Ὁ δεύτερος συγγραφέας στόν ὁποῖο ἀσκεῖ κριτική ὁ π. Νικόλαος εἶναι ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς στό δεύτερο κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται ‟ Ὁ ἔρως ὡς ὁδός θεολογίας καί ἐλευθερίας.”
Κατ᾿ ἀρχήν ὁ π. Νικόλαος ἀνιχνεύει τίς ἐπιδράσεις πού ὑπέστη ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀπό τόν Ρῶσσο φιλόσοφο Vladimir Soloviev (1853-1900). Κατά τόν Soloviev ὁ Θεός καί ὁ κόσμος ἀποτελοῦν μία ἑνιαία συμπαντική ἑνότητα. Ὁ δημιουργημένος κόσμος δέν διαφέρει ὡς πρός τήν φύση του ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀποτελεῖ μία ἄλλη ἀναδιάταξη τῶν ἴδιων δομικῶν στοιχείων πού ἀπαρτίζουν τό θεῖο Εἶναι. Πρόκειται δηλαδή γιά καθαρό πανθεϊσμό. Ἁρμός συνοχῆς τῆς ἑνιαίας συμπαντικῆς ἑνότητας εἶναι ἡ Σοφία, βασική κοσμολογική καί συνάμα ἀνθρωπολογική ἀρχή. Παράλληλα πρός τήν Σοφία ἐπενεργεῖ καί χαοτική ἀρχή πού διασπᾶ τήν ἐνότητα τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν φυλετικό-σαρκικό ἔρωτα ἀποκαθιστᾶ τή Σοφία καί ἐξουδετερώνει τίς χαοτικές/διαλυτικές/διασπαστικές τῆς συμπαντικῆς ἑνότητος δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν φυλετικό-σαρκικό ἔρωτα ἐξίσταται τῆς φύσεώς του, καθίσταται πρόσωπο (καί ἐδῶ ἀμυδρά καί συνεσκιασμένα βρίσκονται τά σπέρματα τῆς θεμελιώδους Γιανναρικῆς ἀντιφάσεως πού θά δοῦμε ἀργότερα) καί ἐκπληροῖ τή Σοφιανική δύναμη. Ἔτσι λοιπόν στό Ρῶσσο στοχαστή βλέπουμε τή σύνδεση προσώπου καί ἔρωτος, πρᾶγμα πού θά ἀπασχολήσει καθοριστικά τόν Χρῆστο Γιανναρᾶ.
Ἡ συγγένεια τῆς σκέψεως τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ μέ τόν Soloviev εἶναι καταφανής μέχρι σημείου ταυτισμοῦ. Στόν Χρ. Γιανναρᾶ ὅμως, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ π. Νικόλαος, καί νομίζουμε δικαίως, ὑπάρχει μία θεμελιώδης ἀντίφαση: ἡ ὑπαρκτική πληρότητα, ἡ ἔκσταση, ποῦ ἀνήκει, στό πρόσωπο ἤ στήν φύση; Τό πρόσωπο, ἀπελευθερωνόμενο ἀπό τά βαρίδια τῆς φύσεως, προσεγγίζει τήν ὑπαρκτική αὐθεντικότητα, ἀποδεσμευόμενο ἐπαναλαμβάνουμε ἀπό τήν ἀλλοτρίωση, φθορά καί πτώση τῆς φύσεως ἤ ἡ φύση μέ ὄχημα τόν βιολογικό-συναισθηματικό ἔρωτα ἐξίσταται ἑαυτῆς καί ἐπιτυγχάνει τήν ἀνθρώπινη πληρότητα; Ἐπειδή τό θέμα εἶναι κρίσιμο ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο τόν π. Νικόλαο νά μιλήσει: «Στό Πρόσωπο καί ὁ Ἔρως ὁ ἀγώνας τοῦτος εἶναι καταφανής. Ἀπό τή μιά ἡ φυσική ἐρωτική ἐκστατική φορά τῆς συγκεκριμένης ἀτομικότητας καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ὑπαρκτική ἐκστατικότητα ὡς προσωπική καθολικότητα. Σ᾽ ὅλο αὐτό τό βιβλίο ὁ κύριος ἴσως ὅσο καί ὁ ἀνομολόγητος ἀγώνας τοῦ συγγραφέα του ἔγκειται στό νά ξεκαθαρίσει ποιά ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές τοῦ ὑπαρκτικοῦ αὐτοῦ λόφου (αὐτή τῆς φύσης ἤ αὐτή τοῦ προσώπου) ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς ἄλλης καί συνεπῶς τό κραταιότερο ἔρεισμα τῆς ἐκστατικῆς κορυφῆς. Ποιά ἀπό τίς δύο πλευρές ἐγγυᾶται τή ρεαλιστικότερη καί πειστικότερη προσέγγιση τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπινου ὄντος; Στό παραπάνω βιβλίο ἤδη ὁ Γιανναρᾶς ἀναπτύσσει καί τίς δύο (ἀντιφατικές μεταξύ τους) αὐτές φάσεις. Ἡ πρώτη θέλει τή φυσική ἐκστατικότητα ὡς ἁπλή καί ἄνευ ἄλλης βαρύτητας προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς ἐκστατικῆς καθολικῆς ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἀναφορά συνιστᾶ τήν οὐσία ἀκριβῶς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ὁποία ὡστόσο συνιστᾶ κάποιο εἶδος ἀπελευθέρωσης ἀπό τή φύση - πράγμα δραματικά δυσεξήγητο, ἄν φυσικά συνεχίσουμε νά πιστεύουμε, μαζί μέ τήν Βιβλικοπατερική παράδοση, πώς ἡ φύσις τῶν λογικῶν ὄντων εἶναι δῶρο, ἄκτιστος λόγος καί κλήση ἐσχατολογική, καί ὄχι ἐξοντωτικός καταναγκασμός, ὅπως θέλει ὁ νεώτερος Ὑπαρξισμός (κάτι στό ὁποῖο σύντομα θά ἐπανέλθουμε). Ἡ δεύτερη τάση, προερχόμενη ἀκριβῶς ἀπό τό μερικό ἀδιέξοδο τῆς πρώτης, θεωρεῖ τήν ἴδια τή φύση, μαζί μέ τή φυσική της ἐκστατικότητα, ὡς μοναδικό ἐχέγγυο ἀνθρώπινης πληρότητας καί συνεπῶς καί, δευτερευόντως, θεμέλιο τῆς πιθανῆς προσωπικῆς ἐκστατικῆς καθολικότητας. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δέν φαίνεται νά κατανόησε ποτέ σέ βάθος τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀντίφασης. Πάντως, σύν τῷ χρόνῳ, καί καθώς ὁ στοχαστής μας ἄρχισε νά συνομιλεῖ, ὅλο καί περισσότερο, μέ τόν εὐρύτερο κόσμο τῶν διανοουμένων, πέρα δηλαδή ἀπ' τόν στενό θεολογικό περίγυρο, ἡ δεύτερη αὐτή τάση, ἡ ὁποία παραδόξως ἤ ὄχι μοιάζει νά ταυτίζεται σχεδόν ἀπόλυτα μ᾿ ἐκείνη τοῦ Soloviev, φαίνεται νά ὑπερίσχυσε» (π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆνα 2009, σελ. 80-81).
Ὅ,τι χαρακτηρίζει τή Γιανναρική σκέψη εἶναι ἡ ταύτιση προσώπου καί ἔρωτος, ἐπιπλέον δέ καί ἡ ἀποσύνδεση, ἡ ριζική διάκριση τοῦ προσώπου ἀπό τήν φύση. Ὁ ἀνθρώπινος ἔρως ἐκλαμβάνεται ὡς πρόγευση καί ἐξεικονισμός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ π. Νικόλαος λέγει: «Πράγματι, ἄν ἡ ταύτιση προσώπου καί φυλετικοῦ ἔρωτος εἶναι τό πρῶτο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἀντλεῖ ἡ νεοελληνική περί προσώπου θεολογία ἀπό τή ρωσική σκέψη...τό δεύτερο εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ προσώπου ὡς ὑπόστασης χωρίς οὐσιώδη χαρακτήρα: μιά πρωτογενής διάσταση μεταξύ προσώπου καί φύσεως ἡ ὁποία καταλήγει στή θεώρησή τους ὡς δύο ἀνεξάρτητων καί ξεχωριστῶν ὄντων. Τό φαινόμενο αὐτό τό ὀνόμασα προσωπικά ὡς “ὀντολογικοποίηση τοῦ προσώπου”, ἡ ὁποία μάλιστα βαίνει παράλληλα μ᾿ ἕνα εἶδος ἀρνητικῆς ὀντολογικοποίησης τῆς φύσης» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σσ. 85-86). Ὅπως ἐγράψαμε ἀνωτέρω, ἀναφερόμενοι στόν Σεβασμιώτατο π. Ἰωάννη Ζηζιούλα, τό πρόσωπο/ὑπόσταση δέν ἀποτελεῖ ξεχωριστή κατηγορία (μέ τήν Ἀριστοτελική τεχνική ἔννοια τοῦ ὅρου) ἀπό τή φύση/οὐσία. Ἡ ὑπόσταση εἶναι πάντα ἐνούσιος – ἀνούσιος ὑπόσταση εἶναι ἀδιανόητη – καί ἡ φύση ἐνυπόστατος. Πράγματι πῶς μπορεῖ νά νοηθεῖ τό πρόσωπο/ὑπόσταση χωρίς φύση/οὐσία; Τίνος πρόσωπο εἶναι τό ἀνούσιο (τό ἄνευ οὐσίας/φύσεως) πρόσωπο; Τί πράγματι ὑποστασιάζει, ἄν μή μία συγκεκριμένη οὐσία/φύση; Ἄν εἶναι ὀρθό – καί βεβαίως εἶναι – αὐτό πού γράφει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ὅτι ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα εἶναι ἕνα ψιλό φάντασμα, πολύ πρισσότερο τό πρόσωπο δίχως φύση εἶναι ἕνα χλωμό φάντασμα, μιά σκιώδης ὕπαρξη, μᾶλλον μιά ἀνύπαρκτη σκιά, πού οὔτε τό χαρακτῆρα τοῦ φαντάσματος καί τῆς ὑπάρξεως δικαιοῦται. Καί λέγω τοῦτο