πλέον, ότι η γνώμη του είναι μεροληπτική, αφελής και άδικη. Η σιωπή του κατηγορούμενου δεν είναι δυνατόν να εκλαμβάνεται σαν ενοχοποιητικό στοιχείο, ούτε σαν σιωπηλή συναίνεση.
    Γιά το θέμα “ομοφιλοφιλία και Εκκλησία”, στο οποίο ουσιαστικά αναφέρεται το σχόλιό σας, δεν θέλω να ανοίξω συζήτηση.
    [/quote]

    Το «θέμα μου», κ. Δεληνικόλα, δέν ήταν ούτε ο Σαραντάρης ούτε ο Καβάφης ούτε η κριτική τους αλλ’ η προτροπή σας προς ιερείς, η φράση σας που περιέκλεισα σε εισαγωγικά. Γι’ αυτό τον λόγο νομίζω η απάντησή σας αστοχεί. Ακόμη και αν το χωρίο του Νύσσης εννοεί αυτό που λέτε (θα το ελέγξω όταν έχω καιρό) τα υπόλοιπα εδάφια της σταχυολόγησης, τα οποία σιωπηρώς προσπερνάτε, εννοούν κάτι άλλο· επίσης δεν ξέρω αν έχετε ακούσει αυτό που λέγεται Consensus Patrum…

    Ακόμη, ούτε για τον ‘πατριάρχη’ ήταν το θέμα μου. Μια όμως που το συνδέετε με την απάντησή μου έχω να πώ το εξής.

    Ο ‘πατριάρχης’ δικαιούται τον τίτλο του μόνο μέσα σε εισαγωγικά για πολλούς σοβαρότατους λόγους που δεν βρίσκω αρκετή την τωρινή αφορμή για ν’ αναφερθώ. Ως προς τη συγκεκριμένη παράλειψη (ή «σιωπή» του) να υποδείξει στους νέους την πεπονόφλουδα που καιροφυλακτεί πίσω απο ωραία λόγια, είναι σίγουρα ένοχος. Αν δώσεις ένα περίστροφο σε κάποιον δεν θα πρέπει να του πεις πρόσεξε είναι γεμάτο;

    Δεν επιμένω δε ν’ «ανοίξουμε συζήτηση», σέβομαι την επιλογή σας.

