«Το φως αν έξω λάμπει, είναι γιατί λάμπει μέσα μου»
Πόσο απέριττα και πόσο περιεκτικά, ο Κώστας Στεργιόπουλος στον «Κίνδυνο»[1], εμβαθύνει σε μια τάξη πραγμάτων που, σε έναν κόσμο όλο και πιο αβαθή, τείνει να ―αν ήδη δεν έχει πλήρως― λησμονηθεί. Κι εξηγούμαι. Αυτό που ταπεινά φρονώ είναι πως με τούτο τον στίχο, ο ποιητής σημαίνει, με τρόπο αποκαλυπτικό, τη μεταδοτική δύναμη και την εξωστρεφή επιρροή που χαίρει η μεταμόρφωση του έσω ανθρώπου, καθώς και του ενοποιητικού της χαρακτήρα, όσον αφορά στην πολυμερή και πολυεπίπεδη ανθρώπινη ύπαρξη.
Καταρχάς, διευκρινίζεται ότι ο ποιητής εκφράζει μια πραγματική κατάσταση, μοιράζεται μία εμπειρία που στέκει πέραν των μεταφορικών φραστικών σχημάτων. Συνάμα κοινωνεί κάτι που αποποιείται τον δυισμό και το μανιχαϊστικό σχήμα «καλό πνεύμα - κακή ύλη». Άλλωστε
«και το πνευματικό ακόμα δημιούργημα τη ρίζα του την έχει στο σαρκικό, μια είν’ η φύση του»[2]
Προφανώς λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, περιγράφει μιαν όντως πνευματική κατάσταση, ένα πνευματικό βίωμα, μιαν εμπειρία, η οποία εμπεριέχει τόσο τον θετικό αντίκτυπο (της εν λόγω εμπειρίας) στον έξω κόσμο, στην ανθρωπότητα, στην καθόλου Κτίση, όσο και τη συμπεριληπτική της ικανότητα, δηλαδή την ικανότητα να προσλαμβάνει τους πάντες και τα πάντα, σύμφωνα με το αρχέτυπό της, μεταμορφωτικά. Κοντολογίς, ο μεταμορφωμένος από το φως, ο φωτισμένος άνθρωπος, όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του, βλέπει παντού το φως και ευφραίνεται εν Αυτώ[3]. Αυτό επαγωγικά τον καθιστά ελκυστικό. Αν η παραμόρφωση απωθεί, η μεταμόρφωση λειτουργεί ως πόλος έλξης, ως απολύτρωση, ως δύναμη συνοχής:
«ίνα εν ώσιν»
Όμως, ο Στεργιόπουλος δεν είναι μόνος, δεν είναι ο μόνος. Δε θα μπορούσε να είναι. Από κάπου λαμβάνει τη σκυτάλη και κάπου τη δίνει. Είναι εκφραστής μιας μοναδικής, μακραίωνης παράδοσης. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Ίδιας υφής εμπειρία (ή μήπως «βάσανο»;), περί «αυτού που μέσα λάμπει», θαρρώ πως μοιράζονται και δύο νομπελίστες ποιητές:
«Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο
λάμπει»
εξομολογείται ο Οδυσσέας Ελύτης στο ποίημα «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου»[4], ενώ ο βορειοευρωπαίος —με τον προσδιορισμό να μην περιορίζεται απλά στο γεωγραφικό πλαίσιο, αλλά να επεκτείνεται σε ουσιαστικότερες διαστάσεις, κοσμοσυστημικές, που ομολογουμένως ξαφνιάζουν θετικά— ομότεχνός του Tomas Transtrӧmer, στην «Πένθιμη Γόνδολα»[5], συμπλέει με τρόπο σχεδόν ταυτόσημο:
«Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο»
