Υπάρχουν δύο μορφές ανάγνωσης της πολιτικής, η πρώτη μέσω εσωτερικών πληροφοριών, μικροπολιτικής υφής (όπως στο χωριό, ποιος ποιανού είναι), η οποία ακμάζει στα καφενεία. Η δεύτερη είναι η ανάγνωση της πολιτικής από τα φαινόμενα, απ’ αυτά που βλέπει και ακούει κανείς στην αγορά των γραμμάτων (όποια είναι αυτή εν πάση περιπτώσει) αλλά και των Μ.ΜΕ. Οι πληροφορίες του καφενείου είναι σπάνιες και καίριες καθώς φωτίζουν αυτό που δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος δημοσίως για να μην υποστεί την επ’εσχάτοις επίκαιρη μομφή της «συνωμοσιολαγνείας».
Το παράδοξο είναι ότι ο κόσμος του πολιτικού καφενείου είναι ο κόσμος της πολιτικής ως συνωμοσίας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, ο δεύτερος κόσμος, αυτός των φαινομένων είναι ο κράτιστος γιατί συνδέεται με την Ιστορία και την ανάγνωση των κινήσεων της, ενώ η μικροπολιτική και ο «μηχανισμός» ξεγελά με την εφήμερη άρθρωση του πολιτικού σκηνικού. Η πολιτική είναι αυτό που φαίνεται, είναι μια «Φαινομενολογία».
Θα παρατηρήσει κανείς ότι λίγο πριν την ανάδειξη του νέου αρχηγού του Σύριζα, οι πληροφορίες για τους υποψήφιους είναι πενιχρές, Η αναζήτηση στο διαδίκτυο οδηγεί σε αόριστες πληροφορίες γύρω από διαπλεκόμενους μηχανισμούς, από σκιώδη παρασκήνια. Μια στρατηγικής σημασίας, δημόσια δήλωση, του υποψηφίου των «Προεδρικών», του Νίκου Παππά, αφορά την κίνηση του Σύριζα προς το «Κέντρο», ως εκ τούτου έχουμε να κάνουμε με τον Σύριζα ως «καθεστωτικό κόμμα». Αλλά η κίνηση αυτή στο εσωτερικό του «53 τοις εκατό» των ανθρώπων που ψήφισαν στον δεύτερο γύρο των εκλογών είναι φρούδα: όπως διεφάνη, ακόμη και αν ενωθούν όλες μαζί οι φαινομενικά ομοτράπεζες «κεντροαριστερές δυνάμεις», δεν προσεγγίζουν ούτε καν τα δύο τρίτα του ποσοστού που κέρδισε η Ν.Δ.
Σημειώνουμε παρεκβατικώς ότι κανείς υποψήφιος δεν ασχολείται με το «47 τοις εκατό» της αποχής λες κι αυτή η μεριά της κοινωνίας δεν είναι απαραίτητη για να αμφισβητήσει κάποιος την υπεροπλία των ψήφων που διαθέτει το κυβερνών κόμμα. Ούτε λόγος επίσης για τις κοινωνικοπολιτικές αιτίες αυτής της αποχής…
Ο καθηγητής Τσακαλώτος δίνει πολλές συνεντεύξεις από τις οποίες προκύπτει ένα, συμπαθές, ανάλαφρο, αγγλοσαξωνικό στυλ, μια ιδιαίτερη σχέση με τον πολιτισμό, αλλά δυνάμει ακριβώς των προαναφερθέντων είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αν υπάρχει κάποια «υπαρξιακή» πολιτική αγωνία για τα μελλούμενα. Συγκρατεί κανείς μια ενδιαφέρουσα αποστροφή του, από μια συνέντευξη στον Κώστα Γιαννακίδη, στο «Βήμα», στις 31/07/2023: ««Δεν μου αρέσει η πολιτική γεωγραφία. Ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε ότι οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο, αλλά όχι από το Κέντρο. Είναι άλλο το πού απευθύνεσαι και άλλο το ποιος είσαι εσύ.».
Αλλά δεν υπάρχει «Κέντρο», ιδού το πρόβλημα. Δεν υπάρχει ούτε κομματικός κεντρώος χώρος, ούτε κέντρο του πολιτικού συστήματος. Για να υπάρξει «Κέντρο» πρέπει να υπάρξει «κοινωνική κινητικότητα» και το ζήτημα αυτό έχει κλείσει ήδη από το τέλος της οκταετίας του Κωνσταντίνου Σημίτη.
