Πλωτῖνος καί Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος

8
2127

Τό τρέχον ἔτος πού διανύουμε ἑορτάζουμε τήν 1700η ἐπέτειο τῆς συγκλήσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Προτιθέμεθα λοιπόν στήν παροῦσα ἐργασία νά προβοῦμε σέ μία σύγκριση τῆς πλωτινικῆς φιλοσοφίας μέ τίς ἀποφάσεις τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου. Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη τό 325 μ.Χ., πενηνταπέντε χρόνια μέ τό θάνατο τοῦ Πλωτίνου (270 μ.Χ.), καί οἱ διεργασίες καί διαβουλεύσεις της ἔλαβαν χώρα μέσα στό πνευματικό κλῖμα τοῦ νεοπλατωνισμοῦ, ἀρχηγέτης τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Πλωτῖνος. Μάλιστα ὅπως γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης «Κατά τάς ἀρχάς τοῦ τετάρτου αἰῶνος δύο πνευματικαί δυνάμεις ἀντιμετωπίζονται διαμφισβητοῦσαι τήν ἀποκλειστική ἐπικράτησιν: Ἡ Νεοπλατωνική φιλοσοφία καί ὁ Χριστιανισμός».[1] Θά ἐξετάσουμε λοιπόν τίς τομές πού ἐπέφερε ὁ ὅρος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν σχέσει πρός τό περιρρέον πολιτιστικό καί πνευματικό κλῖμα τῆς ἐποχῆς, πού συνέθετε ὁ Νεοπλατωνισμός.

Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐδογμάτισε τό ὁμούσιον τοῦ Υἱοῦ, τῆς δευτέρας ὑποστάσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πρός τόν Πατέρα, τήν πρώτη ὑπόσταση. Σύμφωνα μέ τό σύμβολο τῆς Νικαίας:«Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν πατέρα παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καί ἀοράτων ποιητήν∙ καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ γῇ , τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καί σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς, καί ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς∙ καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα».[2] Βλέπουμε πώς ὁ γεννηθείς Υἱός εἶναι ὁμοούσιος, τῆς αὐτῆς οὐσίας δηλαδή (ταυτούσιος), πρός τόν γεννήτορα Πατέρα. Τό γέννημα εἶναι ἀπολύτως ἴσο πρός τόν γεννήτορα. Τοῦτο ἀποτελεῖ βαθειά τομή, ἀληθινή ἐπανάσταση πρός τήν πλωτινική τριαδική ὀντολογική ἱεραρχία. Τό Ἕν, ὁ Νοῦς καί Ψυχή εἶναι ἡ ὀντολογική τριάδα ὑποστάσεων τοῦ Πλωτίνου. Τό Ἕν εἶναι ἡ πρώτη ὑπόσταση πού γεννᾶ δι᾿ ἀπορροῆς τόν Νοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ δευτέρα ὑπόσταση στήν πλωτινική τριαδική ὀντολογία. Ἡ τρίτη ὑπόσταση εἶναι ἡ Ψυχή, τήν ὁποία γεννᾶ δι᾿ ἀπορροῆς (ὑπερεκχυλίσεως) ὁ Νοῦς. Ὁ Νοῦς εἶναι εἰκόνα καί ἀπαύγασμα τοῦ Ἑνός, ἡ δέ Ψυχή εἰκόνα καί ἀπαύγασμα τοῦ Νοῦ. Τέταρτη ὀντολογική βαθμίδα εἶναι ἡ Ὕλη, τήν ὁποία εἰδοποιεῖ (Μορφοποιεῖ) ἡ Ψυχή καί ἔχει σκιώδη ὕπαρξη. Ἡ ἄμορφη (ἀνείδεη) ὕλη εἶναι περισσότερο  μή ὄν, παρά ὄν.

Τό πλωτινικό σύμπαν εἶναι ἕνα ἱεραρχικά διαρθρωμένο ὅλον, στό ὁποῖο κάθε ἑπόμενη ὑπόσταση εἶναι κατώτερη ἀπό τήν προηγούμενη.Ὅπως γράφει καί ὁ καθ. Γρηγόριος Κωσταρᾶς, «Ἕν-Νοῦς-Ψυχή-Ὕλη. Μία βασική ἀρχή ἀποτελεῖ τήν σπονδυλική στήλη αὐτοῦ τοῦ συστήματος. Τό Ἀνώτερο ἐξηγεῖ τό Κατώτερο∙ οὐδέποτε ἀντιστρόφως: Κάθε προηγούμενη βαθμίδα εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν ἑπόμενη∙ κάθε ἑπόμενη κατάγεται καί ἀνάγεται στήν προηγούμενη».[3]

Ὁμοίως καί ὁ καθ, Θεοδόσης Πελεγρίνης γράφει: «Οἱ τρεῖς αὐτές ὑποστάσεις – τοῦ ἑνός, πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος, τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ἕδρα τῶν ἰδεῶν, ἤγουν τῶν γενικῶν προτύπων τῆς δημιουργίας τῶν διαφόρων κατηγοριῶν τῶν αἰσθητῶν ὄντων καί τῆς ψυχῆς, πού συνιστᾶ τήν ἕδρα τῶν δυνάμεων τῆς δημιουργίας τῶν αἰσθητῶν ὄντων, τοὐτέστιν τῆς πραγματοποίησης τῶν συγκεκριμένων πλέον αἰσθητῶν ὄντων βάσει τῶν προδιαγραφῶν τῶν ἰδεῶν τοῦ νοῦ − μπορεῖ, καθόσον προέρχονται ἡ μία ἀπό τό ἀπορρέον πλεόνασμα τῆς ἄλλης, νά ταυτίζονται ὡς πρός τήν οὐσία τους, δέν παύουν, ὅμως, νά ὑπόκεινται σέ ἱεραρχική διαβάθμιση, μιά καί τό γέννημα, κατά τόν Πλωτῖνο, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἰσότιμο μέ τό γεννήτορά του»[4].

