«Η ποίηση γεννιέται/ μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα,/ μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,/ πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε/ μαζί με τα μάτια σου» εξομολογείται ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημα «Η ποίηση και η ζωή». Αν όπως πάλι ομολογεί ο ποιητής, «η ποίησή [τ]ου αποτελεί την αυτοβιογραφία [τ]ου», τότε το μεγάλο ερωτικό ποίημα «Μαργαρίτα» αποτελεί, κατά την προσωπική μου ανάγνωση, το κατ’ εξοχήν σημείο αυτής της λυρικής αυτοβιογραφίας· επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του με τη ζωή μέσα από το βίωμα του έρωτα και του θανάτου σηματοδοτεί και την ποιητική του ανέλιξη.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ξεκίνησε την ποιητική του σταδιοδρομία κάτω από “σκιές και φώτα”, όπως το διατύπωσε στον τίτλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής· υπό την βαριά σκιά του καρυωτακισμού και του Καρυωτάκη αφενός και υπό το φως και την σκιά του Αλαφροΐσκιωτου Σικελιανού αφετέρου. Για το πρώτο θα αρκούσε ως απόδειξη το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής Κάτω από σκιές και φώτα, με τίτλο «Δίχως πανί»:
Δίχως πανί, δίχως κουπί, αν μάς σέρνει
ο γιαλός μας,
δίχως άστρο αν μάς θέλει η νύχτα,
δίχως ήλιο αν μάς καλεί η ημέρα,
πού είναι ο κόσμος;
Ανάλογη απαισιόδοξη στάση ζωής καταγράφουν και τα ποιήματα της συλλογής Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933), ενώ κορυφώνεται στη συλλογή με τίτλο Η επιστολή του κύκνου (1937) η οποία κλείνει με την χαρακτηριστική φράση «Lasciate ogni speranza, voi ch’ entrate» από το τρίτο Canto της δαντικής Κόλασης. Στο ποίημα «Επιστολή στη γυναίκα μου» από τη συλλογή Οι γκριμάτσες του ανθρώπου το ποιητικό υποκείμενο τής εξομολογείται την απόλυτη μοναξιά του «όσο κι αν τον παρηγορεί ο ίσκιος [της]». Τα ποιήματα, ωστόσο, που απευθύνονται σ’ αυτήν δεν είναι ερωτικά· είναι εξομολόγηση σε μια «φίλη», μια «αγαπημένη φίλη», ενώ στα 1935, χρονολογία κατά την οποία δημοσιεύτηκε η συλλογή, αισθάνεται ήδη «Κουρασμένος νεκρός», όπως τιτλοφορεί ένα από τα ποιήματα. Στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Η συγγνώμη» ο ποιητής αναφέρεται στον «ευτυχισμένο γάμο» που για εκείνη κατέληξε στο «να αγκαλιάζει τη σκοτεινή του σκιά», ενώ παραδέχεται την ολοκληρωτική «προδοσία» του προς τη ζωή και την ποίηση: «γιατί έγινα προδότης/ του ωραίου που με προόριζεν η φύσις μια φορά» αφού δεν αξιώθηκε «να τραγουδ[εῖ] τον έρωτα, το δίκιο, τη χαρά», όπως το είχε διατυπώσει παλαιότερα.
Στα 1938 ο Βρεττάκος δημοσιεύει την εκτενή ποιητική του σύνθεση Το ταξίδι του Αρχάγγελου που θα τύχει ευμενούς κριτικής και θεωρείται σταθμός στην ποιητική του εξέλιξη. Κατά την προσωπική μου άποψη το έργο αυτό είναι υπερεκτιμημένο, καθώς βαραίνει επικίνδυνα πάνω του η δεύτερη “σκιά”, όπως ήδη προανέφερα, δηλαδή η σικελιανική επίδραση· και πιο συγκεκριμένα η ενότητα «Το ταξίδι των Αργοναυτών» από το Πάσχα των Ελλήνων. Έχω τη γνώμη ότι ο Βρεττάκος δημιούργησε το δικό του “μεθυσμένο καράβι” για να απαντήσει στον μυστικιστικό οπτιμισμό του Σικελιανού. Όσον αφορά την ψυχική του διάθεση αλλά και για την ποιότητα του έργου, ο ίδιος την αποτίμησε, νομίζω, επιγραμματικά με τους στίχους: «Και γω που ξέρω πως κανείς στον κόσμο,/κανείς απ’ όσους είδανε τον ήλιο /μια φορά μόνο δε θα με πιστέψει, κάθομαι και διηγιέμαι στη σελήνη,/ το παραμύθι αυτό, πού κάθε νύχτα/ δείχνει ψηλά στο Θεό τη γερασμένη/ μορφή μου».
