Ορθόδοξη πρόσληψη της πολιτικής

Μια σύντομη προσέγγιση

7
1152


H διασάλευση που προξένησε στην κτίση η αποσκίρτηση του ανθρώπου από το θείο θέλημα, περιγράφεται με τρόπο γλαφυρό από τον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο (Λόγος ηθικός 1 - 2). Η θεία πρόνοια και ευσπλαχνία, αντι-αντιδρώντας άμεσα, αποσόβησε τα χειρότερα, μέσω των φυσικών νόμων, οι οποίοι μπορεί να απείχαν από την παραδείσια ισορροπία και αρμονία, προστάτευσαν όμως τον κόσμο από την απόλυτη παράδοσή του στο χάος, από την εξάρθρωση και τον κατακερματισμό.

Πέραν των φυσικών νόμων, ένα από τα «προικιά» του Θεού στον μεταπτωτικό άνθρωπο, στο πλαίσιο της συνοχής των κοινωνιών που έμελλε να συσταθούν, δύναται να θεωρηθεί και η πολιτική. Στην Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, γίνεται παραδεκτός ο θεόδοτος χαρακτήρας της εξουσίας, τόσο «ίνα μη ο κόσμος εις ακοσμία εμπέση» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, PG 78, 657) όσο και σε αναρχία, καθόσον «η αναρχία παντού κακόν και συγχύσεως αίτιον» (Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 60, 615).

Εξού κι ο Ορθόδοξος Χριστιανός προσεύχεται για τους ανθρώπους της εξουσίας (Α΄ Τιμ. 2:1-3, Α΄ Κλημ. 61:1, Πολύκαρπος Σμύρνης Προς Φιλ. 12:3, Ιουστίνου Α΄ Απολογία 17:3), είναι νομιμόφρων σε κάθε Πολιτεία (Ρωμ. 13, 1-7 και Α΄ Πετρ. 2, 11-18), αλλά υπό την αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση ότι «εν αις αν εντολή Θεού μη εμποδίζεται» (Μ. Βασίλειος, PG 31, 860). Διότι η βιβλική και αποστολική παρακαταθήκη προτάσσουν όπως «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 6, 33), «απόδοτε ουν τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21), και «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η ανθρώποις» (Πράξ. 5, 30).

Η ίδια η Αγία Γραφή, λοιπόν, θέτει τις κόκκινες γραμμές ή αν θέλετε αποτυπώνει τους όρους, η παραβίαση των οποίων οφείλει να κινητοποιεί τον χριστιανό σε επαναπροσδιορισμό της σχέσης του με την εφαρμοσμένη πολιτική και τους εκφραστές της. Γιατί όταν ο Καίσαρας εισέρχεται αλλοτριωτικά στα του Θεού, παρεμποδίζοντας, παραβιάζοντας, διαστρέφοντας κ.ο.κ. τις εντολές Του, «υπάρχει δικαίωμα αντίστασης στην Εκκλησία (…) με αγάπη και αληθινή καθολικότητα!» (Φλωρόφσκυ, 1999, σ. 116).

Στην προσπάθεια απεικόνισης των όσων μέχρι τώρα έχουν αναφερθεί, υπό το πρίσμα της πρακτικής τους κατανόησης, παρατίθενται κάποιες περιπτώσεις, κάποια παραδείγματα, με τη μορφή διαζευκτικών αντιστίξεων, οι οποίες στο βαθμό που η ιστορική και κυρίως η τρέχουσα πραγματικότητα τις επαληθεύει, ταπεινά φρονώ ότι χρίζουν αξιολόγησης και χειρισμού, βάσει των προαναφερόμενων βιβλικών ιεραρχήσεων:

α.Λέει ο Κύριος, χαράσσοντας ουσιαστικά με «δυο» λόγια τη λύση του κοινωνικού προβλήματος, εν γένει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αυτή πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία, αυτή∙ αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. 12, 30-31) και «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς» (Ματθ. 5, 44) «και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι.» (Λουκ. 6, 31-33). Μήπως η πολιτική εξουσία στέκει στον αντίποδα; Αγαπά τον Θεό ή τον εμπαίζει προσπαθώντας μάλιστα να τον υποκαταστήσει αυτοκαθιερώνοντας τον εαυτό της, ρητά ή άρρητα, ως εγκόσμια μεταφυσική αυθεντία; Προσλαμβάνοντας ειδωλολατρικά τον εαυτό της απαιτώντας το αυτό και από το λαό; Αγαπά τον συν-άνθρωπο ή τον εργαλειοποιεί, ως χρειαζούμενο αναλώσιμο, στο πλαίσιο της υλοποίησης των αμιγώς ιδιοτελών της επιδιώξεων; Σέβεται ακόμη κι εκείνους  που αντιτάσσονται στις (αντιδραστικές) αποφάσεις/πρακτικές της ή απλά δε συμπλέουν ιδεολογικά μαζί της ή τους εκδικείται με κάθε τρόπο και ευκαιρία;

β.Υπηρετεί άραγε η πολιτική τον λαό; Ή μήπως αλλοιώνει το διακονικό και απελευθερωτικό χαρακτήρα της «εξουσίας», αδιαφορώντας και αψηφώντας το πρότυπο του Σωτήρος Χριστού: «ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Μαρκ. 10, 45).

