Ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της νεωτερικότητας Ιμάνουελ Καντ ασχολήθηκε πολύ με ηθικά ζητήματα. Ο στοχαστής αυτός διαφοροποιήθηκε πολύ από τους προγενέστερους ηθικούς φιλοσόφους, ακόμη και από την χριστιανική θρησκεία. «Θεωρεί ότι το αφετηριακό και πρωταρχικό θέμα της ηθικής δεν είναι η αναζήτηση της ευτυχίας αλλά η ηθικότητα, η αρετή και το καθήκον… Από το ζήτημα τούτο, που το θεωρεί ως το λογικά πρώτο και πρωταρχικό θέμα της ηθικής, διακρίνει το διαφορετικό ζήτημα σχετικά με το ύψιστο αγαθό και τον τελικό σκοπό των πράξεων και του βίου». (Κ. Ανδρουλιδάκης, Καντιανή Ηθική, εκδ. Σμίλη, 2018, σ.18).
Ο Καντ λοιπόν δεν ρωτά «τι είναι το αγαθό», αλλά τι είναι η «ηθικότητα». Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια πολύ κακή αρχή. Σχηματίζουμε πρώτα την έννοια του αγαθού, και κατόπιν της ηθικότητας, στηριζόμενοι στην απάντηση που δώσαμε στο ερώτημα «τι είναι το αγαθό». Ήδη στην «Κριτική του καθαρού Λόγου» ο Καντ είχε θεωρήσει ότι το υποκείμενο δεν έρχεται σε επαφή με το «πράγμα καθεαυτό», αλλά το «πράγμα ως φαινόμενο». Δεν είμαστε δηλαδή άμεσοι δέκτες της πραγματικότητας, γιατί βλέπουμε τον κόσμο υπό το πρίσμα των εποπτειών του χώρου και του χρόνου, οι οποίες είναι ανθρώπινες αρχές της οικοδόμησης του θεωρείν τον κόσμο. Αλλά γιατί θα πρέπει να σκεφτούμε έτσι; Ο χώρος και ο χρόνος υπάρχουν πραγματικά, και ο άνθρωπος μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε αυτές τις πραγματικότητες. Είμαστε ενδοκοσμικά όντα, έχουμε σώμα και κινούμαστε μέσα στο χώρο, ενώ ψυχικά βιώνουμε την ροή του χρόνου. Γιατί πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα πράγματα καθεαυτά βρίσκονται εκτός χώρου και χρόνου; Παρομοίως και με το πράγμα καθεαυτό, μπορεί ένα κόκκινο αντικείμενο να αλλάζει χρώμα στο σκοτάδι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πραγματικά κόκκινο, αλλά εμφανίζεται σε μας ως τέτοιο. Υπό κανονικές συνθήκες το πράγμα είναι κόκκινο.
Όμοια με τα όσα είπε προηγουμένως περί εμπειρίας και αίσθησης, λέγει και για την ηθική. Δεν έχουμε πρόσβαση πραγματική στο τι είναι το αγαθό, δεν φέρουμε εντός μας συνείδηση, που, αν δεν είναι απαμβλυμένη, μας δίνει μια εικόνα του αγαθού. Δεν έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτό. Ο Χριστιανισμός κηρύττει ότι η ουσία του ηθικού είναι η αγάπη, και η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το κήρυγμα. Βέβαια, η συνείδηση χρειάζεται καλλιέργεια, αλλά κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι αυτό είναι το αγαθό, έστω και αν υπάρχουν αντίπαλες θεωρίες. Ο Καντ λοιπόν θεωρεί ότι δεν έχουμε άμεση πρόσβαση στο αγαθό, και γι’ αυτό λέγει ότι πρέπει να σταματήσουμε την προσπάθεια να το ανακαλύψουμε, και αντί γι’ αυτό πρέπει να προσπαθούμε να ορίσουμε τι είναι το «ηθικό». Και προσπαθεί στο εξής να ορίσει την ηθικότητα, την οποία ανακαλύπτει στην έννοια του «καθήκοντος». Και πάλι αναποδογυρίζονται τα πράγματα. Πρώτα πρέπει να ορίσουμε το αγαθό, και μετά μπορούμε βάσει αυτού να ορίσουμε και το ηθικό. Ο Καντ όμως ήταν θερμός οπαδός του Διαφωτισμού, πίστευε ότι πρέπει να καταργηθούν οι αυθεντίες και να σκέπτεται κανείς για λογαριασμό του.