διότι ἡ ψυχή νῷ καί ἐπινοίᾳ καί πράγματι μετά τόν θάνατο καί μέχρι τήν κοινή Ἀνάσταση μπορεῖ νά νοηθεῖ καί νά ὑπάρξει χωρίς τό σῶμα, ἀλλά πρόσωπο δίχως φύση οὔτε νῷ καί ἐπινοίᾳ μπορεῖ νά νοηθεῖ. Ἐξίσου ὀλέθρια εἶναι καί ἡ ταύτιση τοῦ προσώπου μέ τήν ἐλευθερία, τή χάρη, τήν θεοείδεια, τήν αὐθεντική ὕπαρξη καί τῆς φύσεως μέ τήν ἀναγκαιότητα, τή φθορά, τήν πτώση, τήν ἀλλοτρίωση. Ἴσα-ἴσα ἡ φύση καθό φύση δέν ἁμαρτάνει, τό πρόσωπο αὐτεξουσίως κάνοντας κακή χρήση τῶν φυσικῶν δυνάμεων ἁμαρτάνει παρασύροντας τήν φύση στήν πτώση (εἶναι βέβαια ἐνδεχόμενο σέ ἰδιάζουσες περιπτώσεις, π.χ. σέ μία βαριά ψυχοπαθολογική κατάσταση, ὅπου αἰρομένης τῆς ἐλευθερίας, ἡ νοσηρή φύση νά παρασύρει καί ἕνα καλῆς θελήσεως πρόσωπο σέ, πάγια πιθανόν, πτώση). Ὁ Δαμασκηνός διασαφηνίζει ὅτι «τό ἐνεργητικόν» εἶναι ἡ φύση/οὐσία πού προχέει τήν ἐνέργεια, «ὁ ἐνεργῶν» εἶναι ἡ ὑπόσταση/πρόσωπο πού κάνει καλή ἤ κακή χρήση τῆς ἐνέργειας, ἐνῶ «τό ἐνέργημα» εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας: «Ἰστέον δέ, ὡς ἄλλο ἐστίν ἐνέργεια καί ἄλλο ἐνεργητικόν καί ἄλλο ἐνέργημα καί ἄλλο ἐνεργῶν. Ἐνέργεια μέν οὖν ἐστιν ἡ δραστική καί οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικόν δέ ἡ φύσις, ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δέ τό τό τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δέ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις» ((Ἔκδοσις ἀκριβής ΙΙ, νθ΄ 6-12, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 144). Τό πρόσωπο λοιπόν ποιοῖ (προσδίδει τό ἰδιαίτερο ποιόν) (σ)τήν ἐνέργεια. Ἡ φύση καθ᾿ ἑαυτήν εἶναι ἀκατηγόρητη.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι οὔτε ψιλό-γυμνό πρόσωπο οὔτε ψιλή-γυμνή φύση, ἀλλά ἐνούσιο πρόσωπο/προσωπική φύση καί θεοῦται «τό ὅλον αὐτοῦ» (φύση καί πρόσωπο) σέ κοινωνία καί διάλογο μέ τόν Θεό. Κατά τόν π. Νικόλαο «ἡ Πατερική θέση εἶναι πώς ἡ πλήρης ψυχοσωματική φύση εἶναι πάντοτε ἐνυπόστατη καί βεβαίως εἶναι ἤδη, ὡς λόγος/κλήση Θεοῦ, μέσα στή Χάρη, ὡς ἐνεργούμενος προσωπικός διάλογος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου – εἶναι ἡ διακοπή αὐτοῦ τοῦ διαλόγου πού μᾶς κάνει νά χάνουμε ἀπό τά μάτια μας τό γεγονός αὐτό. Τό γεγονός τοῦ προσώπου συνδέεται ἔτσι ἀξεδιάλυτα μέ τό διαλογικό τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσεως, μέ τό ὅτι ἡ φύση τῶν ὄντων δημιουργεῖται (προτείνεται ἀπό τόν Θεό) καί τελειοποεῖται ὡς προσωπικός διάλογος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους – πρόκειται, δηλαδή, στήν πραγματικότητα, γιά μιά νέα, ὑπέρ-φιλοσοφική καί ὑπέρ-μεταφυσική ἔννοια περί φύσεως (γεγονός τό ὁποῖο ἐλάχιστα ἔχει κατανοηθεῖ ἀπό τούς σημερινούς θεολόγους)» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 90). Ἐπίσης: «Ὕπαρξη σημαίνει ἐνυπόστατη/προσωπική φύσις ἐν διαλόγῳ καί ὄχι κάποιο εἶδος ἐξόδου ἀπ᾿ αὐτήν· Ἔτσι ἐλευθερία δέν σημαίνει πρόσωπο ἐνάντια στή φύση (κατά τήν Πατερική παράδοση τουλάχιστον) ἀλλά ἐνυπόστατη/προσωπική φύση, κατά προαίρεση καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀσκούμενη πρός κοινωνίαν, ἐνάντια στό περιεκτικό κακό τοῦ φίλαυτου ναρκισσικοῦ αὐτοεγκλεισμοῦ, ὁ ὁποῖος καταστρέφει τήν θεοειδῆ πανενότητα τοῦ κτιστοῦ» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 91).