γ.Οι λόγοι, οι υποσχέσεις, οι πράξεις της πολιτικής και των πολιτικών συμπλέουν με τον κυριακό λόγο, «έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου∙ το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού έστιν.» (Ματθ. 5, 37) ή είναι διφορούμενες, αμφιταλαντευόμενες, ψευδείς, πανούργες;

δ.Σέβεται και υπεραμύνεται του μισθού και των δικαιωμάτων του εργάτη (Δευτ. 24, 14-15, Σοφ. Σειρ. 34, 22, Ιακ. 5, 4) ή τον παραδίδει στην εκμετάλλευση, τον εξωθεί στην εξαθλίωση, την ανέχεια, την απελπισία;

ε. Προσλαμβάνει την κοινωνία ενωτικά μέσα στην πολλαπλότητα της ή φατριαστικά δυναμιτίζοντας σκοπίμως την ενότητα;

στ. Συμβάλλει στη σύσταση σχέσεων αγάπης ή στυγνού συμφέροντος; Έχει αποσυνδέσει ή όχι τον κόσμο —μέσω της ενδοκοσμικής δήθεν αυτάρκειας— από τη θεία χάρη και υποκαταστήσει την αναζήτηση της αλήθειας με το κυνήγι των πεπερασμένων απολαύσεων, καθιστώντας τη ζωή ατελέσφορη, νευρωσική, σισύφειο μαρτύριο;

ζ. Η έξωθεν περί κοινωνίας πολιτική, αντικατοπτρίζει ή όχι την έσωθεν περί εαυτού πολίτευση; Η πολιτική ασκείται από ανθρώπους και οι άνθρωποι ασκούν πολιτική βάσει της έσωθεν τακτοποίησης ή… αταξίας τους. Η εικόνα του έξω κόσμου όπως τον ζούμε, άραγε, τι είδους έσω εικόνα του ανθρώπου καταμαρτυρά;

η. Τέλος, δίχως δυστυχώς η λίστα να εξαντλείται στις εν λόγω παραθέσεις, κοιτάζοντας το ζήτημα από αντίστροφη προοπτική: α) Ο λαός, οι πολίτες είναι άμοιροι ευθυνών; Αυτοί δε συν-στελεχώνουν τους πολιτικούς φορείς και συν-ασκούν την πολιτική, αυτοί (με διεφθαρμένα και διεστραμμένα κριτήρια) δε νομιμοποιούν με την ψήφο τους τις πολιτικές πράξεις ή παραλήψεις, αυτοί δηλώντάς της υποτέλεια, καταθέτοντας άκριτα ή ιδιοτελώς στα πόδια της τα διαπιστευτήριά τους, δεν τη θεοποιούν ωθώντας την στην ασυδοσία με τον αέρα της αυθεντίας; β) Ποια η —κατά περιόδους και κατά περίσταση— τηρητέα στάση (μέρους) της Διοικούσας Εκκλησίας;

Οι ερωτηματικές διαζεύξεις που μόλις παρατέθηκαν έχουν χαρακτήρα ρητορικό, που πρωτίστως γυρεύουν ενδόμυχη απόκριση. Κοντολογίς, οδεύοντας προς το τέλος, καμία κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει αν δεν έχει προηγηθεί η οντολογική αλλαγή, που αφενός αποτελεί ευθύνη προσωπική, αλλά αφετέρου είναι αδύνατον να συντελεστεί και να ευδοκιμήσει σε περίκλειστες λογικές. Θέλει ανοιχτοσύνη. Κι αποφασιστικότητα να τολμηθεί το δίπτυχο προσευχή – πρακτική μετάνοια. Προσευχή: «Μνήσθητι, Κύριε, των αρχόντων και βοήθησον αυτούς να κυβερνούν χριστιανικά», δέεται σε μία από τις προσευχές του ο άγιος γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης. Πρακτική μετάνοια: Αλλαγή νου, εν Χριστώ μόρφωσή του/χριστοποίησή του, αλλά και απαύγαση του βίου μέσω του χαροποιού ασκητισμού. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πετρ. 1, 16), που σύμφωνα με τον σπουδαίο λειτουργιολόγο π. Αλέξανδρο Σμέμαν, άγιος είναι «κάθε άνθρωπος που παίρνει πάντοτε στα σοβαρά την πίστη του» (2016, σ. 203). Αυτή, λοιπόν, η αγιότητα του βίου είναι που ανυστερόβουλα, διακριτικά, δίκαια και ελεύθερα δύναται να εκλεπτύνει τα κριτήρια, να φωτίζει την πράξη, να συνάζει τα διασκορπισμένα, είτε αναφερόμαστε στη στενή είτε στην ευρύτερη συνάφεια των σχέσεων. Η αγιότητα, ως διαρκής επιδίωξη της θείας ταπείνωσης και αγάπης, θα μπορούσε να αλλάξει «τα πεπρωμένα όλων των ανθρώπων και να μεταμορφώσει τον κόσμο σε μία ώρα», μνημειωδώς αναφέρει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, 2013, σσ. 266 – 267). Απλώς (μα όχι απλοϊκώς) «γεύσασθε και ιδέτε» (Ψαλμ. 33).

