Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ: H ολοκλήρωση της μετάλλαξης της συστημικής αριστεράς σε ένα ακόμα εργαλείο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης

2
1316

Οι εκλογικές και μετεκλογικές εξελίξεις στον χώρο της συστημικής αριστεράς, και συγκεκριμένα στον ΣΥΡΙΖΑ, έδειξαν την ήδη διαφαινόμενη και λειτουργούσα τάση στα ελληνικά πράγματα, η οποία βέβαια- ως συνήθως- αντανακλά και το διεθνές περιβάλλον. Δεν ασχολούμαι με το ΚΚΕ και άλλες αριστερές συνομαδώσεις, διότι ίσως δεν έχουν και κάποιο ειδικό βάρος.

Η εγκατάλειψη του «φτωχού κόσμου» από τον ΣΥΡΙΖΑ και η ανταπόδοση που του επιφύλασσε αυτός, δεν είναι μόνο ένα στατιστικο-εκλογικό συμπέρασμα. Τα δυτικά προάστια και οι «λούμπεν» περιοχές του Ασπρόπυργου και της Ελευσίνας απέδειξαν μέσω της εκλογικής τους συμπεριφοράς τα όρια της αριστερής πολιτικής[1]. Αρχικά μπορεί να μιλήσει κανείς για μία «αστοχία» της προεκλογικής καμπάνιας. Σύντομα, όμως, θα δει ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, απλό και συγκυριακό. Εδώ έχουμε την έκφραση βαθύτερων τάσεων στον χώρο της αριστεράς που τώρα αρχίζουμε να τις συνειδητοποιούμε.

Επειδή κατά τον γράφοντα ο ελληνικός πολιτικός βιότοπος ήταν πάντοτε μία μεταφορά των δυτικών εξελίξεων και διαδικασιών, καθώς έχει στερηθεί την ικανότητα παραγωγής αυτόνομου λόγου, θα μου επιτρέψει ο αναγνώστης μία σημαντική για το θέμα παρέκβαση. Στη Μέκκα της ελληνικής αριστεράς, στη Γαλλία της «επαναστατικότητας», ήδη από το 1970 και μετά παρατηρείται μία αλλαγή των στελεχών του ΚΚΓ: από τον κόσμο των εργατών και των αγροτών πλέον τα στελέχη του ΚΚΓ αντλούνται από τα μεσαία, συνήθως δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα. Η κρίση της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1970, η αποβιομηχανοποίηση και οι χωροταξικές αλλαγές, οδήγησαν σε μία αλλαγή του «τοπίου», αναφορικά με τους αποδέκτες του πολιτικού λόγου αυτού του κάποτε ισχυρότατου φορέα της αριστεράς στη Δυτική Ευρώπη[2]. To ίδιο μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι συμβαίνει σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, στην Ευρώπη της Σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης. Τα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν τα Σοσιαλδημοκρατικά πειράματα στη μεταπολεμική Ευρώπη γηράσκουν και πεθαίνουν, ενώ η κρίση της μετανάστευσης και τα θέματα των (πολιτισμικών ή άλλων) ταυτοτήτων κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος και δημοσιότητα[3]. Θα αντέτεινε κάποιος ότι μιλάμε για την απομάκρυνση της αριστεράς από τα παραδοσιακά εργατικά στρώματα στις χώρες- κοινωνίες της Ευρώπης, όμως η Ελλάδα δεν είχε ποτέ έντονα εργατικά στρώματα για να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα χειρότερα, θα έλεγα εγώ. Στην πάντοτε μικροαστική ελληνική πραγματικότητα, τα βεβαρυμμένα (λόγω μνημονίων και ανασφάλειας) μεσαία στρώματα οδηγούνται- ακόμη περισσότερο- ν’ επιλέγουν την καθημερινή αξιοποίηση των πελατειακών τους δικτύων για ν’ επιβιώσουν. Και τέτοια δίκτυα κατεξοχήν έχουν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε κάποιους κλάδους ακόμη και το ΚΚΕ. Πάντως, όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει αλήθεια στην κριτική μίας μικρής μερίδας της αριστεράς για τον «μαζοχισμό» της νεοελληνικής κοινωνίας και την υιοθέτηση της τόσο παραδοσιακής πρακτικής επιβίωσης του στυλ «σφάξε με Αγά μου ν’ αγιάσω»[4], πολύ περισσότερο εάν λάβει κανείς υπόψη του τη ραγδαία από-πολιτικοποίηση των τελευταίων ετών, την πτώση του μορφωτικού- κριτικού επιπέδου λόγω της μαζικής αποκτήνωσης των ΜΚΔ (δεν είναι τυχαία η πρόσφατη εκλογική συμπεριφορά των νέων ψηφοφόρων), αλλά και τη μαζική φυγή «δυναμικών» στοιχείων του πληθυσμού στο εξωτερικό. Οπότε αυτοί που απέμειναν, γερασμένοι και κουρασμένοι (ίσως και από την ίδια τους τη ζωή), επιλέγουν μία ψευδαίσθηση πολιτειότητας.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν έχουν την πρόθεση της «αμνήστευσης» του ΣΥΡΙΖΑ και των πολιτικών του, δείχνουν όμως και τα πραγματικά όρια άσκησης και κοινωνικής αποδοχής μίας αριστερής πολιτικής στην Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο λαμβάνει χώρα και στην χώρα, όπως ήδη συμβαίνει στη Δύση, το φαινόμενο του «κοινωνικού εξευγενισμού»: δηλαδή αντί τα προβλήματα αυτά ν’ οδηγούν σε μία αυτοκριτική την αριστερά, την σπρώχνουν ακόμη περισσότερο σε «εναλλακτικές» και νέου τύπου ολιγαρχικές επιλογές. Εδώ εντάσσουμε και το φαινόμενο «Κασσελάκη». Από τα παιδιά του «κομματικού σωλήνα» (Αχτσιόγλου) γίνεται προσπάθεια υπέρβασης προς την κατεύθυνση μίας μη-πολιτικής αριστεράς, μανατζερίστικης και παγκοσμιοποιημένης, η οποία βέβαια ομνύει στα ιερά της ηγεμονικής παγκόσμιας ιδεολογίας (ανοιχτά σύνορα, κινητικότητα, νέες τεχνολογίες, πράσινη ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα, και φυσικά ελευθερία στην αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου και στις ποικίλες συμβιώσεις). Όπως λέγεται επακριβώς, με αφορμή πολεοδομικούς σχεδιασμούς, αλλά και τόσο πολιτικά και κοινωνικά επίκαιρα, «η βαθύτερη ουσία του πολεοδομικού εξευγενισμού ως κοινωνικού φαινομένου έγκειται, ακριβώς, σε τούτη τη μετατροπή των πόλεων σε πάρκα ψυχαγωγίας για τις ‘εκλεπτυσμένες’ και (δήθεν) κσομοπολίτικες ολιγαρχίες και ταυτόχρονα σε safe-spaces αμόλυντα από τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τις οπισθοδρομικές και πατριαρχικές αντιλήψεις της ‘λευκής’ ενδοχώρας κάθε κοινωνίας. Είναι προφανές ότι μέσα σε αυτές τις πόλεις η σύγχρονη ολιγαρχία δημιουργεί νησίδες που της επιτρέπουν να ζει ήσυχη κι αποκομμένη από την υπόλοιπη κοινωνία- όπως εκμυστηρεύτηκε πριν από κάποιο καιρό ο μεγαλοκαλλιτέχνης φίλος του Γ. Βαρουφάκη Μπράιαν Ίνο: κανείς από εμάς που ζούμε στο Λονδίνο δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι ο κόσμος έχανε τις δουλειές του, αντιμετώπιζε ένα άθλιο σύστημα υγείας, έστελνε τα παιδιά του σε φρικτά σχολεία και για πρώτη φορά το μέλλον της νέας γενιάς φάνταζε χειρότερο από των γονιών τους»[5]. Για ποιον Έβρο, Β. Ελλάδα, Ασπρόπυργο και Ελευσίνα, θα μιλάμε τώρα;