Τέλος ὡς πρός τήν ἐκστατική καί ἀνατατική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα φαίνεται, ἐκ πρώτης ὄψεως, πώς συνάδει ἕνα ὄντως τολμηρό χωρίο τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ. Παραθέτουμε τό χωρίο: « Ἡ πορνεία καθό μέν ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις ἀγαθόν, καθό δέ τοῦ μή ὀφείλοντος καί τοῦ ἀπηγορευμένου ἔφεσις κακόν·τό γάρ μή ἐντεταλμένον, ἀλλ᾿ ἀπηγορευμένον οὐκ ὄν ὡς μή ὀφεῖλον. Διό καί ἡ τοῦ μή ὄντος μηδέ ὀφείλοντος γενέσθαι ἔφεσις κακόν» (Κατά Μανιχαίων 59, τόμος IV, ἔκδοση B. Kotter, Βερολίνο 1981, σελ. 379). Ἀκόμη «Οἶδεν ὁ θεός τό κακόν ὡς ἀγαθόν, ὥσπερ τήν πορνείαν οἶδεν ὡς ἔφεσιν καί φιλίαν καί ἕνωσιν. Καί παρ᾿ αὐτῷ καί αἱ αἰτίαι τῶν κακῶν δυνάμεις ἀγαθοποιοί· πολλάκις ἐκ πορνείας γεγένηνται σκεύη ἐκλογῆς» (Κατά Μανιχαίων 48, τόμος IV, ἔκδοση B. Kotter, Βερολίνο 1981, σελ. 377). Ἡ φράση « Ἡ πορνεία καθό μέν ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις ἀγαθόν...» δείχνει, ἐπαναλαμβάνουμε ἐκ πρώτης ὄψεως, νά συνάδει πρός τόν Γιανναρικό ἔρωτα. Ὁ ἔρως φαίνεται νά ἐπιτελεῖ μία ἑνοποιό καί συνδετική τῶν ὄντων δύναμη, γι᾿ αὐτό ὡς ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις, ἀκόμη καί στήν μορφή τῆς πορνείας, εἶναι ἀγαθόν. Ὡς ἕνωση ὅμως μετά τοῦ ἀπηγορευμένου εἶναι κακόν. Ἄρα μόνο ἡ ἕνωση μετά τῆς νομίμου συζύγου ἀποτελεῖ ὄντως ἀγαθόν. Ἡ ἕνωση μετά τῆς ἀλλοτρίας ἀποτελεῖ κακέκτυπο, καρικατούρα, τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ ἔρωτος. Πρός ἀποφυγή πάσης παρεξηγήσεως προσάγουμε ἕνα ἄλλο χωρίο τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπό τό ἴδιο ἔργο, τό Κατά Μανιχαίων, πού διασαφηνίζει τά πράγματα: «Καί εἰ τῇ μίξει χρησόμεθα ταῖς ἑαυτῶν γυναιξί πρός τεκνογονίαν κατά τόν νόμον τόν δοθέντα τῇ φύσει παρά τοῦ θεοῦ, καλόν· εἰ δέ χρησόμεθα τῇ ἐπιθυμίᾳ πρός τά ἀλλότρια παρά τόν νόμον τοῦ θεοῦ, κακόν...Ἡ πορνεία οὐ διά τήν συνάφειαν ἐστι κακή, ἀλλά διά τό τῇ ἀλλοτρίᾳ συναφθῆναι». (Κατά Μανιχαίων 14 42-47, τόμος IV, ἔκδοση B. Kotter, Βερολίνο 1981, σελ. 359). Ἑπομένως μόνον ἡ μίξη μετά τῆς νομίμου συζύγου ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Γάμου εἶναι ὄντως ἀγαθόν. Ὁ φυσικός ἔρως, ὅσο καί ἄν ὑπάρχει ἔντονο τό συναισθηματικό στοιχεῖο, ἀπό μόνος του δέν ἀρκεῖ πρός ὑπαρκτική πλήρωση. Χρειάζεται ἀπαραιτήτως ὁ ἁγιασμός τῆς θείας Χάριτος. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος φύση καί πρόσωπο, μέ τίς ψυχοβιολογικές, συναισθηματικές, ἐρωτικές λειτουργίες του πρέπει νά ἀνακραθεῖ στήν ἄκτιστη Χάρη πρός ἐπίτευξη τῆς ὑπαρκτικῆς πληρότητος.
Ἐν κατακλεῖδι καταθέτουμε τήν ἄποψη τοῦ π. Νικολάου: «Τίποτε τό κτιστό (εἴτε φύση, εἴτε πρόσωπο, εἴτε ψυχή εἴτε σῶμα, εἴτε ἔρως εἴτε σχέση) δέν διαθέτει πράγματι ἀπό μόνο του ὄντως Εἶναι καί Ζωή χωρίς τή διείσδυση τοῦ ἀκτίστου σέ αὐτό· ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ὅλα τά παραπάνω, ἐν Χριστῷ καί μόνον, εἶναι ἤδη ἄκτιστες κλήσεις, ἤδη διάλογοι, ἤδη δρόμοι ἐλευθερίας καί Χάριτος» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ. π., σελ. 99).
πηγή: Αντίφωνο
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Ιωάννη Μητράκα.