Δεν παραβλέπω α) το γεγονός της διαβλητότητας και μεταβλητότητας του ανθρώπου —κατ’ επέκταση των δράσεών του— και τη σύγχυση που αυτές προξενούν στη θέαση και την ερμηνεία του ρόλου της ιστορίας και της εσχατολογίας στο απτό του βίου, β) τα δυο άκρα που επιτάσσουν είτε να λησμονείται το αληθές ότι το Ευαγγέλιο «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18, 36), είτε να δαιμονοποιείται/απορρίπτεται ο κόσμος συλλήβδην, γ) τους πάσης φύσης περιορισμούς. Παρ’ όλα αυτά, τούτες ακριβώς οι συνειδητοποιήσεις ήταν που με ώθησαν στην προσπάθεια σύνθεσης, μετερχόμενος «υλικών» εκλεκτών και εμπνευσμένων, μιας εναλλακτικής πρόσληψης του ζητήματος της πολιτικής, πέραν της τετριμμένης και παρωχημένης ιδεολογικής, οπορτουνιστικής, παθολογικής, απαξιωτικής ή απλά αδιάφορης προσέγγισής του. Όπως και τα εξής: Το ορθό της διαπίστωσης —για να παραφράσω τον τολμηρό μα συνάμα ρεαλιστικό λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τα μοναστήρια— ότι η πολιτική είναι απαραίτητη, διότι ο κόσμος δεν είναι χριστιανικός. Η επισήμανση του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, πως αν δεν δεις τον Χριστό από αυτή τη ζωή, μην περιμένεις να τον δεις στην άλλη. Ότι η αλησμόνητη θέαση του «εις της Τριάδος» Ιησού Χριστού είναι αυτή που καθιστά τέλειο το καλό λίαν· αυτή και μόνον αυτή, προκαταβολικά ιστορικά, τελεσίδικα εσχατολογικά. Η δυναμική της διαπίστωσης πως «η έλλειψη κάνει δυνατή την ύπαρξη μιας κοινωνίας» (C. S. Lewis, εκδ. Ιωνάς, 2019, σ. 25). Παρενθετικά: Η τρέχουσα παράγραφος με τις φαινομενικά ατάκτως ερριμμένες προτάσεις της, με λίγη καλή διάθεση ίσως και να μπορεί να λειτουργήσει ως άλας ενός ομολογουμένως άνοστου κειμένου κι ως αρμόκολλα για τις χαραμάδες που μες στη συνοπτικότητά του μοιραία επιτρέπει να χάσκουν ορθάνοιχτες.

Κατέστη θαρρώ ευδιάκριτο ότι όλα όσα ειπώθηκαν, υποστασιάζονται στις περιπτώσεις εκείνες που οι θείες εντολές, το θέλημα του Θεού αποτελούν ελεύθερο κριτήριο ισορροπημένου βίου, ιδιωτικού και δημόσιου, στη «μικρά ζύμη που όλον το φύραμα ζυμοί» (Γαλ. 5, 9), ενέχοντας συνάμα χαρακτήρα προσκλητήριο (η υπόψη προοπτική είναι ήδη διατυπωμένη λίγες γραμμές νωρίτερα). Εν τέλει ό,τι ειπώθηκε, ειπώθηκε ως απόρροια της βαθιάς πεποίθησης, ότι το πολιτικό πρόβλημα, ως αναπόσπαστο μέρος —γενεσιουργό μα και παρεπόμενο— του κοινωνικού, είναι πρόβλημα βαθύτατα… θεολογικό.

ΠΗΓΕΣ/ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρούτσου Χρήστου, «Εκκλησία και Πολιτεία εξ επόψεως ορθοδόξου», τύποις Εκκλησιαστικού Κήρυκος, εν Αθήναις 1920.

Βασιλείου Μεγάλου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, «Προς πολιτικούς άρχοντες - Στον Ευτρόπιο Α΄ και Β΄», μτφρ Ευάγγελος Π. Λέκκος, ΛΥΧΝΟΣ, 2004.

