Ρεαλισμός χωρίς θεμέλια: Το δράμα της αναλυτικής φιλοσοφίας

0
1961

Η αναλυτική φιλοσοφία, αυτό το μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα που κυριάρχησε στον αγγλοσαξονικό κόσμο τον 20ο αιώνα, στην πραγματικότητα, και παρά την εκρηκτική παραγωγή κειμένων, διέρχεται κρίση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις ίδιες της τις ρίζες, καθώς τα πρώτα χρόνια κυριάρχησαν αθεϊστές φιλόσοφοι, που έδωσαν τον γενικό εκκοσμικευμένο και απομακρυσμένο από την θρησκεία τόνο στο όλο κίνημα. Φιλόσοφοι όπως ο Ράσελ, ο Αίερ, ο Ράιλ κ.λπ. έγραψαν τα πρώτα επιθετικά στην ουσία ενάντια στην θρησκεία έργα τους, ενώ βέβαια δεν έλειψαν ούτε λείπουν και σήμερα χριστιανοί ή με σεβασμό προς την θρησκεία φιλόσοφοι, όπως ο διασημότερος εκπρόσωπος της αναλυτικής φιλοσοφίας, ο Βιτγκενστάιν. Εδώ μιλούμε μόνο για την κυρίαρχη τάση, και μόνο για αυτήν.

Θα εξετάσουμε λοιπόν, για να δούμε που κινείται στις μέρες μας η φιλοσοφική αυτή παράδοση, το έργο ενός εξέχοντος εκπροσώπου της ύστερης αναλυτικής φιλοσοφίας, ο οποίος θεωρείται εν πολλοίς και ένας από τους μεγαλύτερους αμερικανούς στοχαστές. Μιλάμε για τον Hilary Putnam (1926-2016), που ασχολήθηκε με πολλά και διάφορα προβλήματα της φιλοσοφίας, και μικρό μόνο μέρος του έργου του κυκλοφορεί στα ελληνικά. Είναι οπαδός, εν πολλοίς, θα λέγαμε ενός «ρεαλισμού δίχως θεμέλια». Και δεν είναι ο μόνος. Αυτή είναι μια κυρίαρχη τάση σήμερα στην Αναλυτική Φιλοσοφία.

Ρεαλισμός χωρίς θεμέλια; Μπορεί να υπερασπιστεί κανείς μια τέτοια θέση; Και όμως, οι αναλυτικοί φιλόσοφοι από την μια αναγκάζονται να κρατήσουν κάποιες ουσιώδεις παραδοχές για  τον κόσμο και τον άνθρωπο, ώστε να μην καταντήσουν απλά σχετικιστές, ενώ από την άλλη αποκηρύσσουν τα «θεμέλια», γιατί αυτά έχουν πάντα κατά βάσιν θρησκευτική σημασία. Και αυτό είναι κάτι που ενοχλεί την εκκοσμικευμένη πια σήμερα Δύση. Η προσπάθεια για την υπεράσπιση μιας τέτοιας θέσης είναι στην πραγματικότητα κάτι άχαρο και ανούσιο- και όμως, οι αναλυτικοί φιλόσοφοι αναγκάζονται να ξεδιπλώσουν μια αμήχανη επιχειρηματολογία για να την στηρίξουν, βρίσκοντας, είναι αλήθεια, ερείσματα και σε προγενεστέρους φιλοσόφους. Εδώ έγκειται το αληθινό δράμα της σύγχρονης εν πολλοίς σκέψης: να μιλήσει για κάτι αντικειμενικό και να αποκηρύξει παράλληλα τα θεμέλια.