Κύριε Σχοινά είναι έντονη η αντιπάθεια σας για τον Γιανναρά , πιστεύω παράλληλα οτι έχει να κάνει με κάποια ”κρυφή ” και από σας τον ίδιο άποψη σας για τον έρωτα γενικότερα και αυτό φαίνεται στο άρθρο ”Ο έρως ως οδός Θεολογίας και ελευθερίας”!
Αυτά…..
Αν όπως λέγει ο Δαμασκηνός η πορνεία κατά το ότι είναι “ἔφεσις καί φιλία καί ἕνωσις” είναι ἀγαθόν και κατά το ότι είναι απηγορευμένη συνιστά κακόν, προκύπτει μια σοβαρή αντίρρηση. Η “αγαθότητα” της πορνείας έχει πολύ συγκεκριμένη οντολογική βάση (έφεσις φιλία ένωσις) αλλά η “κακία” της συνίσταται μόνο στο ότι είναι απηγορευμένη. Η απαγόρευσις είναι κάτι ανθρώπινο και συνήθως τίθεται με όρους κοινωνικής δεοντολογίας. Ποια είναι η ουσιαστική κακία στην πορνεία πέραν του ότι είναι μια σχέσις μη ευλογημένη (αυτό προσωπικά δεν με πείθει); Ποια είναι εν τέλει η οντολογική διάσταση του κακού στην πορνεία ώστα να συνιστά τόσο βαρύ αμάρτημα; Αρκεί να λέμε “είναι κακό επειδή απαγορεύεται”; Το λογικό θα ήταν να λἐμε “απαγορεύεται επειδή είναι κακό”! Ποια είναι λοιπόν η οντολογική διάσταση του κακού στην πορνεία;
Ἀγαπητή Μαρία, σέ εὐχαριστῶ γιά τό σχόλιό σου στό ἄρθρο μου.Στό πρῶτο σκέλος του, ὅτι δηλαδή ἀντιπαθῶ τόν κ. Γιανναρᾶ, σέ διαβεβαιῶ μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια ὅτι δέν ἰσχύει. Μάλιστα, ὅσο κι ἄν σοῦ φαίνεται ὑπερβολικό καί ἀντιφατικό, θεωρῶ τόν κ. Γιανναρᾶ ὡς κορυφαῖο στοχαστή καί δή ὡς τόν κορυφαῖο Ἕλληνα διανοούμενο τοῦ 20ου αἰῶνα! Θά προσπαθήσω νά τεκμηριώσω μέ ἄκρα συντομία τήν ἀπόφανσή μου αὐτή.Θεωρῶ τόν Χρῆστο Γιανναρᾶ ὡς τόν κορυφαῖο Ἕλληνα διανοούμενο τοῦ 20ου αἰῶνα, διότι εἶναι ὁ μόνος πού συνδυάζει ἐπαρκῆ γνώση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς διανοήσεως, τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί τῆς νεωτέρας Εὐρωπαϊκῆς σκέψεως καί ἀνάλογο ἔργο στίς τρεῖς αὐτές περιοχές τῆς φιλοσοφίας. Ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος καί ὁ Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος ἐλάχιστα γνώριζαν τήν Πατερική θεολογία. Ὁμοίως καί ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς. Ὁ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος, ἄν καί θεολόγος, ἀγνοοῦσε τούς Πατέρες. Ὁ Βασίλειος Τατάκης εἶχε μέν γερή γνώση τῶν Πατέρων, ἀλλά ὄχι ἐπαρκῆ γνώση τῆς νεώτερης διανόησης καί ὁπωσδήποτε ὁ σταχασμός του δέν εἶναι τῆς ἐμβελείας τοῦ Γιανναρᾶ. Ὁ μόνος πού πλησιάζει τήν σφαιρική γνώση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς, Πατερικῆς καί Εὐρωπαϊκῆς σκέψεως εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης, ἀλλά καί αὐτός νομίζω ὅτι ὑπελείπετο στήν βαθιά γνώση τῶν Πατέρων. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, βασικά γαλλόφωνος, ἀγνοεῖ παντελῶς τό Βυζάντιο. Ὁ Κώστας Παπαϊωάννου, γαλλόφωνος βασικά κι αὐτός, δέν εἶχε βαθιά γνώση τῶν Πατέρων. Ἴσως κάνω λάθος, ἴσως εἶμαι ὑπερβολικός ἀλλά νομίζω ὅτι ὁ κ. Γιανναρᾶς μέ σύνολο τό ἔργο του δικαιοῦται τόν χαρακτηρισμό τοῦ κορυφαίου Ἕλληνα διανοουμένου τοῦ 20ου αἰῶνα. Τώρα ἄν ἡ ἐλαχιστότητά μου ἔχει διαφορετική ἄποψη σέ ὁρισμένα θέματα – ὅπως τοῦ προσώπου καί τῆς φύσεως, τοῦ ἔρωτα, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ ἀειπάρθενου τῆς Θεοτόκου κ. ἄ – αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐμφοροῦμαι ἀπό ἀντιπάθεια στό πρόσωπο τοῦ κ. Γιανναρᾶ. Ἁπλᾶ κριτική (καί αὐτή θἄλεγα ἀναιμική–δέν ἔχω τά κότσια νά ἀναμετρηθῶ ἐπί ἴσοις ὅροις μέ τόν Γιανναρᾶ) κάνω σέ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ ἔργου του, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγώτερο. Νομίζω πάντως ὅτι κατανοοῶ σέ γενικές, θἄλεγα καί εἰδικές, γραμμές τό ἔργο τοῦ Γιανναρᾶ, ἐνῶ ὁρισμένοι, ὄχι μόνο ἀπό τόν συντηρητικό, ἀλλά καί ἀπό τόν προοδευτικό χῶρο, ἀσκοῦν κριτική στόν Γιανναρᾶ χωρίς νά τόν κατανοοῦν… Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι κινοῦνται ὑπό τόν ἀστερισμό του…
Τώρα ὡς πρός τό δεύτερο σχόλιό σου, ὅτι ἐμφοροῦμαι ἀπό μία “κρυφή”, ἀπωθημένη (;) σχέση μέ τόν ἔρωτα, δέν ξέρω τί ἀκριβῶς ἐννοεῖς, ἀλλά πολύ φοβοῦμαι ὅτι ἔχεις ποσοστό δίκιου! Ἀλλά, ὅσο καί ἄν τά προσωπικά βιώματά μας ἐπηρεάζουν τήν σκέψη μας, ἄς μή μιλᾶμε γιά τά προσωπικά μας. Σ᾿ εὐχαριστῶ.
