Άρης Δαβαράκης
Μάνο Χατζιδάκι, όταν άκουγε την έκφραση «πνευματικοί άνθρωποι» τον πιάνανε τα νεύρα του. «Δηλαδή», έλεγε, «υπάρχουν και άνθρωποι που δεν έχουν πνεύμα; Τι ανοησία είναι αυτή;». Και εδώ που τα λέμε ποια είναι τα όργανα μέτρησης για να δούμε για πόσο το πνεύμα (που «πνεί» και πάει όπου θέλει και κανείς δεν το κατακτά για να το βάλει στο τσεπάκι του ή στην τράπεζα ως ιδιοκτησία του) διάλεξε να τιμήσει το κεφάλι του Ευριπίδη ή του Μποτιτσέλι, του Μπαχ, ή του Ντοστογιέφσκι; Δεν υπάρχει κοντέρ να το μετρήσουμε. Αφήστε που είναι και μυστήριο το «πνεύμα» σαν έννοια, σαν υπόσταση, σαν «άνωθεν παρέμβαση». Στη Χριστιανική ορολογία το Πνεύμα είναι ο Θεός ο ίδιος που είναι τρισυπόστατος: Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Όμως οι περισσότεροι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «πνευματικοί άνθρωποι» δεν είναι, βέβαια, Χριστιανοί. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν το κρύβουν και δηλώνουν απερίφραστα πως ό,τι έχουν καταφέρει το έχουν καταφέρει μόνοι τους και πως το «Πνεύμα», δεν φέρει την ευθύνη για τα έργα τους – ούτε μπορεί να διεκδικήσει μερίδιο από την επιτυχία ή την αποδοχή που έχουν από μεγάλη ή μικρότερη μερίδα συνανθρώπων μας.
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όταν ο Όμηρος, ο Ευριπίδης ή ο Καζαντζάκης εμπνέονταν, κάτι –κάτι μυστήριο – συνέβαινε - και τους «ενέπνεε». Το ίδιο το ρήμα «εμπνέομαι» υποδηλώνει ότι κάτι «πνέει» εκείνη τη στιγμή μέσα μου, κάτι άϋλο και εκτός του κόσμου της καθημερινότητάς μας. Και θέλω να επαναλάβω ότι δεν μιλάμε εδώ με την ορολογία της δικής μας τουλάχιστον Εκκλησίας, την Ορθόδοξης, που «πνευματική ζωή» εννοεί τη ζωή του πιστού που προσεύχεται πιστεύοντας πως κάποια στιγμή η ψυχή του θα ενωθεί με το Άγιο Πνεύμα, έστω και μετά τον θάνατό του. Αυτή η «πνευματική ζωή» καμία σχέση δεν έχει με την πνευματική ζωή του Σαρτρ ας πούμε, του μαρκησίου ντε Σαντ ή του Γκαίτε. Αλλιώς εβίωνε την έμπνευση ο Βαν Γκογκ, με φριχτές κρίσεις επιληψίας και φοβερά σωματικά βασανιστήρια, έτσι φιλάσθενος, πονεμένος και ψυχικά ασταθής που ήταν, και αλλιώς τη ζει ο Νταίηβιντ Χόκνεϋ που παράγει αριστουργήματα στο ατελιέ του, όπως άλλοι πάνε στη δουλειά τους. Ούτε επιληψίες, ούτε ναρκωτικά, ούτε τρέλα, ούτε ψυχικές διαταραχές (απ’ όσο ξέρουμε τουλάχιστον).
