Ο αφορισμός δεν είναι ένα αδρανές γλωσσικό ίζημα· είναι λόγος κοφτός, επιτακτικός, ένα ξέσπασμα του νοήματος που αρνείται τη διαμεσολάβηση του επιχειρήματος. Δεν ανήκει ούτε στη δικαιοδοσία του σωστού ούτε του λάθους· απλώς σημαίνει. Σημαίνει με βία, με ακρίβεια, με αυθαιρεσία. Έρχεται ως αποσπασματική σκέψη, ως συμπυκνωμένη προθετικότητα, ως υπαινικτική παρέμβαση που δε ζητά να πείσει αλλά να κατισχύσει. Λεκτική ακροβασία, χωρίς προηγούμενες προκείμενες, χωρίς απόδειξη, μόνο συμπέρασμα. Ο αφορισμός διαρρηγνύει τη γραμματική πειθαρχία · εισβάλλει στο κατεστημένο του νοήματος σαν πυγμή του περιθωρίου. Είναι ένας σταθμός κατά τη ροή του λόγου, μια ετερόδοξη δύναμη σκέψης που μετατοπίζει τα όρια. Εκφράζει την επιβλητική ευτολμία του εκφραστή, αλλά όχι ως χρησμοδοσία· δεν προφητεύει, αποφαίνεται. Κρύβει περισσότερα από όσα φανερώνει, λειτουργεί με το ανείπωτο, το μεταιχμιακό, το ακαθόριστα ελλειπτικό.
Η γλωσσική του μορφή δεν είναι απλώς αφαιρετική. Είναι και αφηρημένη· αποσπά, απομονώνει, αποδομεί. Ο αφορισμός παραλείπει το επουσιώδες και συλλαμβάνει το κρίσιμο χωρίς εξήγηση. Ορίζει τον λόγο που δεν ζητά επεξήγηση, τον λόγο που επιβιώνει γιατί ενοχλεί. Για αυτό και ερωτοτροπεί με την απόσχιση από το πρωτογενές: είναι αντισυστημικός, καθώς τανύει τα όρια των θεσμικών λέξεων και των επιτρεπτών συλλογισμών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για την επ` αυτοφώρω σύλληψη μιας γλωσσικής ανομίας· κάτι που ενέχει την αυθαιρεσία του αυτεξούσιου στοχασμού. Είναι το καθεστώς ενός αθέμιτου νοήματος, μια ασυμφωνία που αναμένει τη δικαίωσή της όχι από τη λογική, αλλά από το ένστικτο του αναγνώστη. Για αυτό και συγγενεύει με το γνωμικό, αλλά είναι πιο αιχμηρός, πιο αναρχικός, πιο δριμύς. Ο αφορισμός είναι επιτελεστικός· δεν εξηγεί, δεν αποσαφηνίζει, δεν παρακαλεί. Είναι η επιτομή μιας σκέψης που προτιμά να (κατα) βληθεί, παρά να ενδώσει. Και κάπως έτσι, παραμένει ένας επίμονος, συμπαγής κόμβος σημασίας μέσα στην συνάφεια του νοήματος.
Ο γλωσσικός αφορισμός δεν είναι καταφύγιο · είναι παραδοξότητα. Στέκεται σαν γυμνός δείκτης ανάμεσα στη σιωπή και την καταγγελία. Δεν αναζητά συναίνεση· προκαλεί διαφωνία. Είναι σύμμαχος του ασύνδετου, εχθρός της ακολουθίας. Ένας τέτοιος λόγος δεν κατασκευάζεται· προκύπτει. Αναδύεται εκεί όπου η σκέψη δεν προλαβαίνει να αυτολογοκριθεί, κι όπου η αλήθεια - όχι ως δεδομένο, αλλά ως πιθανότητα - γίνεται αιχμή, και δύναμη κρούσης. Για αυτό και ο αφορισμός έχει μια ριζική αινιγματική υπόσταση: λαξεύει κάτω από την πρόσοψη του λογικού, για να αποκαλύψει τα ρήγματα του αυτονόητου. Είναι ένας υπαινιγμός που φέρει την ισχύ αποδόμησης συνθημάτων. Δεν υποτάσσεται στο αιτιολογικό σχήμα· το παρακάμπτει. Δεν ολοκληρώνεται· μένει εκκρεμής σαν ατέρμων ερώτηση, σαν πρόταση με πολλαπλά ενδεχόμενα. Και ίσως έτσι τελικά, να έχει μέσα του μια βαθιά οντολογική λειτουργία. Ο αφορισμός δεν είναι μονάχα λόγος· είναι τρόπος ύπαρξης του λόγου σε κατάσταση ελευθερίας. Εκεί που ο λόγος ασφυκτιά στους κανόνες, στον αφορισμό ανασαίνει.