Ο Θεός , στην προσέγγιση αυτή, εμφανίζεται μια «αυθεντία», η οποία και μας λέγει «αγαθό είναι η αγάπη». Αλλά αυτό είναι μια λάθος προσέγγιση στον χριστιανισμό. Δεν ήρθαμε μόνοι μας στον κόσμο, αλλά η ζωή μάς δόθηκε ως δώρο. Και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η λογική μας έχει απεριόριστες δυνάμεις, αλλά ότι υποτάσσεται και αυτή σε Αυτόν που μας δημιούργησε. Εκτός από την λογική, είμαστε εξοπλισμένοι και με την δυνατότητα να αγαπάμε, να νιώθουμε συμπάθεια, να νιώθουμε επίσης ότι μας έφερε στην ύπαρξη ένα ανώτερο Ον, το οποίο και είναι το κατ’ εξοχήν Αγαθό, συμφώνα με την χριστιανική αποκάλυψη. Ο όρος «αυθεντία» για τον Θεό είναι λανθασμένος. Δίνει μια εικόνα για τον Θεό ως ενός αυταρχικού και βλοσυρού όντος, που απαιτεί από μας να το υπακούσουμε δίχως να γνωρίζουμε το γιατί. Όπως είπαμε δεν είμαστε δημιουργημένοι από μόνοι μας, αλλά κάποιος μας δημιούργησε. Πήραμε από τον Θεό την ζωή ως δώρο. Και ο Θεός που μας δημιούργησε δεν είναι εκείνο το απόμακρο ον του Καντ, που το ζητά ως αίτημα ο πρακτικός λόγος, για να διασφαλιστεί ότι θα τιμωρηθούν όσοι δεν πράττουν το καθήκον τους και θα αμειμφθούν όσοι το τήρησαν. Πλαστήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού. Είμαστε διυποκειμενικά πλάσματα, αναζητούμε την μεταξύ ημών κοινωνία, και έχουμε την δυνατότητα να αναζητούμε το αγαθό, το δίκαιο , το όμορφο κ.λπ. Ο άνθρωπος έχει ακόμη μέσα του έμφυτη την τάση να αναζητεί την ευτυχία του, και αυτό δεν είναι ένα κατώτερο χαρακτηριστικό του , όπως διατείνεται ο Καντ. Μπορούμε να ανακαλύπτουμε βαθμιαία ότι ευτυχία είναι ο κόσμος της αγάπης και της συμπόνιας, της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Όλα αυτά θέλουν βέβαια καλλιέργεια, και ο Θεός ενανθρώπησε για να γνωρίσει ο άνθρωπος το θείο είναι, κατά την εικόνα του οποίου πλάστηκε, και έτσι γνώρισε ο άνθρωπος ότι αγαθό είναι η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον, καθώς επίσης και η ταπείνωση και η μετριοφροσύνη. Όσοι δέχθηκαν το χριστιανικό άγγελμα, ήταν ευτυχισμένοι ακόμη και όταν τους έριχναν στα άγρια θηρία οι αυτοκράτορες για να τους κατασπαράξουν, όταν τους υπέβαλαν σε κάθε λογής βασανιστήριο. Και αυτό γιατί είχαν αποδεχτεί το χριστιανικό άγγελμα, είχαν ανταποκριθεί σε όσα ορίζει το ευαγγέλιο και ήταν γεμάτοι από αγάπη και ταπείνωση. Ο Θεός ήταν γι’ αυτούς Πατέρας και οι ίδιοι υιοί. Όπως δέχτηκαν το δώρο της ύπαρξης από αυτόν, έτσι δέχτηκαν και το καινούργιο δώρο, να γνωρίσουν την κατά Θεόν ζωή και να ζήσουν σύμφωνα με ότι είπε ο Χριστός.
