Ο άνθρωπος είναι «ζώο πολιτικό», λέει ο Αριστοτέλης. Εκτός ανθρώπινης κοινωνίας είναι «ή θηρίο ή θεός».
Ισορροπεί εκεί, ανάμεσα στο άνω και στο κάτω όριο, χάρη στην κοινωνικοπολιτική αυτοθέσμιση. Τη θεμελιωμένη σε δύο αντίρροπες δυνάμεις: την αυθυπερβατική αμοιβαιότητα /φιλότητα και το αυθυποβατικό / ανταγωνιστικό νείκος. Η ανοδική δύναμη ενεργοποιείται από τη Θεοεπιθυμία του. Η καθοδική από την Φιλαυτία του.
Ο Εαυτός αναγνωρίζεται από την Ταυτότητα της Προσωπικότητάς του. Μπορούμε να πούμε, ότι είναι αληθινός, όταν ο Βίος του έχει διαχρονικό άξονα. Ενώ υπόκειται, δηλαδή, στον φυσικό νόμο της τροπής, κατά κάποιον τρόπο τον υπερβαίνει, υπακούοντας στην αρχή της αυτοομοιότητας / ομοιόστασης. Αντίθετα: μπορούμε να πούμε, ότι είναι ψεύτικος ο Εαυτός, όταν ο Βίος του δεν έχει διαχρονικό άξονα.
Ο Εαυτός της γένεσης και της ακμής των πολιτισμών, διαφέρει από τον Εαυτό της παρακμής και της κατάρρευσής τους. Οι πρώτος, ανταποκρίνεται στην περιγραφή «πώς δενότανε τ’ ατσάλι». Είναι «ηρωικός». Ο Εαυτός της παρακμής, κινούμενος ανάμεσα στους κεκτημένους θεσμούς, σα να μην τον αφορούν, μοιάζει με τον υπνοβάτη, που δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται. Ο τρίτος, «αναγνωρίζει τον εαυτό του» στους στίχους: «Άστε με ήσυχο όλοι, θέλω να ζήσω ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πια».
Αληθινός είναι, λοιπόν, μόνο ο πρώτος. Ο δεύτερος είναι ψεύτικος. Ενώ ο τρίτος, δεν έχει καν Εαυτό.
Το «ομοιωθήναι θεώ κατά το δυνατόν», είναι εφικτό σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Καθώς επίσης και για την πλειάδα των κατά Χριστόν ομολόγων του. Το «θεωθήναι», μέσω του «ομοιωθήναι», ήταν το ζητούμενο της κεντρικής φιλοσοφικής Παράδοσης του αρχαίου και του βυζαντινού Ελληνισμού.
Ας δούμε, υπ’ αυτό το πρίσμα, τη νεωτερική εμπειρία του «θεωθήναι». Η θεοεπιθυμία συνδέεται, κατ’ αρχήν, με την πηγαία ελευθερία «να έχω αυτό που θέλω, εδώ και τώρα». Το πρωτοβλέπουμε στην δυσανεξία του μωρού, σε ό,τι αντίκειται στο «θέλημά» του. Το «πρόβλημα είναι», είπαμε, ότι το «μωρό» δεν γνωρίζει ακόμη την «αρχή της πραγματικότητας». Και δεν καταλαβαίνει την αξία της «αναβεβλημένης απόλαυσης», ως εύλογης μορφής αυθυπέρβασης.
Είμαστε ακόμη στην «ηρωική» εποχή. Εναποθέτουμε τη λύση του «προβλήματος» στην κοινωνική Εκπαίδευση του παιδιού. Όταν όμως το παιδί, εσωτερικεύοντας την εν λόγω διττή αρχή, θα έχει γίνει ο άνθρωπος-υποκείμενο του νεωτερικού πολιτισμού, η θεοεπιθυμία του θα έχει ταυτιστεί, ανεπαισθήτως, με το υπόδειγμα θεοεικόνας, που ενσαρκώνει πρωτίστως η δεσπόζουσα πολιτική «Κεφαλή».
