Ένας από τους χώρους στον οποίο οι χριστιανοί ασκούμε έντονη κριτική, παρότι δεν μένουμε έξω από την παρακολούθηση και την συμμετοχή σ’ αυτόν, είναι ο χώρος της οθόνης, μεγάλης και μικρής. Ο κινηματογράφος, όπως και η τηλεόραση, θεωρούνται κύρια μέσα ψυχαγωγίας, χειραγώγησης, στήριξης ενός παγκόσμιου καταναλωτικού συστήματος, δημιουργίας προτύπων, υπέρβασης αυτού που ονομάζουμε ανία. Η οθόνη κατατρώει τον ελεύθερο χρόνο μας. Από την στιγμή μάλιστα που μέσω των smartphones μας μπορούμε να την έχουμε ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη, η οθόνη γίνεται και πηγή εξάρτησης, ένας είδος εικονικής ουσίας που αλλάζει την διάθεσή μας, παθητικοποιώντας μας ακόμη περισσότερο.
Στην κριτική που οι χριστιανοί ασκούμε στον κόσμο της οθόνης προστίθεται και το γεγονός της απουσίας του Θεού από αυτήν. Ο Θεός δεν πουλάει. Η πίστη δεν πουλάει. Κι αυτό διότι έχουμε διαγράψει από την θέαση της σχέσης μας με τον Θεό αυτό που ονομάζουμε «περιπέτεια». Αν δούμε την λέξη με την αριστοτελική της σημασία, δηλαδή την μεταβολή από το κακό στο καλό και το αντίστροφο, θα διαπιστώσουμε ότι οι πολλοί έχουμε την αίσθηση πως ο Θεός υπάρχει για να μας δίνει σταθερότητα. Η σταθερότητα στους καιρούς μας ταυτίζεται με μία ανία κατά βάθος. Γι’ αυτό και η «περιπέτεια» σήμερα συνεπάγεται την συναρπαστικότητα, την εναλλαγή, την δράση, την συμμετοχή σε έναν κόσμο φαντασίας, στον οποίο το δεδομένο δεν είναι το επιθυμητό, αλλά η ανατροπή των πραγμάτων. Στην οθόνη γοητευόμαστε είτε από ιστορίες «καλών» που θριαμβεύουν σε έναν κόσμο σκοτεινό, είτε από ιστορίες «κακών» που επικρατούν, αλλά επειδή δεν είμαστε εμείς σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μας νοιάζει. Μας παρηγορεί το να τοποθετούμε το κακό σε μια εικονική πραγματικότητα. Το θεωρούμε συναρπαστικό. Μία ματιά σε ταινίες και σειρές που προβάλλουν την ιστορία των διαβόητων κατά συρροήν δολοφόνων (serial killers) θα μας πείσει για το ότι το κακό απαιτεί ευστροφία, κυριαρχεί με το κατά βάθος όνειρο πολλών, την εξουσιαστική δύναμη, και όταν ακόμη ηττάται, δεν παραδίδεται εύκολα, αλλά απαιτεί αντίσταση από ικανούς ανθρώπους, οι οποίοι θα μεταχειριστούν τους τρόπους του κακού, τα όπλα, την βία, την εξυπνάδα, την επιμονή, για να κερδίσου το παιχνίδι. Πού να χωρέσει ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο;