Ο Καντ δεν δέχτηκε όλα αυτά, γιατί στην πραγματικότητα έρχονται σε αντίθεση με την ανθρώπινη «αυτονομία», το χρέος που έχουμε να σκεπτόμαστε για λογαριασμό μας. Ο νέος Θεός του ήταν ο Λόγος, τον οποίο η δυτική σκέψη είχε υπερβατικοποιήσει. Στην πραγματικότητα, η έννοια του Λόγου, με την νεωτερική σημασία της, γεννήθηκε από τον σχολαστικισμό, τον Θωμά Ακινάτη, ο οποίος και σκέφθηκε ότι αντικείμενο της ανθρώπινης λογικής μπορεί να γίνει και ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό λοιπόν έδωσε λογικά επιχειρήματα για να αποδείξει ότι ο Θεός υπάρχει, και γενικά μίλησε για μια ενιαία σφαίρα του υπαρκτού, Θεό και κόσμο μαζί, την οποία μπορεί να διατρέξει ο Λόγος. Κατόπιν, με τον Ντεκάρτ είχαμε μια εξύψωση του Λόγου σε κυρίαρχη ανθρώπινη δύναμη, ενώ με τον Καντ φτάσαμε στην θεοποίησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καντ ζητούσε να γίνονται και γιορτές του λόγου.
Ο Καντ έθεσε το περίφημο εκείνο ερώτημα, που εναντιωνόταν στην παραδοσιακή φιλοσοφία, «τι μπορώ να γνωρίσω»; Το ερώτημα όμως αυτό είναι στην πραγματικότητα άτοπο. Δεν έχουμε πλήρη ορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης ώστε να ξέρουμε ποιες δυνάμεις έχει αυτή και τι μπορεί να γνωρίσει, και ούτε αυτό που πρότεινε ως απάντηση είχε ουσιαστική σημασία. Δεν γνωρίζω μόνο με την διάνοια, αλλά υπάρχουν και άλλα είδη γνώσης. Όταν γνωρίζουμε έναν άλλο άνθρωπο, δεν ισοδυναμεί αυτό με ότι αντλήσαμε γι’ αυτόν κάποιες πληροφορίες, γιατί μόνο η άμεση κοινωνία μπορεί να μας κάνει γνωστό αληθινά κάποιον άλλο άνθρωπο. Όταν γνωρίζουμε έναν άλλο άνθρωπο, τότε δεν δρα μόνο η διάνοια, αλλά κινητοποιείται ολόκληρος ο ανθρωπινός ψυχοδυναμισμός, προκειμένου να γνωρίσουμε αληθινά αυτόν τον άλλον άνθρωπο. Η αγάπη δεν είναι ένα κατώτερο συναίσθημα , όπως νόμιζε ο Καντ, αλλά έχει στην πραγματικότητα «νοερή» αξία. Με την αγάπη, όπως λέγει κάπου ο Άγιος Γρηγόριος Νυσσης, θεωρούμε αληθινά, εναγκαλιζόμαστε και γνωρίζουμε δηλαδή, τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Η αγάπη έχει ύψιστη γνωστική αξία.
Έχοντας αρνηθεί όλα αυτά, ο Καντ έφτασε στο σημείο να ορίσει «τι μπορώ να γνωρίζω;». Πρόκειται για να ένα ανόητο ερώτημα, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, όπως είπαμε, το σύνολο του ανθρώπινου ψυχοδυναμισμού, ούτε μπορούμε να στηριζόμαστε μόνο στην ανθρώπινη διάνοια. Ο Καντ απάντησε ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο όχι όπως αυτός πραγματικά είναι, αλλά ως «φαινόμενο», εντός του χώρου και του χρόνου που δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση, και με την βοήθεια κάποιων κατηγοριών, στα οποία υπάγουμε την εξωτερική πραγματικότητα. Και για τους λόγους που είπαμε, θεώρησε ότι είναι αδύνατον να γνωρίσουμε τον Θεό και τις λοιπές θρησκευτικές πραγματικότητες και αξίες. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε, όπως πίστεψε, να κάνει τον άνθρωπο «αυτόνομο», ικανό δηλαδή να αξιοποιεί μόνο τις ατομικές γνωστικές του δυνάμεις για να ανακαλύψει την πραγματικότητα και να απαντήσει και στα λοιπά μεταφυσικά ερωτήματα.