Το βιβλίο του «Τα πολλά πρόσωπα του ρεαλισμού» (Παν/κες Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998) περιλαμβάνει τις διαλέξεις στην μνήμη του Paul Cario, όπου ο στοχαστής απευθύνεται στο ευρύ κοινό και συνοψίζει αυτές τις θέσεις. Θα μας απασχολήσει η διάλεξη που αφορά τον τομέα της ηθικής, αλλά και της θρησκείας, από έναν ιουδαϊκής καταγωγής μάλιστα φιλόσοφο – η σκέψη του είναι εκκοσμικευμένη, όπως είπαμε, αλλά οι θρησκευτικές ρίζες οποιουδήποτε φιλοσόφου παίζουν στην ουσία μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη του έργου του.

                                  *************

Το θέμα που τον απασχολεί είναι αυτό της ισότητας – και σωστά λέγει ότι η ισότητα είναι μια μοναδική συμβολή της Ιουδαϊκής θρησκείας στον πολιτισμό της Δύσης (σ. 57). Η ελληνική ηθική δεν περιλάμβανε την ιδέα της ισότητας, ούτε καν στον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη. Αντιθέτως, η Βίβλος λέγει ότι όλα τα ανθρώπινα όντα δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του Θεού-είναι συνεπώς ίσα μεταξύ τους. Μεταγενέστερα, η ιδέα της ισότητας, λέγει ο Πάτναμ, διαχωρίστηκε από τις θρησκευτικές της ρίζες. Ως συνέπεια, η ιδέα αυτή έγινε μυστηριώδης και εκτεθειμένη στον χλευασμό. Κάτι που ήταν αυτονόητο έγινε πια δυσκόλως ζητούμενο.

Πρόκειται για μια εξέλιξη πολύ σημαντική, που στην πραγματικότητα πέρασε απαρατήρητη. Η ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων είναι κατά βάθος συνδεδεμένη με τον δυτικό πολιτισμό. Πρόκειται για ένα στοιχείο εκ των ουκ άνευ, για μια αναντικατάστατη αξία της δικής μας αντίληψης των πραγμάτων. Και τώρα μαθαίνουμε ότι, απομακρυνόμενη από τις θρησκευτικές της ρίζες, η αρχή αυτή γίνεται «μυστηριώδης», αόριστη και σκιώδης. Και είναι πολύ φυσικό. Γιατί, αν η ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων δεν οφείλεται σε θρησκευτικούς λόγους, στο ότι δηλαδή, όπως είπαμε, είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, τότε τι μπορεί να συμβαίνει και να είμαστε ίσοι; Οι άνθρωποι απλά θα καταντήσουν να μην εννοούν τι σημαίνει πια αυτό το πράγμα. Και πράγματι, όπως μας λέγει ο Πάτναμ, μερικοί σήμερα χλευάζουν αυτή την ιδέα. Ο γνωστότερος, λίγο παλαιότερα, μεταξύ αυτών είναι ο Νίτσε, που πίστευε στην φύσει ύπαρξη ανώτερων και κατώτερων ανθρωπίνων όντων, αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι πια έκτοτε. Ο Πάτναμ παραθέτει δύο αρχές, οι οποίες φαίνεται ότι συλλαμβάνουν το ελάχιστο περιεχόμενο που φαίνεται να πρέπει να έχει η ιδέα της ισότητας σήμερα, για να λάβει κάποια σημασία. Παραθέτω την δεύτερη: «Υπάρχει κάτι στα ανθρώπινα όντα, κάποια πλευρά που έχει μοναδική ηθική σπουδαιότητα, πλευρά ως προς την οποία όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα, ασχέτως του πόσο άνισα μπορεί να είναι σε ταλέντα, επιτεύγματα, κοινωνική συμβολή κ.λπ.» (σ.58).