Γουέαρ Καλλίστου Επισκόπου Διοκλείας, «Ο ορθόδοξος δρόμος», Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα 1994.

Καρμίρη Ιωάννου, «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», κεφ. 5 στο κείμενο «Η εκκλησιολογία του Μεγάλου Βασιλείου», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αθηνών, 1958.

Κονιδάρη Γερασίμου Ι., «Πολιτεία και πολιτειακός βίος εν τη λατρεία του ορθοδόξου χριστιανισμού», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Τόμος ΙΔ, 1963.

Μαντζαρίδη Γεωργίου Ι., «Ορθόδοξη θεολογία και κοινωνική ζωή», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996.

Μεταλληνού Γεωργίου Δ., «Ο κίνδυνος της εκκοσμίκευσης – από το μαρτύριο στον πειρασμό της εξουσίας», στον τόμο «Εκκλησία και Εκκοσμίκευση», εκδόσεις ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, Αθήνα 2004.

Μεταλληνού Γεωργίου Δ., «Ορθόδοξη θεώρηση της κοινωνίας», εκδόσεις Μήνυμα, 1986.

Μπουγάτσου Νίκ. Θ., «Ο ορθόδοξος δρόμος για την πολιτική εξουσία. Από την ματαιοδοξία στην κένωση», Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2000.

Νέλλας Παναγιώτης, «Ορθοδοξία και Πολιτική. Τρεις Βιβλικές προϋποθέσεις», στον τόμο «Μαρτυρία Ορθοδοξίας», ΕΣΤΙΑ, Αθήναι 1971. Σημ.: Ίσως ότι πιο εμπνευσμένο έχει γραφτεί επί του θέματος!

Παπαθανασίου Θανάση Ν., «Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία. Μία Προκήρυξη», ΑΚΡΙΤΑΣ, 2006.

Πέτρου Ιωάννης Σ., «Κοινωνική δικαιοσύνη. Το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης στην παράδοση της Ορθοδοξίας», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992.

Ροδίτη Γεωργίου Δ., «Χριστιανισμός και πλούτος», Αθήνα 1994.

Schmemann Alexander, «Για να ζήσει ο κόσμος», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2010.

Schmemann Alexander, «Μεγάλη Σαρακοστή – πορεία προς το Πάσχα», Εκδόσεις Πορφύρα, 2016.

Φλωρόφσκυ Γεωργίου π., «Το σώμα του ζώντος Χριστού», Εκδόσεις Αρμός, 1999.

 

Το έργο ψηφιακής ζωγραφικής που πλαισιώνει τη σελίδα ("Όνειρο", 2010) αποτελεί δημιουργία του Γιώργου Κόρδη.

7 Σχόλια

  1. Ωραίο κείμενο.
    Νομίζω αντέχει μία περιεκτική σχετική γενίκευση; Τι ήθελε ο Χριστός; Ίνα όπου είναι Αυτός με τον Πατήρ κι εμείς να είμαστε. Να είναι όλοι μέτοχοι και σύνεργοι (γίνεσθε) της αγιότητας. Θέλει κανείς πολιτικός αυτό το πράμα; Το πιστεύει, έστω; Ο πιο χριστιανοφανής στο τελευταίο debate έταζε τη φυλάκιση των ενόχων. Σώζετε κανείς με αυτές τις χριστιανικές και μη διαολιές; Προοπτική, κάποιος, κάποια; Οι επενδύσεις των περαστικών, με target group περαστικούς, στα νησιά; Η Δήμητρα, η Κούλα και «πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος»; Δεν υπάρχει ένας άνθρωπος να διαμαρτυρηθεί μόνο και μόνο για τον τρόπο που ο ένας βρίζει τον άλλο, για το ότι αυτοί οι βαρετοί κι ανάλατοι πτυχιούχοι έχουν στομάχια να κυβερνήσουν ποιος να πάρει η ευχή; Την Ιστορία του Ελληνισμού; Λυπάμαι: ο πήχης έφθασε το βόθρο. Και μυρίζει όπως μυρίζει, βέβαια.

    Νομίζω είναι γραφτό να ζήσουμε την κλιμάκωση της ηλιθιότητας και χλιαρότητας (εφόσον φτύνουν τη ζωή και ιστορία όλων αυτών που αγωνίστηκαν και ενέπνευσαν έως τώρα τον τόπο), έως και την κατάρρευσή τους, προφανώς μέσω μίας ευλογημένης κρίσης.

    Έχουν καμιά σχέση αυτοί οι τύποι και οι τύπισσες με τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη και τον Ελύτη; Με τους Αγίους, με την ελευθερία και τη θυσία, με την έγνοια και για τα άλλα έθνη (Μ. Φώτιος, Θ. Μετοχίτης, Ν. Βλεμμύδης κ.ά.); Τα μαγαζιά τους τρέχουν οι άνθρωποι, άσχετα που τσιμπάνε τα παιδιά ήδη από τα πανεπιστήμια. Αλλά έχει ο Θεός για τα ορφανά που δε πρόλαβαν καν να σκεφτούν και μείναν αδειανοί πελάτες ψυχολόγων.