  8. Πράγματι, μπορούμε να επιλέγουμε και να σχολιάζουμε όποιο σημείο ο καθένας μας κρίνει ουσιαστικό. Ήδη φάνηκε η διαφορά των απόψεών μας. Η “προτροπή προς τους ιερείς” δεν απευθύνθηκε από εμένα αλλά από τον κ. Παπαθανασόπουλο, με αρκετή συγκάλυψη, μέσα από τα δύο κείμενά του. Με μία σύντομη ειρωνική “προτροπή” αναδιατύπωσα το περιεχόμενο του απαξιωτικού άρθρου εναντίον του Πατριάρχη, με την βοήθεια του οποίου θέλησα να καταδείξω το περιεχόμενο και αυτού εδώ του άρθρου, που δεν έχει καμμία σχέση με την Ποίηση.
    Η Συμφωνία των Πατέρων, στους ορθόδοξους χριστιανούς, είναι πάντα συμβουλευτική. Η συνείδησή μας είναι ο τελικός κριτής και αυτή θα έπρεπε να μεταμορφώνεται με την άσκηση. Η Ορθόδοξη Ασκητική δεν είναι νομικισμός και η Ορθόδοξη Ηθική δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το Κράτος γιά να επιβληθεί στους πολίτες. Η αγιότητα είναι πάντα εκούσια επιλογή. Η τήρηση των νόμων, που πρέπει πάντα να είναι οι ελάχιστοι αναγκαίοι, αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνικής ζωής και προϋποτίθεται της Θρησκείας, δεν είναι το όχημά της.
    Γι αυτό και το κοσμικό κράτος, που ευτυχώς αποτελεί το πολίτευμά μας, δεν θεωρεί πλέον τις ομοφιλόφιλες ερωτικές σχέσεις των ενηλίκων αδίκημα, ούτε δικαιολογία ώστε απαξιωμένοι άνθρωποι να εγκαταλείπονται αβοήθητοι ή απροστάτευτοι εκ μέρους των αρχών, που έχουν αυτό το έργο να επιτελέσουν, όπως κάποτε συνέβαινε κατά κανόνα με την συναίνεση υποκριτών ηθικολόγων. Η απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας είναι άλλης τάξεως υπόθεση, δηλαδή Εκκλησιαστικής ποιμαντικής και ασκητικής, οπωσδήποτε όχι πολιτικής και κοινωνικής τάξεως ούτε κριτικής των καλών τεχνών. Γι αυτό, ίσως, ενώ στα λόγια η Εκκλησία καταδίκαζε απόλυτα την ομοφιλοφιλία, στην πράξη υπήρξε πολύ ανεκτικώτερη από την κοινωνία.
    Και οπωσδήποτε ένα βιβλίο με ποιήματα του Καβάφη δεν είναι ένα πιστόλι γεμάτο, που εκπυρσοκροτεί και φιάχνει ομοφιλόφιλους…
    Διαβάζοντας ξανά, με την ευκαιρία του συγκεκριμένου άρθρου, ποιήματα του Καβάφη και του Σαραντάρη, διαπίστωσα πιό καθαρά ότι έχουν ένα κοινό. Μιλούν για τον έρωτα δύο άνδρες ευαίσθητοι και ερωτικοί, ανεξαρτήτως ποιητικών ικανοτήτων, οι οποίοι ζουν σε κοινωνίες που απαξιώνουν την γυναίκα. Ο ένας έχει διαγράψει τις γυναίκες γιατί δεν μπορεί να ερωτευτεί “κούκλες ιαπωνικές”, όπως τις περιγράφει ο Καρυωτάκης, και στον ανδρικό έρωτα βρήκε κάποια φιλία και σωματική ηδονή, καθώς και μπόλικες φαντασιώσεις. Τα ερωτικά ποιήματά του μάλλον αποτρέπουν από την πρακτική της ομοφυλοφιλίας, δίνοντας μία συνεχή εικόνα αγωνιώδους ανικανοποίητου και φαντασιωτικής ωραιοπάθειας. Ο άλλος φαντάζεται τις γυναίκες πλάσματα ιδανικά και άπιαστα, που τα φιλά ο άνεμος και άλλα ονειρικά, προσπαθώντας να μην το ρίξει και αυτός στην ομοφιλοφιλία, αλλά μένοντας ανέραστος. Οι γυναίκες της ποίησής του δεν έχουν καμμία σχέση με τις πραγματικές γυναίκες. Στην εποχή τους φαίνεται οι καλλιτέχνες ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ρεαλιστική διέξοδο της εφήμερης ομοφυλοφιλίας ή στην ερωτική ονειροπόληση ή στην ανερωτική σχέση με γυναίκες που περιφρονούσαν. Υπήρχε και η πορνεία, βέβαια, κάθε μορφής. Με απαξιωμένες τις γυναίκες, ο έρωτας γίνεται καθολικά θλιβερός και μίζερος με αποξενωμένους άνδρες και γυναίκες. Το πρόβλημα βασάνιζε όλες τις τάξεις και όχι μόνο τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες. Αγαπημένο νούμερο σε όλες τις επιθεωρήσεις ήταν οι πληκτικές αντιδικίες και ειρωνίες του τύπου “εσείς οι άνδρες… – εσείς οι γυναίκες…”.
    Μόνο μερικά νεαρά ζευγάρια αγροτών, εργατών και μικροαστών που παντρεύτηκαν νωρίς, γνώρισαν λίγο καιρό πλήρη και ωραίο έρωτα, πριν τους φθείρουν οι περιστάσεις και οι συνθήκες. Ορισμένοι κράτησαν αυτή την σχέση μέχρι τον θάνατό τους σε προχωρημένα γηρατειά. Πώς τα κατάφεραν γνωρίζει “ο Θεός και η ψυχή τους”. Γνώρισα κάποιους και τους θυμάμαι.

    Η ομοφιλοφιλία, επομένως, ήταν μία κατ’ εξαίρεση παρενέργεια των θλιβερών ετεροφυλόφιλων σχέσεων, που αποτελούσαν το πραγματικό και καθολικό πρόβλημα, κοινωνικό, ηθικό, θρησκευτικό. Αξιόλογες ετεροφυλόφιλες σχέσεις σε ευρεία κλίμακα άρχισαν να εμφανίζονται, μόνο αφ’ ότου οι γυναίκες απέκτησαν κοινωνική και επαγγελματική υπόσταση, πολιτικά δικαιώματα, δικαίωμα στην μόρφωση, όταν δηλαδή έγιναν θεσμικά ισοδύναμες με τους άνδρες και επομένως αξιέραστες. Εμφανίστηκαν βέβαια νέα προβλήματα, αλλά είναι πλέον ουσιαστικά και ρεαλιστικά, αφού άρχισε μία σοβαρή προσπάθεια ισοδύναμων ετεροφυλοφιλικών σχέσεων, γιά πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας και στις λίγες χώρες όπου το κοσμικό κράτος και η κοινοβουλευτική δημοκρατία απάλλαξαν τις γυναίκες από την απαξίωση. Παρά τα μειονεκτήματά του με τις μειονότητες, στον τομέα της ισότητας ανδρών και γυναικών ο “υπαρκτός σοσιαλισμός” υπήρξε σωστός. Η υποκρισία και η ερωτική χυδαιότητα χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει κατά κανόνα τις “θεοκρατικές” κοινωνίες, παλαιές και σύγχρονες. Από ένα ταξίδι στην Εγγύς Ανατολή δύσκολα επιστρέφει μία γυναίκα χωρίς μελανιασμένους μηρούς από τα “τσιμπήματα” των ανδρών, όχι των κουνουπιών, τα συνηθέστατα και στην Ελλάδα μέχρι και την δεκαετία του 1960.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