Εκτός από τον κόσμο της θεωρητικής γνώσης, της εμπειρίας και της αίσθησης, για τον οποίο πίστεψε ότι έδωσε τις ορθές απαντήσεις, του έμεινε ο κόσμος της ηθικής, ο κόσμος της πράξης. Ακολούθησε την πεπατημένη: θεώρησε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να δεχτεί από καμία αυθεντία (δηλ. τον Θεό) τον ηθικό νόμο, αλλά να τον οικοδομήσει από μόνος του. Είχε όμως ήδη αφήσει έξω τον Θεό από την πραγματικότητα, ώστε δεν μπορούσε να πει ότι ο αληθινός ηθικός νόμος είναι η αγάπη, η αλληλεγγύη και η καλοσύνη. Έψαξε να βρει ποια αφηρημένη αρχή θα τεθεί ως βάση της ηθικής του θεωρίας, και ανακάλυψε ότι αυτή ήταν το «καθήκον». Ηθικό είναι να πράττεις ό,τι ορίζει το καθήκον, και το καθήκον προστάζει. Φθάνει λοιπόν στην περίφημη κατηγορηματική προσταγή, λέγοντας ότι «πράξε μόνο με τέτοιο αξίωμα, ώστε μέσω αυτού, να μπορείς συγχρόνως να θέλεις αυτό να μπορεί να γίνει ένας παγκόσμιος νόμος». Για παράδειγμα , δεν πρέπει να λες ψέματα, γιατί, αν αρχίσουν όλοι να ψεύδονται, δεν θα μπορούσε να σταθεί η ανθρώπινη κοινωνία. Δεν πρέπει ακόμη να αθετείς τις υποσχέσεις σου, γιατί αν όλοι αθετούν τις υποσχέσεις τους, τότε και πάλι θα γίνει προβληματική η ανθρώπινη κοινωνία. Ο Καντ φθάνει μάλιστα να ισχυριστεί ότι δεν πρέπει ποτέ να λέμε ψέματα, ακόμη και αν κάποιος δολοφόνος ψάχνει κάποιον να σκοτώσει που έχει κρυφθεί στο σπίτι μας. Αν μας ρωτήσει μήπως ξέρουμε πού είναι το θύμα του, θα πρέπει να του πούμε την αλήθεια. Θα πρέπει να νιώθουμε ευσέβεια και ευλάβεια απέναντι στο καθήκον μας.
Ωστόσο, τα πιο σημαντικά πράγματα δεν γίνονται από καθήκον. Μια μητέρα φροντίζει τα παιδιά της από αγάπη, και όχι από καθήκον και κάποιος άλλος ελεεί έναν συνάνθρωπό του από αγάπη. Η έννοια του καθήκοντος είναι κατώτερη από αυτήν της αγάπης, γιατί προκύπτει στην περίπτωση που υπάρχει έλλειψη αγάπης. Λέμε «είναι καθήκον σου να βοηθάς τον άλλον», αλλά αυτό στον χριστιανισμό δεν στηρίζεται παρά στο γεγονός ότι δεν έχουμε αγάπη αρκετή για τον συνάνθρωπο, οπότε προκύπτει η έννοια του «καθήκοντος». Και ούτε μπορεί να πει κανείς ότι «πρέπει να αγαπάμε τον Θεό από καθήκον», αλλά επειδή αυτό υπαγορεύει το βαθύτερο είναι μας, η καρδιά μας. Περαιτέρω, η αρχή του Καντ περί του καθήκοντος δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να προοδεύσει πραγματικά από ηθική άποψη, δηλαδή να φτάσει στο σημείο, που λέγει ο χριστιανισμός, να αγαπά τον άλλον σαν τον εαυτό του, να θυσιάζεται γι’ αυτόν, να είναι ταπεινός και να θεωρεί τον εαυτό του ως τον χειρότερο όλων κλπ.