Ἐπιπροσθέτως ἔχουν γραφεῖ καί τά ἑξῆς σημαντικά στό θέμα αὐτό:«Στό ἐπίπεδο τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἑλληνικό κόσμο δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἀποδεκτή ἡ ἰσοτιμία τῶν τριῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ, γιατί τό ἀρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο καθ᾿ ὅλες τίς ἐκδοχές του ἦταν ἱεραρχημένο σ᾿ ἕνα πυραμοειδές σχῆμα, πού εὐνοοῦσε τό σχῆμα τῆς ὑποταγῆς ἀπό τά κάτω πρός τά ἄνω,ἀλλά καί ἀπό τά ἄνω πρός τά κάτω. Πολύ εὔκολα μποροῦσαν νά γίνουν ἀναγωγές στίς νεοπλατωνικές τριάδες, ὁπότε ἡ ἰσοτιμία τῶν ὑποστάσεων δέν μποροῦσε νά ἰσχύσει λογικά».[5]

Τὀ Ἕν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, γεννᾶ δι᾿ ἀπορροῆς (ὑπερεκχυλίσεως) τόν Νοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κατώτερη ὀντολογική βαθμίδα ἐν σχέσει πρός τό Ἕν. «Καί πάντα δέ ὅσα ἤδη τέλεια γεννᾷ∙ τό δέ ἀεί τέλειον ἀεί καί ἀίδιον γεννᾷ∙ καί ἔλαττον (=κατώτερο) ἑαυτοῦ γεννᾷ» γράφει ὁ Πλωτῖνος στίς Ἐννεάδες (5, 1, 6). Μετάφραση:«Ὅλα τά πράγματα, ὅταν φτάνουν στήν τελειότητά τους, γεννοῦν∙ τό ἕνα κατέχει αἰώνια τελειότητα καί συνεπῶς γεννᾶ αἰώνια∙ κι αὐτό πού γεννᾶ εἶναι κατώτερο ἀπό τό ἑαυτό του».[6] Μάλιστα κατά τόν Πλωτῖνο ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό Ἕν, τήν πρώτη ὑπόσταση, εἶναι διαφορετικό ἀπό αὐτό − τό Ἕν. «Εἴ τι ἔστι μετά τό πρῶτον, ἀνάγκη ἐξ ἐκείνου εἶναι…Δεῖ μέν γάρ τι πρό πάντων εἶναι − ἁπλοῦν τοῦτο – καί πάντων ἕτερον τῶν μετ᾿ αὐτό…(Ἐννεάδες 5, 4, 1). Μετάφραση: «Ἄν ὑπάρχει κάτι μετά τό πρῶτο, προέρχεται κατ᾿ ἀνάγκη ἀπό ἐκεῖνο…Διότι πρέπει πρίν ἀπό ὅλα τά πράγματα νά ὑπάρχει κάτι ἁπλό κι αὐτό νά εἶναι διαφορετικό ἀπό ὅλα τά πράγματα πού ἔρχονται μετά ἀπό ἐκεῖνο…»[7]. Ὅμως κατά τούς Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ δεύτερη ὑπόσταση, ὁ Χριστός, εἶναι ἀπολύτως ἴσος καί οὐδόλως κατώτερος ἤ διαφορετικός, ὡς πρός τήν οὐσία, ἀπό τήν πρώτη ὑπόσταση τοῦ τριαδικοῦ θείου, τόν Πατέρα. Μάλιστα βλέπουμε στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τοῦ Πλωτίνου ἀπό τίς πέμπτη Ἐννεάδα ὅτι τό γέννημα εἶναι μετά τό Ἕν.Ὁ  Χριστός, σύμφωνα μέ τήν Ἀρειανή αἵρεση, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ὁποίας συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, εἶναι μετά τόν Πατέρα χρονικῶς, ὀντολογικῶς καί ἀξιολογικῶς. Ἀντιθέτως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ἡγετική φυσιογνωμία τῶν ὀρθοδόξων στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, διατυπώνοντας τίς ὀρθόδοξες ἐπί τοῦ θέματος θέσεις ἐδίδασκε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι συναιώνιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, εἶναι αἰωνίως μετά τοῦ Πατρός, ἄκτιστος καί ὁμοούσιος πρός αὐτόν. «Ἀνόμοιος. Πᾶσι τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὁμολογούμενόν ἐστι, ὅτι τό ἔκ τινος ὄν μεταγενέστερον ἐστι τοῦ ἐξ οὗ ἐστίν, ὡς ἐξ αἰτίου. Ὀρθόδοξος. Οὐ πάντως. Ἀνόμοιος. Σύ εἶ ἐκ τοῦ πατρός σου, καί μετά τόν πατέρα σου; Ὀρθόδοξος. Ἐγώ μέν ἐκ τοῦ πατρός μου εἰμί, καί μετά τόν πατέρα μοι εἰμί, καί ἐκτός τοῦ πατρός μου εἰμί∙ τό δέ φῶς ἐκ τοῦ ἡλίου ἐστί, καί οὐδέ μετά τόν ἥλιόν ἐστιν, οὐδέ ἐκτός τοῦ ἡλίου ἐστίν, ἀλλά μετά τοῦ ἡλίου, καί ἐν τῷ ἡλίῳ, καί σύν τῷ ἡλίῳ∙ καί ἡ εὐωδία ἐκ τοῦ μύρου ἐστί, καί οὔτε μετά τό μύρον, οὔτε ἐκτός τοῦ μύρου, ἀλλά μετά τοῦ μύρου, καί ἐν τῷ μύρῳ, καί σύν τῷ μύρῳ∙ καί τό νοεῖν ἐκ τοῦ νοῦ ἐστί, καί οὔτε μετά τόν νοῦν, οὔτε ἐκτός τοῦ νοῦ, ἀλλά μετά τοῦ νοῦ, καί ἐν τῷ νῷ, καί σύν τῷ νῷ∙ καί τό θέλειν ἐκ τοῦ θέλοντός ἐστι, καί οὔτε ἐκτός τοῦ θέλοντος, οὔτε μετά τόν θέλοντα, ἀλλά μετά τοῦ θέλοντος, καί ἐν τῷ θέλοντι, καί σύν τῷ θέλοντι∙ καί ἡ σοφία ἐκ τοῦ σοφοῦ ἐστί, καί οὔτε μετά τόν σοφόν, οὔτε ἐκτός τοῦ σοφοῦ, ἀλλά μετά τοῦ σοφοῦ, καί ἐν τῷ σοφῷ, καί σύν τῷ σοφῷ∙ καί ἡ δύναμις ἐκ τοῦ δυνατοῦ, καί οὔτε μετά τόν δυνατόν, οὔτε ἐκτός τοῦ δυνατοῦ, ἀλλ’ἐν τῷ δυνατῷ, καί μετά τοῦ δυνατοῦ, καί σύν τῷ δυνατῷ. Οὕτω τοίνυν καί τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ Θεοῦ νοοῦμεν, καί οὐ μετά τόν Θεόν, οὔτε ἐκτός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μετά τοῦ Θεοῦ, καί ἐν τῷ Θεῷ, καί σύν τῷ Θεῷ.»[8] Ἀκόμη: «’Ὁμολογοῦμεν δέ τόν Υἱόν ἐκ Πατρός, καί ἀεί μετά τοῦ Πατρός».[9] Ἔτσι λοιπόν βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει κάποια συγγένεια τῆς ἀρειανικῆς σκέψεως πρός τήν πλωτινική σκέψη, χωρίς νά ἀποκλείεται νά ὑπάρχει κάποια ἐπίδραση τῆς δεύτερης στήν πρώτη.