Φτάσαμε σε μια θλιβερή διαπίστωση, που ξεκινά λέγοντας υπάρχει «κάτι»- αυτό που πριν ήταν εντελώς προσδιορισμένο, τώρα έγινε πράγματι μυστηριώδες, νεφελώδες και σκοτεινό. Ποιο είναι αυτό το «κάτι»; Δεν μας δίνεται καμιά απάντηση. Και πόσο τρομερό είναι η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων να εξαρτάται από «κάτι»- να είναι μια φτωχή αόριστη αντωνυμία. Προσπαθώντας να κάνει λίγο τα πράγματα πιο χειροπιαστά, ο Πάτναμ δίνει και μια τρίτη αρχή: «Η ευτυχία ή ο πόνος του καθενός έχουν κατ’ αρχήν ίση ηθική σημασία». Αλλά ούτε αυτό μας λέγει τίποτε, καθώς η ευτυχία ή ο πόνος του καθενός έχουν την ίδια αξία, καθώς όλοι είμαστε όσοι, και δεν είμαστε ίσοι επειδή η ευτυχία ή ο πόνος του καθενός έχει την ίδια αξία. Και άλλωστε, γιατί η ευτυχία όλων των ανθρώπων να έχει την ίδια αξία, και να μην συμβαίνει το ίδιο π.χ. και για τα λιοντάρια; Τι σημαίνει μια πρόταση του τύπου «η ευτυχία ή ο πόνος όλων των λιονταριών έχει την ίδια αξία;». Μέρος του να «είναι κανείς λιοντάρι» είναι π.χ. και το κυνήγι της ζέβρας, οπότε τι γίνεται με την αρχή «η ευτυχία ή ο πόνος κάθε ζέβρας έχει την ίδια αξία»; Οι δύο τελευταίες αρχές έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, καθώς τα λιοντάρια κυνηγούν τις ζέβρες… Δεν σημειώσαμε καμία φιλοσοφική πρόοδο. Γι’ αυτό, όπως ήδη είπαμε, άλλοι φανερά πιστεύουν ότι απλώς η όλη ιδέα είναι λάθος, ενώ μερικοί δέχονται κάποια μορφή ελιτισμού και απορρίπτουν αυτήν την ιδέα της ιουδαϊκοχριστιανικής παράδοσης. Ο Πάτναμ, που γράφει ότι ως προς αυτά που λέγει θεωρεί τον Καντ ως πρόδρομό του –θα μιλήσουμε εκτενέστερα για αυτό- λέγει ότι ο βλοσυρός Γερμανός φιλόσοφος έχει κάτι σημαντικό να μας πει περί αυτού.

Ο Καντ, κατά τον Πάτναμ, έκανε μια σημαντική διάκριση στην ηθική φιλοσοφία μεταξύ ετερονομίας και αυτονομίας (σ. 60). Ετερονομία θα πει να πιστεύεις κάτι σχετικά με την ηθική επειδή στο επιβάλλουν, σε απειλούν με τιμωρία αν δεν το δεχτείς κ.λπ. Αλλά «αυτονομία» τι άραγε σημαίνει; «Τι ακριβώς σημαίνει να είναι κανείς ένα αυτόνομο πρόσωπο ή ένα αυτοθεσμιζόμενο πρόσωπο στην ηθική σφαίρα; Μοιάζει με την ελεύθερη επιλογή και ο Καντ όντως πιστεύει στην Ελεύθερη Βούληση. Αλλά σίγουρα δεν είναι μια ελεύθερη επιλογή με την έννοια μιας αυθαίρετης επιλογής, ενός acte gratuit.».

Για να συνοψίσουμε: η ιδέα της ισότητας είχε ξεκάθαρο νόημα στην ιουδαϊκοχριστιανική παράδοση. Όταν απομακρύνθηκε από τις θρησκευτικές της ρίζες, παρά την τεράστια αξία και σημασία της, έγινε νεφελώδης και σκοτεινή. Τώρα, όμως, θα πρέπει κανείς, να την αποδεχτεί όχι επειδή το λέγει μια παράδοση ή οι γονείς του ή κάτι άλλο, αλλά επειδή θα καταλήξει ή όχι σε αυτήν «σκεπτόμενος για λογαριασμό του». Αυτή είναι η αγαπημένη φράση του Καντ για τον Διαφωτισμό: «η εποχή που γκρέμισε τις αυθεντίες και μας έμαθε την αξία του να σκεπτόμαστε για λογαριασμό μας». Παρόλα αυτά, θα σκεφθουμε μεν για λογαριασμό μας, αλλά δεν θα καταλήξουμε ή όχι στην ιδέα της ισότητας  από κάποιο ατομικό καπρίτσιο, από γούστο, στην τύχη. Υπάρχει κάτι εν μέσω εξύψωσης της αυτονομίας στον Καντ στο οποίο οφείλουμε να υπακούουμε. Και ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά ο «Λόγος» (ratio, raison, reason). Ο Καντ είναι ο φιλόσοφος πάνω από όλα του ορθού λόγου. Ο ορθός Λόγος θα μας πει αν υπάρχει και τι είναι η ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων.

