Η πληρότητα του εαυτού: Μοναχική σιωπή ή κοινωνική αναγνώριση;

0
512

Στον ορίζοντα της νεωτερικής κοινωνίας, η έννοια της πληρότητας ταυτίζεται κατεξοχήν με την εξωστρέφεια: την κοινωνική επιτυχία, την επαγγελματική καταξίωση, την ισχύ και την αναγνώριση από το συλλογικό βλέμμα. Το μέτρο της προσωπικής αξίας εκλαμβάνεται συχνά ως συνάρτηση του κύρους, του πλούτου ή της κοινωνικής αποδοχής. Ωστόσο, έναντι αυτής της διαδεδομένης οπτικής αναδύεται μια εναλλακτική διάσταση πληρότητας, περισσότερο υπόγεια και λιγότερο προφανής, η οποία αντλεί την αυθεντικότητά της από την εσωτερική γαλήνη, την απομάκρυνση από τον κοσμικό θόρυβο και τη μετοχή σε βαθύτερες αξίες. Η εμπειρία του μοναχού στο Άγιον Όρος προσφέρει ενδεικτική μαρτυρία: η ανωνυμία της μονής ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αέναη σύγκριση και τον κοινωνικό ανταγωνισμό, προσδίδοντας στην ύπαρξη ένα μέτρο αξίας που ερείδεται στην πνευματική άσκηση και την εσωτερική καλλιέργεια. Η πληρότητα που γεννάται εκεί είναι ανθεκτική, αδιατάρακτη από τις εξωτερικές συγκυρίες, και ριζώνει στην ίδια την ύπαρξη.

   Αντιθέτως, η πληρότητα που προκύπτει από την κοινωνική αναγνώριση είναι πιο έντονη αλλά συγχρόνως εύθραυστη· τρέφεται από την επιβεβαίωση των άλλων, άρα εξαρτάται από μεταβαλλόμενα δεδομένα και ασταθείς συγκρίσεις. Η επιλογή ανάμεσα στους δύο αυτούς τρόπους πληρότητας – την εσωστρέφεια της πνευματικής ζωής και την εξωστρέφεια της κοινωνικής επιτυχίας– δεν είναι ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη. Ο καθένας καλείται να αναζητήσει την ισορροπία που αρμόζει στην ψυχή του. Το ουσιώδες ερώτημα δεν έγκειται στην απόλυτη επιλογή, αλλά στην αυτογνωσία: τι είναι εκείνο που πληροί πραγματικά τον εσωτερικό κόσμο, τι χαρίζει διάρκεια και αλήθεια στο βίωμα της ύπαρξης.

     Η σιωπή του μοναχού δεν ισοδυναμεί με απλή παραίτηση από τον λόγο. Συνιστά μια συνειδητή απελευθέρωση από τον δεσμευτικό ορίζοντα της κοινωνικής μέτρησης και της υλικής επιτυχίας. Ο Σωκράτης υπενθύμιζε ότι «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω»· η φράση αποκτά υπαρξιακή βαρύτητα όταν η προσοχή στραφεί από το εξωτερικό στο εσωτερικό, από το δοξαστικό βλέμμα των άλλων στη σιωπηλή μαρτυρία της συνείδησης. Η πληρότητα αναφαίνεται όχι ως αποτέλεσμα εξωτερικής επιβράβευσης, αλλά ως καρπός εσωτερικής άσκησης και αυθεντικής αυτογνωσίας.

   Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική επιτυχία χαρίζει ικανοποίηση και δύναμη, αλλά συνδέεται με την αέναη ευθραυστότητα όσων είναι εκτός ελέγχου. Ο Επίκουρος και ο Σενέκας υπογράμμιζαν ότι η εξωτερική δόξα παρέχει μόνο πρόσκαιρη ευχαρίστηση· η αληθινή πληρότητα πηγάζει από τον έλεγχο των επιθυμιών και την καλλιέργεια της αρετής. Εδώ η φιλοσοφία συμπληρώνει την ασκητική εμπειρία: η πρώτη υπενθυμίζει τα όρια του εξωτερικού μεγαλείου, η δεύτερη τα υπερβαίνει βιωματικά, εισάγοντας τον άνθρωπο σε έναν άλλον ρυθμό ύπαρξης.

      Ο Βιτγκενστάιν, στο Tractatus Logico-Philosophicus, εισφέρει μιαν ιδιαίτερη διάσταση: «Περί όσων δεν δύναται τις να ομιλήσει, περί αυτών πρέπει να σιωπά». Η βιτγκενσταϊνική σιωπή, όταν συσχετισθεί με την ησυχαστική παράδοση, αποκαλύπτει τούτο: ότι η αλήθεια δεν εξαντλείται στη γλώσσα ούτε χωρά στις έννοιες. Το άφατο, που υπερβαίνει το εκφράσιμο, δεν είναι έλλειψη, αλλά το πεδίο του νοήματος που μόνο βιώνεται. Έτσι, η μοναχική σιωπή συνιστά στάση απέναντι στην ανεπάρκεια της γλώσσας να περιγράψει το πλήρωμα της ύπαρξης.