Μάλιστα ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, ὑπέρμαχος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι τό αἴτιον τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ἀρνούμενος τήν διά ὑπερεκχυλίσεως γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά μή ἀναγκασθεῖ νά εἰσαγάγει τήν ἀναγκαιότητα μεταξύ τῶν θείων ὑποστάσεων: «Ὁ μέν γεννήτωρ καί προβολεύς, λέγω δέ ἀπαθῶς καί ἀχρόνως καί ἀσωμάτως∙ τῶν δέ τό μέν γέννημα τό δέ πρόβλημα, ἤ οὐκ οἶδ᾿ ὅπως ἄν τις τοῦτα καλέσειεν, ἀφελών πάντῃ τῶν ὁρωμένων (=χωρίς καθόλου νά χρησιμοποιήσει κάτι ἀπό τά ὁρατά). Οὐ γάρ δή ὑπέρχυσιν(=ξεχείλισμα) ἀγαθότητος εἰπεῖν θαρήσσομεν, ὅ τῶν παρ᾿ Ἕλλησι φιλοσοφησάντων εὶπεῖν τις [ὑπονοεῖ τόν Πλωτῖνο] ἐτόλμησεν, οἷον κρατήρ τις ὑπερερύῃ(=σάν κρατήρας νά ἐξεχείλισε) σαφῶς οὑτωσί λέγων, ἐν οἷς περί τοῦ πρώτου αἰτίου καί δευτέρου φιλοσοφεῖ∙ μή ποτε ἀκούσιον τήν γέννησιν εἰσαγάγωμεν…»[10].