Η καντιανή ηθική είναι μια κοσμική ηθική, που έχει εξορίσει το Θεό από τον κόσμο του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ωστόσο ότι πρέπει να πιστεύει κανείς στον Θεό, γιατί αυτό είναι αίτημα του πρακτικού λόγου, εφόσον ο άνθρωπος ζητά να αμειφτεί ο ενάρετος για τις πράξεις του και να τιμωρηθεί ο κακός. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να πιστεύει κανείς στον Θεό, για τον οποίο Θεό ισχυρίζεται ότι δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα πράγματα και δεν αναπτύσσει αληθινή σχέση με τον άνθρωπο. Τα θαύματα του Χριστού και οι παραβολές Του θα πρέπει να διαβάζονται σαν παραδείγματα με ηθική σημασία, να εξυψώνουν δηλαδή το καθήκον και να βοηθούν τους ανθρώπους να εμπεδώσουν την έννοια του νόμου, που το καθήκον και η κατηγορηματική προσταγή προσδιορίζουν.
Ο Καντ έδωσε ένα πλήρες σύστημα κοσμικής ηθικής και επηρέασε γενικά την νεωτερική σκέψη. Το επόμενο βήμα είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα, η απαξίωση δηλαδή από την φιλοσοφία, λ.χ. με την Αποδόμηση, του λόγου, η κατηγορία της νεωτερικής σκέψης για «λογοκεντρισμό» κλπ. Ο Καντ ζητούσε μια εύτακτη κοινωνία δίχως Θεό, έναν εγκόσμιο παράδεισο δίχως Θεό, και η μοντέρνα σκέψη κατεδάφισε αυτό το όραμα. Παρά τον θαυμασμό πολλών για το Καντ, δεν μπορώ να βρω σε τι πραγματικά βοήθησε να προοδεύσει η ανθρώπινη ηθικότητα.
Σας χαρακτηρίζει τέλεια άγνοια του Κάντ. Πότε θα αρχίσετε να μελετάτε τα έργα του ίδιου;
Με ποια σημεία του άρθρου μου διαφωνείτε; Σε τι ακριβώς διεστρεψα τις θέσεις του;
Θα ήθελα, πριν μπούμε σε οποιοδήποτε διάλογο να αναφερθώ στις απόψεις του καθηγητή H. Tristram Engelhardi, Jr σχετικά με τον Καντ. Οι απόψεις του είναι καταγεγραμμένες στο βιβλίο του “Τα θεμέλια της Βιοηθικής”, που αποτελεί, για τους γνωρίζοντες, το Ευαγγέλιο της ορθόδοξης βιοηθικής. Διαβάζουμε εκεί: “Η ερμηνεία του Καντ θεμελιώνεται στον χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης, της ανθρώπινης κρίσης και στη φύση της ηθικής επιλογής. Αφ’ ενός εγκαταλείπει τη φιλοδοξία να γνωρίσει αληθινά τη φύση του όντος και αγκαλιάζει έναν μεταφυσικό γνωσιολογικό σκεπτικισμό: παραδέχεται ότι το ανθρώπινο λογικό δεν μπορει θεωρητικά να αντιληφθεί τη φύση των όντων, την ύπαρξη του Θεού, την ελευθερία της βουλήσεως ή την προοπτική της ανηθικότητας. Η ανθρώπινη γνώση, τουλάχιστον η θεωρητική, περιοριζεται στον κόσμο οπως αυτός μας εμφανίζεται και μπορεί να τα καταφέρει μόνο σε εγχειρήματα που αφορούν στην κατανόηση της φαινόμενης πραγματικότητας. Αγνοεί όμως την πραγματικότητα καθεαυτήν, τον κόσμο δηλαδή των νοουμένων… Ο Καντ απέδειξε πόσο ριζικά πρέπει να αναθεωρηθούν η μεταφυσική, η επιστήμη και η ηθική και αφού πρώτα απεγκλβωβιστούν από κάθε μεταφυσική θεμελίωση, να ερμηνευθούν πλέον ως αναπόφευκτες πρακτικές πεπερασμένων προσώπων. Υπερβατική γνώση για τον Καντ δεν είναι η γνώση του υπερβατικού, αλλά μια αναγνώριση του πλαισίου και του αναπόδραστου χαρακτήρα της επιγειότητάς μας.
