Σταύρος Αγαζάνης
Ο άνθρωπος αγωνίζεται να αποκαλύψει τους δεσμούς του με την φύση. Στην προσπάθεια αυτή η παρουσία της Φυσικής επιστήμης είναι καταλυτική. Ο δεσμός μας όμως με τον κόσμο γίνεται κυρίως υπό το πρίσμα μιας στερεότυπης ορθολογιστικής οπτικής και δεν αναδεικνύει όσο πρέπει την αντιληπτική και βιωματική δυνατότητα του υποκειμένου. Μεταφράζει δηλαδή τη βιωματική μετοχή σε νοητική κατασκευή, και αποσυνδέει τους φυσικούς νόμους από την θεία πρόνοια.
Έννοιες όπως η αιωνιότητα, ο οντολογικός προσδιορισμός, ο Θεός, κλπ εξοβελίζονται αφού δεν βρίσκουν πεδίο επαληθευσιμότητας σε μια τέτοια επιστήμη. Και όμως, η νεότερη φυσική μας προτείνει μια διαφορετική εκδοχή της πραγματικότητας. Ακυρώνοντας τις διασταλτικές διαιρέσεις αποκαλύπτει την ενότητα του κόσμου και συμβάλλει στην αντίληψη της αναφορικότητας ως υπαρκτικής προϋπόθεσης των όντων, βοηθώντας έτσι στην προσέγγιση του θείου προσώπου. Καθιστά λοιπόν επιτακτική την ανάγκη διατύπωσης μιας οντολογίας στην οποία θα μπορούν, εκτός από την φυσική, να μετάσχουν ισότιμα η φιλοσοφία και η θεολογία.
Εισήγηση
Ο άνθρωπος αγωνίζεται να αποκαλύψει τους προφανείς αλλά και τους μυστικούς δεσμούς που τον συνδέουν με την φύση, έτσι ώστε να φτάσει στην υπαρκτική του ολοκλήρωση. Στην προσπάθεια αυτή η παρουσία της φυσικής επιστήμης υπήρξε καταλυτική. Με τη μεθοδολογία της βοήθησε στην ερμηνεία των φαινομένων του κόσμου, διατυπώνοντας νόμους ή θεωρητικές προτάσεις, που προσπαθούν να εξηγήσουν τους μηχανισμούς της λειτουργίας του. Όμως η προσέγγιση της κοσμικής πραγματικότητας δεν μπόρεσε να καλύψει το υπαρξιακό κενό του ανθρώπου ίσως επειδή δεν ανέδειξε την ιδιαίτερη αντιληπτική και βιωματική δυνατότητα της υποκειμενικότητας. Έτσι ο δεσμός μας με το περιβάλλον, υπό το πρίσμα και την στερεοτυπία μιας ορθολογιστικής οπτικής, μετατράπηκε από βιωματική μετοχή σε νοητική κατασκευή, ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν αποκάλυψαν άμεσα την πρόνοια και την αγάπη του Θεού για τον κόσμο.
Σήμερα λοιπόν, που βρισκόμαστε σε μια εποχή σπουδαίων αναθεωρήσεων, είμαστε έτοιμοι με την συνδρομή της φυσικής αλλά και με την απαραίτητη ταπείνωση, να ξαναδούμε χωρίς συμπλέγματα την ορθόδοξη παράδοση και να προβληματιστούμε σοβαρά πάνω στην δυνατότητά της να προσεγγίσει το συμπαντικό και το ανθρώπινο υπαρκτικό γεγονός. Η δυναμική εμφάνιση της νεότερης φυσικής μας δίνει μια ακόμη ευκαιρία για να δούμε αν ο κόσμος δημιουργείται στο βαθμό και στην έκταση που ορίζει η βούληση της Θείας οικονομίας και να προσεγγίσουμε ξανά χωρίς φανατικές αγκυλώσεις όλα τα σχετικά με τον άνθρωπο, το κτιστό, το άκτισο και την αλήθεια.