Ιδίως η νεώτερη γενιά δεν θα γοητευόταν από την θεώρηση της ζωής στα πλαίσια της πίστης. Οι νέοι μάλιστα, καθώς διψούν για ηδονή, αφού όλο το σύστημα την θεωρεί ως το κύριο συστατικό της όποιας ευτυχίας, και μάλιστα χωρίς κόπο και ευθύνη από την μεριά του όποιου την αναζητεί, δυσκολεύονται περισσότερο να ελκυστούν από προτάσεις οι οποίες θα ζητούσαν για ήρωες ανθρώπους αναζητητές της αλήθειας, της αγάπης, της υπομονής, μιας άλλης προοπτικής, ανάστασης και αιωνιότητας στο βάθος. Έτσι, οι έμποροι του χώρου τροφοδοτούν την νέα γενιά με βία, μαγεία, νεκροζώντανους ανθρώπους, θρίλερ, φαντασιακές υπάρξεις που απαιτούν την ζωή των άλλων, φιλίες στις ανώτερες οικονομικά τάξεις που γίνονται έρωτες και προδοσίες, όχι όμως ένα όραμα για κάτι βαθύτερο και αιώνιο.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα το τελευταίο διάστημα η οθόνη, μεγάλη και μικρή, επένδυσε σε δύο πρόσωπα, τα οποία ήρθαν να ανατρέψουν το επιχείρημα ότι η πίστη δεν ενδιαφέρει τους πολλούς. Από την μία η εξαιρετική ταινία «Ο άνθρωπος του Θεού», αφιερωμένη στον αγώνα του αγίου του 20ού αιώνα Νεκταρίου Αιγίνης και από την άλλη η σειρά για τον Άγιο Παΐσιο, που προβλήθηκε από μεγάλο κανάλι της ελληνικής τηλέορασης, έδειξαν ότι δεν είναι ο κόσμος αδιάφορος για την πίστη, αλλά αυτοί που καθοδηγούν τις προτιμήσεις του. Μία εξαιρετική κινηματογραφική παραγωγή, με πολύ καλή σκηνοθεσία, με ηθοποιούς που απέδωσαν θαυμάσια τους ρόλους τους, ιδίως ο πρωταγωνιστής, αλλά και μία τηλεοπτική σειρά με γνωστούς ηθοποιούς, που δεν φοβήθηκαν μήπως κακοχαρακτηριστούν από το σύστημα των διανοουμένων που περιφρονούν την Εκκλησία και ειρωνεύονται κάθε τι πνευματικό, αλλά έδωσαν ον καλύτερο εαυτό τους προβάλλοντας την ζωή ενός σύγχρονου αγίου, όπως αυτός ξεκίνησε από τη Μικρασία σε περιόδους δύσκολες για τον Ελληνισμό, έδειξαν ότι και οι νεώτεροι και οι μεγαλύτεροι, χωρίς κατ’ ανάγκην να είναι πιστά μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας, νοιάζονται να δούνε στην γλώσσα και στον τρόπο των καιρών μορφές που παρηγορούν αληθινά.
Διότι μία από τις λειτουργίες της οθόνης είναι ακριβώς και αυτή: να παρηγορεί τον άνθρωπο, ακολουθώντας την θεραπευτική λειτουργία της τέχνης. Παρηγορώ σημαίνει δείχνω στον θεατή ότι στην ζωή δεν κερδίζεις πάντα, αλλά η ήττα σου, όταν η ζωή σου έχει νόημα που ξεφεύγει από το πρόσκαιρο, γίνεται αφορμή συνειδητοποίησης των ορίων σου, των μέτρων σου, της ανάγκης σου μέσα από την ταπείνωση να βρεις ελπίδα στην σχέση με τον Θεό και να ανα-νοηματοδοτήσεις την σχέση σου με τον συνάνθρωπο. Ο άγιος της ταπείνωσης και της συγγνώμης, ο άγιος της προσφοράς και της αγάπης, ο άγιος που δεν πάλεψε για να εξουσιάσει, αλλά για να διακονήσει, κατά το παράγγελμα του Χριστού, μόνος εναντίον ενός συστήματος που επικαλούνταν τον Χριστό, αλλά δεν ζούσε χριστιανικά, αλλά και μιας κοινωνίας που δεν έβλεπε την αξία κάποιου, μόνο κοιτούσε να τον χρησιμοποιεί για να καλύπτει κενά, είναι ένα παράδειγμα