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔνθερμος ὑποστηρικτής καί διαπρύσιος κήρυκας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, χρησιμοποιεῖ, ἐκτός βεβαίως τῶν ἄλλων, καί ἕνα ἐνδιαφέρον φιλοσοφικό ἐπιχείρημα, γιά νά ἀκτικρούσει τή δοξασία τῶν Ἀρειανῶν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα καί ἑτέρας, κατώτερης, οὐσίας ἀπό τόν Πατέρα. Οἱ Ἀρειανοί πρός ἐπίρρωση αὐτῆς τῆς δοξασίας τους ἔφεραν τή ρήση τοῦ Χριστοῦ «ὁ Πατήρ μείζων μου ἐστί». (Ἰωάν. 14, 28). Ἄρα, ὑποστηρίζουν, ὅτι ὁ Χριστός παραδέχεται καί διακηρύσσει ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι μείζων αὐτοῦ, ἑπομένως ὁ Υἱός εἶναι ἄλλης, κατώτερης οὐσίας, εἶναι ἑτερούσιος πρός τόν Πατέρα. Τό «ὁμοούσιον» πού ἐθέσπισαν οἱ Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου πρός διατράνωση τῆς πλήρους ὁμοουσιότητος τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, ἀναιρεῖται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀντικρούει αὐτήν ἄποψη, λέγοντας πώς ὁ ὅρος μείζων ἐν προκειμένῳ χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Χριστό πρός δήλωση ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι αἰτία καί ἀρχή (=θεογόνος πηγή), τοῦ Υἱοῦ − καί κατά τοῦτο εἶναι μείζων τοῦ Υἱοῦ − καί οὐδόλως ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἄλλης, μείζονος, οὐσίας ἀπό τόν Υἱό. Οὐδόλως ἀναφέρεται στήν οὐσία∙ ἄλλωστε τούς ὑπενθυμίζει μέ κάποια εἰρωνική χροιά ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι καί κατά τήν ἔξω φιλοσοφία, πού εἶχαν υἱοθετήσει οἱ ἀρειανοί, ἡ κατηγορία τῆς οὐσίας δέν ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί τό ἧττον, τό περισσότερο καί τό λιγότερο, ἄρα τό μεγαλύτερο καί μικρότερο. Πράγματι ὁ Ἀριστοτέλης γράφει στό ἔργο του Κατηγορίαι (3b 33-34):«Δοκεῖ δέ ἡ οὐσία μή ἐπιδέχεσθαι τό μᾶλλον καί τό ἧττον» Μετάφραση (Παύλου Καλλιγᾶ): «Ἡ οὐσία φαίνεται νά μήν ἐπιδέχεται τό περισσότερο καί τό λιγότερο».[11] Ὅθεν δέν νομιμοποιούμεθα νά λέγουμε ὅτι μία οὐσία εἶναι μεγαλύτερη ἤ μικρότερη μίας ἄλλης, ταυτόσημης οὐσίας. Ἔτσι δέν εἶναι διανοητό νά λέγουμε ὅτι ὁ Παῦλος εἶναι περισσότερο (μᾶλλον) ἄνθρωπος καθό ἄνθρωπος ἀπό τόν Πέτρο. Νομιμοποιούμεθα αἴφνης νά ποῦμε ὅτι ὁ Παῦλος εἶναι περισσότερο (μᾶλλον) ψηλός, περισσότερο (μᾶλλον) σοφός, περισσότερο (μᾶλλον) ὑγιής ἀπό τόν Πέτρο, ἀφοῦ οἱ κατηγορίες τοῦ ποσοῦ καί τοῦ ποιοῦ ἐπιδέχονται τό μᾶλλον καί τό ἥττον. Ὅμως δέν εἶναι νόμιμο νά ποῦμε ὅτι μία οὐσία καθό οὐσία εἶναι μείζων μίας ἄλλης οὐσίας. Ἄς δοῦμε τά ἴδια τά λόγια τοῦ Μ. Βασιλείου:  «Λείπεται τοίνυν κατά τόν τῆς αἰτίας λόγον ἐνταῦθα τό μεῖζον λέγεσθαι. Ἐπειδή γάρ ἀπό τοῦ Πατρός ἡ ἀρχή τῷ Υἱῷ, κατά τοῦτο μείζων ὁ Πατήρ, ὡς αἴτιος καί ἀρχή. Διό καί ὁ Κύριος εἶπεν∙ “ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι”, καθό Πατήρ δηλονότι. Τό δέ, Πατήρ, τί ἄλλο σημαίνει ἤ οὐχί τό, αἰτία εἶναι καί ἀρχή τοῦ ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντος;Ὅλως δέ οὐσία οὐσίας, καί κατά τήν ὑμετέραν σοφίαν, μείζων καί ἐλάττων οὐ λέγεται».[12]

Ἡ δεύτερη τομή πού φέρει ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ (…σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα…) Τοῦτο εἶναι παντελῶς ἀδιανόητο γιά τόν Πλωτῖνο καί ἐν γένει γιά τούς (νέο)πλατωνικούς. Κατά τόν Πλωτῖνο ἡ ὕλη εἶναι ἀρνητική ἐξ ὁλοκλήρου ἀρχή, στήν ὁποία οὔτε ἡ ὀνομασία τοῦ ὄντος θά ἦταν θεμιτό νά ἀποδοθεῖ: «Οὔτε δέ ψυχή οὖσα [ἡ ὕλη], οὔτε νοῦς, οὔτε ζωή, οὔτε εἶδος, οὔτε λόγος, οὔτε πέρας∙ἀπειρία γάρ∙οὔτε δύναμις∙ τί γάρ καί ποιεῖ; Ἀλλά ὑπερεκπεσοῦσα πάντα οὐδέ τήν τοῦ ὄντος προσηγορίαν ὀρθῶς ἄν δέχοιτο,(=ἀλλά ἀφοῦ ἐκπίπτει ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω χαρακτηριστικά, δέν θά ἦταν σωστό οὔτε κάν ὄν νά ὀνομασθεῖ) μή ὄν δ᾿ ἄν εἰκότως λέγοιτο…» (Ἐνν. 6,6,7). Ἡ ὕλη, κατά τόν Πλωτῖνο, ταυτίζεται πρός τό κακό. Ἐπί τοῦ προκειμένου γράφει ὁ Κων. Γεωργούλης: «Ἡ ὕλη, νοουμένη ὡς ὁλοκληρωτική στέρησις καί ἀπειρία, νοεῖται ὑπό τοῦ Πλωτίνου ὡς παντελής ἄρνησις τοῦ ἀγαθοῦ καί πηγή τοῦ κακοῦ»[13]. Συναφῶς γράφει ὁ Πλωτῖνος: «Ἤ οὐκ ἐν τῇ ὁπωσοῦν ἐλλείψει, ἀλλ᾿ ἐν τῇ παντελεῖ τό κακόν∙τό γοῦν ἐλλεῖπον ὀλίγον τοῦ ἀγαθοῦ οὐ κακόν, δύναται γάρ καί τέλεον εἶναι ὡς πρός τήν φύσιν αὐτοῦ. Ἀλλ᾿ ὅταν παντελῶς ἐλλείπῃ, ὅπερ ἐστίν ἡ ὕλη, τοῦτο τό ὄντως κακόν μηδεμίαν ἔχον ἀγαθοῦ μοῖραν. Οὐδέ γάρ τό εἶναι ἔχει ἡ ὕλη, ἵνα ἀγαθοῦ ταύτῃ μετεῖχεν, ἀλλ᾿ ὅμώνυμον αὐτῇ τό εἶναι, ὡς ἀληθές εἶναι λέγειν αὐτό μή εἶναι» (Ἐνν.1,8,5). Μετάφραση: «Ὅμως τό κακό δέν εἶναι κάποιας μορφῆς ἔλλειψη ἀλλά ἡ ἀπόλυτη ἔλλειψη∙ αὐτό πού ἔχει μικρή ἔλλειψη τοῦ καλοῦ δέν εἶναι κακό καί μπορεῖ νά εἶναι τέλειο ὡς πρός τή φύση του.Ἀλλ᾿ ὅταν κάτι ἔχει παντελῆ ἔλλειψη, καί αὐτό εἶναι ἡ ὕλη, εἶναι τό ἀληθινά κακό καί δέν ἔχει κανένα τμῆμα τοῦ καλοῦ. Γιατί ἡ ὕλη δέν εἶναι κἄν Εἶναι, ὥστε νά μετέχει στό καλό∙ ἐπειδή χρησιμοποιοῦμε γι᾿ αὐτήν τό Εἶναι ὡς ὁμωνυμία, ἐνῶ ἄν μιλούσαμε σωστά  θά λέγαμε μή Εἶναι».[14] Στή σκέψη τοῦ Πλωτίνου εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο τό ἀπόλυτο  καί τελείως ἀγαθό Ὄν, τό Ἕν, νά σαρκωθεῖ καί νά ἑνωθεῖ μέ τό ἀπόλυτο μή ὄν καί ἐπιπλέον ἀπολύτως κακό, πού εἶναι ἡ ὕλη. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι «Τό Ἕν ταυτίζεται πρός τό ἀγαθόν καί ἡ ὕλη ἔχει στενήν συνάρτησιν μετά τοῦ κακοῦ»[15]. Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἡ ὕλη δέν εἶναι ἀπαξιωτική μόνο γιά τόν Θεό, ἀλλά ἀκόμα καί γιά τόν ἄνθρωπο: ὁ Πλωτῖνος ντρεπόταν πού εἶχε ὑλικό σῶμα. Ὁ μαθητής του Πορφύριος γράφει ὅτι ὁ «Πλωτῖνος ὁ καθ᾿ ἡμᾶς γεγονώς φιλόσοφος ἐῴκει μέν αἰσχυνομένῳ ὅτι ἐν σώματι εἴη».Μετάφραση:«Ὁ Πλωτῖνος, ὁ φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς μας, ἔδειχνε νά ντρέπεται πού βρισκόταν μέσα σέ σῶμα».[16]