Σ’ αυτό το ποιητικό και ψυχικό τοπίο κάνει την εμφάνισή της ένα χρόνο αργότερα (1939) η συλλογή Μαργαρίτα-εικόνες από το ηλιοβασίλεμα όπου θεωρώ ότι ο ποιητής «ἔγνω τὴν ἑαυτοῦ φύσιν»· ενώ βιώνει τον έρωτα στο πρόσωπο της Μαργαρίτας, βλέπει συγχρόνως και τον Κόσμο ως αποκάλυψη. Η ριζική αλλαγή η οποία καταγράφεται στο ποίημα όσον αφορά τον ψυχισμό του δεν έχει καμία σχέση με το αίσθημα της εξορίας από τον ουρανό που ο ποιητής-αφηγητής διατύπωσε στην Επιστολή του κύκνου (1937), όπου ακόμη και «η σκοτεινή/ οροσειρά του Ταϋγέτου/ άκαμπτη και ζωντανή/ σαν παραταγμένος θάνατος/[…] αναφέρ[ει] στους ουρανού/ς την κατάσταση του εκπτώτου». Στο ποίημα «Ξημέρωμα στο Σούνιο», που προηγείται του ποιήματος «Μαργαρίτα», το οποίο θα μάς απασχολήσει σχεδόν αποκλειστικά στη συνέχεια, καταγράφεται ανάγλυφα η αλλαγή αυτή, καθώς το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται όχι μόνο να έχει συμφιλιωθεί ξανά με τον εαυτό του και με τη φύση την οποία «είχε προδώσει»[1], αλλά μέσω της ερωτικής αποκάλυψης έχει αποκτήσει ο ίδιος συμπαντικές διαστάσεις:
Είμαι ένα σύνθεμα από ξένο μεγαλείο.
Τα όσα θωρείς στην ύπαρξή μου είναι όλα ξένα.
Κάτι απ’ τη θάλασσα, απ’ τον ήλιο κι από σένα,
κάτι απ’ του δάσους κι απ’ της νύχτας το στοιχείο.
Κι όταν πεθάνω το στοιχείο του θα πάρει
το φως, η θάλασσα, το δάσος, το φεγγάρι
κι εδώ στη θέση μου θα μείνει πια η σιγή.
Κι αυτή η ψυχή που μες στο στήθος μου είχα φέρει,
απ’ του ουρανού ψηλά σαν έπεσα τα μέρη,
θα ’χει σε αγάπη σκορπιστεί πάνω στη γη.