Στην ανοδική φάση, της γένεσης και της ακμής του νεωτερικού Εαυτού, την άρχουσα Θεοεικόνα θα την ενσαρκώσουν «προμηθεϊκές» και «φαουστικές» μορφές. Στην εποχή του μοντερνισμού, θα ακολουθήσουν φιγούρες τύπου Χίτλερ και Στάλιν. Και όταν αυτές ξεπεραστούν, με την είσοδο στη φάση του μεταμοντερνισμού, στον θρόνο του Πλανητάρχη Δία, θα ανέλθει η αλήστου μνήμης θεοφιγούρα με το σαξόφωνο και τα «ανάρμοστα» πταίσματα. Που αντί για τους κεραυνούς, θα έχει πρόχειρες τις «έξυπνες βόμβες» πλουτωνίου, δοκιμάζοντάς τες στην άτυχη Σερβία. Για να ακολουθήσουν, στην ίδια πάντα βομβαρδιστική γραμμή, όλοι οι «δημοκρατικοί» του επίγονοι. Από τον «χαρισματικό» νομπελίστα της ειρήνης, ως τον «ανεκδιήγητο» sleepy Joe.
Συμπέρασμα: Εξαντλήσαμε και τις τρεις εκδοχές νεωτερικού Εαυτού. Ο ηρωικός και ο υπνοβατικός, ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Προλάβαμε να ζήσουμε αρκετά και τον επακόλουθο παθητικό μηδενισμό. Τώρα μπήκαμε για τα καλά στη θηριώδη κατάσταση.
Σπάνια θα αναγνωρίσει ο άνθρωπος την ουσία της ενδιάθετης Ελευθερίας του, στο αυθυπερβατικό Σθένος.
Αγνοεί τις ρίζες της αυθυπερβατικής / αυτοθυσιαστικής αμοιβαιότητας, στις τρεις μορφές της -χλευαζόμενης πλέον- Σταυρικής Αγάπης: Τη Γονική, προς το Παιδί. Την Πολιτική, προς την Πατρίδα. Και την Εκκλησιαστική, προς τον Χριστό.
(α) Η Γονική σταυρική Αγάπη, μέτρο της έχει, την υποταγή του πρότερου Εαυτού, στον «ζυγό» του μητρικού και του πατρικού Εαυτού. Η ίδια αυτή αγάπη, ολοκληρώνεται συν τω χρόνω, με την αντίστροφη αυθυπερβατική αμοιβαιότητα των παιδιών, προς τους ανήμπορους γέρους γονείς τους. Εκείνων δε προς τα πολυπόθητα εγγόνια τους.
(β) Η Πολιτική σταυρική Αγάπη, είναι εκείνη που κάνει τους Πολίτες να μεταβάλλονται ακαριαία σε Οπλίτες. Έτοιμους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα, για τη σωτηρία της Πατρίδας. Και Αυτήν, αντίστροφα, να τιμά τους πεσόντες «υπέρ βωμών και εστιών» Ήρωες και Μάρτυρες. Και να αναλαμβάνει την προστασία των οικογενειών τους. Η ίδια Αγάπη, ως Φιλοτιμία, προκαλεί επιπλέον, τη δημιουργική ώθηση στην άμιλλα «για τα μεγάλα και ωραία έργα»: την Ευεργετική Δημιουργία. Που σημαίνει «Έργο-για-τον-Δήμο». –Άμιλλα, που δρα συν τοις άλλοις, σαν ανάχωμα, στο υποδόριο ανταγωνιστικό «νείκος».
(γ) Η Εκκλησιαστική σταυρική Αγάπη, είναι η αυθυπερβατική αμοιβαιότητα της Αγάπης των μελών του Εκκλησιαστικού Σώματος προς ην Κεφαλή του, τον Χριστό. Τον Υιό του Θεού. Και συνάμα, Υιό του Ανθρώπου. Και Φίλο «καρδιακό», του καθενός ξεχωριστά.
Μιλάμε, λοιπόν, για το Ανθρωπογονικό δίπολο (άνδρας και γυναίκα), το Πολιτειογονικό (άρχειν και άρχεσθαι) και το Θεογονικό (Θεοεπιθυμία και Θεοεικόνα). Το τρίτο και το πρώτο, είναι οι «Βωμοί και οι Εστίες», που ορίζουν τον διαχρονικό άξονα της Εθνικής Ταυτότητας του δεύτερου: του συστήματος Πατρίδας.