Το αφορίζειν πράγματι δεν προσφέρεται για συζήτηση ή αντιπαραβολή επιχειρημάτων. Στέκεται αυτοτελές, σαν βλήμα λόγου που είτε σε διαπερνά είτε σου διαφεύγει. Δεν είναι πρόσκληση σε διάλογο και δεν διατάζει με την αυθαιρεσία της εξουσίας, αλλά σε κάνει να στοχαστείς. Δεν απαιτεί υπακοή, αλλά προξενεί υπαρξιακή ανταπόκριση. Είναι σαν ρήση που σε επιλέγει, όχι για να την εκτελέσεις, αλλά για να την φέρεις μέσα σου ως ανολοκλήρωτο ζήτημα. Εντέλλεται όχι στο όνομα κάποιου κανονιστικού πλαισίου, αλλά στο όνομα μιας πιστότητας, που δεν έχει ειπωθεί αλλιώς. Έτσι, ο αφορισμός δεν είναι ούτε θέση ούτε τελεσίδικη κρίση, αλλά μια υπονοούμενη παραίνεση για νόημα. Ένα «πρέπει» που δεν υποχρεώνει, αλλά με τον τρόπο του επιτάσσει. Δεν προσκαλεί· παρίσταται. Δεν έχει ανάγκη να πείσει και δεν περιμένει απάντηση. Είναι η μορφή του λόγου που υπάρχει με απόλυτο τρόπο, μια νοηματική πυκνότητα που δεν επιζητεί ούτε συναίνεση ούτε αντίλογο.
Παρών χωρίς συνοδεία, ο αφορισμός αναδύεται στο πεδίο της σκέψης αυθύπαρκτος, με την αδιαπραγμάτευτη βαρύτητα μιας πρότασης που έχει ήδη αποφανθεί. Δεν είναι ούτε καταφατικός ούτε αποφατικός. Δεν προσφέρεται για συναινέσεις· καταυγάζει νοήματα, χωρίς να τα εξηγεί. Λειτουργεί ως λεκτική αστραπή, στην οποία η πρόθεση υπερισχύει της ανάλυσης. Ίσως τελικά ο αφορισμός να είναι ο νόμος και η τάξη στη ζωή του νοηματικού περιθωρίου· λέξεις-ορόσημα, που στέκουν στα άκρα, ανυποχώρητες, πρόθυμες να σημάνουν χωρίς να εξηγούν. Και όταν τον αποδεχθείς, δεν ζητά διαπιστευτήρια. Μόνο μια αδιόρατη συμμετοχή στο βάθος του. Το φιλοσοφείν, όταν οδεύει προς τα όριά του, γεννά το αφορίζειν · και το αφορίζειν, όταν αναδύεται από την κάμινο της σκέψης, είναι αληθινή φιλοσοφία.