Το αίνιγμα της «Μαργαρίτας» και η κριτική της πρόσληψη
Η «Μαργαρίτα» είναι το πιο γνωστό και πιο δημοφιλές[2] ίσως ποίημα του Βρεττάκου. Η συνήθης πρόσληψή της είναι ότι αποτελεί «ένα επιτυχημένο και φωτεινό σύμβολο, άλλοτε αμιγώς ερωτικό, άλλοτε ευρύτερο» στην ποίηση του Βρεττάκου. Στη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με τον Γιωργή Κότσιρα, «είναι η συγκεκριμενοποίηση μιας αγωνίας για την ανθρώπινη Αγάπη στην ευρύτερη σημασία, που αρχίζει ο ποιητής να οραματίζεται και να βλέπει στο βάθος του κόσμου και στο βάθος της αλήθειας του»[3]. Ο Τάσος Βουρνάς, αρκετά νωρίς, διαπιστώνει ότι «τον ερωτικό Βρεττάκο θα τον συναντήσουμε σίγουρα σ’ ένα άλλο ερωτικό σύμβολο, τη Μαργαρίτα». Και συνεχίζει: «Αυτό το Φαουστικό, αγγελικό γυναικείο σχήμα που πλάθει ο ποιητής με κάποια νεορομαντική διάθεση […] είναι το ιδεατό ερωτικό γυναικείο σχήμα όπου επιτελείται η αναγωγή όλων των ερωτικών οπτασιασμών, η συνισταμένη όλων όσα ονειρεύτηκε κι όσα ονειροπολεί για το μέλλον. Το ποίημα «Τα μάτια της Μαργαρίτας» (1949) είναι η συμπύκνωση και η τελείωση ενός ερωτικού συμβόλου, που τόσο ευρηματικά λειτούργησε στην ποιητική του»[4]. Ανάλογη είναι και η άποψη της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, η οποία στην ολιγοσέλιδη εργασία της για την ερωτική ποίηση του Βρεττάκου, επιγραμματικά αναφέρεται και στην όψιμη μετεξέλιξη της Μαργαρίτας σε «Μαρία»[5]. Διερευνώντας, ωστόσο, τη σχετική βιβλιογραφία δεν βρήκα καμμία περαιτέρω αναφορά ή ερμηνευτική απόπειρα η οποία να προσδιορίζει το ποιητικό στίγμα της «Μαργαρίτας»· να εντοπίζει δηλαδή το πού οφείλεται η αδιάπτωτη γοητεία αυτού του ποιήματος, παρά τον εμφανή σε ορισμένα σημεία σχεδόν κοινότοπο λυρισμό του. Αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να εντοπίσω στη συνέχεια.
Αν και κινδυνεύει να θεωρηθεί ίσως η ερμηνεία μου ως επιστροφή στον βιογραφισμό του δημιουργού πιστεύω ότι η εστίαση στον συμβολισμό του ονόματος Μαργαρίτα συμπαρέσυρε τους μελετητές της ποίησης του Βρεττάκου να το θεωρήσουν ως ψιλό σύμβολο, παραβλέποντας το ενδεχόμενο να έχει και βιωματικό υπόβαθρο. Συμβολικό είναι προφανώς το όνομα Μαργαρίτα, καθώς παραπέμπει ευθέως στη Μαργαρίτα του Φάουστ αλλά και στην δαντική Βεατρίκη. Η εύρεση ενός επιτυχημένου συμβόλου δεν αρκεί καθεαυτή για να δημιουργήσει ένα σπουδαίο ερωτικό ποίημα, αν απουσιάζει το αντίστοιχο βίωμα, όπως πιστεύω ότι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή[6], όπου παρακολουθούμε την συνολική εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας του ποιητή και της Μαργαρίτας: αρχικά την συμπαντικών διαστάσεων ερωτική ευφορία και εν συνεχεία την κατάληξή της ως εμπειρία θανάτου.
Η ανθισμένη νύχτα και η χώρα των Ιλιλαμά
Το ποίημα χωρισμένο σε δύο εμφανείς ενότητες από τον ίδιο τον ποιητή θεματοποιεί τα δύο αιώνια σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τον Μπόρχες, θέματα της λογοτεχνίας: τον έρωτα και τον θάνατο. Το ποίημα αρχίζει με την μνημονική ανάκληση της ερωτικής εμπειρίας που φαίνεται να βιώθηκε κατ’ αρχήν σε έναν εξωπραγματικό χωροχρόνο. Η σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τη Μαργαρίτα προβάλλεται αρχικά στο ονειρικό, μυστηριακό τοπίο μιας ανεπανάληπτης αρχετυπικής νύχτας, όπου ουρανός και γη έχουν γίνει ένα:
Άκουσε το αχνοσάλεμα της νύχτας
και κρύφτη φοβισμένη πίσω από τα χέρια μου
Ανοίγω την πόρτα να ιδώ:
Ο κόσμος λάμπει σαν άστρο.
Ποτέ δεν άνθισε μια τέτοια νύχτα
πέρα ώς πέρα στον ουρανό.
ποτέ δεν ακουστήκαν τόσο καθαρά
τα τρυφερά βελάσματα των άσπρων
αρνιών απ’ τον παράδεισο σ’ όλη τη Γη!