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε την σημασία που παίρνει ο «Λόγος» στην φιλοσοφία, ο οποίος πια δεν ταυτίζεται με την τυπική λογική. Μας επιβάλλει π.χ. να δεχόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι όσοι. Και μας επιβάλλει και πολλά αλλά πράγματα, από τον Καρτέσιο και πέρα. Αξίζει να γραφτεί μια πραγματική γενεαλογία αυτού του «Λόγου», ενάντια στον οποίο βάλλει πολύ π.χ. το ρεύμα της «Αποδόμησης» - το οποίο μας έδωσε και τον όρο «λογοκεντρισμός». Η Δύση είναι «λογοκεντρική» κατά τον Ζακ Ντεριντά, τον ιδρυτή της Αποδόμησης, και οφείλει να αλλάξει.

Παραλείπω εδώ πολλά σημαντικά που πρέπει να ειπωθούν για τον «Λόγο», για να συνεχίσουμε τον ειρμό των σκέψεών μας. «Ο Καντ πράγματι πιστεύει ότι είναι δυνατόν να δεχτεί κανείς ένα είδος λόγου στην ηθική και ότι, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να δείξουμε μόνο με τον λόγο ότι οι προκείμενες ενός ηθικού συστήματος είναι αληθείς, μπορούμε να δείξουμε ότι κάποιες ηθικές αρχές οφείλουν να είναι αρχές, αν πρόκειται να υπάρχει καθόλου αντικειμενική ηθική» (σ. 61). Θα  ξεκαθαρίσουμε αργότερα, όπως είπαμε, περισσότερο την σχέση Πάτναμ και Καντ.

Ωστόσο ο Αμερικανός στοχαστής παρατηρεί ότι είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε πώς αυτό, το ότι οφείλω δηλαδή να ζω σύμφωνα με τον «λόγο», διαφέρει από την μεσαιωνική παράδοση. Τι το νεώτερο έχει να πει ο Καντ, ας πούμε, εν προκειμένω από τον Θωμά Ακινάτη; «Αν αυτόνομο άτομο είναι εκείνο που έχει συνείδηση ότι έχει ελεύθερη βούληση και λόγο και που χρησιμοποιεί την ελεύθερη βούλησή του και το λόγο στην επιλογή των ηθικών αρχών, τότε είναι άραγε τόσο σαφές ότι κάνει κάτι διαφορετικό από εκείνο που θα του ζητούσε ο Θωμάς ο Ακινάτης; Ο Θωμάς αφήνει μεγάλο πεδίο δράσης στο ‘φυσικό φως’ και αναγνωρίζει τη δυνατότητα να φθάσει κανείς σε μια ικανοποιητική ηθική μέσω του ‘φυσικού φωτός’. Έτσι, ίσως να συμφωνούσε σε πολλά με τον Καντ, αν η άποψη ότι οι άνθρωποι είναι αυτόνομα όντα σημαίνει απλώς ότι έχουν ελεύθερη βούληση και λόγο» (σ.61-2). Καντ και Ακινάτης λένε στην ουσία το ίδιο πράγμα. Κινούμαστε ακόμη στον Μεσαίωνα…