    Ένας είναι ο δρόμος: όταν τα εν εαυτώ προβασιλεύει […]πάντας εις εαυτόν επιστρέφει (Βασιλικός Ανδριάς).

    Δεξιά κι αριστερά μου νύχια. Αυτό που φτύνεται, μια μέρα θα σας σώσει, φτύνοντας το όντως αξιόπτυστο της ιστορίας (καθέτως, κι όχι την αριστερή και δεξιά πτέρυγα).

    Συγγνώμη για την έκταση κ. Γιώργο.

    • Αγαπητέ κ. Τουλαντά, Χριστός Ανέστη!
      Καταρχάς απολογούμαι για την καθυστερημένη απόκριση. Σας ευχαριστώ για τον κάματο του σχολιασμού, χαρά μου η ευαρέσκειά σας.
      Συμμερίζομαι τα γραφόμενά σας. Ζοφώδης η εποχή μας, τόσο μα τόσο ιδανική για πνευματική άθληση και προκοπή. Το εξομολογούμαι δημόσια: έχω την αίσθηση πως τούτη ακριβώς η εποχή είναι που θα με κρίνει, ζω με τον καημό ότι σαν μετρηθώ θα βρεθώ μικρότερος των προσδοκιών της. Όμως, εκεί στα πολύ ναδίρ μου, να σου οι συμμαχικές ενισχύσεις: ο αναστάντας Χριστός, οι άγιοί μας (η συνείδηση της πίστης μας) και κάποιοι αξιοθαύμαστοι συν-άνθρωποι της καθημερινότητας που ήσυχα και μυστικά επιμένουν να αντιμάχονται την φτήνια… τείνουν χείρα βοηθείας.
      Συγχωρέστε μου τον “εκ γαρ του περισσεύματος…” προσωπικό τόνο.
      Καλά κουράγια στον αγώνα τον καλό!

      Ταπεινά δικός σας,

      Γ.

  2. Αψηφήστε ψηφίζοντας πρόσωπα δίχως προσωποληψία επικαλούμενοι την χάρη της διάκρισης που διαχωρίζει την ήρα από το σιτάρι και τα πρόβατα από τους λύκους που έρχονται φορώντας την προβιά τους.
    Παρήγορο που σε κρίσιμες στιγμές αρθρώνεται ουσιαστικός λόγος απο καινούργιες και παλιότερες φωνές που έχουν κάτι να πούν που ξεχωρίζει την πληροφορία από την γνώση.
    Εν αρχή ήν ο Λόγος
    Στα θετικά της συνεισφοράς του αντίφωνου.
    Καινούργια πολιτική με την κοινοποίηση του ονόματος και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης στα προαπαιτούμενα της συμμετοχής στη συζήτηση;

  3. Αξιότιμε κ. Λοβέρδο,
    Σας ευχαριστώ εκ μέσου και εκ βάθους καρδίας για τη θετική υποδοχή του κειμένου.
    Ιδιαιτέρως σας ευχαριστώ αφενός για την επισήμανση του προβληματικού της προσωποληψίας ως κριτηρίου πολιτικού (μα και εν γένει), αφετέρου για την παρότρυνση υιοθέτησης της αρχαίας —αεί επίκαιρης— μεθόδου πολίτευσης της Παραδόσεώς μας: την επίκληση της χάριτος, την προσευχή.
    Χριστός Ανέστη!

    Με εκτίμηση,

    Γ.

  4. κ. Γ. είμαι μικρός.
    Δε έχω γνώσεις περί πολιτικής.
    Δεν βρίσκω καν τη διάθεση να αρθρώσω έναν πράο λόγο.

    Κάπως αυθαίρετα, μου έρχονται στο μυαλό κείμενα, π.χ. του Eliot, που αφενός μεν λέει ότι οι ηγέτες πρέπει να είναι σύμβολα κατά την των κυβερνωμένων πίστη (ό,τι κι αν πιστεύουν οι ίδιοι – να σέβονται), αφετέρου δε, έγραφε θυμάμαι για την απαξίωση της χριστιανικής πνευματικότητας των Δυτικών, καταλήγωντας στο λακωνικό «το πείραμα θα αποτύχει».
    Έπειτα σκέφτηκα το κυνικό του Ionesco που λέει πως την πολιτική (έως ένα βαθμό φαντάζομαι είναι σωστό) θα έπρεπε να την κάνει το computer. Μετά τον Kafka να λέει πως ένα μέσον του κακού είναι ο διάλογος. Και πραγματικά, δεν είναι δημοκρατικό – παραδόξως – να βρίσκονται τα πάντα υπό συζήτηση• κάτι που αφορά στην πολιτική νοοτροπία έως και τη διδακτέα ύλη της δευτεροβάθμιας.