Τη στέγη μας ταράζουν κάθε τόσο
οι ξαφνικές εκλάμψεις της αστροφεγγιάς.
Ανοίγω το παράθυρο και παίρνω
τ’ αστροβρεγμένα στάχυα στην αγκάλη μου.
Χιλιάδες έρωτες είναι ο Θεός!
Χιλιάδες έρωτες είναι ο κόσμος!
Έλα ιδές τ’ άπειρο, Μαργαρίτα!
Ο ποιητής καταγράφει το αίσθημα της ερωτικής πληρότητας ως εκστατική εμπειρία, ως επιφάνεια, όπου ο γήινος χώρος μεταμορφώνεται ριζικά και ο χρόνος διαστέλλεται στο άπειρο:
Ακούμε βαθιά στον ορίζοντα
-σα μουσική που βροντά σ’ υπερπόντιες αχτές-
Τους κρυστάλλινους γύρους της καινούργιας ημέρας
κι ανεβαίνουμε τρέχοντας στους λόφους
να μπούμε στην ατμόσφαιρα των παγωνιών!
Το στήθος μας παλεύει να στηριχτεί
στην άπειρη φωτεινή θάλασσα
μα η ψυχή μας φυσάει από παντού
και φεύγουμε χορεύοντας με χίλια δάχτυλα!
Η ερωτική ευφορία βιώνεται ως απόδραση των δύο ερωτευμένων στη «μυθική χώρα», στην ερωτική ευ-τοπία και εκφέρεται ποιητικά με όχημα τον αποκαλυπτικό λυρισμό που ακροβατεί ανάμεσα στην υπερρεαλιστική μεταφορά και σε διαυγείς εικόνες ενός ιδιότυπου «μαγικού ρεαλισμού»:
Γυρίζουμε γύρω σε μια υδάτινη στήλη
καθώς τα πουλιά στις τούφες των δέντρων
Το κενό μυρίζει καλοκαίρι!
Τα βουνά αχνίζουν στοργή! […]
Στίβουμε το χαμόγελό μας στη θάλασσα
πιασμένοι από τα μεθυσμένα φουστάνια του κόσμου
συγκλονίζουμε τη συνείδηση του Θεού
κι αναστατώνουμε τις κοίτες των ποταμιών
τρελά παιδιά της Εύας και του Αδάμ
που απ’ τις παραμυθένιες χώρες τ’ ουρανού
διαλέξαμε της γης τον έρωτα!
[…]
Πιασμένοι απ’ το χέρι
διπλώναμε τη θάλασσα
διπλώναμε τους αγέρες και τα μεγάλα βουνά,
τα ολόγυμνα στήθη μας ανάπνεαν τόσο βαθιά
που βλέπαμε πέταλα κρίνων
να κατεβαίνουν απ’ τ’ άγνωστο!
Έλιωναν και δρόσιζε τα μαλλιά μας
του παραδείσου το χιόνι!
Η συγκίνηση που μάς προξενεί η «Μαργαρίτα» έγκειται νομίζω στην διάρκεια της επιφάνειας που καταγράφει ο ποιητής, ενώ, ως γνωστόν, κάθε επιφάνεια είτε ως θρησκευτική είτε ως άλλου είδους εμπειρία διαρκεί ελάχιστα[7]. Η εκστατική εμπειρία ως αποκάλυψη πραγματώνεται ποιητικά με το ρητορικό σχήμα της αποστροφής ανανεωμένο ήδη από Το ταξίδι του Αρχάγγελου, όπως εύστοχα έχει επισημάνει η Γεωργία Λαδογιάννη[8]. Το εκεί συλλογικό υποκείμενο «εσείς» γίνεται εδώ ερωτικό «Εσύ» καθώς ο ποιητής απευθύνεται στη Μαργαρίτα, από την οποία παίρνει και ο ίδιος την ταυτότητά του:
─ Έλα να φύγουμε, Μαργαρίτα!
Οι πέτρες κ’ οι ωκεανοί δεν είναι τίποτα!
Περνάμε τη μυθική χώρα!