Αλλά ο Καντ, κατά τον Πάτναμ, κατανοεί ότι όλο αυτό το σκεπτικό του δεν είναι, στον αιώνα του Διαφωτισμού και μετά, πια πειστικό. Χωρίς να το λέγει ρητά, συμβαίνει κάτι παράξενο, που το παρατήρησαν και το ανέπτυξαν πολλοί, όπως είπαμε, οι Αποδομητές  φιλόσοφοι του 20ου αιώνα, αλλά και γενικότερα οι μεταμοντέρνοι. Αν τα πράγματα είναι έτσι, αν όντως η σκέψη μας εκπηγάζει, «υπόκειται» στον Λόγο, τότε στην πραγματικότητα είμαστε ετερόνομοι. Πού; Μα φυσικά είμαστε υποταγμένοι στον Λόγο. Και –κάτι που ο Καντ δεν τόλμησε να το σκεφθεί- πρέπει να αποδεσμευθούμε ακόμη και από αυτόν. Ιδού το μεγάλο βήμα.

Ο Καντ δεν τολμά ούτε να το σκεφθεί, ωστόσο διαισθάνεται πως το δικό του σχήμα περί λόγου και ελεύθερης βούλησης, που ταυτίζεται, όπως είπαμε, με αυτό του Ακινάτη, δεν είναι πια πειστικό. Αποστρέφεται την επιστροφή στον Μεσαίωνα. Και για αυτό υποστηρίζει, διαφοροποιούμενος ως ένα σημείο από πράγματα που ο ίδιος έχει πει, ότι δεν είναι δυνατόν να οικοδομήσει κανείς μια ηθική με βάση την έννοια της Ευτυχίας, γιατί πάρα πολλά πράγματα μπορούν να αποτελέσουν το περιεχόμενο αυτής της έννοιας. Υπάρχει εδώ ένας σκεπτικισμός, περίεργος για τον Καντ. Εδώ, σε κάποια λιγοστά σημεία του έργου του, διαφοροποιείται ο Γερμανός φιλόσοφος από τον Ακινάτη και τους προγενεστέρους φιλοσόφους: ο λόγος δεν μας παρέχει, υποστηρίζει, έναν περιεκτικό ανθρώπινο σκοπό, που όλοι θα έπρεπε να αναζητούμε. Πολλά και διαφορετικά πράγματα μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος και ο Λόγος είναι ανίκανος να μας βοηθήσει να το εννοήσουμε. Και αυτό το λέγει εκείνος που μίλησε για την κατηγορική προσταγή στην ηθική κ.λπ.

Στο σημείο αυτό φθάνουμε σε μια παράξενη κατανόηση του Λόγου. Ο Καντ, ως γνωστόν, έλεγε κυρίως ότι είναι σπουδαίο το να  είναι κανείς «ορθολογικός» και έγραψε την Κριτική του Καθαρού Λόγου, με την συγκεκριμένη γνωσιολογία της. Τώρα, πώς φθάνει να ισχυριστεί ότι ο Λόγος δεν μπορεί να μας βοηθήσει στο πιο ουσιώδες, στο να προσδιορίσουμε δηλαδή το τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η έννοια της «Ευτυχίας», ώστε να οικοδομήσουμε και μια ανάλογη ηθική; Πάντως το πράττει και τελικά καταλήγει στο σημείο να υποστηρίξει ότι αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να θρηνούμε, αλλά κάτι που θα έπρεπε να επιθυμούμε. «Να πούμε ότι στην πραγματικότητα θα ήταν κακό αν μας είχε αποκαλυφθεί το ανθρώπινο έργον (=σκοπός) και η φύση της ευδαιμονίας».