Αναφανδόν, οι εν λόγω συνάφειες δεν είναι τυχαίες εκλάμψεις, δεν είναι αδέσποτες δημιουργικές συμπτώσεις, ούτε προϊόν παρθενογένεσης. Έχουν ρίζα. Έρχονται από το παρελθόν κι είναι αλληλοσυμπληρούμενες. Έτσι, όλοι τους, Ελύτης – Transtrӧmer – Στεργιόπουλος, είναι λες και λαμβάνουν τη σκυτάλη από τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό:
«Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον»[6]
Ή από τον Ιωάννη Δαμασκηνό:
«άπειρον ουν το Θείον, λέγει και ακατάληπτον· και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και ακαταληψία»[7]
Το γαϊτανάκι της συγγένειας και της κληρονομικότητας, του κληροδοτημένου τρόπου ψηλάφησης του απρόσιτου, αποτυπώνει με εξαιρετική ενάργεια ο Χρήστος Γιανναράς: «Ηράκλειτος, Πλωτίνος, Αρεοπαγίτης, Μάξιμος, Γρηγόριος Παλαμάς, διαδρομή δύο χιλιάδων χρόνων αποφατισμού σε ένα μόνο στίχο. Η μέσα λάμψη πριν και πέρα από τη νόηση, «η άγνοια η υπερτέρα πάσης γνώσεως». Όταν ποδηγέτης είναι ο έρωτας. Και όταν «άπας ο αγών περί των πραγμάτων εστίν ου περί νοημάτων και λέξεων»: Για να ξεχωρίσει η φλόγα του έρωτα από τις ανταύγειες των αισθημάτων. Ο τόπος της Προσκύνησης από τη σημαντική των Προσκυνουμένων».[8]
Πολλά τα πυρηνικά κοινά των προαναφερόμενων αγίων, ποιητών και λογίων. Θα εστιάσουμε όμως σε δυο από αυτά. Αφενός στην εκφραστική τους δεινότητα, αφετέρου στην παραίτησή τους από την εν λόγω δεινότητα, χάριν της λαχτάρας τους να προσεγγίσουν το επέκεινα και να το συγχρωτιστούν απτά. Όλως παραδόξως, η αποποίηση της δύναμής τους, είναι αυτή που αναδεικνύει την ποιότητά τους:
«η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται».[9]
Σε τούτο το κομβικότατο σημείο οφείλουμε να κοντοσταθούμε επεξηγηματικά, επικαλούμενοι τη συνδρομή ανθρώπων σπουδαίων. Εις εκ των μεγίστων της θεολογίας, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ήδη από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, αποσαφηνίζει τον τρόπο αποκάλυψης του ανείπωτου, το πώς φανερώνεται αυτό που δεν περιγράφεται:
«Όλα τα θεία, όσα μας φανερώνονται, μόνο με τις μετοχές γνωρίζονται ποια όμως είναι τα θεία καθ’ εαυτά κατά την αρχή και ίδρυσί τους, είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως».[10]
Συνεπώς ποίηση δεν είναι η θέαση του απροσίτου. Είναι εγχείρημα έκφρασης της εμπειρικής μετοχής του απροσίτου, με έντονα τα στοιχεία της αναλογικότητας. Είναι πράξη επιτηδειότητας που αποθησαυρίζει «φως εκ φωτός»[11] και που εξελίσσεται σε συν-οδοιπορία. Που πιάνει τον δεκτικό αναγνώστη από το χέρι ώστε ψυχοσωματικά, από κοινού κι ελεύθερα, να πορευτούν προς το απρόσιτο. Και που έχει διαυγή σκοποθεσία: «το πραγματικόν τέλος δεν είναι η γνώσις αλλά η ένωσις».[12] Δεν εξαντλεί τα νοήματα, αλλά ακτινοβολεί το κατόρθωμα. Υπενθυμίζει ότι υπερανάλυση και βίωμα παίζουν τραμπάλα∙ η βύθιση του ενός ανύψωση του άλλου.