…Είχε αποστραφεί την αναζήτηση του Θεού και του βάθους της υπάρξεως και είχε στραφεί προς την υλοποίηση των ανθρώπινων και εγκόσμιων βλέψεων. Ο στοχος μετατοπίστηκε από το υπερβατικό αντικείμενο στο ανθρώπινο υποκείμενο…. Κατά την Κοπερνίκεια Επανασταση του Καντ θεμέλιο της γνώσης δεν είναι το αντικείμενο ή ο Θεός, αλλά το πεπερασμένο υποκείμενο. Η Κριτική του Καθαρού Λόγου επαναδιαμορφώνει την έννοια της γνώσης με όρους κοσμικούς και επίγειους και προσφέρει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία της γνώσης, της ηθικής και της θρησκείας, άρα και μία βάση της βιοηθικής που δεν έχει ανάγκη από κανεναν υπερβατικό Θεό…
Ο Θεός, ως υπερβατικός, καθίσταται άσχετος με τα έργα του ανθρώπου, ο οποίος θέλει να αποκτήσει τη γνώση και ο οποίος πρεπει να ερευνήσει την πραγματικότητα μέσα στα όρια της δυνατης ανθρώπινης εμπειρίας. Πριν από τον Καντ ο Θεός παρείχε στην φιλοσοφία έναν γνωσιολογικό ρόλο. Η γνωσιολογία ήταν θεοκεντρική. Ο Θεός ήταν το τελικό και κυρίαρχο σημείο της γνωστικής αναφοράς. Ο Καντ ήταν αυτός που αποσύνδεσε την ερμηνεία του για την ανθρώπινη γνώση από αυτό το θεϊκό σημείο αναφοράς. Δική του ήταν η τολμηρή πρόταση να φέρουμε συστηματικά τη σφαίρα της επιστημονικής έρευνας και του γνωστικού στοχασμού μέσα στα όρια της πιθανής εμπειρίας. Η γνώση γενικώς και η επιστήμη ειδικότερα ανατοποθετούνται έτσι, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν συνεκτική εμπειρία των πεπερασμένων λογικών υποκειμένων. Η αντικειμενικότητα, ως συμφωνία με το αντικείμενο όπως είναι καθεαυτό, θα μπορουσε να αντικατασταθεί με την αντικειμενικότητα ως διυποκειμενικότητα. “. Παραλείπω ορισμένα σχόλια του συγγραφέα για να αναφέρω το λόγο του “Η ηθική του Καντ , άρα και η βιοηθική που θα υποστήριζε στερούνται μεταφυσικού βάθους”.
…Αφού λοιπόν καθιέρωσε έναν γνωσιολογικό αγνωστικισμό όσον αφορά στον Θεό, στην ελευθερία και την αθανασία της ψυχής, και αφού περιορισε την αληθινή γνωση στον κοσμο της εμπειρίας, ο Καντ προσπαθησε να εδραιωσει την ηθική και την ελεύθερη επιλογή στη λογική βούληση… Κάθε χριστιανική εσχατολογική ερμηνεία παραμένει μόνον ως μύθος, για να εμπνεει και κατα καιρους να κατευθύνει τη λογική πράξη. Ο Καντ, με ειλικρινώς κοσμοπολίτικες προσδοκίες, ατενίζει το μέλλον και διατυπωνει ηθικες κρισεις που αφορουν στο παρον και εντασσει τα ανθρωπινα δικαιωματα σε μια Χριστιανοσύνη που ο Διαφωτισμός έχει μεταμορφώσει και απαλλάξει από τις ιδιαιτερότητές της.