Και γιατί θα ήταν κακό; «…Γιατί δεν θα έπρεπε να θέλουμε να είμαστε ετερόνομοι και η μεσαιωνική εικόνα μάς επιβάλλει κάποιο είδος ετερονομίας» (σ. 64). Τότε, κατά συνέπειαν, θα έπρεπε να θρηνούμε που έχουμε γενικά πνεύμα, αλλά και προπαντός σώμα, γιατί είμαστε «ετερόνομοι», περιοριζόμαστε από αυτά. Εκεί οδηγεί –και πράγματι, αυτό σήμερα φαίνεται ολοκάθαρα και διακηρύσσεται ηχηρά- αυτό το σκεπτικό. Και για την θρησκεία, στο βιβλίο του «Η Θρησκεία στα όρια του Λόγου και μόνον» συνεχίζει λέγοντας ότι «θα ήταν κακό αν οι αλήθειες της μπορούσαν να παραχθούν από τον Λόγο, γιατί αυτό θα προκαλούσε φανατισμό» (σ. 64).

Στην πραγματικότητα, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι αν ο Λόγος μάς αποκάλυπτε και τις θρησκευτικές αλήθειες, τότε αυτό θα προκαλούσε πλήρη ειρήνη και ηρεμία στην κοινωνία, γιατί θα συμφωνούσαν όλοι στο ποιες είναι οι θρησκευτικές αλήθειες- όπως συμβαίνει π.χ. όταν ο Λόγος μας αποκαλύπτει ότι 2+2=4. Και ακολουθεί ένα πολύ παράξενο λογύδριο του Πάτναμ, όπου ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι το πιο επικίνδυνο είδος φανατικού είναι αυτός που υποστηρίζει την αλήθεια και δίνει για αυτό έλλογα επιχειρήματα (σ.64-5)!!! Υπάρχει, γράφει, «ο τελείως λογικός φανατικός». Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει εδώ τίποτε περισσότερο από βαθιά κρυμμένο, μεγάλο φανατισμό κατά της θρησκείας. Και συγχρόνως επιτίθεται και στον φιντεϊσμό, στην ιδέα του να βασιστεί η θρησκεία στην καθαρή «πίστη», επειδή θεωρεί ότι και αυτή οδηγεί επίσης στον «φανατισμό». Ο Καντ έγραψε τελικά: «Ας αναγνωρίσουμε ότι έχουμε μια θρησκευτική ανάγκη αλλά ας  μην είμαστε φανατικοί σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούμε αυτή την ανάγκη» (σ. 65). Ο Καντ πανηγυρίζει για το γεγονός ότι ο Λόγος δεν μπορεί να μας πει πώς να ικανοποιήσουμε αυτήν την ανάγκη και δεν πιστεύει ότι πρέπει να κάνουμε ένα ‘άλμα πίστης’ προς κάποιο είδος φονταμενταλισμού για να την ικανοποιήσουμε. Η βαθιά πίστη είναι εξ ορισμού για τον Καντ «φονταμενταλισμός». Το δικαίωμα που έχουμε είναι να «ελπίζουμε», λέγει τελικά (σ. 66). Παραλείπω να ρωτήσω εδώ «τι είναι αυτό που κινεί την ελπίδα;», «μήπως η ελπίδα μολύνεται ενίοτε από τον συναισθηματισμό;» κ.λπ., γιατί θα δούμε σε λίγο ποσό έωλο είναι το όλο επιχείρημα. Και έτσι τελικά, όλοι είμαστε «ίσοι» εφόσον όλοι βρισκόμαστε στην ίδια δύσκολη θέση και όλοι έχουμε το δυναμικό να σκεφτούμε για λογαριασμό μας πάνω στο ερώτημα «πώς πρέπει να ζω;». Πολύ φτωχός και θλιβερός ο ορισμός περί ισότητας…

Και ο Πάτναμ προσθέτει: «Αν τον διαβάζω σωστά, η ιδανική κοινότητα του Καντ είναι μια κοινότητα ανθρώπων που σκέπτονται για λογαριασμό τους χωρίς να γνωρίζουν ‘ποια είναι η ουσία του ανθρώπου’, χωρίς να γνωρίζουν τι είναι ‘ευδαιμονία’ και που σέβονται ο ένας τον άλλον για αυτούς ακριβώς τους λόγους. Αυτό είναι το καντιανό ‘βασίλειο των σκοπών’» (σ. 66). Αυτό δημιουργεί την ελεύθερη ηθική σκέψη «και ως προς αυτό ακριβώς είναι που είμαστε όσοι. Πέρα από την κατηγορική προσταγή κ.λπ. ο Καντ δίνει μια δυνατότητα για μια ‘ηθική εικόνα’ του κόσμου» (σ. 67).