«Τότε αποδεσμεύεται και από τα ορώμενα και από τους ορώντας, και εισδύει μέσα στον γνόφο της αγνωσίας, τον πραγματικά μυστικόν, όπου αποκλείει όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και φθάνει στο εντελώς ανέγγικτο και αόρατο, παραδίδεται ολόκληρος στον επέκεινα όλων, και δεν ανήκει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανένα άλλον· και, κατόπι της ενενεργησίας κάθε γνώσεως, ενωμένος σε ανώτατο επίπεδο με τον εντελώς άγνωστο, με το να μην γνωρίζη τίποτε γνωρίζει πέρα από κάθε νόησι».[13]
Υπέρφωτος γνόφος δεν είναι το απρόσιτο, αλλά ο τόπος όπου αποκαλύπτεται το απρόσιτο. Και όπου προσεγγίζεται σμιλεύοντας τον εαυτό αφαιρετικά —υπό την έννοια του απέριττου όχι του αφηρημένου, ακριβώς όπως ο γλύπτης το μάρμαρο:
«…δια της αφαιρέσεως όλων των όντων, σαν αυτούς που κατασκευάζουν ένα φυσικό άγαλμα· αυτοί αφαιρούν όλα τα πρόσθετα υλικά του αγάλματος που εμποδίζουν την καθαρή θέα της κρυμμένης μορφής και με μόνη αυτή την αφαίρεσι επιτρέπουν να φανή καθαρό το απόκρυφο κάλλος».[14]
«Όσο κυττάζουμε προς τα άνω, τόσο συστέλλονται οι λόγοι μας, διότι τα νοητά εμφανίζονται με συνοπτικώτερο τρόπο. Έτσι φυσικά και τώρα, εισδύοντας στον γνόφο που είναι επάνω, θα εύρουμε όχι απλώς βραχυλογία, αλλά α-λογία και α-νοησία. Κι’ εκεί μεν ο λόγος μας, κατεβαίνοντας από τα άνω προς τα τελευταία, αυξάνοντας σε όγκο ανάλογο με το μέτρο της καθόδου. Τώρα όμως ο λόγος ανεβαίνοντας από τα κάτω προς τα υπερκείμενα, συστέλλεται κατά την αναλογία της ανόδου και μετά την ολοκλήρωσι της ανόδου θα είναι άφωνος και θα ενωθή όλος με τον άφθεγκτο».[15]
Δεν είναι ζήτημα που άπτεται της οξύνοιας, αλλά της απλότητας:
«Μόνο η οξύνοια μπορεί να πλανηθεί, όχι η απλότητα, που δεν πλανά και δεν πλανάται».[16]
Είναι ζήτημα σιωπής. «Όχι ως απουσία λόγου ή άρνησής του, αλλά ως μια άλλη, εσωτερική, μορφή λόγου».[17] Και είναι ζήτημα στιγμής. Στη σιωπή γεννιέται η στιγμή, οι προϋποθέσεις της ζεύξης με το υπέρτατο νόημα:
«Μόνο στη σιωπή είναι η στιγμή. Η στιγμή κυοφορεί πλούσιο νόημα (…) δεν έρχεται με θόρυβο και φωνές, ανεξάρτητα από το πόσο σημαίνουσα είναι καθεαυτή· όχι, έρχεται μαλακά, με ελαφρύτερο βήμα από τον ελαφρύτερο βηματισμό οποιουδήποτε πλάσματος, αφού έρχεται με τον ελαφρύ βηματισμό του αιφνίδιου· έρχεται κρυφά».[18]
Το απρόσιτο «είναι φως και γνώσις πάνω από όσα έχουν γνωσθή, και στη συνέχεια θα τιμά με σιωπή την αδυναμία να μιλά γι’ αυτόν»[19]. Ο ποιητής γίνεται σιωπηλός. Και γίνεται ακροατής. «Έτσι έχουν τα πράγματα: το να «στιχουργεί» (στο πρωτότυπο προσεύχεται) κάποιος δεν σημαίνει να ακούει τον εαυτό του να μιλά, αλλά να γίνει σιωπηλός και να συνεχίσει να μένει σιωπηλός, να περιμένει, μέχρι «στιχουργώντας» (στο πρωτότυπο προσευχόμενος) να ακούσει τον Θεό»[20], ως νέος Μωϋσής:
«Αποκλείοντας όλες τις γνωστικές αντιλήψεις βρέθηκε στον νου που ούτε ψηλαφίζεται ούτε βλέπεται, πέρα από όλες τις γνωστικές αντιλήψεις του πέρα από όλα Θεού».[21]
«Γιατί το φως δεν πιάνεται —