Η συμβολή της νεότερης φυσικής στο θέμα αυτό άρχισε να φαίνεται με τον κλονισμό του μηχανιστικού κοσμοειδώλου. Ο κλονισμός αυτός ήρθε κυρίως εξ’ αιτίας της λυτρωτικής αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας και της θεοποίησης των ποσοτήτων που χαρακτήριζαν αυτό το μοντέλο της φυσικής. Τα θεμέλια της αμφισβήτησης τα έβαλαν οι σημαντικές ανακαλύψεις της σχετικότητας, της κβαντικής μηχανικής, της θερμοδυναμικής, του χάους, των υπερχορδών κ.ά. Η νεότερη φυσική, μπόρεσε να επαναφέρει τον άνθρωπο από την χοάνη της χρησιμοθηρίας στην αναζήτηση της υπαρκτικής του αλήθειας. Είτε αναφέρεται στον μικρόκοσμο είτε στα μεγάλα συμπαντικά μεγέθη, η νέα θεώρηση της κοσμικής πραγματικότητας, μας αναγκάζει να δούμε το κάθε συμβάν αλλά και το καθολικό σύμπαν ως ολιστικά γεγονότα, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή την ανυπαρξία της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού. Αυτό θα πει πως ο περιπτωσιακός χαρακτήρας ενός συμβάντος έχει συμπαντικό χαρακτήρα. Σε κάθε γεγονός δηλαδή οσοδήποτε μικρό, υπάρχει η συμμετοχή της καθολικής συμπαντικής πραγματικότητας[1]. Ο κόσμος αναδεικνύεται με την οπτική της σύγχρονης φυσικής θεωρίας μέσα από την βαθιά και θεμελιώδη σχέση των πεπραγμένων του, μια σχέση, η οποία με την ‘δυναμική’ της ‘απροσδιοριστία’[2] καθιστά άνευ νοήματος κάθε απόπειρα ‘ανεξαρτησίας’ και ‘αυτοκαθορισμού’. Οι σχέσεις των γεγονότων του κόσμου όπως μας δείχνει σαφώς η κβαντομηχανική «είναι ένας τρόπος αναφορικότητας συγκρίσιμος μόνο με την δυναμική ελευθερία των διαπροσωπικών ανθρώπινων σχέσεων».[3] Το στερεότυπο μιας κακώς νοούμενης ορθολογικότητας εξ αιτίας της οποίας εξοβελίστηκαν έννοιες, όπως η αιωνιότητα, ο Θεός, η ψυχή κλπ οι οποίες φάνηκε να μην χρειάζονται αφού δεν έχουν πεδίο επαληθευσιμότητας στις περιοχές της επιστήμης, δεν είναι πλέον επαρκές για την ερμηνεία του κόσμου. Η εκδοχή της πραγματικότητας όπως περιγράφεται από τις νεότερες θεωρίες, κάνει κατ’ αρχήν την πόλωση μεταξύ επιστημονικής και μεταφυσικής αναζήτησης να αποκτά όλο και πιο σχηματικό χαρακτήρα. Η νεότερη φυσική φαίνεται να ξεπερνά αυτές τις διασταλτικές διαιρέσεις,[4] ενώ μέσα από τις ανακαλύψεις της ακυρώνει την διαρκώς διογκούμενη και ακοινώνητη ιδιογνωμία η οποία εμφανίζεται ως οντολογική πρόταση. Η υποταγή της μεταφυσικής αναζήτησης στην ορθολογικότητα αρχίζει να γίνεται περισσότερο παρά ποτέ προφανής ως ψευδαίσθηση του σύγχρονου ανθρώπου. Η νεότερη φυσική, καθιστά επιτακτική την ανάγκη διατύπωσης μιας άλλης οντολογίας, στην οποία θα μπορούσαν να μετάσχουν ισότιμα η φιλοσοφία και η θεολογία και γίνεται έτσι το εφαλτήριο για μια καινούρια αναζήτηση του Θεού και της υπαρκτικής μας αλήθειας. Στην αναζήτηση αυτή, τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και πάλι ο άνθρωπος, επειδή μόνο αυτός μπορεί να πετύχει την αποκωδικοποίηση των κοσμικών σημάτων και την αναγνώριση και την ερμηνεία κάθε πληροφορίας του συμπαντικού περιβάλλοντος, θέτοντας εκ νέου με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο τα ερωτήματα τα σχετικά με την ύπαρξή του και την δημιουργία.