    Δεν ξέρω. Ο Γ. Παπανδρέου δε θα πρεπε να απαγορεύεται, π.χ.; Ο νυν δήμαρχος Αθηνών είναι πρόσωπο «δημάρχου Αθηνών»; Οι ακροδεξιές φωνές, έχουν καμιά σχέση με τον Ελληνισμό (ο Κολοκοτρώνης, με τη στάση του σε ανθρώπους που τον φυλάκισαν, που σκότωσαν το γιο του, δε μας ελέγχει, δε μας βγάζει λίγους, άσχετους, βλάσφημους, βολεμένους στο μίσος μας που ντύνουμε πατριωτισμό;);

    Δεν ξέρω. Στοχαζόμουν τις προάλλες ακριβώς αυτό το απροσωπόληπτο: θα γινόταν να ψηφίζουμε απευθείας έργα, αντί για ανθρώπους; Αυτό το τελευταίο με βασανίζει, κάπως. Το τί θα ψηφίσω, τί θα βγει κτλ. όχι, ομολογώ. Πόσα φράγκα ξοδεύτηκαν, από τόσους και τόσους, τα τελευταία 40 χρόνια, για να προωθήσουν την «ικανότητά» τους, την ελπίδα που έρχεται; Πόσα, από την άλλη, για να κυβερνούν καμία πενηνταριά και όλοι οι υπόλοιποι για να τους βγάζουν γλώσσα. Ότι κι οι μεν κι οι δε κάποια στιγμή, επί κάποιου θέματος είχαν μια κάποια καλή ιδέα, και η ομόνοια ήταν το πρέπον. Όμως το πρέπον και η νοοτροπία της κομματικής γραμμής, όχι είναι σε πόλεμο, αλλά δε μπορούν να βρεθούν για ένα καφέ να συζητήσουν, που λέει ο λόγος. Κάποιος έλεγε ότι έχει καταργηθεί η διαλεκτική πια. Άρα, δεν ξέρω. Κι ενώ σπάνια αφήνω σχόλια σε άρθρο, βρόμισα το δικό σας με τις τσαπατσουλιές μου. Και συγγνώμη.

    Εύχομαι για όλους, πραγματικά… να επιβιώσουν της πιο σκοτεινής ώρας που είναι λίγο πριν χαράξει (Θ. Κ.), και να ζήσουν υπό τον ήλιο, που θέλουν δε θέλουν, κάποια στιγμή θα βγει.