Κράτησε όσο μπορείς απ’ τη λάμψη του Κόσμου!
Σ’ αυτή τη μυθική χώρα θα αντιπαραθέσει ο ποιητής τη «χώρα των Ιλιλαμά». Αυτή η φανταστική χώρα είναι η απόλυτη δυσ-τοπία: η χώρα «που δεν έχει βρέξει ποτέ,/ που ποτέ δεν τη φώτισε ο ήλιος» και ως εκ τούτου «δεν φύτρωσαν ποτέ λουλούδια». Κατασκευασμένη λεκτικά από βιβλικό υλικό εικονογραφεί ηχητικά την απόλυτη Θεο-εγκατάλειψη καθώς παραπέμπει φανερά στα λόγια του Χριστού επί του Σταυρού: «ἠλί, ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί», τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες»[9]. Αυτός ο ά-τοπος χώρος στον οποίο δεν υπάρχει ήλιος και νερό και δεν φυτρώνουν λουλούδια μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με την εποχή: να είναι, παραδείγματος χάριν, η πολιτική ου-τοπία, όπως συμβαίνει στην ειρωνική «Παραμυθένια πολιτεία» όπου ο ποιητής αναρωτιέται: «Τί έγινε, θεέ μου, η πολιτεία μου;/ Θεέ μου, πού σκόρπισαν τ’ αρνιά;/ Μου πήρε ο άνεμος το δάσος./ Δεν κοιμάμαι πιά!» Αλλά αυτή είναι «μια εποχή πολύ παλιά. […] Τότε που γίνονταν ακόμα να πιστεύει ένα παιδί,/ ότι μπορούσαν να διδάσκουν το Ευαγγέλιο τα πουλιά […]». Μπορεί ακόμα να είναι η εποχή της ποιητικής ανυδρίας… Εν αντιθέσει με την αστείρευτη πηγή της ποιητικής έμπνευσης στην ευ-τοπία της μυθικής χώρας του Έρωτα, όπου σε «συνωστισμό από φως» ο ποιητής έδινε στη Μαργαρίτα να πιεί «το νερό στην παλάμη του»…
Στα συντρίμμια του φεγγαριού…
Ισχυρίστηκα προηγουμένως ότι η γοητεία της «Μαργαρίτας» έγκειται στην διάρκεια της επιφάνειας. Ακόμη και στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, όπου επισυμβαίνει ο θάνατος της Μαργαρίτας και κυριαρχεί ο συγκρατημένος ελεγειακός τόνος, όλα τελούνται και πάλι μέσα σε μια άκρως εκστατική ατμόσφαιρα, μέσα στη λάμψη του θανάτου:
Τα συντρίμμια του φεγγαριού
πέφτοντας από πέτρα σε πέτρα
χρωματίζουν τη θάλασσα…
Και «η ανθισμένη νύχτα» επανέρχεται:
Ποτέ δεν άνθισε μια τέτοια νύχτα
πέρα ως πέρα στον ουρανό […]
Η Μαργαρίτα πλέει μέσα στη διάφανη
γάζα των ουρανών. Πια δεν υπάρχει
σε πεδιάδα ή λόφο η Μαργαρίτα!
Το σχήμα της αποστροφής που προσδίδει υπόσταση στην εκστατική εμπειρία κορυφώνεται καθώς ο ποιητής απευθύνεται στο «Θείο βασίλειο των σκιών»:
─Θείο βασίλειο των σκιών, άγνωστε κόσμε,
πού μπορεί να αναπαύεται η τελειότητα
παρά εδώ που τελειώνουν τα ποτάμια σας
κ’ οι μεγάλες πηγές τους δε βουίζουν
παρά εδώ που τα έργα του Θεού
παίρνουν την καθάρια τους τελείωση,
εδώ κάτω μονάχα εδώ στην έσχατη
φωτισμένη κοιλάδα της σιγής!