Λύση είναι λοιπόν κατά τον Πάτναμ να σχηματίζουμε «ηθικές εικόνες» του κόσμου, ερήμην του λόγου, του τι είναι ο άνθρωπος, του τι λέγει το «φυσικό φως» της ανθρώπινης διάνοιας. Και τι είναι μια «ηθική εικόνα» του κόσμου; «Μια ηθική εικόνα του κόσμου, λέγει, είναι μια εικόνα του πώς οι αρετές και τα ιδανικά μας συνδέονται μεταξύ τους και του πώς σχετίζονται με την θέση στην οποία βρισκόμαστε» (σ.67). Και δίνει ένα παράδειγμα με την «αδελφοσύνη»: είναι μια αόριστη ιδέα, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει, και όμως έπαιξε τεράστιο ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία.

Πιστεύω ότι μιλώντας έτσι για την «αδελφοσύνη», ο φιλόσοφος πέφτει σε μια μεγάλη παγίδα, που γκρεμίζει για τα καλά την όλη θεωρία του. Η ιδέα αυτή είναι μια χριστιανική κληρονομιά, καθώς η Εκκλησία διακήρυσσε ότι όλοι είμαστε «αδέλφια» εφόσον καταγόμαστε όλοι από έναν πρόγονο, τον Αδάμ. Όλοι είμαστε παιδιά του Θεού, εξ ου και η «αδελφοσύνη». Όταν όμως στην Δύση ο χριστιανισμός υποχώρησε, από το Μεσαίωνα και μετά, και ιδίως την εποχή του Διαφωτισμού, έμεινε μεν η κληρονομιά αυτής της ιδέας, της αδελφοσύνης, όπως ακριβώς και της ισότητας, γιατί υπήρχε ακόμη ισχυρή στο κοινωνικό «ασυνείδητο», έχασε όμως πια τα θεμέλιά της, και λίγο λίγο αποξεχάστηκε κι αυτή. Για αυτό και έπαιξε τόσο σπουδαίο ρόλο κατά την Γαλλική Επανάσταση κ.λπ.

Και άλλωστε, τι είναι, όπως ήδη ρωτήσαμε, μια ‘ηθική εικόνα’ του κόσμου; Φθάνουμε σε αυτήν από κάποια διαισθητική ικανότητα; Μήπως είναι ένα ατομικό καπρίτσιο, κάτι που σχηματίζει μέσα μας η τύχη, κάτι το αυθαίρετο; Και το ότι μπορούμε ξαφνικά να «συνδυάζουμε αρετές και ιδανικά και να τα συνδέουμε μεταξύ τους και με την εποχή μας» είναι μια σταυρολεξική ικανότητα, η λύση ενός παζλ, ή μια ενόραση; Και τι είναι αυτή η ενορατική ικανότητα; Επειδή ο φιλόσοφος μετάλλαξε τον όρο από ηθική θεωρία σε «ηθική εικόνα», άραγε μας διαφώτισε καθόλου περί του θέματος αυτού; Πολύ απλά, δεν κατάφερε να απαντήσει ούτε τι είναι ισότητα, ούτε πώς η αδελφοσύνη συνέχιζε να παίζει έναν ρόλο μέχρι πριν κάνα δυο αιώνες, ούτε πώς προοδεύουμε στην ηθική θεωρία. Αρνήθηκε τα «θεμέλια», την χριστιανική κληρονομιά, προσπαθώντας να κρατήσει έναν ηθικό ρεαλισμό, αλλά πολύ απλά αυτό στάθηκε αδύνατον να επισυμβεί. «Ρεαλισμός χωρίς θεμέλια»: το δράμα της Αναλυτικής Φιλοσοφίας…