Ο αγαπημένος σε πολλούς Φερνάντο Πεσσόα λέει πως ο διάβολος είναι δημιουργός ποιητών, ποιητής και ο ίδιος. «Είμαι από τη φύση μου ποιητής» τον βάζει να λέει. Αλλά όποιος πιστεύει στον διάβολο, πιστεύει και στον Θεό αν ισχύει η κατ’ αρχήν εξίσωση: «Όποιος πιστεύει στον Θεό, πιστεύει και στον διάβολο». Οπότε πάμε πάλι στο Χριστιανικό δόγμα (που αφορά μόνο κάποιους) και στη δική του μεταφυσική περί Πνεύματος. Για τους Χριστιανούς συγγραφείς και ποιητές αυτό είναι λυμένο: Αν δέχτηκαν ποτέ κάποια πνοή που να τους έκανε να γράψουν τους «Αδερφούς Καραμαζώφ» ή τον «Πόλεμο και Ειρήνη», αυτή η πνοή ήταν θεϊκή. Γι’ αυτό πολλοί από αυτούς, μετά από ένα μεγαλειώδες καλλιτεχνικό ξέσπασμα, έπεφταν σε βαθιά μελαγχολία και αδυναμία να «εμπνευσθούν» γιατί, το έχει γράψει ο απόστολος Παύλος, το Χριστιανικό πνεύμα «πνεί» και όπου θέλει πάει και για όσο θέλει στέκεται και ποτέ δεν ξέρεις αν θα σε ξαναεπισκεφθεί. Περιμένεις λοιπόν και είτε σου ξανατύχει είτε όχι κάνεις τον σταυρό σου και προχωράς διότι έτσι κι αλλιώς, Ντοστογιέφσκι ή Παπαδιαμάντης, έχεις επίγνωση πως έγινες για λίγο «δοχείον» - και δόξα τω Θεώ.
Ένα είναι το σίγουρο. «Πνευματικοί άνθρωποι» με μονιμότητα (παλαιού) δημοσίου υπαλλήλου, δεν υπάρχουν. Όσοι από καταβολής κόσμου δοκίμασαν να δημιουργήσουν τέχνη με επιτυχία και αναγνώριση (έστω και μετά θάνατον) ξέρουν ότι η έκλαμψη αυτή η μυστήρια που τη λέμε «έμπνευση» είναι αυτοδύναμη και συμφωνία μαζί της δεν μπορείς να κάνεις, να κάτσει πλάι σου για πάντα. Υπάρχει βέβαια το ταλέντο και αυτό βοηθάει πολύ τις δύσκολες εποχές που δεν υπάρχει το «κεραυνοβόλο», αυτό που δεν ξέρουμε πώς φτάνει στον εγκέφαλο. Η Μαρία Κάλλας άνοιγε το στόμα της και συνέβαινε κάτι ανατριχιαστικά μεγαλειώδες που το καταλάβαινε και ο ακροατής πίσω-πίσω στην αίθουσα και αγαλλίαζε η ψυχή του. Μετά, ξαφνικά, «αυτό» έφευγε και έμενε μόνο η σπουδαία φωνή – που δεν είναι και λίγο. Και κάποιες – τραγικές πια – στιγμές, εξαφανιζόταν ακόμα και αυτή η φωνή, δεν έπιανε πια τις νότες της, το γυμνασμένο στέρνο και το διάφραγμα δεν μπορούσε να την ελέγξει έστω τεχνικά και οι ψυχολογικές επιπτώσεις τότε γινόντουσαν σχεδόν ή απολύτως ανεξέλεγκτες.
Αυτές τις ακατέργαστες και σκόρπιες σκέψεις προσπάθησα να βάλω σε μια σειρά, με αφορμή την κουβέντα που γίνεται τις τελευταίες μέρες περί των «πνευματικών ανθρώπων» και της οργανωμένης επίθεσης εναντίον τους. Δεν υπάρχουν ( εκτός των θρησκειών και των διαφόρων μεταφυσικών προσσεγγίσεων) “πνευματικοί άνθρωποι” και άνθρωποι “μη πνευματικοί”. Αυτό εννοούσε ο Χατζιδάκις που τον ανέφερα στη αρχή γιατί και μένα με είχε εντυπωσιάσει σε νεαρή ηλικία η άποψή του. Υπάρχει ταλέντο, δουλειά, καλλιέργεια, μόρφωση, διεύρυνση του εσωτερικού τοπίου με διαβάσματα, αγγίγματα, συζητήσεις, με έρωτα, αγάπη, φιλία, υπάρχει πολύς χώρος και πολύ δρόμος (ευτυχώς) για αυτοβελτίωση που, αν γίνει έργο ζωής, θα αναδείξει και το κρυμμένο μας ταλέντο (γιατί όλοι έχουμε δεξιότητες που δεν έχουν βγει στην επιφάνεια για διάφορους λόγους). Τότε θα γίνουμε καλοί ή λιγότεροι καλοί καλλιτέχνες (δηλαδή ποιητές, γιατί όλη η Τέχνη Ποίηση είναι) και θα παράγουμε έργα που και εμάς τους ίδιους θα μας εκπλήξουν πολύ ευχάριστα – και πιθανόν να έχουν και κάποια απήχηση, είτε στο ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον, είτε και σε όλον τον πλανήτη αν έχουν πολλή καλή δουλειά πάνω τους, χιλιάδες εργατοώρες, να τα φορτίζει και να τα αναδεικνύει σαν αναμφισβήτητα «διαφορετικά» και λαμπρά.