Πραγματικός ή συμβολικός ο θάνατος της Μαργαρίτας δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι είναι γεγονός τετελεσμένο:
Την έθαψα στο κοιμητήρι των ερώτων
λευκοντυμένη, κάτω απ’ τις αλέες
κι αντίκρυ απ’ την καλύβα της σελήνης
Αυτό που απομένει είναι η ποίηση η οποία θα διέσωζε την τελειότητα του προσώπου της. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση είναι ανέφικτη. Το ποίημα τελειώνει με την παραδοχή της απόλυτης αδυναμίας του ποιητή να αρθρώσει τον μοναδικό έστω, αλλά αληθινό, στίχο που να κλείνει μέσα του την ψυχή της:
Ο αγέρας της χτυπάει το μέτωπό μου
κι εγώ ένα στίχο δεν μπορώ να γράψω
αιώνιο, απλό και θείο, σαν την ψυχή της!
Το σχήμα της αποστροφής βρίσκει την απόλυτη έκφρασή του στο συμπληρωματικό ποίημα με τίτλο «Τα μάτια της Μαργαρίτας», το οποίο αρχίζει από το σημείο που τελείωσε το προηγούμενο. Όσα δεν είπε τότε η ποίηση τα διασώζει τώρα η μνήμη:
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τα βιβλία που δεν έγραψα.
Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτείες. Ορίζοντες. Κανάλια.
Τα μεγάλα ταξίδια που δεν έκανα βρήκα μέσα στα μάτια σου. […]
Η ακατοίκητη χώρα και η ανάληψη της Μαργαρίτας
Δέκα χρόνια αργότερα στη συλλογή Το βιβλίο της Μαργαρίτας η Μαργαρίτα είναι η μυθική Κυρά της θάλασσας που «μαζεύει σε όστρακα Μάη μήνα» στολίζοντας την «απέραντη κάμαρα της ψυχής της/ με τις ανταύγειες των μεγάλων θαλασσών, κρεμώντας/ χρυσές κουρτίνες στου μοναχικού της πύργου τα παράθυρα». Η Μαργαρίτα που:
Απ’ την πολλή της συλλογή γι’ αυτούς που μένουν, προικισμένη
κι απ’ το Θεό κι απ’ τη χαρά με το ταλέντο της αγάπης,
έγινε αγάπη! Κι έγινε βροχή! Κι έγινε αστέρι και ήλιος!
Για να καταλήξει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο:
Δίπλα στο πέλαγος κείτεται- μια οργιά μέσα στο χώμα
Χλωμή πικρή βασίλισσα, Μάη μήνα η Μαργαρίτα.
Θα βρεθεί επίσης στο ποίημα «Η ακατοίκητη χώρα» από τη συλλογή Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949), όπου όλα φαίνονται στην αρχή ιδεώδη:
Ψωμί απ’ το βάθος του σταριού, μέλι από την κερήθρα του ήλιου
γάλα όλο φως βελούδινο ροδάκινο της δύσης,
μες από την καρδιά της γης νερό μέσα στη φούχτα μου.[…]
Ό, τι έβλεπα/ κι ό,τι άκουγα ήταν αθανασία, […]
Σαν αλαφάκι ακροπατούσε πλάι μου η Μαργαρίτα.
Εδώ θα συντελεστεί η ανάληψη της Μαργαρίτας στην «κορυφή ενός όρους». Ο ποιητής όμως αδυνατεί να θυμηθεί ποιο ήταν:
Πάνω μας έστεκε η κορυφή ενός όρους. (Δε θυμάμαι
αν ήταν πάνω στον Ταΰγετο ή στο Όρος των Ελαιών)
Άνοιξε τα δυό χέρια της, έπαιξε το κορμί της,
κι όσο να ειπώ ένα «Κύριε» όσο να βάλω αντήλιο
στα μάτια την παλάμη μου, βρίσκονταν στην κορφή. […]
Κι απλώνοντας τα χέρια της είπε: «Ευαγγελίζομαι
Την Ακατοίκητη Χώρα». Κι είπε: «Δεν είναι όνειρο
η Αγάπη […]
Η Μαργαρίτα/ έγινε αγάπη και γυρνά στο σύμπαν.