Ο αφορισμός είναι μορφή φιλοσοφίας, όχι είδος της. Είναι έκφραση φιλοσοφικής ωριμότητας και κατ` επέκταση απόγνωσης. Δεν είναι η απαρχή του στοχασμού, αλλά ίσως το προοίμιο της συμπερασματικής του εκδήλωσης. Ο Νίτσε δεν έγραφε δοκίμια για να πείσει· έγραφε αφορισμούς για να εκθέσει ̇ όχι απλώς απόψεις, αλλά στάσεις ύπαρξης. Ο αφορισμός είναι ακροτελεύτιος λόγος, αλλά όχι τελικός. Δεν ανοίγει κουβέντα· χαράζει κατεύθυνση. Δεν δεσμεύει, αλλά υποθάλπει τη δέσμευση. Είναι η συνθήκη του νοήματος που εκδηλώνεται με απότομη ενάργεια, εξαιρώντας τις λεπτομέρειες όχι από αμέλεια, αλλά από ακρίβεια. Ο αφορισμός σε καμία περίπτωση δεν εξαντλεί το νόημα· το πυροδοτεί. Είναι λόγος που δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, αλλά επιμένει σαν θραύσμα σκέψης που αρνείται να ενταχθεί σε αφηγηματικό ιστό, επειδή ήδη στέκει αυτόνομο, αυτάρκες, ενίοτε ερμητικά κλειστό.
Δεν φιλοδοξεί να αποκαλύψει το πλήρες, αλλά να επισημάνει το ασήμαντο που φέρει πυρήνα γνησιότητας. Είναι μορφή του αρνητικού στοχασμού· όχι επειδή λέει «όχι», αλλά επειδή δεν λέει «ναι». Παρεμβάλλεται στο λογικό συνεχές σαν χάσμα, σαν σημείωση στην άκρη της ύπαρξης που θυμίζει ότι το σημαντικό δεν λέγεται, αλλά δείχνεται. Ενδεχομένως και με διαφωτιστικές ανοησίες. Ο Βιτγκενστάιν το υποψιάστηκε: αυτό για το οποίο δεν μπορούμε να μιλήσουμε, ίσως μόνο αφοριστικά μπορούμε να το δείξουμε. Ο αφορισμός δεν οικοδομεί σύστημα· αντίθετα αφήνει ερείπια. Και σε αυτά τα ερείπια γεννιέται η ελευθερία του πνεύματος. Είναι η τέχνη του περιορισμένου λόγου που ενσωματώνει την ένταση του ανείπωτου· ο χώρος στον οποίο η σκέψη δεν υπακούει στη γραμμικότητα της λογικής, αλλά αφομοιώνει την ηχώ της εμπειρίας. Δεν μετατρέπεται σε εργαλείο του φιλοσόφου· είναι το στίγμα του.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Σουπρεματισμός", 1916) είναι έργο του, ρώσου, Κάζιμιρ Μάλεβιτς.
Το φιλοσοφείν, όταν οδεύει προς τα όριά του, ΔΙΧΩΣ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ , τότε γεννά το αφορίζειν. Ο πλατυσμός της καρδίας, η συστολή της σιωπής, η μακροθυμία, η συγχωρητικότητα, η ταπείνωση έγιναν οδοδείκτες σοφίας που αποτάσσονται τα στεγανά του εγωισμού και της ασέλγειας απέναντι στον άλλον. Το πιο βαρύ φύλλο της αιωνιότητας είναι αυτό που καταντά ναυάγιο την ψυχή των συνανθρώπων μας, Άλλη στάση είναι η μακροθυμία και η θυσία για τον άλλο και άλλο ο αφορισμός που γίνεται οχυρό των παρορμήσεων και των ιδεολογιών μας. Το πραγματικό σώμα της ελευθερίας είναι η καθολικότητα και όχι ο διχασμός και η εξόντωση. Ισχύει η χρησιμότητα όλων των εργαλείων αλλά όχι η θεοποιήσή τους. Μάλλον λείπει κάποια διάσταση από το κείμενο που θέτει όρια και στο παράλογο, το άλογο , το ανείπωτο. Κάποιο έλλειμμα νιώθω όντας ποιητική φύση και μεθεκτικά διαλεκτική σε κάθε αντιξοότητα και ιδιαίτερα σε κάθε καθημερινό αφορισμό από την αντιποιητικότητα του υλιστικού και ορθολογικού πολιτισμού μας.