Ἡ τρίτη τομή πού ἐπιφέρει ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, συναφής πρός τήν δεύτερη, εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ (…ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν…). Γενικά αὐτή ἡ πίστη εἶναι ἀδιανόητη γιά τούς Ἕλληνες. Γι᾿αὐτό καί οἱ Ἀθηναῖοι πλατωνικοί φιλόσοφοι κάγχασαν, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μίλησε γιά ἀνάσταση νεκρῶν στόν Ἄρειο Πάγο. Γι᾿ αὐτούς ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων καί ἡ ἐπανένωσή τους μέ τήν ψυχή, θά σήμαινε ἕνα στό διηνεκές ἐπανεγκλωβισμό τῆς ψυχῆς στό σῶμα, ἀφοῦ τό σῶμα εἶναι ὁ τάφος τῆς ψυχῆς. Συνελόντ᾿ εἰπεῖν ἡ χριστιανική δοξασία περί ἀναστάσεως τῶν σωμάτων εἶναι πρωτάκουστη γιά τούς Ἕλληνες καί ἀληθινή ἐπανάσταση στίς φιλοσοφικές δοξασίες τους. Μάλιστα εἶναι τό σημεῖο−τομή τοῦ Χριστιανισμοῦ πού τόν διαφοροποιεῖ ριζικά καί ἀπό τόν (Νέο)πλατωνισμό καί ἀπό τόν Ἀριστοτέλη καί ἀπό τόν Στωϊκισμό καί γενικά ἀπό ὅλη τή νοοτροπία καί τό πνεῦμα τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Ἡ Jaqueline Russ γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ἄν τυχόν ὑπάρχει σύγκλιση σέ ὁρισμένα σημεῖα, ἄν ὄχι μεταξύ τοῦ παγανισμοῦ καί τοῦ χριστιανισμοῦ, τουλάχιστον μεταξύ τῆς στωικῆς φιλοσοφίας, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, πῶς θά μποροῦσε κανείς νά ἀποκρύψει τίς ἀποκλίσεις; Ἡ παροῦσα στόν χριστιανισμό ἀρχαία κληρονομιά δέ θά μποροῦσε νά ἀποκρύψει τή χριστιανική ἐπανάσταση.Τό χριστιανικό Ἀπόλυτο ἀνέτρεψε τήν ἑλληνολατινική θεώρηση τοῦ κόσμου καί εἰσήγαγε καινούργιες κατηγορίες, μέ πρώτη τήν κατηγορία τῆς ἀνάστασης».[17]

Προτοῦ κλείσουμε θέλω νά θίξω ἐπιγραμματικῶς χωρίς περαιτέρω ἀνάλυση δύο πράγματα: πρῶτον ὁ χριστιανικός Θεός εἶναι προσωπικό ὄν (τριάδα ὁμοουσίων προσώπων), ἐν ἀντιθέσει πρός τό Ἕν πού εἶναι ἀπρόσωπο. Συναφῶς γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης: «Ὁ Θεός ἐκλαμβάνεται ὡς προσωπική ὑπόστασις καί ὡς ἀρχή ὄχι μόνον τῆς οὐσίας, ἀλλά τῆς ὑπάρξεως. Αἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν λαμβάνουν προσωπικόν χαρακτῆρα. Τοιουτοτρόπως ὑπερνικᾶται ἡ ὅλως ἀρνητική καί ἀπρόσωπος θεολογία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ καί τῶν παλαιῶν φιλοσοφικῶν θρησκειῶν»[18].Δεύτερον ὁ καιρίας σημασίας ὅρος ὁμοούσιος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι εἰλημμένος, ἤ ἐν πάσει περιπτώσει πρωτοχρησιμοποιούμενος, ἀπό τόν Πλωτῖνο: «Φρόνησις γάρ καί ἀρετή ἀληθής θεῖα ὄντα οὐκ ἄν ἐγγίνοιτο φαύλῳ τινί καί θνητῷ πράγματι, ἀλλ᾿ ἀνάγκη θεῖον τό τοιοῦτον εἶναι, ὥστε θείων μετόν αὐτῷ διά συγγένειαν καί τό ὁμοούσιον» (Ἐννεάδες 3,7,10).