έξω φρενών έχω να δηλώσω σε σχέση με την παιδεία μου που δεν μου επέτρεψε παραπάνω από δυο παραγράφους να διαβάσω από το παραπάνω κείμενο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
έξω φρενών κι από τα πρόσωπα κατά δεύτερον που αν ξέρουν τί λένε είναι στην αντίπερα όχθη της απλότητος που αν μη τι άλλο πρεσβεύει η Ορθοδοξία!
Δεν έχω λόγια να εκφράσσω πόσο λυπάμαι!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Ἀγαπητέ Κύπριε, ὄντως στέρεος ὁ προβληματισμός σου γιά τήν πορνεία, ἀλλά ἀπαιτεῖ ἐμπεριστατωμένη καί τεκμηριωμένη ἀπάντηση, στήν ὁποία δέν μπορῶ νά προβῶ τούτη τή στιγμή. Τοῦτο μόνο θά σημειώσω. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος συγκρίνει τήν πορνεία μέ τήν αἵρεση καί διερωτώμενος ποιά ἀπό τίς δύο συνιστᾶ βαρύτερη ἁμαρτία, κάνει τόν ἑξῆς ἀπορητικό διαλογισμό: ἐάν ἕνας αἱρετικός ἀρνηθεῖ τήν αἵρεση καί ἐπιστρέψει στήν Ἐκκλησία, ἐφ΄ὅσον βέβαια εἶναι ἐγκρατής, γίνεται ἀμέσως δεκτός στήν θεία κοινωνία, στήν μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ἐάν ὅμως ὁ πόρνος, ἔστω καί ὀρθόδοξος, ἀρνηθεῖ τήν πορνεία καί ἐξομολογηθεῖ τό παράπτωμά του δέν γίνεται ἀμέσως δεκτός στήν θεία κοινωνία, ἀλλά κανονίζεται ἐπί τι μακρό χρονικό διάστημα ἀποχῆς ἀπό αὐτήν. (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Κλῖμαξ, μετάφραση Ἀρχιμ. Ἰγνατίου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978, σελ. 203)
Χαίρομαι που συμφωνούμε κύριε Σχοινά ότι ο Γιανναράς είναι κορυφαίος, όταν θεολογεί φιλοσοφεί και όταν φιλοσοφεί θεολογεί .
Δεν είχα πρόθεση να σας θίξω, ούτε έχω. Δεν ασχολούμε με τα προσωπικά κανενός (δεν προλαβαίνω από τα δικά μου!), όμως όταν διαισθάνομαι οτι κάποιος ή κάποια κάνοντας κριτική άθελα του ή άθελα της και βεβαίως άθελα μου ,”μεταφέρει” προσωπικά βιώματα, τότε θεωρώ οτι είναι αναγκαίο να το επισημάνω .
Όσο για την απορία του Κύπριου θα ήθελα να προσθέσω -πέρα από κανόνες κ.λ.π-οτι όταν δεν υπάρχει αγάπη σε κάθε τι που κάνεις, δεν υπάρχει έμπνευση και συνέχεια , τότε το”κακό” είναι ο εγωισμός που κυριαρχεί και η ικανοποίση του ”εαυτούλη μας”! Εαυτούλης μας είναι , κάνω τα καπρίτσια μου όταν κι όπως θέλω -άρα απομακρύνομαι από τις ανάγκες του άλλου -, έτσι λοιπόν διασπάται η ενότητα και η κοινωνία μεταξύ μας και κυριαρχεί το Εγώ αντί του Εμείς !
Κλείνοντας , σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία .
Ο κ. Σχοινάς πρέπει να είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος, κρίνοντας από την απάντηση στο δεύτερο σκέλος της “αγαπητής” Μαρίας. Εύγε Φώτη! Μάλλον και η Μαρία πρέπει να ψάξε ιτι κρυφό τη βασανίζει, σεξουαλικό ή όχι άσχετο…
χωρίς να επιθυμώ να θεολογώ .. δεν μπορώ παρά συγκινηθώ μπροστά στον εξής λόγο που διασώζει κάτι που δεν το έχω βρει αλλού : “[b]Ο ακόλαστος, αν και στερείται το αγαθό κατά συνέπεια της άλογης επιθυμίας του, ούτε υπάρχει ούτε και επιθυμεί με τον τρόπο του αγαθού, μετέχει όμως με αυτή την αμυδρή απήχηση που εξασφαλίζει η ένωση και η φιλία…Ακόμη και αυτός που επιθυμεί την χειρότερη ζωή, επειδή έχει κάποια γενική επιθυμία για ζωή και μάλιστα γι αυτήν που την νομίζει ο ίδιος άριστη, ακριβώς για την επιθυμία του καθεαυτήν και για το ότι επιθυμεί τη ζωή και για το ότι αποσκοπεί στην άριστη ζωή, μετέχει στο αγαθό[/b]” (από της αρεοπαγητικές συγγραφές – περί θείων ονομάτων).
Η αμαρτία ευτυχώς δεν είναι παράβαση νόμων αλλά αστοχία (αυτό θα ήθελα να πιστεύω τουλάχιστον) … και ακόμη και σε αυτή την αστοχία υπάρχει ακόμη κάτι που μπορεί να μείνει…. όταν κανείς όμως παύει να επιθυμεί την ζωή, όταν κλείνεται στον εαυτό του, ακόμη και όταν είναι “ηθικός” .. εκεί δεν ξέρω τι μένει. Σημασία δεν έχουν οι ποινές πιστεύω όπως διατυπώνονται σε τέτοιους (ανθρώπινους) κανόνες και άλλωστε ποιος μπορεί να κρίνει τι είναι καλό και τι κακό; ή και κατα πόσο το κακό είναι κακό και το καλό καλό; Η μόνη οντολογική προσέγγιση αυτού του ερωτήματος νομίζω θα μπορούσε να γίνει μονάχα στο επίπεδο που αφορά την ίδια την ύπαρξη μας … στο τι μας κάνει να θωρακιζόμαστε και να εγκλωβιζόμαστε στο Εγώ μας και τι μας κάνει να ανοιγόμαστε στους άλλους, όσο και αν αστοχούμε που και που….
Γιώργο μου άρεσε ο σχολιασμός σου περί κρυφών κ.λ.π! Πιστεύω οτι για να κάνει κάποιος καλοπροαίρετη κριτική , οφείλει πρώτα να ”ξεσκονίζει” τον εαυτό του και ύστερα να προσπαθεί να διακρίνει τυχόν ”σκόνες” και στον άλλον. Να προσπαθεί επαναλαμβάνω , γιατί αντικειμενικά όλα είναι υποκειμενικά!
Πίστεψε το, έχω κι εγώ κρυφές πτυχές στη ζωή μου -δεν με βασανίζουν- απλά με κινητοποιούν ώστε να να προσέχω πρισσότερο τι λέω ,γιατί το λέω κι αν πρέπει να το πω.
Οφείλω να ευχαριστήσωτον κ. Σχοινά κι εσένα που μπήκατε στον κόπο να μου απαντήσετε και χαίρομαι πολύ.
Εύχομαι σε όλους σας καλή εβδομάδα , καλή δύναμη.
Σεβαστέ και αγαπητέ κύριε Σχοινά, ευχαριστώ για την απάντηση, έστω κι αν δεν απαντάει απόλυτα στον προβληματισμό μου. Είναι αλήθεια ότι η πορνεία είναι καταγεγραμμένη στη συνείδησή μας ως βρύ αμάρτημα-“αστοχία” και είναι επίσης αλήθεια ότι σημαντικό βάρος αυτής της “καταγραφής” φέρει η κοινωνική σύμβαση στην οποία ζούμε που κατατάσσει το ολίσθημα συτό στο αμαρτωλό στάτους που όλοι το έχουμε. Από την άλλη (απαντώντας στη Μαρία πιο κάτω) δεν μπορούμε να αποποιηθούμε την μόρφωσή μας κάνοντας πως υιοθετούμε τη διδασκαλία της εκκλησίας εν τη απλότητί της όπως γινόταν πριν από 50 ή 100 χρόνια. Η “δυνατότητα” που μας δίνει η μόρφωση να αναρωτηθούμε με αυτό τον τρόπο για την οντολογική διάσταση ενός αμαρτήματος δεν συνιστά ασέβεια προς τη διδασκαλία και την ποιμαντική της εκκλησίας, απλά τα ερίσματα πίστης και ηθικής σε ένα μορφωμένο άνθρωπο του 21ου αιώνα διαπλάθονται πολύ δυσκολότερα απ’ ότι στο παρελθόν για ευνόητους λόγους. Επαναθέτω λοιπόν το ερώτημα και αν κάποιος είναι σε θέση να με παραπέμψει έστω κάπου για την απάντηση θα του είμαι ευγνώμων.
νομίζω θα έβρισκε κανεις απάντηση στο ερώτημά σας αν πρώτα διερευνούσε τι είναι αμαρτία και σε τι αναφέρεται… δηλαδή σε σχέση με τι είναι μια αμαρτία αστοχία; κάτι που άμεσα οδηγεί και στο ερώτημα “τι είναι κακό;” Η κοινωνική ηθική και η οντολογία μπορεί να μην συμφωνούν απόλυτα……. Βέβαια θα βοήθαγε και ο ορισμός της λέξης “πορνεία” (μιας και στον καθένα μπορεί να έχει πολύ διαφρετική σημασία).