Το μυστήριο των αριστουργημάτων που πάνε πέρα από το «ευπώλητον» (και ας μην πουλήσουν τίποτα στην εποχή τους) δεν είναι, φοβάμαι, για τα δικά μας τα δοντάκια, των «προβεβλημένων», αναμφισβήτητα κάπως «ταλαντούχων» και σίγουρα καλά δικτυωμένων στην πιάτσα. Μετά τη γενιά του '30 εδώ στην Ελλάδα δεν μπορώ να βρω παραδείγματα μεγαλοφυίας ή ιδιοφυίας. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι καλά θα κάνουμε να τα αφήσουμε αυτά τα περί «πνευματικών ανθρώπων» και να προσγειωθούμε.
Ίσως τότε ανθίσει και το άλλο λουλούδι, το παράξενο – αυτό που κάνει τις ψυχές να ανατριχιάζουν και τους εγκεφάλους μας να ανοίγουν διάπλατα πόρτες σε καινούργιους, ανεξερεύνητους και μαγικούς κόσμους.
Λέει προς το τέλος του πολύ ωραίου άρθρου του ο Άρης Δαβαράκης: «Αυτές τις ακατέργαστες και σκόρπιες σκέψεις προσπάθησα να βάλω σε μια σειρά, με αφορμή την κουβέντα που γίνεται τις τελευταίες μέρες περί των “πνευματικών ανθρώπων” και της οργανωμένης επίθεσης εναντίον τους».
Κι έτσι, ενώ μέχρι σ’ εκείνο το σημείο ένιωθα να ταυτίζομαι με όσα έγραφε ο Άρης Δαβαράκης, εκεί σκάλωσα αμήχανα. Διότι δεν καταλάβαινα τί ακριβώς διάβαζα. Δεν υπάρχουν, λέει, “πνευματικοί άνθρωποι”, υπάρχει όμως “οργανωμένη επίθεση” εναντίον τους; Κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτό τον συλλογισμό· δεν νομίζετε;
Για να μην κάνουμε κύκλους γύρω από κάποιο αόριστο τίποτα, παίρνω το θάρρος να πω τα παρακάτω:
α) Συμφωνώ απολύτως με τον τρόπο που ο Άρης Δαβαράκης βλέπει το πνεύμα και τους πνευματικούς ανθρώπους, όμως πρέπει να ομολογήσουμε πως υπάρχουν συγγραφείς, καλλιτέχνες κ.ά. διανοούμενοι που δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να αποκαλούνται “πνευματικοί”.
β) Αυτού του είδους λοιπόν οι “πνευματικοί άνθρωποι” δεν υφίστανται καμία οργανωμένη επίθεση. Αντιθέτως είναι αυτοί που εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια, από την αρχή του μνημονίου, και κυρίως μετά το κίνημα των Αγανακτισμένων, έχουν εξαπολύσει υπό το πρόσχημα της “κριτικής” μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον του λαού, ιδίως εναντίον όσων αντιδρούν στην νεοφανή τυραννία· αυτήν με την οποία η πλειονότητα των “πνευματικών ανθρώπων” έχει αδιάντροπα συνταχθεί.
Την εναντίον τους αυτή ηθική επίθεση οι περισσότεροι Έλληνες την παρακολουθούν, άλλοτε αμήχανα, άλλοτε με ενοχές, και εν πολλοίς την έχουν αποδεχθεί χωρίς καμία ως τώρα διάθεση αντίδρασης. Φαίνεται όμως πως το κοινό αίσθημα δεν άντεξε πια όταν τα κατακάθια του μηντιακού πνεύματος ασχημόνησαν πάνω στο νεκρό παιδί. Κι αυτό οδήγησε σ’ ένα πάνδημο αυθόρμητο ξέσπασμα εναντίον τους – πράγμα εντελώς διαφορετικό από κάθε έννοια “οργανωμένης επίθεσης”. Επιτέλους, ήταν καιρός.
Βασίλης Ξυδιάς