Τα ερωτήματα όμως αυτά έστω και αν στοχεύουν στην αποκάλυψη του νοήματος τόσο του ίδιου, όσο και του σύμπαντος μέσα στο οποίο ζει, αντιμετωπίζονται στην εποχή μας πολλές φορές με απάθεια και ίσως με εχθρότητα. Αυτό σε κάποιο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι η αναζήτηση της μεταφυσικής αλήθειας έδωσε την θέση της στην αλαζονεία της τεχνολογίας, «η ζωτικότητα του αυτεξούσιου υποκαταστάθηκε από την παγερότητα του αιτιοκρατικού κομπασμού και η αφυπνιστική προσδοκία του θεϊκού κόσμου παραμέρισε για να περάσει η ψευδαίσθηση ενός γήινου παράδεισου».[5] Ο συνδυασμός όλων αυτών στο φόντο ενός παράλογα επικυριαρχικού ορθολογιστικού τόνου, έχει οδηγήσει σε βαθιά υποβάθμιση τον οντολογικό μας προβληματισμό,[6] χωρίς ευτυχώς να ακυρώσει τελείως τα υπαρξιακά μας αιτούμενα τα οποία έρχονται κατά καιρούς στην προφάνεια. Το εντυπωσιακό είναι, ότι στην ανάδειξη των ερωτημάτων αυτών, συμβάλει με τρόπο καταλυτικό η Φυσική, η οποία αντιστέκεται στην ‘παράδοση’, που την θέλει ενταγμένη σε αυτό το οποίο θα αποκαλούσαμε ‘αντιμεταφυσικό’ στρατόπεδο. Πράγματι η Φυσική, όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι, έχει συνδεθεί με μια ‘ορθολογιστική – αντικειμενική’ αντιμετώπιση του υπαρκτού, η οποία βιώνεται ως παντοδυναμία του συλλογισμού.[7] Η παντοδυναμία αυτή, έχει τις οντολογικές της παρενέργειες με την ενδεχόμενη ταύτιση ύπαρξης και νόησης (σκέφτομαι άρα υπάρχω).[8] Εν τούτοις, η πορεία της φυσικής στα χρόνια μας, φαίνεται να χαράσσεται μέσα σε μια διαρκή αυτοαναίρεση και αυτοανατροπή.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, είναι η ουσιαστική συμβολή της στην διαμόρφωση ενός διαφοροποιημένου μοντέλου θετικής επιστήμης σε σχέση με αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό. Το μοντέλο στο οποίο αναφερόμαστε, έχει χαρακτηριστικά, που διαφέρουν σημαντικά από το στερεότυπο ενός άκαμπτου ορθολογιστικού συστήματος, στο οποίο οφείλει ‘τυφλή υπακοή’ η πραγματικότητα. Επανερχόμαστε δηλαδή στη συνειδητοποίηση των ορίων του ορθού λόγου, στην αναγνώριση της περιορισμένης εμβέλειας του ορθολογισμού και επομένως ατενίζουμε, ξανά τον πυρήνα της συνάντησης της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και του χριστιανισμού.[9] Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η φυσική, με την συνδρομή των νεότερων θεωριών της επαναφέρει δυναμικά το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου, το οποίο ενσωματώνει στην προβληματική της, δίνοντάς του διαστάσεις διαφορετικές από αυτές στις οποίες μας είχε συνηθίσει η αιτιοκρατική περί των πεπραγμένων του κόσμου αντίληψη. Η σχετικότητα,[10] η κβαντική μηχανική, η θερμοδυναμική μαζί με κάποια μεγέθη, όπως η ‘εντροπία’, οι ‘κυματοσυναρτήσεις πιθανότητας’, το ‘βέλος του χρόνου’[11] και η ‘χαοτική θεωρία’, μεταβάλουν ‘εκρηκτικά’ την παραδοσιακή εικόνα του κόσμου αλλάζοντας το σκηνικό της ερμηνείας του. Με το κοσμικό μοντέλο της σχετικιστικής θεωρίας, αλλάζει η κλασική έννοια του χρόνου και νοηματοδοτείται το ‘αντισωματίδιο’. Αλλάζει επίσης η κλασική έννοια του χώρου και νοηματοδοτείται η ‘μη τοπικότητα’. Με την αποδοχή δε του ‘κυματοσώματος’, της γοητευτικής αυτής παραδοξολογίας, που εισάγει για πρώτη φορά η κβαντική θεωρία, οι επιστήμονες υποχρεώνονται να υιοθετήσουν μια διαφορετική άποψη για την πραγματικότητα, η οποία θέτει ευθέως σε αμφισβήτηση την παραδεδεγμένη αιτιοκρατική εκδοχή του κοσμικού γεγονότος.