Η Μαργαρίτα αναλαμβάνεται στην κορυφή ενός όρους, του δικού του Θαβώρ, του Ταϋγέτου. Όπως η δαντική Βεατρίκη που οδήγησε τον Ποιητή από το Καθαρτήριο στον Παράδεισο και εκείνος μεταποίησε τον άτυχο ανθρώπινο (ανανταπόδοτο) έρωτα σε θείον έρωτα, έτσι και ο Βρεττάκος έφτασε μέσω της “ονειρικής” Μαργαρίτας στην Αγάπη και στην Ποίηση. Ο «αγρότης ποιητής» της πρώτης περιόδου που «πρόδωσε τη φύση» και καταδικάστηκε να ζήσει στην μεγαλούπολη «κάτω από τις σκιές» βρήκε την ερωτική ευ-τοπία. Και την απώλεσε. Αξιώθηκε όμως να ζήσει το μεγαλείο του μεγάλου έρωτα και του μεγάλου πόνου που δεν το αξιώνονται όλοι. Αυτή η αποκάλυψη διεύρυνε στο έπακρο τον ψυχικό του ορίζοντα. Τώρα μπορεί να επιστρέψει στους «αδελφούς του ανθρώπους» και να ζήσει ως άλλου είδους χειρώναξ: «Η ποίηση είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Βρεττάκος επέλεξε για να συμμετάσχει στο μεγάλο γεγονός της δημιουργίας: η ποίηση ήταν η δουλειά με την οποία αισθανόταν πως πρόσφερε τις υπηρεσίες εκείνες που του επέτρεπαν να μην είναι ένα παρασιτικό μέλος της κοινωνίας» επισημαίνει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος[10] εστιάζοντας στην εμμονή του ποιητή στην εικόνα του χεριού. Σε άλλη χρονική στιγμή μαζί με την εικόνα του χεριού επανέρχεται το σχήμα της αποστροφής στην αγαπημένη:
Δος μου το τ’ άγιο σου χέρι,
Να γράψω ένα ποίημα. Όχι με λέξεις
Όχι πια λέξεις! Μ’ ένα μου φίλημα.
Πάρε τώρα τα δέκα κουρασμένα μου δάχτυλα,
Κρέμασέ τα στον τοίχο για να στεγνώσουνε. Κοίταξε.
Στάζουν έρημο, αγέρα, λύπη και θάλασσα.
(Το βάθος του κόσμου)
Η Μαργαρίτα, αφού με την εγκόσμια παρουσία της έδειξε τον δρόμο για την Νέα Ζωή και την Ποίηση, θα αναπαυθεί για πάντα στη δική του, πραγματική ευ-τοπία, στην Πλούμιτσα των παιδικών του χρόνων, στην οποία με μια τελική αποστροφή ο ποιητής αναφέρεται:
Να εδώ
της Μαργαρίτας σού ’χω ακουμπησμένο
το σκήνωμα. Την έντυσα, τη στόλι…
─ νύφη κι άστρο και κρίνο μαραμένο─
να μη μού τη μαλώνεις, να μη μού
τη φοβίζεις με τ’ άγρια σύννεφά σου.
Σα μια ροδοδαφνούλα θα σαλεύει
μονάχη της στο φως.
(Πλούμιτσα 1950)
Καθώς παρεμβάλλονται η συλλογή Η παραμυθένια πολιτεία (1947), εντοπισμένη στην ιστορική πραγματικότητα της Κατοχής και του Εμφυλίου και άλλα ποιήματα παρόμοιου προσανατολισμού, φαίνεται να χάνεται από τον ορίζοντα του ποιητή η Μαργαρίτα. Όμως, όσο κυλάει Ο χρόνος και το ποτάμι (1957), τα οράματα του Νικηφόρου Βρεττάκου θα κινούνται ανάμεσα «στη μυθική χώρα» και στη «χώρα των Ιλιλαμά», εκεί που «δεν φύτρωσαν ποτέ λουλούδια». Κάπου εκεί, νομίζω, θα πρέπει να αναζητήσουμε την Μαργαρίτα: ανάμεσα «[σ]το κενό [που] μυρίζει καλοκαίρι», την ερωτική, πολιτική και ποιητική ευ-τοπία, και «στο κοιμητήρι των ερώτων», την αντίστοιχη ποιητική, πολιτική και ερωτική δυσ-τοπία, α-τοπία, ου-τοπία.