  5. Μεγάλη παρηγοριά η ευκαιρία που δίνει το αντίφωνο στην παρακολούθηση του είδους του ουσιαστικού διαλόγου που προκύπτει στην συνέχεια του κειμένου από τόσο καλούς συζητητές όπως ο κύριος Τασιούδης και ο κύριος Τουλαντάς που επίσης έχω παρακολουθήσει (και είχα την ευκαιρία να σχολιάσω ακροθιγώς σε προηγούμενα κείμενα του στο φιλόξενο περιοδικό)
    Κατ ελάχιστον προκύπτει η υποχρέωση της αναγνώρισης της προσπάθειας που κάνουν να στηρίξουν τον λόγο με την παράθεση των απόψεων τους.
    Ισως μια παραπομπή στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο Αριστοτέλης την ρητορική, αν δεν κουράσει, και με την αίρεση της πιθανής αστοχίας και αναντιστοιχίας της αδόκιμης μετάφρασης μου θα μπορούσε να διευκρινίσει κάπως περισσότερο την προσπάθεια αναφοράς μου στην προσωποληψία.
    «…Τρία είδη πίστης, αποκομίζονται (καθώς προκύπτουν ως συμπέρασμα) δια του λόγου. Η μια είναι η πίστη που βρίσκεται στο ήθος του λέγοντος, ενώ η άλλη βρίσκεται στο πώς ο λέγοντας προδιαθέτει τον ακροατή του απέναντι σ αυτά που ακούει, και η άλλη προκύπτει μέσα από τον ίδιο του τον λόγο καθώς αυτό που λέγεται ή μας αποδεικνύει κάτι, ή κάνει να μας φαίνεται πως μας το αποδεικνύει. Από το ήθος προκαλείται η πίστη, όταν ο λόγος λεχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει αξιόπιστο τον λέγοντα Σ αυτούς που δείχνουν πως διάκεινται επιεικώς, σύμφωνα μ αυτά που μας λένε, μάλλον πιστεύουμε περισσότερο και γρηγορότερα, και απλά (δίχως να υπάρχει άλλος ειδικότερος λόγος να το αναλύσουμε περισσότερο) για όλα όσα μπορεί να λέγονται (κάτω απ αυτήν την διάθεση), αλλά εκεί όπου δεν υπάρχει (έλεγχος για) το ακριβές των λεγομένων και συναντάμε (επομένως) κάτι το αμφιλεγόμενο, εκεί είναι που ακόμη περισσότερο και παντελώς (δεν μπορεί παρά να πιστεύουμε στο ήθος του λέγοντος). Κι αυτό, καθώς συμβαίνει, πρέπει όμως να συμβαίνει δια του λόγου (καθώς ακούμε αυτόν που μιλάει να μας λέει αυτό που λέει), και όχι από προγενέστερη γνώμη που έχουμε για το ποιος είναι αυτός που μας τα λέει. Δεν θέτουμε επομένως, όπως το κάνουν κάποιοι από αυτούς που ασχολούνται με την τεχνική πλευρά του λόγου, πως το επιεικές της αντιμετώπισης (των υποθέσεων που κρίνονται από ένα ανοικτό μυαλό) σε τίποτε δεν συμβάλλει τελικά προκειμένου να γίνει αποδεκτό κάτι ως πιθανόν, αλλά αντιθέτως, εμείς θέτουμε (εξ αρχής) ότι το ήθος σχεδόν αυτό από μόνο του έχει να κάνει με την (καλή) πίστη.
    Δια της διάθεσης δε των ακροατών γίνεται πιστευτό κάτι, όταν παρασυρθούν από τον λόγο που ακούν στο εμπαθές της αντίληψης των πραγμάτων,. Αφού δεν αποδίδουμε όμοια τις κρίσεις μας όταν λυπούμαστε και όταν χαιρόμαστε, ή όταν αισθανόμαστε φιλικά ή μισούμε. Κάτι που αποκλειστικά αποπειρώνται να επιτύχουν, θα λέγαμε, όσοι επιδίδονται συστηματικά σήμερα με την τεχνική του λόγου. Για το καθένα από αυτά ξεχωριστά λοιπόν θα αναφερθούμε όταν μιλήσουμε για τα πάθη. Δια του λόγου τώρα πιστεύουν αυτοί που ακούνε, αν τους δείξουμε το αληθές ή αυτό που φαίνεται αληθές από όσα είναι πιθανά κατά περίπτωση.
    Επειδή λοιπόν όσα γίνονται πιστευτά με τούτα τα μέσα γίνονται πιστευτά, είναι προφανές ότι αυτά όλα μπορεί κανείς να τα κατέχει αν μπορεί να τα συλλογιστεί επαρκώς και να θεωρήσει τα σχετικά με τα ήθη και τις αρετές και τρίτο (όταν ασχοληθεί με) όσα είναι σχετικά με τα πάθη, (προκειμένου να ξεχωρίσει) ποιο είναι το καθένα από τα πάθη και από τι συνίσταται, και από ποια πράγματα γίνεται να εγείρονται και πώς, ώστε τελικά συμβαίνει, ως εκ τούτου, η ρητορική παρεμφερής, κατά κάποιο τρόπο, της διαλεκτικής να είναι, και της διαπραγμάτευσης όσων έχουν να κάνουν