[12] Η αμφισβήτηση αυτή είναι μια εξαιρετικά ανατρεπτική πράξη με πολλές συνέπειες. Μια από αυτές είναι η πρόκληση να αναχθεί το κυματοσωμάτιο σε αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε ‘ουσία πρώτη’ δηλαδή σε μια κοινότητα γνωρισμάτων. Η φανέρωση δε του ‘κύματος’ ή του ‘σώματος’ ανάλογα με την περίσταση, χαρακτηρίζει την εκάστοτε υπόσταση του ‘κυματοσώματος’ με την χαρακτηριστική της μοναδικότητα. Οι έννοιες αυτές ενδεχομένως να βοηθούν προοικονομώντας την θεολογική προσέγγιση του ‘προσώπου’,[13] χωρίς βεβαίως να ταυτίζονται με αυτήν. Αν όμως ο λόγος της φύσεως όπως λέγει και ο Ηράκλειτος, ‘ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει’, τότε ίσως όλα αυτά, να είναι σημεία – κλήσεις μιας βαθύτερης αποκάλυψης.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η εμφάνιση του ‘κυματοσώματος’ ως ‘κύματος’ ή ‘σώματος’ ανάλογα με τις απαιτούμενες συνθήκες φανέρωσής της υπόστασής του. Αυτή του η συμπεριφορά είναι μια σήμανση ελευθερίας και ως τέτοια απουσιάζει από κάθε αιτιοκρατική εκδοχή του κόσμου.[14] Αυτή ακριβώς η απουσία της ελευθερίας, συνεισφέρει με τρόπο ανεπίγνωστο στην απαισιοδοξία του ανθρώπου. Στο καθορισμένο και ασφυκτικό μοντέλο του ντετερμινισμού, ο άνθρωπος είναι δεμένος σε άκαμπτους νόμους οι οποίοι είναι περιοριστικοί τόσο της δικής του ελευθερίας, όσο και της ίδιας της συμπαντικής πορείας.[15] Σε ένα τέτοιο κόσμο, ο οποίος ισορροπεί ανάμεσα στο αίτιο και το αιτιατό και στον οποίο όλα είναι εξ αρχής ρυθμισμένα και λειτουργούν σαν ‘καλοκουρδισμένο ρολόι’, ο Θεός δεν έχει θέση. Κάθε πρόταση διαφοροποίησης, σημαντική της ελευθερίας, είναι περιττή σε ένα τέτοιο σκηνικό. Παρ’ όλα αυτά σε αυτό τον κόσμο ο άνθρωπος φανερώνεται ως ύπαρξη με ένα τρόπο απρόβλεπτο, δηλαδή ελεύθερο, σημαντικό της μοναδικότητάς του και κατά συνέπεια ενδεικτικό της πορείας του προς την θέωση, αφού οι υπαρκτικές του προδιαγραφές είναι δηλωτικές της θείας προς αυτόν αγάπης. Αυτό λοιπόν που πρέπει να μας απασχολεί είναι αν και ο λόγος της φύσης περιλαμβάνει δείγματα απρόβλεπτης φανέρωσης ή αν κινείται αποκλειστικά από αναγκαιότητες και φυσικούς προκαθορισμούς.[16]
Παραπέμπει ο κοσμικός λόγος στην ελευθερία; Δίνει ο κόσμος σημάδια πραγματοποίησης επιλογών με τρόπο απρόβλεπτο; Αν οι αρχές της μηχανιστικής αντίληψης και της αιτιοκρατίας απαντούν αρνητικά σε αυτά τα ερωτήματα, φαίνεται πως οι αρχές της κβαντικής φυσικής και της θεωρίας του χάους δίνουν μια διαφορετική προοπτική. Αυτό αναγκάζει τον ντετερμινισμό σε υποχώρηση σηματοδοτώντας την αναγωγή του σε μερική μόνον εκδήλωση άλλων ανοιχτών διαδικασιών οι οποίες εμπλουτίζουν οντολογικά την πραγματικότητα, απλώνοντας την επίδρασή τους ή συγγενεύοντας με τόπους που ορίζονται ‘πέραν’ των φυσικών επιστημών. Βοηθούν