Πάντως προσωπικά πιστεύω πως αν και η κοινωνία μπορεί να ιεραρχεί τις αμαρτίες (σε μεγάλες και μικρές) μια αντίστοιχη προσπάθεια στο επίπεδο αυτού του προβληματισμού ίσως να είναι ατυχής καθώς δεν έχει σημασία η πράξη καθ αυτή αλλά η κατάσταση αυτού που ενεργεί.
Aγαπητή Μαρία, σεβαστές οι απόψεις σου ασφαλώς, πλην είναι φανερό ότι κρίνεις ευγενικώς αυστηρά όσους δεν έχουν τις ίδιες με τις δικές σου. Ο Γιανναράς, λ.χ., είναι ασφαλώς χαρισματικός και σπουδαίος. Το αν όντως θεολογεί πάντοτε αυτό ας τεθεί υπό αμφισβήτηση, καλοπροαίρετη. Μεγάλο το θέμα. Τώρα αυτά που λες περί αγάπης σωστά είναι, αλλά μην είσαι τόσο σίγουρη ότι την αγάπη μπορούμε να τη βρούμε και να τη χρησιμοποιούμε ως επιχείρημα τόσο εύκολα. Τέλος, οι κανόνες και οι εντολές περιορίζουν τον εγωισμό, όταν βεβαίως δεν χρησιμοποιούνται για να εκμηδενίσουν τον άλλον. Ο Γιανναράς θεωρεί ότι οι εντολές μόνο καλλιεργούν τον εγωισμό κτό., πράγμα πιθανόν αλλά όχι βέβαιο. Όταν κάποιος υβρίζεται και θυμηθεί σχετική εντολή για το πώς πρέπει να απαντήσει (ή να μην απαντήσει), τότε -ακόμη κι αν δεν αγαπά τον υβριστή- περιορίζει τον εγωισμό του, θέτει όρια. Άρα αυξάνει τις πιθανότητες να τον αγαπήσει κοκ. Πώς λοιπόν οι εντολές εδώ και αλλού, κυριαρχεί η ικανοποίηση του εαυτούλη μας όπως λες; Ενδέχεται να συμβεί αυτό, μπορεί όμως και όχι. Ο Γιανναράς στις επιφυλίδες του μιλάει συνεχώς για ευθύνη, για ανομία των πολιτικών, των πανεπιστημιακών κλπ. Αυτά δεν έχουν σχέση με κανόνες και εντολές; Αλλά όταν έχεις εκτοξευθεί νοερά-φαντασιακά στη σφαίρα της αγάπης και του έρωτα, μεταξύ μας σε μια ουτοπία δηλαδή, τότε όλες οι εντολές (και σωστά) είναι άχρηστες.
Αγαπητέ Κύπριε, επειδή σας φαίνεται μάλλον απλοϊκή η άποψη μου και πιθανόν ρομαντική, θα σας πω τα εξης: η οντολογική διάσταση του κακού στην πορνεία , δεν έχει να κάνει ούτε με ήθική ούτε με μιά στείρα ματιά ή στάση πρός την διδασκαλία της εκκλησίας.
Εχει να κάνει μόνο με την εγωιστική ενασχόληση του εαυτού μας όταν κάποιος και κάποια αναζητά την ικανοποίηση των σεξουαλικών του αναγκών χωρίς παράλληλα να αναζητά και να ποθεί και την κοινωνία -την ένωση-με τον άλλον. Η οντολογική διάσταση του κακού στην πορνεία
δεν έχει να κάνει μόνο με το ηθικό μέρος ,έχει να κάνει με κάτι βαθύτερο και μεγαλύτερο, έχει να κάνει με την μη ένωση των προσώπων και τελικά την αποξένωση ή την αλλοτρίωση των προσώπων.
Επίσης αγαπητέ Ανώνυμε (απαντώ και στους δύο κυρίους) όταν κάποιος αναφέρεται στις ανθρώπινες σχέσεις μιλώντας για κανόνες τηρώντας μόνο το γράμμα του νόμου και δεν βλεπει σφαιρικότερα
και βαθύτερα θεωρεί ουτοπία την αγάπη και δεν έχει τη διάκριση πότε να μιλήσει ‘σκληρά” , πότε ήπια, πότε αγαπητικά. Αγαπώ τον άλλον σημαίνει οτι πρώτα αγαπώ τον εαυτό μου και μετά μπορώ και προσπαθώ να κάνω το ίδιο και με τον άλλον΄. Με διάκριση πάντα και για αυτό διατηρώ το δικαίωμα ” να τα χώσω” εκεί που πρέπει και ”να κάνω πίσω ” όταν πρέπει .
Συνοψίζοντας , ας ξεκαθαρίσουμε τι είναι πορνεία , ποιά είναι η προσωπική μας ευθύνη κι ας αναρωτηθούμε πώς αγαπάμε και γιατί αγαπάμε και ίσως καταφέρουμε να καταλάβουμε ”την οντολογική διάσταση του κακού στην πορνεία ” κι όχι μόνο !….