Κλείνοντας θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ὁ Πλωτῖνος καί γενικώτερα ὁ Νεοπλατωνισμός εἶναι ἡ γέφυρα πού συνέδεσε τόν Χριστιανισμό μέ τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέσω τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ παρέλαβαν ἐκλεκτικῶς ὅσα θέματα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας προσιδίαζαν στή προβληματική τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τά ἐνοφθάλμισαν ὀργανικά σ᾿ αὐτόν. Ἀκόμη θέλω νά τονίσω ὅτι ὁ Πλωτῖνος εἶναι μία πολύ σημαντική φιλοσοφική προσωπικότητα, ἀλλά ταυτόχρονα καί μιά τραγική φιλοσοφική φιγούρα: ὅ,τι ἤθελε νά στερεώσει (τόν παγανισμό) τόν κατέστρεψε καί ὅ,τι ἤθελε νά καταστρέψει (τόν χριστιανισμό) τόν στερέωσε.Ὅπως ἔχει γραφεῖ σχετικά: «Ἄν ἐξαιρέσουμε – συνεχίζει ὁ Rudolf Eucken – τόν Ἱ. Αὐγουστῖνο, κανένας ἄλλος στοχαστής δέν ἐπέδρασεν ἰσχυρότερα καί ἀποφασιστικώτερα ἐπάνω στόν Χριστιανισμόν ὅσον ὁ Πλωτῖνος∙ ἡ περαιτέρω ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἡ ἐννοιολογική του θωράκιση εἶναι ἀδιανόητη δίχως τόν Πλωτῖνο καί τόν Νεοπλατωνισμό. Ἀπό σκοπιά ἱστορική ὁ Πλωτῖνος ἐβίωσεν ἰδιαιτέρως ἔντονα καί βαθειά μιά τραγική ἀντίφαση ἀνάμεσα σ᾿ αὐτό πού ἤθελε καί σ᾿ αὐτό πού ἔγινε, ἀνάμεσα στή βούληση καί στήν ἐμπραγμάτωσή της, ἀνάμεσα στό σκοπό καί τήν ἐπίτευξή του: ἤθελε τήν πλήρη καί ἀπόλυτη ἐπικράτηση τῆς φιλοσοφίας καί τήν ὑποταγή κάθε θρησκείας ἤ πνευματικοῦ κινήματος σ᾿ αὐτή. Ὅμως! Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Eucken: ὅ,τι ἤθελε νά στηρίξει, τό κατέστρεψε∙ ἐνῷ ὅ,τι ἤθελε νά καταστρέψει τό ἐστήριξε! Τέτοιες ἀντιφάσεις ἀποκαλύπτει τό ἀνθρώπινο πεπρωμένο!»[19]

 

Σημειώσεις

[1] Κ.Δ.Γεωργούλη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὄγδοη ἔκδοση, ἐκδόσεις Παπαδήμας, Ἀθήνα 2015, σελ. 608

 

[2] ACO (=Acta Conciliorum Oecumenicorum) II/1,2, ἔκδ. Ed. Schwartz-J. Straub, Berlin-Leipzig 1914-1984, σ. 79

Παρατίθεται στό Βασιλείου Ν. Γιαννόπουλου, Ἱστορία καί θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2011, σελ. 61-62

[3] Γρηγ. Φιλ. Κωσταρᾶ, Πλωτίνου ὄψεις, Ἀθήνα 1995, σσ. 34-35

[4] Θεοδόση Πελεγρίνη, Νεοπλατωνισμός. Τό λυκόφως τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα,Ἀθήνα 2003, σσ. 60-61

[5] Ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας, τόμος 2, σσ.233-235. Συντάκτις ἡ Δέσπω Λιάλιου

[6][6] Πλωτίνου, Ἐννεάς Πέμπτη, Περί τῶν τριῶν ἀρχικῶν ὑποστάσεων 1, 5, μετάφραση φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, πρώτη ἔκδοση, Κάκτος, Ἀθήνα 2000, σελ. 49

[7] Πλωτίνου, Ἐννεάς Πέμπτη, Περί τῶν τριῶν ἀρχικῶν ὑποστάσεων 4, 1 μετάφραση φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, πρώτη ἔκδοση, Κάκτος, Ἀθήνα 2000, σελ. 137

 

[8] Μ. Ἀθανασίου, Διάλογος Β Περί Ἁγίας Τριάδος, ἐν ᾦ διαλέγονται ὁμοίως ὀρθόδοξος καί ἀνόμοιος ἀρειανιστής, P.G. 28  1157 D-1160 A,B

[9] Μ. Ἀθανασίου, Περί τῆς ἀϊδίου ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, P.G. 28   97 B

[10] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΘ´, Θεολογικός τρίτος, περί Υἱοῦ, 2, 13-24, μετάφραση Στεργίου Σάκκου, τόμος 4, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 106

[11]Ἀριστοτέλη,Κατηγορίαι-περί Ἑρμηνείας, μετάφραση, εἰσαγωγή, ἐπιμέλεια Παῦλος Καλλιγᾶς, Ἑταιρία μελέτης τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου, Νῆσος, Ἀθήνα 2011,σελ. 45