Υστερόγραφο:
Ευτύχησα να συναντήσω τον ποιητή δύο φορές σε νεαρή ηλικία. Η δεύτερη, και αλησμόνητη, συνάντηση ήταν τον Σεπτέμβριο του 1989 στον θάνατο της ποιήτριας και μουσικού Μάγιας-Μαρίας Ρούσσου, την οποία αγαπούσε και εκτιμούσε ιδιαιτέρως ο ποιητής και υπήρξε δασκάλα μου στο Ωδείο Αθηνών. Η πρώτη ήταν στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι που είχε δημιουργήσει στα φοιτητικά μας χρόνια ο καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Κάρολος Μητσάκης. Αδυνατώ να θυμηθώ πότε ακριβώς τον είχαμε καλέσει. Εκεί, λοιπόν, αφού η συζήτηση μαζί του έφτασε στη «Μαργαρίτα», κάποια κοπέλα τού έθεσε ένα ρητορικό, όπως νόμιζε, ερώτημα: «Κύριε Βρεττάκο, η Μαργαρίτα είναι φανταστικό πρόσωπο;» Δεν απάντησε αμέσως… Θυμάμαι με μεγάλη ενάργεια το νοσταλγικό του βλέμμα που έβλεπε στο παρελθόν… Και έπειτα από αρκετή σιωπή την απάντηση:
«Ε…Όχι και τόσο φανταστικό!...».
Σημειώσεις
[1] Βλ. Αγγέλα Γιώτη, «Παρατηρήσεις για μια ποιητική της αυτοβιογραφίας στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου. Έργα και ημέρες ενός ποιητή-αγρότη», Κονδυλοφόρος, 13 (2014), σ. 133-157.
[2] Η δημοφιλία του μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη του μελοποιημένου από την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου ποιήματος με τίτλο «Μεγαλυνάρι».
[3] Γιωργής Κότσιρας, «Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο ποιητής του βάθους του κόσμου», Φώτα και φωτισμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου, Τρία χρόνια από την εκδημία του, Τετράδια «Ευθύνης» 33, σ. 104-108:105. Στο εξής Τετράδια «Ευθύνης», 33.
[4] Βλ. Τάσος Βουρνάς, «Η ποίηση της αισιοδοξίας», Νικηφόρος Βρεττάκος. Μελέτες για το έργο του, Οι Έλληνες ποιητές, Διογένης, Αθήνα 1976, σ. 121.
[5] Βλ. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Το ερωτικό στοιχείο στην ποίηση του Ν. Βρεττάκου», Διαβάζω, Αφιέρωμα στον Νικηφόρο Βρεττάκο, τχ. 425, Ιανουάριος 2002, σ. 119-121.
[6] Πρβλ. στην αφήγηση της Καλλιόπης Αποστολίδου-Βρεττάκου για την πρώτη κρίση στον γάμο τους, το 1942, την σχετική αναφορά: «[…] Δεν άργησε να βρει τη “Μαργαρίτα” του, όπως ονόμαζε το σύμβολο του έρωτα στην ποίησή του», Κώστας Βρεττάκος, Ασκήσεις περιέργειας, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2016, σ. 309.
[7] Ανάλογη επιφάνεια βιώνει το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Επιστροφή από τους Δελφούς» της συλλογής Ο χρόνος και το ποτάμι που τελειώνει με τον θριαμβευτικό στίχο-αποστροφή: «Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, όπου θέλεις πήγαινέ μας!»
[8] Γεωργία Λαδογιάννη, «Τί είναι Ποίηση; “Νικηφόρος Βρεττάκος Εκλογή 1964”», Φιλολογική, Αφιέρωμα στον Νικηφόρο Βρεττάκο, τχ. 121, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012, σ. 14-18.
[9] Κατά Ματθαῖον, κζ΄, 45.
[10] Βλ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Ο διάλογος του Νικηφόρου Βρεττάκου με την ποίηση», Τετράδια «Ευθύνης», 33 σ. 20-45:37.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα (χωρίς τίτλο, 2008) είναι έργο του Στέλιου Φαϊτάκη.