Αυτοί που παρακολούθησαν την συνέντευξη του Αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Ανδρουλάκη στον Χατζηνικολάου, ακριβώς μετά τις πρώτες εκλογές*, και όταν το ΠΑΣΟΚ πίστευε ότι κάλπαζε προς την «Αξιωματική Αντιπολίτευση» στην θέση του Σύριζα, θα αναρωτήθηκαν ποια ακριβώς είναι η διαφορά των θέσεων του κόμματος του από την Νέα Δημοκρατία. Στην ουσία ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επανέλαβε το μήνυμα της Κομισιόν, την «αφύπνιση» όπως θα την ονόμαζαν οι «Ταλιμπάν» του Νεοφιλελευθερισμού, περί παγώματος του κατώτατου μισθού και μείωσης των επιδομάτων, χωρίς καμία δυσαρέσκεια, χωρίς καμία ανησυχία.
Δεν παρέλειψε φυσικά κι αυτός να ρίξει τον γνωστό «δεκάρικο λόγο» για την νίκη των συστημικών δυνάμεων έναντι του Λαϊκισμού, από την ψυχολογικά ασφαλή κοινωνιοπάθεια και λαοφοβία των εχόντων και κατεχόντων της ελληνικής κοινωνίας. Από το πρώτο ξεδίπλωμα των θέσεων του Προέδρου συναγόταν ένα ασφαλές συμπέρασμα: Το κόμμα της ΝΔ είχε κερδίσει ρητορικά και εικονικά τον «Πολιτικό Λαϊκισμό», δι’ ενός εκτεταμένου «Οικονομικού Λαϊκισμού», επιδομάτων, βάουτσερ και των περίφημων 150 ευρώ προς τους νέους-της τελευταίας στιγμής- λίγο πριν τις κάλπες. Έτσι, η πολιτική ρητορεία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, φάνταζε και φαντάζει ως ο αντίπους της οικονομικής πρακτικής που ακολουθούν έναντι της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Σύριζα προσέθετε ένα «Κοινωνικοπολιτικό Λαϊκισμό» που φάνταζε επίσης προκάτ και σικέ, αφού το κοινωνικό στάτους της Αριστεράς δεν συμβαδίζει με την πολιτική ρητορική του. Ως εκ τούτου υπέστη θανάσιμη αιμορραγία, καθώς στα μάτια εκείνων των μαζών που θα μπορούσαν να προσχωρήσουν στην αντισυστημική ρητορική του, φάνταζε εν τέλει ως συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση ή αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση του παλαιού δικομματισμού.
Συν τοις άλλοις, οι «Εθνολαϊκοί» της «Πάνω Πλατείας» που δεν ανήκαν στους «Ασφαλείς» της δημοσιουπαλληλίας είχαν καταλάβει ότι ήταν ακριβώς ο παλαιός δικομματισμός που είχε προστατεύσει τα αριστερά μεσαία στρώματα από τις περίφημες «μεταρρυθμίσεις» των μνημονίων και της τροϊκανής επιχείρησης του «Δόγματος του Σοκ», διατηρώντας μια κοινωνική ενότητα των «πάνω ραφιών» έναντι των «Εθνολαϊκών», κάτι που έκανε τις πολιτικές αντιθέσεις ακόμη πιο εικονικές.
Προς επίρρωσιν των ανωτέρω ήρθαν οι μετέπειτα δηλώσεις και το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο στοχοποιούσε εν τέλει τους «Αδυνάμους» καθώς προέκρινε την ωφέλεια της «Μεσαίας Τάξης» από την φορολόγηση των μερισμάτων και των μεγάλων ιδιοκτησιών. Και βέβαια αναρωτιέται κανείς γιατί η μεσαία τάξη, ακριβώς ως μεσαία, χρειάζεται ενίσχυση, όταν έχουμε στο ίζημα της κοινωνίας μεγάλα ποσοστά ανεργίας, χαμηλότατους μισθούς κάτω του πληθωρισμού – ακόμη και με την τελευταία, υπό αίρεση, αύξηση, αν το σύμφωνο «Σταθερότητας» ενεργοποιηθεί-και ένα πολιτικό υπογάστριο που βράζει εδώ και χρόνια και εγκυμονεί κοινωνικούς και φυσικά, για μια χώρα όπως η Ελλάδα, εθνικούς κινδύνους.
Εκτός αν ως μεσαία τάξη εννοούμε αυτήν της κυρίας Φωτίου, αλλά όταν ακούει κάποιος τα αφορολόγητα ποσά των 800.000 ή του 1.500.000 εκατομμυρίου γονικής παροχής καταλαβαίνει ότι τα κόμματα της Βουλής προσπαθούν να στηρίξουν μια μεσαία τάξη που δεν κατάλαβε πολλά από κρίση και μνημόνια και υπό την σαρωτική εξέλιξη των Airbnb γυρίζουν την Ελλάδα στην εποχή των Προεστών και των Ακτημόνων, δημιουργώντας οφθαλμοφανώς μια τεράστια «Φούσκα» που μοιραία θα σκάσει. Με τα νέα κόκκινα δάνεια και τις απώλειες πρώτης κατοικίας θα μιλάμε οσονούπω για μια επόμενη γενιά αέργων «κυρίων» ιδιοκτητών από την μία πλευρά και από την άλλη ακτημόνων ανδραπόδων που θα εξασφαλίζουν διά του ασφυκτικού βιοπορισμού τους την άνετη ζωή των πρώτων.