[12] Μ. Βασιλείου, Ἀνατρεπτικός  Ἀπολογητικοῦ Εὐνομίου Α´ 25, 11-16, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 118

[13] Κ.Δ.Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 544

[14] Πλωτίνου, Ἐννεάς Πρώτη, 8,5, μετάφραση Φιλολογική Ὁμάδα Κάκτου, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 2005, σελ. 261

[15]Ν. Ι. Λούβαρι, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, τόμος πρῶτος, ἐκδ.Ν.Δ.Νίκας, Ἀθῆναι χ.χ., σελ. 134

[16] Πορφυρίου Περί τοῦ Πλωτίνου βίου στό Πλωτῖνος Ἐννεάδες, Ἐννεάς πρώτη, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 2005, σελ. 27

[17] Jaqueline Russ, Ἡ περιπέτεια τῆς Εὐρωπαϊκῆς σκέψης.Μιά ἱστορία τῶν ἰδεῶν τῆς Δύσης, μετάφραση-ἐπιμέλεια Κυριάκος Κατσιμάνης, ἐκδ. Τυπωθήτω, Ἀθήνα 2005, σσ. 70-71

[18] Κ.Δ.Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 609

[19] Γρηγ. Φιλ. Κωσταρᾶ, ὅ.π., σελ. 72

 

8 Σχόλια

  1. Σας ευχαριστώ πολύ κ.Σχοινα για την εναργεστερη παρουσίαση και επεξήγηση των σημαντικότερων στοιχείων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Μία ερώτηση όμως με τον κίνδυνο να χλευαστω από κάποιους: η κατάληξη της συνόδου σε συγκεκριμένα δόγματα/όρους ήταν προϊόν φιλοσοφικής σκέψης και επεξεργασίας ή αποτέλεσμα επέμβασης/συμμετοχής του Αγίου Πνεύματος επί των επισκόπων;

  2. Ἀσφαλῶς τό δεύτερο, ἀγαπητέ κ. Α.Κ. ! Οἱ Πατέρες πού διετύπωσαν τούς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦσαν ἅγιοι καί θεόπτες, εἶχαν δηλαδή ἄμεση ἐμπειρία καί θέαση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἥ τοὐλάχιστον ἀκολουθοῦσαν πιστά τούς ἁγίους καί θεόπτες Πατέρες! Οἱ Πατέρες ἦσαν κατ’ἐξοχήν ἅγιοι καί θεόπτες καί δευτερευόντως διανοητές καί στοχαστές! Θά φέρω ἕνα παράδειγμα ἀπό τούς θεολογικούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ θεόπτης Πατέρας γράφει στόν πέμπτο θεολογικό λόγο: “Ἦν τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον, ὁ Πατήρ. Ἦν τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον, ὁ Υἱός.Ἦν τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον, ὁ ἄλλος Παράκλητος. Ἦν καί ἦν καί ἦν, ἀλλ’ ἦταν ἕνα φῶς. Φῶς καί φῶς καί φῶς, ἀλλ’ἕνα φῶς, ἕνας Θεός” (Λόγος ΛΑ, 3, ΕΠΕ, σελ.198-199). Οἱ Πατέρες δέν συλλαμβάνουν τό δόγμα στοχαστικά, ὅμως τό διατυπώνουν στοχαστικά (καί ἐδῶ περιορίζεται ὁ ρόλος τῆς φιλοσοφίας). Συλλαμβάνουν τό δόγμα κατόπιν ἐλλάμψεως καί ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καί σέ συμφωνία πάντα πρός τήν Ἁγία Γραφή.

  3. Σας ευχαριστώ πολύ για την άμεση και ξεκάθαρη απάντηση. Και μια και είστε διαθέσιμος για ερωτήσεις, καταχρωμαι την ευγένειάς σας και θέτω δεύτερη: μου είπαν ότι στους θεολογικούς διαλόγους ρωμαιοκαθολικών και ορθοδόξων, το θέμα του φιλιοκβε είναι λυμένο και συμφωνημένο. Έχετε διαβάσει ή ακούσει κάτι σχετικό;

  4. Εἰλικρινά δέν γνωρίζω τίποτε γιά τό ζήτημα! Κυριολεκτικά ἰδέα δέν ἔχω! Τό μόνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι ὁρισμένοι θεολογικοί κύκλοι θεωροῦν τό θέμα τό θέμα τοῦ φιλιόκβε εἶναι θεολογούμενο! Μάλιστα ἕνας γνωστός θεολόγος, ὄχι βέβαια πενεπιστημιακός, ἀλλά διδάκτορας τῆς θεολογίας καί μέ συγγραφική δράση, ἰσχυρίστηκε ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής πρέσβευε τό φιλιόκβε. Αὐτά εἶναι ἐντελῶς ἀσύστατα! Κατά τούς Πατέρες ὁ Πατήρ ἐκπορεύει προαιωνίως τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὁ Υἱός ἀποστέλλει ἐν χρόνῳ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν κτίση. Ὁ Υἱός οὐδόλως συμμετέχει στήν αἰώνια ὑπαρκτική πρόοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή στήν ἀίδια ἐκπόρευσή του, ἀλλά μόνο στήν ἔγχρονο ἐκφαντορική του πρόοδο, δήλαδή στήν ἔγχρονο φανέρωσή του, στήν ἔγχρονο ἀποστολή του στήν κτίση

  5. Και πάλι σας ευχαριστώ πολύ. Καλή δύναμη στο έργο σας και συγχαρητήρια για τα σεμινάρια επί δογματικών θεμάτων με την υποστήριξη της Εστίας Πατερικών Μελετών.