επομένως οι νεότερες θεωρίες ώστε να προσεγγιστούν με μεγαλύτερη περίσκεψη κάποια άλλα γνωστικά ή εμπειρικά πεδία, που δεν ανήκουν κατ’ ανάγκη στον χώρο των θετικών επιστημών. Μια ισχυρή σχέση της επιστήμης με την θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία του κόσμου, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η διατύπωση που αφορά την ‘αυτοσυνειδησία’ του σύμπαντος, δηλαδή την συμπαντική ‘αυτογνωσία’. Σύμφωνα με αυτήν, έχουμε να κάνουμε με ένα σύμπαν το οποίο πρέπει να ζήσει, και για να γίνει αυτό, χρειάστηκε να καθοριστούν οι ‘αρχικές’ του συνθήκες με μία τρομακτική ακρίβεια. Έστω και λίγο αν είχε ξεφύγει κάτι, το σύμπαν θα είχε προ πολλού πεθάνει.[17] Αυτό το σύμπαν λοιπόν που προσπαθεί ‘να καταλάβει τον εαυτό του’, να ανακαλύψει τη δομή και τους φυσικούς νόμους που το κυβερνούν, δημιουργεί (στην πραγματικότητα εξ αρχής περιέχει) τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της ζωής, με κορυφαία αυτή της δημιουργίας του ανθρώπου.[18] Η συμπαντική αυτή επιλογή, αποτυπώνεται σε αυτό που η φυσική ονομάζει ‘ανθρωπικό αξίωμα’ ή ‘ανθρωπική αρχή’. Η αρχή αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα της πεποίθησης ότι δεν ήταν τυχαία η ύπαρξη κάποιων κατάλληλων για την δημιουργία του ανθρώπου συνθηκών μέσα στο σύμπαν, αλλά υπήρχε σκοπιμότητα συγκρότησης της έλλογης ζωής, της οποίας κορύφωση υπήρξε ο άνθρωπος,[19] που είναι το πιο απροσδόκητο συμβάν, με την έννοια ότι είναι το γεγονός με την πιο πυκνή πληροφορία.[20]
Το ‘απροσδόκητο’ και ‘θαυμαστό’ της εμφάνισης του ανθρώπου συνίσταται στο απρόβλεπτο των χωροχρονικών παραμέτρων του σύμπαντος, των οποίων οι τιμές έγιναν απαραίτητες για την δημιουργία και την επιβίωσή μας.[21] Κανείς δεν μπορεί να αναφέρει έναν επαρκή επιστημονικό λόγο εξ αιτίας του οποίου οι εν λόγω παράμετροι φανερώνουν ότι είχαν τότε που έπρεπε, τις τιμές που έπρεπε. Εκείνο που ξέρουμε είναι, πως με βάση την φυσική των πολύπλοκων χαοτικών συστημάτων, το φυσικό μας σύστημα οδηγήθηκε σε κρίσιμες καταστάσεις και πως μέσα από ατοπικές συσχετίσεις και πληροφοριακές διαδικασίες ανέπτυξε νέες δομές ύπαρξης και λειτουργίας. Αν οι τιμές των χωροχρονικών παραμέτρων του σύμπαντος, για τις οποίες μιλάμε, ήταν λίγο διαφορετικές από αυτές που έπρεπε, τότε το σύμπαν θα ήταν νεκρό από την πρώτη του στιγμή και φυσικά δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος. Επομένως είναι λίγο δύσκολο να θεωρήσει κανείς, πως για όλα είναι υπεύθυνη η τυχαιότητα,[22] όπως είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς τώρα πια στην απόλυτη κυριαρχία της αναγκαιότητας.[23] Αυτό βεβαίως είναι ένα θέμα για το οποίο θα μπορούσαν να ειπωθούν και να γραφτούν πολλά. Εμείς θα αρκεστούμε να αναφέρουμε μόνο, ότι αν άλλαζε λίγο η αναλογία βάρους των πρωτονίων και των νετρονίων από τα οποία αποτελούνται οι πυρήνες των ατόμων, αν δηλαδή ήταν το πρωτόνιο ελάχιστα βαρύτερο του νετρονίου, τότε δεν θα υπήρχαν καθόλου άτομα, επειδή τα πρωτόνια των πυρήνων θα απορροφούσαν τα ηλεκτρόνια, σχηματίζοντας μόνο νετρόνια και νετρίνα. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, δεν θα υπήρχε χημεία, επομένως δεν θα υπήρχε ούτε ζωή, ούτε άνθρωπος. Φαίνεται λοιπόν, πως υπάρχει μια ισχυρή ‘θέληση’ του σύμπαντος να φέρει το ανθρώπινο ον στην προφάνεια, αλλά και να δείξει τη βαθιά σχέση που έχει μαζί του.[24] Οι μορφές των φυσικών νόμων συγκροτούνται μέσα από ένα πλήθος άλλων δυνατοτήτων και είναι εναρμονισμένες σε τρόπο ώστε ο κόσμος να φιλοξενεί τη ζωή και την κορυφαία στιγμή της που είναι ο άνθρωπος. Κατά συνέπεια και ίσως καθ’ υπέρβαση των ορίων της ‘τυπικής λογικής’, λέμε πως το σύμπαν ‘στοχεύει’ στην δημιουργία του ανθρώπου. Ίσως διότι μόνο έτσι το καθολικό υπαρκτικό γεγονός μπορεί να γίνει παρατηρήσιμο και ταυτόχρονα να νοηματοδοτηθεί. Το ‘όλο σύμπαν’ με τον τρόπο αυτό, γίνεται ‘σώμα’ του ανθρώπου. Η κατάστασή μας επομένως συνδέεται με τη σημερινή αλλά και τη μελλοντική κατάσταση του σύμπαντος. Θυμίζοντας έντονα την ‘ανθρωπική αρχή’ ο Απ. Παύλος λέει στην προς Ρωμαίους επιστολή του ότι «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀπο κάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ θεοῦ ἀπεκδέχεται·».[25]
Ο Χ. Γιανναράς συμπεραίνει πως «αν η ‘ανθρωπική αρχή’ και η κβαντική φυσική προσφέρουν πραγματολογική βάση στην αδυναμία διαστολής του υπαρκτικού γεγονότος από τη γνωστική του πιστοποίηση, αν η ανθρώπινη συνείδηση – επίγνωση είναι όρος - προϋπόθεση για να συσταθεί σε υπαρκτικό δεδομένο του κβαντικό και άρα το σύνολο κοσμικό γεγονός, τότε κάθε πραγματικότητα συγκεφαλαιώνεται στη σχέση του ανθρώπου με ένα ενεργούμενο ως κλήση – σε – σχέση λόγο, που απευθύνεται μόνο στον άνθρωπο»[26]. Η σχέση είναι προϋπόθεση συγκρότησης της ετερότητας, τρόπος με τον οποίο τα υπαρκτά γίνονται αντιληπτά ως σημαινόμενα. Εφόσον λοιπόν η αναφορά και η σχέση ορίζει το κάθε τι στον κόσμο, είναι προφανές ότι με την ‘ανθρωπική αρχή’ το σύμπαν ‘προσωποποιείται’ και συμπεριφέρεται ως ‘έξ-υπνος’ μηχανισμός ο οποίος δρα με τρόπους που του επιτρέπουν την ‘έξοδο από τον ύπνο’. Η έξοδός του αυτή, είναι πιστοποίηση της αδιάστατης αναλλοίωτης μοναδικότητάς του και συγχρόνως της σχέσης του. Έχουμε λοιπόν ένα σύμπαν το οποίο συνεχώς ‘διδάσκεται’, ‘γνωρίζει’, ‘δημιουργεί’ και ‘προσδιορίζεται οντολογικά’. Παρ’ όλα αυτά η νεότερη φυσική δεν αποφεύγει εντελώς το αιτιοκρατικό μοντέλο. Σύμφωνα μάλιστα με τον Philippe Sherrard έχουμε απλώς την αντικατάσταση του μοντέλου αυτού από μια αρχή ‘στατιστικής αιτιότητας’. Η νέα φυσική δηλαδή είναι παγιδευμένη όσο και η παλιά μέσα σε ένα ανεπαρκές εννοιολογικό πλαίσιο, μέσα σε ένα ‘μεγαλύτερο κλουβί’.[27] Αν και έχει μεγάλη δόση αλήθειας αυτή η παραδοχή, δεν πρέπει να μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα, γιατί αυτό που σε τελική ανάλυση μας έφερε η νεότερη φυσική και που την καθιστά μεγαλειώδη, είναι το γεγονός ότι μέσα από επιστημονικούς δρόμους, μας έκανε οικείους με την ενότητα του κόσμου που είναι συνώνυμη της μιας και μόνης αλήθειας του. Και η αλήθεια αυτή όσο ανακαλύπτεται τόσο περισσότερο βοηθά στη φανέρωση του θεϊκού προσώπου,[28] συμβάλλοντας με τον τρόπο της στην ανθρώπινη σωτηρία.