Και όλα αυτά ενώ η ήττα του Σύριζα σήμανε την αποδόμηση ακριβώς του μεγάλου αντισυστημικού άλλοθι της Μεσαίας τάξης και των αντίστοιχων κομμάτων που τροφοδοτεί, προκειμένου να κρατήσει εκτός πολιτικής αντιπροσώπευσης το μισό του Ελληνικού Λαού, της Ελληνικής Κοινωνίας και του Ελληνικού Έθνους.
Τούτο σημαίνει μια νέα ροπή πλέον του ελληνικού πολιτικού σκηνικού από τα δεξιά προς τα αριστερά. Όσο ο Σύριζα διέθετε προοπτική εξουσίας, όλο το πολιτικό σύστημα έγερνε προς τα δεξιά. Ο Σύριζα διαμόρφωνε σοσιαλδημοκρατικό λόγο, αλλά χωρίς λεφτά, καθώς είχε «χρησιμοποιηθεί» ένθεν κακείθεν ως ο «δραγάτης» που θα γεννούσε το περίφημο «δημοσιονομικό μαξιλάρι». Επιπροσθέτως, από την εποχή του Κωνσταντίνου Σημίτη, η σοσιαλδημοκρατία συμβόλιζε ένα κεντροδεξιό λόγο που προσέλκυε ακόμη και ένα σημαντικό νεοδημοκρατικό κοινό, των «πάνω ραφιών». Την κίνηση από το κέντρο προς τα δεξιά συμπλήρωνε το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ, το οποίο σιωπούσε ένοχο, και περίμενε στην γωνία να αποκομίσει φθορά ως ο μετέωρος κληρονόμος του Κέντρου. Η ΝΔ μπορούσε να εμμένει σε ιδεολογική νεοφιλελεύθερη καθαρότητα με σοσιαλδημοκρατικό μαξιλάρι και πορτοφόλι, αλλά και εσωτερικό, ολέθριο, δανεισμό, χρηματικής διευκόλυνσης που θα επικουρούσε μια τεχνητή κίνηση προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος.
Παρά τις θριαμβολογίες του συντηρητικού-νεοφιλελεύθερου κόσμου για τον κατίσχυσή τους έναντι της Αριστεράς, αυτό που φαίνεται να θριάμβευσε στις εκλογές είναι η μεταστροφή του «Τραμπισμού» προς τα αριστερά, σε ένα «Πολακισμό» χωρίς Πολάκη. Η ήττα του καθεστωτικού Σύριζα τον ωθεί προς τα αριστερά και αντιστοίχως η πολιτική αυτή καθιστά το ΠΑΣΟΚ πολιτικό δορυφόρο της Αριστεράς, τουλάχιστον στο επίπεδο της πολιτικής ρητορικής και του πολιτικού προγράμματος.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η δημόσια παρέμβαση της Κομισιόν στα ελληνικά πράγματα ακριβώς μετά τις εκλογές, εξήγαγε και άλλα συμπεράσματα ου μην αλλά και ερωτήματα: πρωτίστως ότι το αφήγημα του Σύριζα περί εξόδου από τα μνημόνια και την επιτήρηση ήταν απολύτως ψευδές, σκοπίμως παραπλανητικό και στην ουσία δεν αφορούσε κάποιο κοινωνικό στρώμα.
Η μεσαία τάξη- όχι αυτή βεβαίως της κυρίας Φωτίου- των τριών πολιτικών χώρων, της Αριστεράς, της Δεξιάς και του Κέντρου δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτήν την έξοδο αφού πλήρωσε αρκετά φθηνά τα μνημόνια, σε αντίθεση με τους μικροαστούς της Μεταπολίτευσης που οδηγήθηκαν σε πλήρη εξαθλίωση, παρότι δεν ανήκαν σ’ αυτούς που καταβρόχθισαν τα κοινοτικά πακέτα με το πρώην κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ.
Δεν είναι τυχαίο βεβαίως ότι είναι ακριβώς η μεσαία τάξη που επιθυμεί πλέον την αποδόμηση του όρου μικροαστός ως πεπαλαιωμένη κοινωνική και οικονομική ανάλυση, την στιγμή που είναι ακριβώς τώρα που γυρίζουμε σε εποχές του 50΄ και του 60΄, και συνακόλουθα επανεμφανίζεται όλη η κοινωνική και ιδεολογική μιζέρια του μικροαστισμού που χρειάζεται κουπόνι για να ψωνίσει στο σούπερ μάρκετ, εν πνεύματι μιας παράδοξης νεοφιλελεύθερης «Σοβιετίας».