Η ουσία του υπολαμβανόμενου νοήματος, έγκειται στο ότι, η πηγή της ζητούμενης αυθυπερβατικής ομοψυχίας, είναι στα τρία αυτά θεμελιώδη κοινωνικά δίπολα των πολιτισμών, η προσωπική αυτοθυσία για το αντιστοίχως υπεραγαπημένο «Τρίτο», η παρουσία του οποίου εκτοπίζει το ανταγωνιστικό νείκος και τα συμφιλιώνει.
Το ζήτημα πάντως είναι, ότι χωρίς την εμπειρία της Σταυρικής Αγάπης, είναι εν γένει αδύνατο, να αντιληφθεί κανείς, ποιός είναι όντως ο αληθινός Εαυτός του. Και τούτο, διότι η Σταυρική Αγάπη είναι η μόνη, που το αυτοθυσιαστικό της σθένος, έχει τη δύναμη να «βγάζει από τη μέση» τον ιδιοτελή Φόβο και το ιδιοτελές Συμφέρον,
Αναγνωρίζοντας την αυθεντική Θεοεπιθυμία, την αναπροσανατολισμένη στην αληθινή Θεοεικόνα, που είναι το Πρόσωπο του Εσταυρωμένου Παντοκράτορα, ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, όρισε τον άνθρωπο, ως «ζώο Θεούμενο».
Το αυθεντικό υπόδειγμα του «ομοιωθήναι Θεώ», είναι ο ιστορικός άνθρωπος Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Ούτως ώστε, όποιος εφαρμόζει τις οδηγίες του, και πιστεύει σ’ Αυτόν που τον έστειλε, πολιτογραφείται εδώ και τώρα, στη Χώρα των Ζώντων. (Ίωάν. 5, 24.)
Ο τρόπος του «ομοιωθήναι Θεώ», είναι να υπάρχεις στο μέτρο που εμπράκτως αγαπάς τον Θεό και τον Πλησίον. Που σημαίνει: Αν τους αγαπάς, υπάρχεις. Αν δεν τους αγαπάς, δεν υπάρχεις. Κι ας νομίζεις ότι υπάρχεις. Ύπαρξη, Θεός, Αγάπη, Πλησίον, είναι ένα και το αυτό. Αν αυτή είναι η αλήθεια για την Ύπαρξη, πώς θα μπορούσα να λέω «υπάρχω» και να «είμαι στο Εγώ» και όχι στο Εμείς; «Να είμαι ο Εαυτός μου»; «Όλος δικός μου»;
Σε κάθε νέα χρονική στιγμή, ο νους της ελευθερίας μου τίθεται ενώπιον του διλήμματος: Ύπαρξη ή Ανυπαρξία; Τα μόνα πρόσημα, που χωρούν εδώ, είναι το «έπεσθαι» και το «αντιστήναι». Ο τρόπος της αυθυπερβατικής αμοιβαιότητας και ο τρόπος της αυθυποβατικής / ανταγωνιστικότητας. Επιλέγοντας τον πρώτο, μετέχω στην Ύπαρξη. Επιλέγοντας τον δεύτερο, μετέχω στην Ανυπαρξία. Κι ας μην το καταλαβαίνω.
Όταν επιλογή μας είναι το έπεσθαι / ενδίδειν στη σταυρική Αγάπη, τότε ο νους μας βλέπει την ελευθερία του να αναπτύσσεται. Και τους αντίστοιχους περιορισμούς της να περικόπτονται βαθμιαία. Ενώ, όταν επιλογή μας είναι το αντιστήναι στην αγάπη, ο νους μας σκοτίζεται. Η ελευθερία του γίνεται λεία των παθών. -Απ’ αυτήν άλλωστε τρέφονται τα πάθη. Αυτονομούνται και πολλαπλασιάζονται. Αν δεν υπάρξει, τότε, μετάνοια έμπρακτη, δηλαδή Μεταστροφή, τα αποθηριωμένα τέκνα της Φιλαυτίας, θα μας υποδουλώσουν ολοκληρωτικά.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ψυχή «πεθαίνει πριν από το σώμα», κι ο άνθρωπος περιφέρεται σαν ζόμπι. Ώσπου να έρθει η ώρα να τον θάψουν σα σκυλί.