Το αίνιγμα που θέτει – προσφυώς μεν στρουθοκαμηλικώς δε- ο Αλέξης Τσίπρας υποδεικνύει ότι η Αριστερά διεξάγει ένα στατικό πόλεμο χαρακωμάτων, αυτόν της γκραμσιανής «πολιτισμικής ηγεμονίας», ένα παλιό πόλεμο «Δευτέρας Γενιάς», χωρίς να μπορεί να περάσει στην «Τρίτη γενιά» ενός «Πολέμου Ελιγμού», που ούτως ή άλλως συμπεριλαμβανόταν-εκτάκτως βεβαίως- στο πολεμολογικό σύστημα του Γκράμσι. Και ο «Πόλεμος Ελιγμού» είναι ένα φιλελεύθερο πολιτικό ιδίωμα που μετατρέπει είτε την Δεξιά και τον Συντηρητισμό είτε την Αριστερά και τον Κομμουνισμό σε καθεστωτική δύναμη. Η Αριστερά οφείλει να περάσει από έναν «Πολιτισμικό Φιλελευθερισμό» σε ένα «Πολιτικό Φιλελευθερισμό» και για να το κάνει αυτό θα χρειαστεί εντελώς νέους συμμάχους που δεν θα τους βρει εξ αποστάσεως και τηλεπαθητικώς ή ως επαίτες πολιτικών δικαιωμάτων.
Συνάμα και η εξίσωση που θέτει ο Τσακαλώτος, σαν γλώσσα λανθάνουσα φωτίζει και το μεγάλο πρόβλημα του κόμματός του: η κοινωνική ταυτότητα, ο πολιτισμός του Σύριζα, αποπροσανατολίζει την πολιτική κατεύθυνσή του. Ο αντισυστημικός πολιτισμός του αγρεύει, επί ματαίω, κρίσιμες ψήφους στο εσωτερικό ενός συστημικού χώρου, του οποίου τα δύο-τρίτα είναι συσπειρωμένα, κλειστά συστήματα με ιδιαίτερη απέχθεια προς οποιαδήποτε έννοια «κοινωνικής κινητικότητας» για ευνόητους λόγους. Και όλα αυτά, την ώρα που η μαγιά ενός δυνάμει πολιτικού κέντρου, η «πραγματική κοινωνία» μένει «εξόριστη στην κεντρική λεωφόρο». Εκτός και αν ο «προοδευτικός χώρος» αρκείται στην πολιτισμική ηγεμονία του, κάτι που σε απλή πολιτική γλώσσα σημαίνει ότι του αρκεί η θέση της «Συνταγματικής Αντιπολίτευσης», υποψία που πάντοτε διέτρεχε την προοπτική της πολιτικής ηγεμονίας του προοδευτικού, του αριστερού «Κυβερνάν» διαχρονικά.
Ενδιαφέρουσα αλλά βραχεία η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Στέφανου Τζουμάκα που θυμίζει στην Νέα Αριστερά ότι το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» της Μεταπολίτευσης ήταν «Εθνοκοινωνικό», με «Εαμικό» υπόστρωμα. Πριν περάσει κανείς στο διεθνικό πεδίο, πρέπει να έχει θεμελιώσει την εθνική αυτονομία του. Τα μνημόνια τα πληρώσαμε πρώτα ως απομονωμένο, τιμωρημένο Έθνος και ακολούθως ως Κοινωνία.
Υπάρχει βεβαίως το πρόγραμμα της Έφης Ακτσιόγλου: στις τρεις – τέσσερεις σελίδες του, αναρωτιέται ρητορικά για την πολιτική ταυτότητα των ιδεών που το ίδιο θέτει, αν δηλαδή είναι αριστερές ή κεντρώες, προκειμένου να πείσει ότι είναι και τα δύο, ότι δηλαδή το όραμα της είναι αριστερό αλλά και εκ των πραγμάτων κεντρώο. Κυρίως για να αντικρούσει την μομφή των «Προεδρικών» ότι επιχειρείται περίκλειση του Σύριζα στην μεθόριο της Αριστεράς. Εντούτοις την πλειονότητα αυτών των θέσεων θα μπορούσε να τις συναντήσει κανείς σε προγράμματα κεντροδεξιών κομμάτων, ειδικά τώρα που έχει σημάνει μια οπισθοχώρηση της ορθόδοξης νεοφιλελεύθερης ρητορικής. Όταν μάλιστα κάποιες κοινωνιοκεντρικές νότες διαβρέχουν την πάλαι ποτέ «πούρα» νεοφιλελεύθερη ρητορική η Αριστερά νοιώθει να βρίσκεται κλειδωμένη πλέον στο ιδεολογικό δυναμικό της Κεντροδεξιάς, να βρίσκεται μέσα στο βεληνεκές της και να αδυνατεί να αυτονομηθεί. Η Αριστερά, παραδοσιακά ο πιο πλούσιος σε οράματα πολιτικός χώρος στην Ελλάδα, έχει στερέψει από ιδέες.