κι εκεί που το κοιτάς,
το χάνεις.»[22]
Η επιμονή στο νοησιαρχικό πιάσιμο του φωτός είναι σισύφεια, είναι σαν να πυγμαχείς με τον αέρα[23]. Δίχως την απέκδυση από τις γνωστικές αντιλήψεις όχι μόνο η είσοδος, αλλά ακόμη κι η προσέγγιση του θείου γνόφου καθίστανται αδύνατες. Πόσο μάλλον η θέαση του απροσίτου! Ο μέσα, μα κι ο όλος άνθρωπος, δύναται να λάμψει μόνο ετερόφωτα, σε καμία περίπτωση όμως σμικρύνοντας το είναι του, όπως προτρέπουν οι ανατολίτικες δοξασίες ή οι (νέο)πλατωνικοί, αλλά εξερχόμενος από αυτό. Κατορθώνοντας την έξοδο από την πολιορκία της αναγκαιότητας, από τις ιδέες που σχηματίζει με τη διάνοια και τη γνώμη υποβαθμίζοντας την πηγή του φωτός σε είδωλο, από το θόλωμα της εμπειρίας των ανεξιχνίαστων μυστηρίων του φωτός με φιλοσοφικές ιδέες, από τις φαντασίες και τις μαγγανείες. Οπότε το απλό ερώτημα που εύλογα θα τεθεί είναι μα πώς τέλος πάντων φτάνουμε στο απρόσιτο; Απλή κι η απόκριση. Γενόμενοι πρότυπα καθαρότητας, καθόσον:
«Μακάριοι οι καθαροί την καρδία ότι αυτοί…»[24] το απρόσιτο όψονται.
Εμπειρία λοιπόν ή νοησιαρχία; Εμπειρία. Ήτοι βίωμα που δεν καλουπώνεται σε στοχασμούς. Που βιώνεται ως απερίγραφτο. Που δεν πασχίζει να ελέγξει τις καταστάσεις, ιδιαιτέρως όσες την υπερβαίνουν, αλλά ανταποκρίνεται σε δαύτες με ιδιοφυή απλότητα. Που συμπυκνώνεται στον απέριττο τρόπο της ποιητικής μεθόδου, η οποία αποτελεί ό,τι καλύτερο διαθέτει ο άνθρωπος πριν την λαλέουσα σιωπή. Το αδέσμευτο φραστικών προσδιορισμών λάμπει με τρόπο εξόχως προσωπικό και λάμπει για όλους. Κυρίως σε όσους καταφάσκουν στο προσκλητήριο ξεκλείδωμα «έρχου και ίδε».[25] Με αφοβία. Κι εμπιστοσύνη. Άλλωστε ο ποιητής διαβεβαιώνει καθησυχαστικά:
«ίσως η νόησή σας να μένει πίσω, ξαφνιασμένη, μα η εσώτατη συνείδησή σας θα ξυπνήσει και θα καταλάβει.»[26]
* Από τον κύκλο κειμένων "Διάλογος με την ποίηση"
[1] Κώστα Στεργιόπουλου, Τα Ποιήματα Α΄ - 1944 – 1965, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1988.
[2] Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, 13η έκδοση, μτφρ Μάριου Πλωρίτη, Ίκαρος, 2005, σ. 46.
[3] Alexander Schmemann, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ Ζήσιμος Λορεντζάτος, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2010, σ. 171.
[4] Οδυσσέα Ελύτη, τα ελεγεία της Οξώπετρας, Ίκαρος, 1991.
[5] Tomas Transtrӧmer, Τα Ποιήματα, μτφρ Βασίλης Παπαγεωργίου, printa 2004.
[6] Λόγος 28.
[7] Περί πίστεως ορθοδόξου, PG 94, 800 Α Β.
[8] Χρήστος Γιανναράς, Οξώπετρα ή ελεγεία του απορριμμένου λίθου, περιοδικό ΑΝΤΙ, 1992.
[9] Κορ. 12, 9.
[10] Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων, εισ.- κείμενο – μετάφρασις – σχόλια από τον Παναγιώτη Κ. Χρήστου, ΕΠΕ, εκδοτικός οίκος Αδελφοί Μερατάκη «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ», Θεσσαλονίκη 2013, σ. 74 – 75. «Πάντα γαρ τα θεία, και όσα ημίν εκπέφανται, ταις μετοχαίς μόναις γινώσκεται∙ αυτά δε, οποια ποτέ έστι κατά την οικείαν αρχήν και ίδρυσιν, υπέρ νουν έστι και πάσαν ουσίαν και γνώσιν.»