  6. Με ολο τον σεβασμο, εφ’ οσον τα δογματα/οροι των συνοδων ηταν αποτελεσμα επεμβασης/φωτισης του Αγιου Πνευματος επι των Συνόδων, πως δικαιολογειται η ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ – και μαλιστα πολλακις επισυμβαινουσα – ακυρωση Συνόδων, διορθωση ορων, αναθεματισμος και καθαιρεση επισκοπων; Τετοιες Συνοδοι π.χ. υπηρξαν η ”Ληστρικη” και η Συνοδος Φερραρας-Φλωρεντιας, για να αναφερω τις πλεον αμφιλεγομενες (αμφοτερες συγκληθηκαν απολυτα νομοτυπα, και ανακηρυχθηκαν Οικουμενικες).

    Αλλη λεπτομερια (αιτία προβληματισμου για καποιους καλοπροαιρετους σκεπτικιστες/μελετητες): Πολλοι απο τους πατερες στην 2η Συνοδο της Εφεσου ησαν οι ιδιοι, οι οποιοι ειχαν επικυρωσει τις αποφασεις της ”Ληστρικης” Συνοδου. Αυτοι κατηχαν ή οχι το Αγιο Πνευμα;

    Ποιος κρινει ποιες Συνοδοι καθοδηγουνται απο το Αγιο Πνευμα ή οχι;

    Θερμα ευχαριστω.

  7. Ἀγαπητέ κ. Ἰωάννη Ταράση πού στέρεος καί “ἀφοπλιστικός” ὁ προβληματισμός σας! Τελικά δέν ὑπάρχει ἕνα “ἐξωτερικό” καί ἁπτό κριτήριο ἐγκυρότητος ἤ μή μιᾶς Συνόδου! Τελικό κριτήριο εἶναι ἡ ἀποδοχή (receptio) μιᾶς Συνόδου ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τίς ἑπόμενες Οἱκουμενικές Συνόδους. Βέβαια δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ὁρισμένες Σύνοδοι, ὅπως ἡ Α καί ἡ Δ δέν ἔγιναν ἀμέσως καί καθολικά ἀποδεκτές ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Δ Οἰκουμενική ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδος ἀμφισβητήθηκε ἐπί 100 περίπου χρόνια καί βέβαια μέχρι σήμερα ἀπορρίπτεται ἀπό τούς Ἀντιχαλκηδονίους. Μία Οἱκουμενική Σύνοδος δέν διορθώνει οὔτε ἀκυρώνει μία προηγούμενη Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἁπλά τήν συμπληρώνει ἠ ἔστω τή διασαφηνίζει καί βέβαια τήν ἐγκρίνει, οὐδέποτε τήν ἀπορρίπττει. Κατ’ἄνθρωπον γίνονται οἱ πνευματικές ζυμώσεις καί ἀντιγνωμίες καί πᾶν τό ἀπαραιτήτως ἀνθρώπινο. Τελικά ἡ φωτιστική χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν λειτουργεῖ ”μαγικά” καί ἐξωτερικά ἐπιβαλλόμενη, ἀλλά μέσα ἀπό τίς ἀνθρώπινες ζυμώσεις καί προβληματισμούς! Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔσχατο κριτήριο ἐγκυρότητος μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἀποδοχή ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας!

  8. Θέλω νά προβῶ σέ ἕνα πρόσθετο σχόλιο στήν ἐρώτηση τοῦ κ. Ἰωάννη Ταράση γιά τό κριτήριο ἐγκυρότητος ἤ μή μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐρώτηση καί γενικώτερα ὁ προβληματισμός τοῦ κ. Ἰ. Ταράση ἦσαν πολύ καίριοι καί θἄλεγα πάλι ”ἀφοπλιστικοί”. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἕνα ἀδιάσειστο κριτήριο ἐγκυρότητος μιᾶς Συνόδου, Οἰκουμενικῆς ἤ Τοπικῆς, εἶναι ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων. Ἀποφαίνεται ἐπί τοῦ προκειμένου ὁ ἅγιος Μάξιμος: ”Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν”.(PG 90, 148)
    Σχετικῶς πρός τό θέμα μας γράφει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: ” Τέσσαρα τινα διακρίνουσι τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἀπό τῶν Τοπικῶν ἤ Ἐπαρχιακῶν. Τά τρία τούτων εἰσί κοινά πρός τάς Τοπικάς Συνόδους, τό δέ τέταρτόν ἐστιν ἡ οὐσιώδης ἤ συστατική καί ἰδιαιτάτη διαφορά πασῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί πρῶτον μέν χαρακτηριστικόν τῶν Οἰκουμενικῶν ἐστι τό συνέρχεσθαι ἐπί τό αὐτό διά προσταγῶν βασιλέων καί οὐχί ἑνός Ποντίφηκος τήν ὑπερτάτην κατέχοντος θέσιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῇ ἰσχύι αὐτοῦ τήν Σύνοδον διευθύνοντος. Δεύτερον, τό συζητεῖν περί Πίστεως καί ἐκδίδοσθαι ὅρον δογματικόν ὐφ’ἑκάστης τῶν Οἰκουμενικῶν. Τρίτον τό εἶναι πάντα τά δογματισθέντα καί κανονισθέντα ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ, καί ταῖς θείαις Γραφαῖς ἤ καί ταῖς προγενεστέραις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις σύμφωνα. Διό πολυθρύλλητον τό ἀξίωμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τό ρηθέν εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν ” τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ καί πάλιν ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους”. Τέταρτον, τό ὁμοφώνως ἀποδέξασθαι ἁπάσας τάς Ἐκκλησίας τῶν δεδογματισμένων τήν ὀρθότητα”. (Ἀγίου Νεκταρίου, Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972, σελ.67-68)

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