Η Αριστερά έχει σαστίσει μετά την μεγάλη ενέδρα που της έστησαν τα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας στις τελευταίες εκλογές. Ο «προοδευτικός χώρος» ανέμενε, μηχανιστικά, ότι η αρνητική ψήφος προς τα δεξιά θα μετατρεπόταν σε θετική ψήφο προς τα αριστερά, αλλά τελικώς η αποχή λειτούργησε – ενσυνειδήτως – ως πολιτική αποδοκιμασία της Αριστεράς.
Είναι η μάζα της «αποχής», «απολίτικη» ή κρυπτοφασιστική ως μικροαστική; Όλως τουναντίον…ο κόσμος που απείχε από τις εκλογές λειτούργησε ως συλλογικό υποκείμενο με «ταξική συνείδηση», όροι που έχουν λησμονηθεί από την Αριστερά, καθώς η μεταμοντέρνα ιδεολογία της εστιάζει στις «ταυτότητες» των προνομιακά «εξατομικευμένων» μελών της «Μεσαίας Τάξης». Τουτέστιν, για να εξηγήσουμε και την κεφαλίδα του κειμένου μας, ο «πολιτισμός» της σύγχρονης Αριστεράς λειτουργεί ως αυτεπίστροφο βλήμα ενάντια στην «πολιτική» υπόστασή της.
Έτσι για την Αριστερά υπάρχουν δύο δρόμοι επέκτασης προς αυτό που εμφανίζεται ψευδώνυμα ως «Κέντρο». Η πρώτη είναι προς το «Κέντρο» του σημιτικού εκσυγχρονισμού που παραμένει ακόμη κυρίαρχος τόσο στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ, όσο και στην κυρίαρχη λογική της «Μεσαίας Τάξης». Η Δεύτερη οδός είναι ο δρόμος προς το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ το οποίο πλέον, σε μεγάλο βαθμό, έχει συσπειρωθεί γύρω από την επιλογή της αποχής. Εντός των πολιτικών συστημάτων της Δύσης δεν εμφανίζεται κάποια εναλλακτική επιλογή έναντι του αμερικανικού «Τέλους της Ιστορίας», έτσι, εφεξής, οι πολιτικές επιλογές θα κινούνται γύρω από τα δύο αυτά κόμματα, το σημιτικό, εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και το ανδρεοπαπανδρεϊκό, το παλιό, το «Ορθόδοξο» ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο σηματοδοτεί την θουκυδίδεια «Εποχή της Ισχύος», το δεύτερο την επίσης θουκυδίδεια «Εποχή της Δικαιοσύνης», η κύκλισή τους είναι ο σιδηρούς νόμος του «Τέλους της Ιστορίας», η οποία εγκολπώνει τους πάντες αφού πρώτα τους αποπλανήσει με τον αντιπερισπασμό της οπισθοδρόμησης σε προτεραίες ιστορικές φάσεις.
Υστερόγραφο
Η περίπτωση Κασσελάκη
Όπως είχαμε τονίσει και σε προηγούμενο κείμενό μας, στο Αντίφωνο («Εδώ Μεσαία Τάξη, εκεί Μεσαία Τάξη, Πού είναι η Μεσαία Τάξη;») οι τελευταίες εκλογές άλλαξαν συνολικά την ροπή του πολιτικού σκηνικού: η καθεστωτική κίνηση του Σύριζα προς το κέντρο ωθούσε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα από τα αριστερά προς το Κέντρο και εκείθεν προς τα Δεξιά. Επρόκειτο για ένα πολιτικό, αντιπροσωπευτικό σύστημα της μεσαίας τάξεως της Μεταπολίτευσης αρκετά ισορροπημένο, όσο ο Σύριζα έμενε κοντά στις ψήφους με την ΝΔ και δεν είχε αντίπαλο εξ αριστερών ή εκ του κέντρου, με το ΠΑΣΟΚ καθηλωμένο.
Ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός αντιπροσωπευόταν από το ΠΑΣΟΚ και την Ν.Δ. ο πολιτιστικός (νεο)φιλελευθερισμός σε μεγάλο βαθμό από τον Σύριζα και λιγότερο από την Εθνική Δεξιά που ενώ ασκούσε κριτική στο πολιτικά ορθό της Αριστεράς, δεν έδινε κοινωνικές διαστάσεις στην εθνική ιδεολογία ενώ σιωπηλώς συναινούσε στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό της ΚεντροΔεξιάς, αιμορραγώντας μ’ αυτόν τον τρόπο από δικούς της ανθρώπους.
Η ήττα του Σύριζα, άλλαξε την ροπή αυτή και το πολιτικό σύστημα αναπόδισε μεν προς τα Αριστερά, αλλά πέραν και μακράν του Σύριζα, ή καλύτερα «όπισθέν» του, με (γεωπολιτικό συν τοις άλλοις) κίνδυνο μια λαϊκιστική συσπείρωση αριστερών και εθνολαϊκών «Νεόπτωχων», με αιτήματα ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ενός «Πολακισμού χωρίς Πολάκη». Η αναρχούμενη αυτή κίνηση θα συνέθετε έναν «αριστεροδεξιό» «Τραμπισμό χωρίς Τραμπ», ένα οιονεί κινηματικό «Κέντρο», ανοικτό προς υιοθεσία από οποιονδήποτε τολμητία ή τυχοδιώκτη.
Η Αριστερά είχε μείνει μόνο με το πολιτισμικό κομμάτι της και είχε χάσει το κοινωνικό και ως εκ τούτου το πολιτικό της έρεισμα και αυτό την έσπρωχνε προς ένα αρνητικό σπιράλ που θα συμπαρέσυρε και θα καταβύθιζε συνολικά το πολιτικό σύστημα και τις ισορροπίες του. Αυτήν την απειλή έρχεται να αποσείσει η προοπτική Κασσελάκη, που μοιάζει με πραγματικό πολυσυλλεκτικό υπερόπλο. Η «κόμπακτ» υποψηφιότητά του μπορεί να αδράξει ψήφους απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους, απ’ όλο το μήκος και πλάτος της μεσαίας τάξης, απ’ όλα τα πολιτικά ιδιώματα του «συστήματος». Ταυτόχρονα μοιάζει με έναν «γραβατωμένο», αποκαθαρμένο από την μνημονιακή «ρετσινιά» Τσίπρα, που θα γυρίσει πίσω τον χρόνο ώστε να ξυπνήσει και πάλι στα κατώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ελπίδες «κοινωνικής κινητικότητας».
Για τον Κασσελάκη πιο δύσκολο θα είναι να κερδίσει τον εσωτερικό πυρήνα του Σύριζα απ’ ότι ολόκληρη την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Γιατί το εγχείρημα που προτάσσει, δηλαδή η σύνθεση του οικονομικού με τον πολιτισμικό (νεο)φιλελευθερισμό (έστω υπό την μορφή ενός «κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού») είναι ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, αυτό που ο Κίρκεγκωρ θα ονόμαζε ένα «Είτε/Είτε» (ή Καίσαρ ή τίποτα).
Συμβολίζει είτε την πλήρη, ολοσχερή αφομοίωση της Αριστεράς (δεν θα καταλάβει καν πως στήθηκε αυτή η κρεατομηχανή, δεν θα καταλάβει καν το «πως» της αυτεξαφάνισης) είτε τον σαρωτικό θρίαμβο, την κατίσχυσή της για μακρό χρονικό διάστημα, ως καπιταλιστική «προσομοίωση» της. Είναι ένα δίλημμα, που μόνον ένας δεινός τζογαδόρος θα μπορούσε να θέσει προς ένα πολιτικό χώρο, όταν και μόνο όταν, αυτός ο χώρος οδεύει προς μακρόχρονη «έκλειψη», οπότε η αγωνία της αυτοσυντήρησης παρωθεί στο «ρίσκο» του μεγάλου στοιχήματος.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, χαρακτικό έργο του Τάσσου.
Ώστε ο Κασσελακης είναι εύκολο να κερδίσει την κοινωνία. Μάλιστα. Σας έχω νέα αλλά καλύτερα να εκπλαγειτε δυσάρεστα στις επόμενες εκλογές. Παρεμπιπτόντως, τα αποτελέσματα των εκλογών απο τα Πρωτοδικεία, βάση των πρωτοκόλλων των εφορευτικών επιτροπών έγιναν γνωστά ή παραμένουμε στα αποτελέσματα της singular logic ;