[11] Π.Μ. Σωτήρχου, Ο Ποιητής και ο Άγιος – Δέκα μικρά δοκίμια για την Χριστιανική Λογοτεχνία, Εκδόσεις Αρμός, 1993.
[12] Vladimir Lossky, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ Πρεσβυτέρας Στέλλας Κ. Πλευράκη, έκδοσις Δευτέρα, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 44.
[13] Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Περί μυστικής θεολογίας, εισ.- κείμενο – μετάφρασις – σχόλια από τον Παναγιώτη Κ. Χρήστου, ΕΠΕ, εκδοτικός οίκος Αδελφοί Μερατάκη «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ», Θεσσαλονίκη 2013, σ. 480 – 481. «Και τότε και αυτών απολύεται των ορωμένων και των ορώντων, και εις τον γνόφον της αγνωσίας εισδύνει το όντως μυστικόν, καθ΄ον απομύει πάσας τας γνωστικάς αντιλήψεις και εν τω πάμπαν αναφεί και αοράτω γίγνεται, πας ων του πάντων επέκεινα, και ουδενός ούτε εαυτού ούτε ετέρου, τω παντελώς δε αγνώστω τη πάσης γνώσεως ανενεργησία κατά το κρείττον ενούμενος και τω μηδέν γινώσκειν υπέρ νουν γινώσκων.»
[14] Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ό.π., σ. 482 – 483. «…δια της πάντων των όντων αφαιρέσεως, ώσπερ οι αυτοφυές άγαλμα ποιούντες, εξαιρούντες πάντα τα επιπροσθούντα τη καθαρά του κρυφίου θέα κωλύματα και αυτό εφ’ εαυτού τη αφαιρέσει μόνη το αποκεκρυμμένον αναφαίνοντες κάλλος.»
[15] Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ό.π., σ. 484 – 487. «Όσο προς το άναντες ανανεύομεν, τοσούτον οι λόγοι ταις συνόψεσι των νοητών περιστέλλονται· καθάπερ και νυν εις τον υπέρ νουν εισδύοντες γνόφον, ου βραχυλογίαν, αλλ’ αλογίαν παντελή και ανοησίν ευρήσομεν. Κακεί μεν από του άνω προς τα έσχατα κατιών ο λόγος, κατά το ποσόν της καθόδου, προς ανάλογον πλήθος ηυρύνετο· νυν δε, από των κάτω προς το υπερκείμενον ανιών, κατά το μέτρον της ανόδου συστέλλεται, και μετά πάσαν άνοδον όλος άφωνος έσται και όλος ενωθήσεται τω αφθέκτω.»
[16] Søren Kierkegaard, Τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού – τρεις θεοσεβείς λόγοι, μτφρ – επίμετρο – σημειώσεις Βασιλική Τσακίρη, ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ, Αθήνα 2020, σ. 28.
[17] Π.Μ. Σωτήρχου, ό.π.
[18] Στο ίδιο, σ. 28 – 29.
[19] Μαξίμου του Ομολογητού, Σχόλια εις τας επιστολάς, Επιστολή Α΄, ΕΠΕ 15Δ, 409-411 μέσω του Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Μαξιμιανόν Ταμείον, Β΄ έκδοσις, Α΄ τόμος, Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Όρους 2017, σ. 155
[20] Søren Kierkegaard, ό.π., σ. 24.
[21] Μαξίμου του Ομολογητού, Σχόλια εις το Περί Μυστικής Θεολογίας, Κεφ. Α΄, ΕΠΕ 14ΣΤ΄, 391-393, μέσω του Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου, ό.π., σ. 388-389. «Πάσας απομύσας τας γνωστικάς αντιλήψεις, εγένετο εν τω αναφεί τω νω και αοράτω πασών αντιλήψεων γνωστικών του πέρα πάντων Θεού.»
[22] Κώστα Στεργιόπουλου, ό.π.
[23] Πρβλ Α’ Κορ. 9, 26
[24] Ματθ. 5, 8.
[25] Ιω. 1, 43-44.
[26] Rainer Maria Rilke, ό.π., σ. 42.
Το ζωγραφικό έργο που συμπληρώνει τη σελίδα αποτελεί δημιουργία του Χρήστου Μποκόρου.