Και επειδή, προς ώρας, αυτό το «στυλάκι» εκπροσωπείται καλύτερα από τη ΝΔ (του Κ. Μητσοτάκη), η οποία έχει αναζωογονηθεί από την ιδεολογική και διοικητική παραγωγή πρώην Σημιτικών και Ποταμίσιων ή ατόμων του πάλαι ποτέ «εθνομηδενιστικού» ΚΚΕ Εσωτερικού, σε ιδιάζουσα σουρεαλιστική συμπόρευση με πυρήνες «πατριωτισμού» (τύπου Άρδην), είναι φυσικό κι επόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να διολισθαίνει ολοένα και περισσότερο. Η υποψηφιότητα «Κασσελάκη» επισφραγίζει μία επιθανάτια αγωνία. Αλλά, ίσως, και βάζει υποθήκη για μία εναλλακτική του μέλλοντος- άλλωστε στη χώρα των Λωτοφάγων, το πιο απίθανο σήμερα γίνεται η λύση του αύριο.

Στην «αποικία» της Ελλάδας και σ’ αυτή τη δεδομένη γεωγραφία, η μόνη θετική λύση μίας δυναμικής μικροαστικής αριστεράς (γιατί δεν υπήρχε και δεν υπάρχει άλλη) είναι αυτή της ώσμωσης της κοινωνικής μεταρρύθμισης με την εθνική-πατριωτική αυτοπεποίθηση. Το ιστορικό προηγούμενο του Βελουχιώτη (άσχετα με τις όποιες ενστάσεις μπορεί κάποιος να διατηρεί για τη βιοτή και την πολιτική του) και της κίνησής του δείχνει τι είναι αυτό που φοβούνται οι κρατούντες και τι είναι αυτό που θέλουν όσοι αριστεροί πατριώτες έχουν απομείνει. Ο κοινωνικός πατριωτισμός και η εκκλησιαστική ριζοσπαστική λαϊκότητα είναι ικανά για να δείξουν έναν άλλο δρόμο, μακριά από καπηλείες και υπεξαιρέσεις. Επειδή, δε, αυτές οι ωσμώσεις δεν λένε τίποτε εάν μένουν σε κινήσεις συνεδρίων και εκδοτικών πρωτοβουλιών, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν μέσα σ’ ένα πλαίσιο διοικητικής τεχνικής, ακόμα και με τη χρήση «εργαλείων» άσκησης πολιτικής και ρύθμισης των «αντιπάλων». Η υπευθυνότητα στην άσκηση πολιτικής και η πράξη ως έκφραση ατομικής πατριωτικής υποχρέωσης είναι απαραίτητα προηγούμενα. Θα πρέπει άπαξ και δια παντός να γίνει κατανοητό: ο «αντίπαλος» είναι κραταιός και ισχυρός, μόνο μέσω μίας προσωπικής και κοινωνικής αναδιάταξης μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί.