αληθινής παρηγοριάς για όσους ζούμε σε τέτοιες καταστάσεις και δεν είμαστε λίγοι. Από την άλλη, ένας άγιος που έζησε την μαθητεία κοντά σε έναν άλλον άγιο, που μεγάλωσε κοντά σε απλοϊκές γυναίκες, οι οποίες δεν είχαν ζωή χαρισάμενη, ούτε δόξα και κατορθώματα, μόνο την ιδιότητα της μάνας και της γιαγιάς, αλλά έγιναν αυτές που μπόλιασαν την καρδιά ενός αγίου με πίστη στον Χριστό, με υπομονή, με κλήση για τον ουρανό και πολλή αγάπη για τους ανθρώπους, ένας άγιος ο οποίος δεν φοβήθηκε να αλλάξει την πορεία της ζωής του για να βρει τον σκοπό που φώλιασε στην καρδιά του, είναι αληθινή παρηγοριά για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους αυτής της ζωής, όσοι νιώθουν στο περιθώριο σε έναν κόσμο μόνο για ισχυρούς, για παίκτες της επικοινωνίας και της πληροφορίας, για αναζητητές των χρηματικών θησαυρών, της δόξας της δημοσιότητας, παιδιά μιας ζωής που θα μείνει όμως στο παρόν.
Συγκίνησε η ταινία, το ίδιο και η σειρά, γιατί είχαν μιαν αληθινή περιπέτεια: το κακό νικιέται όχι με την βία, τα όπλα, τον πόλεμο, την εύρεση του δίκιου, αλλά με την πίστη, την αγάπη, την προσευχή, τη υπομονή. Και νικήθηκε και νικιέται ακόμη κι αν τα αποτελέσματα δεν είναι απτά, δεν κάνουν θόρυβο. Κι εδώ είναι το θαύμα της περιπέτειας της πίστης. Ότι δεν έχει νόημα η επικράτηση με εξουσιαστικό πνεύμα, αλλά η ταπεινή αγάπη που γίνεται μιαν αλλιώτικη ομορφιά: αυτή του να παίρνεις την θέση του άλλου, να δίνεις το νόημά σου και σε εκείνον και να προχωράς την ζωή σου με εμπιστοσύνη στον Θεό.
Να που μπορούν να συγκινήσουν την νέα γενιά πρότυπα που μένουν στο πίσω μέρος του μυαλού και της καρδιάς. Δεν φτάνουν για να αλλάξουν το mainstream του εικονικού πολιτισμού. Ωστόσο, μπορούν να γίνουν αφορμές για μία πιο καλοπροαίρετη τοποθέτηση μεγάλης μερίδας ανθρώπων έναντι της πίστης. Είναι κι αυτό μία ευλογία.
Δημοσιεύθηκε στο τχ 353 (Δεκέμβριος 2022) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Εκκλησία και κινηματογράφος».
Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα αποτελεί λεπτομέρεια από δημιουργία του (γνωστού σκηνοθέτη) Νίκου Κούνδουρου, με θέμα τον Ρωμανό τον Μελωδό.
Ειναι παρήγορο να ανακαλύπτουμε έστω και όχι συχνά τον ουσιαστικό λόγο της εκκλησίας στην αναζήτηση αυτού που συμβαίνει πραγματικά πέρα από τις σειρήνες της όποιας εικονικής πραγματικότητας θέλουν να προβάλουν οι ταγοί της εξουσίας στον κόσμο και όσοι εν γνώσει ή εν αγνοία, αν όχι εν παρανοία τους ακολουθούν ή τους παρακολουθούν.
Με ουσιαστικό και όχι ξύλινο λόγο ο π. Θεμιστοκλής έχει σίγουρα κάτι να πει
Στα ουσιαστικά επίσης του αντίφωνου να δώσει στίγμα και σημείο αναφοράς μέσα στο παράφωνο της εποχής μας.