Γράφει μνημειωδώς ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Η ιστορία της ύπαρξης είναι η ιστορία της απόφασης»[1]. Ας ξεκινήσουμε αποδομώντας…: Ιστορία, ύπαρξη, ιστορία, απόφαση …για να αναδομήσουμε: Η απόφαση, η ύπαρξη και η ιστορία τους που τις συμπλέκει με τρόπο καθοριστικό. Η ιστορία της απόφασης διαμορφώνει την ιστορία της ύπαρξης. Το άυλο της απόφασης προσωποποιείται στο υλικό της ύπαρξης· το καταυγάζει ή το αμαυρώνει: αναλογικά της κατάστασης, της πνευματικότητας. Του προσώπου. Αναλόγως προς τα πού έχει στραμμένη την όψη. Το πρόσωπο.
Το κονδύλειο αξίωμα, εν γνώση ή εν αγνοία του εκφραστή του, σημαίνει πολλά. Καταρχάς σημαίνει με τρόπο δωρικό το τι: η ιστορία της απόφασης σημαδεύει την ιστορία της ύπαρξης ή η ιστορία της ύπαρξης αποκαλύπτει την ιστορία της απόφασης. Προσλαμβανόμενο όμως, υποκειμενικότερα ―γιατί όχι!― ανοίγει ορίζοντα στο πώς. Παραπέμπει αρρήτως στο ποιος. Οπότε, περιδιαβαίνοντάς το αντίστροφα, από το τέλος προς την αρχή, βρισκόμαστε να ανταμώνουμε με τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ, ο οποίος στην ερώτηση ενός προσκυνητή «Γιατί σήμερα δεν έχουμε μεγάλους αγίους;», αποκρίνεται «Γιατί λείπει από τους ανθρώπους η αποφασιστικότητα».
Γιατί λείπει η αποφασιστικότητα. Συναρπαστική απάντηση! Δε συμφωνείτε; Αλλά και γριφώδης. Αποφασιστικότητα ως προς τι; Επιχειρώντας το ξεψάχνισμά της (της απάντησης Σεραφείμ του Σαρώφ), οδηγούμαστε ―συνειδητά κι ορμέμφυτα μαζί― στην εξής ακολουθία: Η απόφαση στιγματίζει τη στιγμή. Και η αποφασιστικότητα ομολογεί πίστη στην απόφαση. Διαστέλλει τη στιγμή της στο διηνεκές. Καθιστά την απόφαση… ύπαρξη. Ύπαρξη που γράφει ιστορία. Και «η ιστορία της ύπαρξης», τουλάχιστον στην αντίληψη του γράφοντος, σχετίζεται, ταυτίζεται, καταξιώνεται ή απαξιώνεται από το κατόρθωμα, ή μη, της αγιότητας.
Άγιος, σύμφωνα με τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν, είναι «κάθε άνθρωπος που παίρνει στα σοβαρά την πίστη του»[2], αυτός που κάνει την πίστη του ζωή του. Και τι είναι ή μάλλον ποια είναι η πίστη μας; Η πίστη μας είναι πίστη ευρυχωρίας, πίστη δημιουργίας χώρου. Παίρνοντας, λοιπόν, τα περί πίστεως προγραφόμενα στα σοβαρά, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε γιατί ο Εμμανουήλ Λεβινάς εντοπίζει συνθήκες αγιότητας όταν «το άτομο μέσα στο είναι του είναι πιο αφοσιωμένο στο είναι του άλλου παρά στο δικό του»[3]. Και του… Άλλου, θα τολμήσουμε να συμπληρώσουμε στον ήδη διαυγή ορισμό. Αντίστοιχα, καταφανώς καταυγασμένος από τη δοτικότητα, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης αποφαίνεται με παρρησία:
«…οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη
στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…»[4], ήτοι:
Συρρικνώνοντας το εγώ για χάρη του εμείς. Και ειπωμένο σε ανάστροφη προοπτική, ευθύτερη και ενεργητικότερη: οι άνθρωποι υπάρχουμε απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή μας οι άλλοι ή απ’ τη στιγμή που δίνουμε στους άλλους μια θέση στη ζωή μας. Που ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας θάνατος για τη ζωή των άλλων. Η αμεταβίβαστη ευθύνη της δημιουργίας χώρου, της ανέγερσης εντός μας Ναού, για τη δεξίωση του Άλλου και του άλλου, καταξιώνει και ολοκληρώνει την ύπαρξη αμφότερων των δύο, οικοδεσπότου και προσκεκλημένου. «Ω, του παραδόξου θαύματος», ο θάνατος πατάσσεται με θάνατο, η απώλεια μεταστοιχειώνεται σε εύρεση:
«ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέση αυτήν· ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν.»[5]
Αν μονοδρομούμε την «ιστορία της απόφασης» προς το κατόρθωμα ή μη της αγιότητας, με τη «συστοίχιση των ζωτικών ζητημάτων του ανθρώπου προς την θεία επιταγή»[6], είναι γιατί για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο βρίσκουμε ανάπαυση καταφάσκοντας στην κατηγορηματική απόφανση του Léon Bloy:
«Μία μόνο πίκρα υπάρχει∙ η πίκρα να μην είσαι άγιος.»