με τα ήθη, αυτό που δικαιολογημένα θα αποκαλούσαμε πολιτική. Γι αυτό και η ρητορική μπαίνει στο ρούχο της πολιτικής Για αυτό και όσοι την αντιποιούνται, οι μεν από απαιδευσιά, οι δε από αλαζονεία, κι άλλοι για άλλες ανθρώπινες αιτίες το ίδιο καταλήγουν να κάνουν. Έχει να κάνει, λοιπόν, με κάποιο μέρος της διαλεκτικής και είναι ομοίωμά της, η ρητορική, όπως εξ αρχής το είπαμε. Αφού με την γνώση τίποτε προσδιορισμένου, κατά κάποιο τρόπο, ούτε η μια ούτε η άλλη δεν έχουν να κάνουν, αλλά είναι και οι δύο δυνατές στο να παράγουν πορίσματα με λόγους και συλλογισμούς…»
    Παραθέτω το πρωτότυπο προς αποφυγή πιθανής παρανόησης του αρχικού νοήματος
    Βιβλίο 1, κεφ 2
    [1356a] (1)[3] τῶν δὲ διὰ τοῦ λόγου ποριζομένων
    πίστεων τρία εἴδη ἔστιν: αἱ μὲν γάρ εἰσιν ἐν τῷ ἤθει τοῦ λέγοντος, αἱ δὲ ἐν τῷ τὸν ἀκροατὴν διαθεῖναί πως, αἱ δὲ ἐν αὐτῷ τῷ λόγῳ διὰ τοῦ δεικνύναι ἢ φαίνεσθαι δεικνύναι. [4] διὰ μὲν (5) οὖν τοῦ ἤθους, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα: τοῖς γὰρ ἐπιεικέσι πιστεύομεν μᾶλλον καὶ θᾶττον, περὶ πάντων μὲν ἁπλῶς, ἐν οἷς δὲ τὸ ἀκριβὲς μὴ ἔστιν ἀλλὰ τὸ ἀμφιδοξεῖν, καὶ παντελῶς. δεῖ δὲ καὶ τοῦτο συμβαίνειν διὰ τοῦ λόγου, ἀλλὰ μὴ διὰ τοῦ (10) προδεδοξάσθαι ποιόν τινα εἶναι τὸν λέγοντα:
    οὐ γάρ, ὥσπερ ἔνιοι τῶν τεχνολογούντων, τίθεμεν ἐν τῇ τέχνῃ καὶ τὴν ἐπιείκειαν τοῦ λέγοντος, ὡς οὐδὲν συμβαλλομένην πρὸς τὸ πιθανόν, ἀλλὰ σχεδὸν ὡς εἰπεῖν κυριωτάτην ἔχει πίστιν τὸ ἦθος.
    [5] διὰ δὲ τῶν ἀκροατῶν, ὅταν εἰς πάθος ὑπὸ τοῦ λόγου προαχθῶσιν: (15) οὐ γὰρ ὁμοίως ἀποδίδομεν τὰς κρίσεις λυπούμενοι καὶ χαίροντες, ἢ φιλοῦντες καὶ μισοῦντες: πρὸς ὃ καὶ μόνον πειρᾶσθαί φαμεν πραγματεύεσθαι τοὺς νῦν τεχνολογοῦντας. [6] περὶ μὲν οὖν τούτων δηλωθήσεται καθ’ ἕκαστον, ὅταν περὶ τῶν παθῶν λέγωμεν, διὰ δὲ τοῦ λόγου πιστεύουσιν, ὅταν ἀληθὲς (20) ἢ φαινόμενον δείξωμεν ἐκ τῶν περὶ ἕκαστα πιθανῶν.
    [7] ἐπεὶ δ’ αἱ πίστεις διὰ τούτων εἰσί, φανερὸν ὅτι ταύτας ἐστὶ λαβεῖν τοῦ συλλογίσασθαι δυναμένου καὶ τοῦ θεωρῆσαι περὶ τὰ ἤθη καὶ περὶ τὰς ἀρετὰς καὶ τρίτον [τοῦ] περὶ τὰ πάθη, τί τε ἕκαστόν ἐστιν τῶν παθῶν καὶ ποῖόν τι, καὶ ἐκ τίνων ἐγγίνεται (25) καὶ πῶς, ὥστε συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι καὶ τῆς περὶ τὰ ἤθη πραγματείας, ἣν δίκαιόν ἐστι προσαγορεύειν πολιτικήν.
    διὸ καὶ ὑποδύεται ὑπὸ τὸ σχῆμα τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορικὴ καὶ οἱ ἀντιποιούμενοι ταύτης τὰ μὲν δι’ ἀπαιδευσίαν, τὰ δὲ δι’ ἀλαζονείαν, (30) τὰ δὲ καὶ δι’ ἄλλας αἰτίας ἀνθρωπικάς: ἔστι γὰρ μόριόν τι τῆς διαλεκτικῆς καὶ ὁμοίωμα, καθάπερ καὶ ἀρχόμενοι εἴπομεν: περὶ οὐδενὸς γὰρ ὡρισμένου οὐδετέρα αὐτῶν ἐστιν ἐπιστήμη πῶς ἔχει, ἀλλὰ δυνάμεις τινὲς τοῦ πορίσαι λόγους.

    Χαίρετε από καρδιάς και υγιαίνετε σωματικά και πνευματικά σε κάθε είδους πορεία και προσπάθειά σας

    Αληθώς Ανέστη ο Κύριος

  6. Ευχαριστώ για το κόπο σας και χαίρομε ομού για την στάση του Αντιφώνου απέναντι στους ανθρώπους που δύσκολα θα βρουν βήμα χωρίς να στρατεύονται ή έστω περιορίζονται. Εύχομαι κάποια στιγμή να βρει αντάξια υποστήριξη αυτής που παρέχει.

    Ένα προεκλογικό και μη, περιεκτικό των περ ποιιήσεών μου και κατακλείδα, από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Δε ζητάμε να νικήσουμε… αλλά να προσλάβουμε τους αδερφούς μας, εν των οποίων το χωρισμό σπαρασσόμεθα. Κατά κόσμον δε γίνεται να συμβεί αυτό, έστω και σε μια κάποια υψηλή ένταση. Καταλήγω, δηλαδή εκεί απ όπου ανάβει ο προβληματισμός μου, στον κ. Τασούδη: επίκληση.
    Και πάλι ευχαριστώ για την διάθεση και διαθεσιμότητα.

    Αληθώς Ανέστη ο Κύριος

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