Επιμύθιο:

«Η διαφορά σαρκασμού σνομπισμού είναι πυρηνική. Ουσιαστικά, η διαφορά αυτή,  στοιχειοθετεί και το δυσεπίλυτο πρόβλημα της απεμπλοκής των στρωμάτων χαμηλής οικονομικής και μορφωτικής ταυτοποίησης από της πάσης φύσεως μελοδραματικές αφηγήσεις . Οι καταγγελίες των αυτονόητων «απατών» , τα απλά οικονομίστικα ευχολόγια  φαίνεται να μην αναχαιτίζουν την επίδραση αυτών των ιδεών: ακριβώς ,γιατί εμπεριέχουν το στοιχείο του σνομπ που ο Γκράμσι έχει επισημάνει. Βέβαια ξέρουμε πως η ανάπτυξη  ενός λεπτού σαρκασμού  ή μιας πολύ επεξεργασμένης ειρωνείας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Έτσι στο μελόδραμα Κασσελάκη ίσωως αξίζει ένα πικρόγλυκο
χαμόγελο». [6]

 

[1] Τ. Γιαννόπουλος, Κ. Παπαντωνίου, «Οδοιπορικό στον Ασπρόπυργο. Οι Σπαρτιάτες της διπλανής πόρτας». Η Αυγή. 16.07.2023.

[2] J. Mischi, «Όταν o κομματικός μηχανισμός απομακρύνεται από τη βάση του Η εξασθένηση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος οφείλεται σε πολλές αιτίες. Μια από αυτές, η οποία μάλιστα επιτάχυνε την καθοδική του πορεία, ήταν η επιθυμία του να προσαρμόσει τον λόγο του στις προσδοκίες της μεσαίας τάξης». Le Monde Diplomatique (ελληνική έκδοση). Ιούνιος 2015.

[3] T. Abou-Chadi, R. Mitterreger, C. Mudde, VERLASSEN VON DER ARBEITERKLASSE?

Die elektorale Krise der Sozialdemokratie und  der Aufstieg der radikalen Rechten. Friedrich-Ebert Stiftung.

[4] Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία, «Ο λαός αγαλλιά, όταν ψηφίζει Δεξιά! Σχετικά με τις εκλογές της 21ης Μαίου».

[5] Ν. Α. Μάλλιαρης, «Εισαγωγή στον χιπστερισμό. Μία ανθρωπολογική προοπτική των πρόσφατων μετασχηματισμών των δυτικών κοινωνιών». Πρόταγμα, 10/2017, σ. 202.

[6] «Το μελόδραμα ως πολιτικό όχημα».

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, χαρακτικό έργο του Τάσσου.

2 Σχόλια

  1. Σουρρεαλιστικὴ ἡ συμπόρευση τοῦ Ἄρδην μὲ μία μικρὴ μειοψηφία ποταμίσιων καὶ ἐκσυγχρονιστῶν, ἀλλὰ ὄχι ἡ συμπόρευση μίας πολιτικῶς ἀμελητέας «χριστιανικῆς πατριωτικῆς Ἀριστερᾶς» μὲ τὸ κέντρο τοῦ μηδενισμοῦ, τὸν ΣΥΡΙΖΑ. Χλευάζετε τὸν λαό πρὸς ἀποφυγὴν αὐτοκριτικῆς. Καλὰ πάει.

  2. Ο σαρκασμός, με εμβληματικό πρότυπο τη στάση ζωής και συμπεριφορά των αρχαίων κυνικών φιλοσόφων, αποτελεί μια υγιά αντίδραση του ελεύθερου πνεύματος απέναντι σε πάσης φύσεως υπερβολές που προσβάλλουν τη νοημοσύνη…απέναντι στο “δήθεν”. Ο σνομπισμός αποτελεί έκφανση του σαρκασμού με μια όμως ουσιώδη και καταλυτική, από ηθική άποψη, διαφορά: εκφέρεται από θέση ισχύος, αφ’ υψηλού, όχι μέσα από το πιθάρι του Διογένη…γι αυτό ο σαρκασμός αποτελεί τέχνη των γενναίων, ενώ ο σνομπισμός χόμπι και παραξενιά των ισχυρών..και τα δύο χρειάζονται οξυδέρκεια, αλλά το πρώτο απαιτεί και κάτι πολύ περισσότερο: γενναιότητα.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