Νέτα σκέτα (καθόσον το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα επεξήγησης ή κατανόησης, αλλά συμφιλίωσης). Σε αυτό ακριβώς το σημείο, σε τούτη εδώ την κόψη, στο κατόρθωμα ή μη της αγιότητας, εδράζεται το διαχρονικό και συνάμα σύγχρονο δράμα της ανθρωπότητας, δηλαδή της «ιστορίας της ύπαρξης»: κοινωνικά, πολιτικά, θεσμικά, σχεσιακά, ψυχολογικά, οντολογικά. Αυτό ακριβώς, το να μην είσαι άγιος, χρεώνει στην «ιστορία της ύπαρξης» μια γεύση ανυπόφορα πικρή και την ενδύει με αισθήματα αυτοκτονικής λύπης[7], καθώς την κρατάει αποξενωμένη από ουσιώδεις συνθέσεις που είναι σε θέση, αν μη τι άλλο, να γεννήσουν τη δυνατότητα να προσλάβει μια προοπτική υποφερτότερη, πιο γλυκόπικρη και να ενδυθεί αισθήματα απαλυντικής χαρμολύπης. Αυτό ακριβώς. Η αδυναμία, η αβουλία, η φοβία, η αναποφασιστικότητα του ανθρώπου να εξέλθει από την «Αίγυπτό» του, ήτοι από τον περίκλειστο εαυτό του, προς τη «Γη της Επαγγελίας», ήτοι προς τον Άλλο και τον άλλο, ακόμη και τον εχθρικά διακείμενο, είναι που αυτο-τιμωρεί την ύπαρξη με το μαρτύριο του Σισύφου, που την τσακίζει στα βράχια του νευροσπαστικισμού. Που τη χαρίζει βορά σε δυνάμεις ακόρεστα και ασύδοτα αντιδημιουργικές:
«Κι αν ο καμβάς της μοίρας μένει αναφής ακόμη,
Άθλιος, κοινός και βαρετός, χωρίς ωραίο κεντίδι
Από φαρμάκι και βιασμό, φωτιά, κάμα, λεπίδι
Είναι που πάσχει —αχ!— η ψυχή σε θάρρος και σε τόλμη»[8]
Αυτό συμπεραίνει ο Γάλλος ποιητής Σαρλ Μπωντλέρ, στο ποίημα «Στον Αναγνώστη», από τα «Άνθη του Κακού». Συμπέρασμα στο οποίο σίγουρα ο —παραλίγο εθνικός— ποιητής μας Ανδρέας Κάλβος θα υπερθεμάτιζε:
«θέλει αρετήν και
τόλμην
η ελευθερία»[9]
Η Ελευθερία από κάθε φυσική αναγκαιότητα, από τις εικονικές βεβαιότητες, από τον καταχραστή χώρου —ακόμη και του πλέον δικού του— τον ταμπουρωμένο στην αυταρέσκεια και αυθεντία εαυτό… Η Ελευθερία ως αυτεξούσιο, με την οποία το ανθρώπινο πρόσωπο αποφασίζει, η Ελευθερία του «ναι», με την οποία το ανθρώπινο πρόσωπο συγκατατίθεται, αναγνωρίζει, δεσμεύεται[10], ανοίγει στην «ιστορία της ύπαρξης» μεταϊστορικές προοπτικές, ώστε από την ιστορική ακόμη διάσταση, την πεπερασμένη, να οσμίζεται το αθάνατο. Η αμετανόητα εδραζόμενη στο θάρρος και την τόλμη απόφαση να μεταβαλλόμαστε διαρκώς, με ελεύθερη αποφασιστικότητα, σε Ναό του Άλλου και του άλλου, είναι που αλλάζει τα πεπρωμένα της ιστορίας, ανακατευθύνοντάς την σε ατραπούς αναστάσιμους.