Οι απόβλητοι της μεταπολίτευσης, νεόπτωχοι μικροαστοί δεν έδιναν επίσης σημασία στην τρανή εξόδιο αφήγηση της χώρας μας από τις τροϊκανές «Επιτηρήσεις», καθώς με τα μνημόνια και ότι επακολούθησε, είχαν χάσει άλλα δέκα κρίσιμα χρόνια της ζωής τους. Έμοιαζαν με τους αριστερούς της δεκαετίας του 70΄, γι’ αυτούς που ο ποιητής Αναγνωστάκης έλεγε πως είχαν «γεράσει προώρως».
΄Ηταν αυτοί οι ξοφλημένοι μικροαστοί, το σαράντα-πενήντα τοις εκατό της αποχής των τωρινών εκλογών, που θα πλήρωναν τους υψηλούς μισθούς, τα εφάπαξ και τα ιδιόκτητα σπίτια των θριαμβευτών της Μεταπολίτευσης, με τους δικούς τους πενιχρούς μισθούς, την αμφίβολη σύνταξη, τα θηριώδη ενοίκια και την ακτημοσύνη. Ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» που μοιάζει με το «Τρένο της Μεγάλης Φυγής» των μεταπολιτευτικών μεσαίων στρωμάτων στην συνολική σχέση τους με την ελληνική κοινωνία.
Η Αριστερά κέρδισε σχεδόν το σύνολο αυτού του μικροαστικού χώρου στο περίφημο δημοψήφισμα για να το απωλέσει ολικώς λίγο αργότερα με την περιώνυμη «Κωλοτούμπα». Η μόνη ελπίδα διάτρησης αυτού του χώρου ήταν και είναι, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ο «Πολακισμός». Και είναι ακριβώς η απουσία «πολακικής» σφήνας προς το μικροαστισμό που δεν διαθέτει το ΠΑΣΟΚ για να καταστεί η νέα αντιπολίτευση στην θέση του Σύριζα. Κοντολογίς τόσο η Αριστερά όσο και το ΠΑΣΟΚ αδυνατούν να μετατραπούν σε ένα ανδρεοπαπανδρεϊκό πολιτικό μόρφωμα για να θραύσουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού που μένει εκτός αντιπροσώπευσης. Έτσι το αδιέξοδο επιτείνεται καθώς η κίνησή τους προς το κέντρο δεν διαθέτει κάποιο ελκυστικό δέλεαρ για τη μεσαία τάξη «που τα έφαγε με τον Πάγκαλο», αφού στην ΝΔ, αυτή ακριβώς η μεσαία τάξη έχει βρει ασφαλές-λίρα εκατό- υπήνεμο λιμάνι. Πρακτικώς τόσο η Αριστερά όσο και το ΠΑΣΟΚ, έχουν ένα «ηθικό πλεονέκτημα» που αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν, το ίδιο ισχύει και για τον «εθνικό χώρο», όπως θα εξηγήσουμε αργότερα.
ΠΑΣΟΚ και Σύριζα είναι οργανικά μέρη του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ του Κωνσταντίνου Σημίτη. Το Σύριζα είναι το πολιτιστικό κομμάτι του εκσυγχρονισμού με την θλιβερή επιμονή του να ανάγει ταξικές διαφορές σε ζητήματα «Πολιτικά Ορθού», πολιτικού ιδιώματος της μεσαίας τάξης, ενώ το ΠΑΣΟΚ που απέμεινε μετά τα μνημόνια ήταν και είναι το ευρύτερο πελατειακό δίκτυο γύρω από τους παλιούς μηχανισμούς του σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η καλοανατεθραμμένη μεσαία τάξη του μετανάστευσε στην Νέα Δημοκρατία και ενώθηκε με τη συντηρητική-νεοφιλελεύθερη μεσαία τάξη της, αφήνοντας εκτός ΝΔ, μεγάλο μέρος της λαϊκής, μικροαστικής βάσης της ΝΔ, η οποία ανέμενε, στωικά μεν εις μάτην δε, να «αποκατασταθεί» με την πτώση του κεντροαριστερού μπλοκ της Μεταπολίτευσης.
Ο μόνος χώρος που θα μπορούσε να κερδίσει τον μικροαστικό χώρο ήταν ο «Εθνικός» ή «Εθνικολαϊκός», όπως συνηθίσαμε να το λέμε. Αλλά οι οργανικές αδυναμίες αυτού του χώρου προς επίτευξιν τούτης της στοχοθεσίας θα είναι το αντικείμενο του δεύτερου μέρους της ανάλυσής μας.
*το κέιμενο γράφτηκε μετά τις πρώτες εκλογές.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Σπίτι στα Τρίκαλα”, 1972) είναι έργο του Ράλλη Κοψίδη.