            *************************

Ας πούμε τώρα κάτι περισσότερο για τη σχέση μεταξύ Πάτναμ και Καντ. Ο Καντ, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του έργου του, δεν ήταν υποστηρικτής μιας τέτοιας θέσης, του «ρεαλισμού χωρίς θεμέλια», και μάλιστα στην «Κριτική του Πρακτικού Λόγου» κάνει ρητή αναφορά σε Θεό, αθανασία, ψυχή. Ο Πάτναμ λέγει ότι στην πραγματικότητα στον Γερμανό φιλόσοφο μπορούν να ανευρεθούν δύο διαφορετικές φιλοσοφίες (σ. 53), από τις οποίες η μία αντιμάχεται την άλλη. Χωρίς να το πολυκαταλαβαίνει, ο Καντ σε μερικά σημεία πηγαίνει κόντρα στον εαυτό του.

Στην αρχή της διάλεξής του ο Πάτναμ αναφέρεται μάλιστα στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου», λέγοντας ότι αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με διαφορετικό τρόπο. «Νομίζω ότι σχεδόν ολόκληρη η Κριτική του Καθαρού Λόγου είναι συμβατή με μιαν ανάγνωση κατά την οποία ο αναγνώστης δεν δεσμεύεται ούτε σχετικά με την ύπαρξη του Νοούμενου (=πέρα από την εμπειρία) Κόσμου ούτε ακόμη, όπως είπα, σχετικά με το αν είναι κατανοητές οι σκέψεις για τα νοούμενα». Ωστόσο, «όταν ο Καντ έφτασε να γράψει την ηθική του φιλοσοφία, έθεσε το αίτημα της ανάγκης του ‘καθαρού πρακτικού λόγου’ που απαιτεί από μας να πιστέψουμε ότι η ιδέα των ‘νοουμένων’ έχει κάποιο είδος νοήματος, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να πούμε τι είδους νόημα είναι αυτό, χάριν του οποίου οφείλουμε να δεχτούμε κάποια συγκεκριμένα πράγματα  για  τον νοούμενο κόσμο» (σ. 54). Εξ ου και γίνεται λόγος για Θεό, για ελευθερία, για αθανασία κ.λπ., ενώ στην πρώτη Κριτική δεν γινόταν λόγος για αυτά. Αλλά, λέγει ο Πάτναμ, σε μερικά χωρία των υστέρων έργων του μπορεί να βρει κανείς μια διαφορετική άποψη, πράγμα που σημαίνει ότι ο Καντ κατά κάποιο τρόπο κρατά «διπλά βιβλία». Και αυτός ο διαφορετικός Καντ είναι αυτός που περιγράψαμε παραπάνω. Εδώ δεν γίνεται λόγος ούτε για Θεό, ούτε για  αθανασία, ούτε για ελεύθερη βούληση (δες τις σελ. 53-57 του βιβλίου του Πάτναμ), αλλά λέγονται όσα ήδη εκθέσαμε. Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο στην ανάλυση του Καντ, γιατί αυτό θα μας εξέτρεπε από τον σκοπό μας.

                                **************

Η επαφή με το έργο του Πάτναμ, του Νάγκελ (δες το μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του «Η θέα από το πουθενά»), του Σερλ κ.λπ. μας πείθει ότι καταβάλλεται σήμερα  από την αναλυτική φιλοσοφία προσπάθεια για έναν «ρεαλισμό χωρίς θεμέλια». Η προσπάθεια αυτή, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι προορισμένη να αποτύχει.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Ο άνθρωπος που κανείς δεν γνωρίζει") είναι έργο του, βρετανού, Paul Horton.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