Ειδάλλως, αυτο-καταδικαζόμενοι να απαιτούμε ―παραλίγο να γράψω επαιτούμε― θεραπεία από «περίφημες» πρακτικές, όπως εκείνες της αυτοβελτίωσης, της αυτοπραγμάτωσης, του αυτοναρκισισμού[11], που όμως αδυνατούν να μας την προσφέρουν οι καημένες μιας και δεν κατέχουν τον τρόπο να γίνουν τρόπος που θεραπεύει, θα συνεχίζουμε μαρτυρικά να μετράμε πληγές χαίνουσες, να στοιβάζουμε απορίες αναπάντητες. Γιατί δεν πείθουν οι θεσμοί; Γιατί η πολιτική χάσκει αναποτελεσματική και απάνθρωπη; Γιατί κλυδωνίζονται οι κοινωνίες; Γιατί δε βρίσκει ειρήνη η ανθρώπινη ύπαρξη; Επειδή λείπει από τους ανθρώπους η αποφασιστικότητα να δοκιμαστούν στο άθλημα της αγιότητας. Όλες οι λοιπές προσεγγίσεις, ταπεινά φρονούμε, αποτελούν πλατσουρίσματα στον αφρό λανθανουσών αναζητήσεων νοήματος.
Σημειώσεις
[1] Παναγιώτης Κονδύλης, «Ισχύς και απόφαση – Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών», Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2012, σ. 44.
[2] Alexander Schmemann, «Μεγάλη Σαρακοστή-Πορεία προς το Πάσχα», μτφρ Ελένη Γκανούρη, πορφύρα, σ. 203.
[3] Εμμανουήλ Λεβινάς, «Το παράδοξο της ηθικής», Περιοδικό Άνθρωπος, τχ 10 Ιούνιος – Σεπτέμβριος 2023, μτφρ Χρύσανθος Κωνσταντίνου & Μιχάλης Πάγκαλος.
[4] Συμφωνία αρ. 1.
[5] Ματθ. 16, 25.
[6] Πρβλ Σπ. Δ. Κυριαζοπούλου, «Ενώπιον της τεχνικής», Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήναι 1971, σ. 107.
[7] «Μόνο ένα πράγμα λυπόμαστε πραγματικά, αν ωριμάσουμε πνευματικά. Για τα χρόνια που περάσαμε με λάθος λύπες. Λύπες λαθεμένες. Που δε χρειαζόταν να λυπηθούμε γι’ αυτά. Από αυτό πεθαίνουμε όλοι, από λύπες. Βασικά αυτοκτονούμε. Από λάθος στεναχώριες», π. Νικόλαος Λουδοβίκος, «Απολαμβάνοντας τον Θεό ως Πατέρα», Antifono.gr.
[8] Όπως αποδίδεται στο π. Μάρκος-Αντώνιος Κόστα Ντε Μποργκάρ, «πειρασμός και τραύμα – μια χριστιανική ματιά στην ομοφυλοφιλία», μτφρ Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου, Εκδόσεις Εν πλω, 2014, σ.124.
[9] Ωδή τετάρτη, Εις Σάμον.
[10] Πρβλ π. Μάρκος-Αντώνιος Κόστα Ντε Μποργκάρ, ο.π., σ. 134.
[11] Ο όρος ανήκει στον π. Νικόλαο Λουδοβίκο.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα αποτελεί δημιουργία του Γιώργου Κόρδη. Από την ενότητα έργων «Το δώμα των αθώων» (2003).
Τα χέρια που διακονούν φτερά αγγέλων είναι.
Δια του Σταυρού το χαρισματικό γεφύρι ιλασμού που καλούμαστε να γίνουμε για τον άλλον.
Εύστοχο κείμενο,ευχαριστούμε
Εντυπωσιακά ριζοσπαστική θέση-πρόταση άρσης της Νεοελλαδικής πνευματικής, βασικά, κατατονίας!