     Στο σημείο αυτό συναντώνται η φιλοσοφία της γλώσσας και η πατερική θεολογία. Ο αποφατισμός των Πατέρων, από τον Γρηγόριο Νύσσης έως τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, διακηρύσσει ότι κάθε θετική απόφανση περί του Θεού περιορίζει το άπειρο. Γι’ αυτό και η αληθινή γνώση επιτυγχάνεται δια της σιγής, όχι με το «τι είναι» ο Θεός, αλλά με το «τι δεν είναι». Εδώ η σιωπή δεν σημαίνει απουσία, αλλά άνοιγμα στο μυστήριο. Ο μοναχός σιωπά διότι η εμπειρία της θείας παρουσίας υπερβαίνει κάθε λέξη· κάθε λόγος θα ήταν φτωχός έναντι της πληρότητας του βιώματος.

     Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σιωπή αναδεικνύεται ως η ανώτερη μορφή θεολογίας και φιλοσοφίας του Είναι: όχι κενό λόγου, αλλά πλήρωμα νοήματος. Η πληρότητα δεν είναι μονοδιάστατη, αλλά προκύπτει ως σύνθεση εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Η κοινωνική ανάδειξη μπορεί να αποδώσει δημιουργικότητα και προσφορά· η πνευματική ζωή, βάθος και ελευθερία. Η αληθινή σοφία έγκειται στη δυνατότητα να αξιοποιεί κανείς τα δώρα του κόσμου χωρίς να αιχμαλωτίζεται από αυτά, και να καλλιεργεί τον εσωτερικό του κόσμο χωρίς να αποσύρεται από την κοινωνική συμμετοχή. Έτσι, η πληρότητα καθίσταται συνάντηση του «μέσα» με το «έξω»· μια διαλεκτική σύνθεση, όπου η κοινωνική δράση φωτίζεται από την πνευματική γαλήνη, και η πνευματική γαλήνη τρέφεται από τη δημιουργική παρουσία στον κόσμο.

     Ωστόσο, η προβληματική της πληρότητας δεν εξαντλείται στη διχοτομία της σιωπής και της αναγνωρισιμότητας· αναδύεται και μια τρίτη διάσταση, η οποία συναντάται στη νιτσεϊκή σκέψη. Ο Νίτσε δεν αντιμετωπίζει την πληρότητα ως εσωτερική γαλήνη ή ως κοινωνικό κύρος, αλλά ως έκφραση δύναμης, δημιουργικότητας και αυτοϋπέρβασης. Για εκείνον, ο άνθρωπος δεν καλείται απλώς να βρει ισορροπία μεταξύ του μέσα και του έξω, αλλά να υπερβεί τον εαυτό του, να καταστεί δημιουργός αξιών, να ζήσει με το θάρρος της μοναξιάς και την τόλμη της βούλησης για δύναμη.

    Η σιωπή του μοναχού, για τον Νίτσε, θα μπορούσε να εκληφθεί όχι ως αναχώρηση, αλλά ως πρόκληση· μια δοκιμασία της ύπαρξης να σταθεί απέναντι στο κενό χωρίς να το καλύπτει με παρηγορητικούς λόγους ή έτοιμα συστήματα. Η πληρότητα, έτσι, δεν αναζητείται σε μια αρμονία που κατευνάζει, αλλά σε μια ένταση που γεννά. Ο άνθρωπος που θέλει να είναι πλήρης πρέπει να διακινδυνεύσει, να τολμήσει να δημιουργήσει εαυτόν, ακόμη και μέσα από την άβυσσο.

    Εδώ η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη συμπλέκεται με την ασκητική στάση, αλλά με αντιθετικό τρόπο. Ο μοναχός αντλεί δύναμη από την άρνηση του κόσμου και την εσωτερική αναδίπλωση· ο νιτσεϊκός άνθρωπος αντλεί πληρότητα από την κατάφαση του κόσμου και την εκρηκτική δημιουργικότητα. Ο πρώτος σιωπά για να συναντήσει το άρρητο· ο δεύτερος ομιλεί, ποιεί, μεταμορφώνει τον κόσμο σε έργο τέχνης. Και όμως, αμφότεροι συναντώνται σε μια κοινή απαίτηση: να μη μετριέται η αξία του ανθρώπου από τα εξωτερικά μέτρα, αλλά από τη δύναμη της ψυχής του να αντέχει και να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.

     Η πληρότητα, επομένως, δεν είναι ούτε μόνο εσωτερική γαλήνη ούτε μόνο κοινωνική αναγνώριση, αλλά ούτε και απλώς δημιουργική υπέρβαση· είναι ένας πολύσημος ορίζοντας, όπου συναντώνται η ησυχαστική σιωπή, η φιλοσοφική αυτογνωσία και η νιτσεϊκή τραγικότητα. Η αληθινή σοφία δεν περιορίζεται στο να επιλέγει ανάμεσα σε αυτούς τους δρόμους, αλλά στο να κατανοεί ότι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να τους χωρέσει όλους, σε διαφορετικά μέτρα και χρόνους. Ίσως, τελικά, η πληρότητα να είναι λιγότερο ένας στόχος που κατακτάται και περισσότερο ένας τρόπος του είναι· μια συνεχής δημιουργία εαυτού, άλλοτε μέσα στη σιωπή, άλλοτε μέσα στην πράξη, άλλοτε μέσα στην υπέρβαση. Είναι η τέχνη του να ζει κανείς με αλήθεια, να στέκεται ενώπιον του κόσμου χωρίς να χάνεται σε αυτόν, και να στρέφεται εντός του χωρίς να αρνείται τη δημιουργική ευθύνη προς τους άλλους.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιάννη Μενεσίδη

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