Ο Καντ προσπαθει να αποβαλει αντιθεσεις μεταξυ αιτιολογησης της ηθικης και λογικου κινήτρου προς το ηθικώς πράττειν, καθώς και μεταξύ ορθού και αγαθού, διατεινόμενος ότι το άτομο πρεπει να ενεργεί ΣΑΝ να υπαρχει Θεός και αθανασία, ώστε να μπορεί να ενεργεί ΣΑΝ να υπήρχε απόλυτη αρμονία μεταξύ του σωστού και του αγαθού. Η θρησκεία του Καντ, η θρησκεία του Διαφωτισμού, δεν εξαρτάται ουτε απο την ιστορία ούτε από την Χάρη. Πάνω απ’ όλα αποφεύγει καθε ισχυρισμό μυστικής ενοράσεως ή ‘κοινωνίας με τον Θεό’, κάτι που ο Καντ ονομάζει θρησκευτικό φανατισμό και το καταδικαζει με τα σκληροτερα λόγια…Λογω δε της εμφασης που δίνει στην ατομική επιλογή και αυτονομία, ο Καντ επίσης καταδικαζει και τον ρολο των πνευματικων πατερων”. Περαιτέρω λέγεται από τον Ένγκελχαρντ ότι ο Καντ δεν καταδικαζει μόνο το δογμα, αλλα και την λατρεια, την οποία χαρακτηρίζει ως ”πίστη-πρόληψη”. Υποστήριζε την αποδόμηση των θρησκευτικών τελετων, ετσι ωστε αυτες να χρησιμευουν μονο για τους σκοπους της ηθικης. Η θρησκεια δεν είναι πια οδος σωτηρίας, αλλα ενας τροπος ηθικής βελτιωσης.
Ανέφερα μέρος μερος της κριτικης που ασκει ο Engelhardt στον Καντ στο προαναφερθέν βιβλίο του (Εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, σελ. 121-133). Αυθεντική χριστιανική πίστη και καντιανή φιλοσοφία είναι μεγέθη ασύμβατα. Προτρέπω τον αναγνώστη να διαβάσει ολόκληρο το κλασικο πια για την βιοηθική συγγραμμα του Engelhardt.
Η εικόνα/ιδέα που έχει ο Καντ για Τον Θεό, δεν είναι η ίδια (και μόνη πραγματική) που έχει η Ορθοδοξία. Τυπικά παπική ή και προτεσταντική, ο Θεός ως δυνάστης, τιμωρός και εκδικητής. Αναρωτιέμαι, πώς θα ήταν ο κόσμος εάν ο Καντ και ο Νίτσε είχαν ζήσει στο Άγιο Όρος για ένα χρόνο συνομιλώντας με π.χ. τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη;
Α, ώστε έχουμε και ευαγγέλιο ορθόδοξης βιοηθικής που το έγραψε ο μακαριστός Ενγκελχάρντης Τριστάμιος. Σε αυτό στηρίχτηκε η θέση να χαρακτηρίζονται ναζί όσοι αρνήθηκαν να εμβολιαστούν με τα υπέροχα εμβόλια της “πανδημίας”; Αν η κρίση του σε θέματα βιοηθικής είναι τόσο σωστή όσο και για τον Κάντ, και θεωρείται ορθόδοξη, τότε ας κλάψουμε την Ορθοδοξία. Αλλά, βεβαίως, δεν θα κάνω το λάθος να σχηματίσω γνώμη για τον μακαριστό Ενγκελχάρντιο στηριγμένος στις απόψεις άλλου γιαυτόν. Το βιβλίο του θα το διαβάσω, αλλά, κρίνοντας από τον κατάλογο των βιβλίων που πρέπει να προηγηθούν, μάλλον στην άλλη ζωή… Πάντως, οι πιό πάνω απόψεις για τον Κάντ είναι εντελώς λανθασμένες. Έχουν τελικώς αυξηθεί πολύ οι ολιγαρχικοί που μισούν την Δημοκρατία και τον Διαφωτισμό και παρασύρουν την Εκκλησία του Χριστού σε κατευθύνσεις που, όσοι χριστιανοί ορθόδοξοι έχουμε βασανιστεί τα χρόνια της Χούντας από τον συμβιβασμό της επίσημης εκκλησίας με την εγκληματική δικτατορία των συνταγματαρχών, βλέπουμε η ίδια συμφορά να ξανάρχεται. Και η παραπληροφόρηση έχει πάρει πλέον ακραίες διαστάσεις, αν ταυτίζεται ο Κάντ με τον Νίτσε.
Μπορειτε να κρίνετε εμένα, αλλά το να μιλάτε τόσο περιφρονητικά, απαξιωτικά και ειρωνικά για τον Τ. Ένγκελχαρντ πιστεύω ότι είναι άδικο.
Σας ευχαριστώ που με την κριτική σας μου δώσατε την ευκαιρία να παραθέσω Ένγκελχαρντ.