Σημειώσεις
[1] Γεώργιος Παύλος, «Γνώση του πάθους και του βάθους», εκδ. Ταμείου Θράκης – Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, Αθήνα, 2004, σελ.20.
[2] Χ. Γιανναράς, «Το ρητό και το άρρητο», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1999, σ.151
[3] Χ. Γιανναράς, «Μετα-νεωτερική Μετα-φυσική», εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1993, σελ. 139
[4] Ο Ν. Ματσούκας στο βιβλίο του «Δογματική και Συμβολική Θεολογία – Α΄», εκδ. Πουρναρα, Θεσσαλονίκη, 2000, στη σελ. 201 αναφέρει: «Ποτέ δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τη φυσική από τη μεταφυσική σε δύο στρώματα επάλληλα ή παράλληλα, και να αρχίσουμε να μαλώνουμε για το ποιο από τα δύο στρώματα είναι καλό ή καλύτερο. Ο βιβλικός κόσμος, που είναι όπως πολλές φορές ειπώθηκε ο εκκλησιαστικός, ποτέ δεν ξεχωρίζει το φυσικό από το μεταφυσικό..»
[5] Αρχιμ. Νικόλαος Χατζηνικολάου, «Γενετική – κλωνοποίηση και βιοηθική», (εισήγηση) [ Πρακτικά Η΄ Πανελλήνιου Θεολογικού Συνεδρίου, Αθήνα 3-5 Σεπτεμβρίου 1999, σελ. 333, Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων ]
[6] Χρήστος Γιανναράς, «Μετανεοτερική Μεταφυσική», Δόμος, Αθήνα, 1993, σ.10
[7] Κωνσταντίνος Ζάχος, «Η χαμένη οικειότητα», εκδ. Έλλα, Λάρισα, σ. 25
[8] Ο Καρτέσιος με το ‘σκέφτομαι άρα υπάρχω’, έσπασε την σχέση ανθρώπου και φύσης. [….] Η γνωστική δράση περιορίζεται στο «cogito», ενώ το αντικείμενο εμφανίζεται αδρανές και χαρακτηρίζεται μόνο κατά την έκτασή του στο διάστημα (res extensa). Οι Αριστοτελικές οντολογικές κατηγορίες της ουσίας και της ποιότητας είναι πλέον μη - επιστημονικές. Σημαντική είναι τώρα πια μόνο η ποσότητα. [Αργύρης Νικολαίδης, «The metaphysics of reason», εισήγηση από το Συμπόσιο “Science and Religion”, Bucharest, 8-11-2001 ]
[9] Αναστάσιος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας «Η Ορθοδοξία προ της ραγδαίας εξελίξεως των θετικών επιστημών» Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, «Επιστήμες, Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία» 4 – 8 Οκτ 2000, εκδ. Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2002, σελ.35
[10] Ο Θεόδωρος Χρηστίδης γράφει σε άρθρο του με τίτλο ‘Αυτός ο κόσμος ο μέγας’, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘Το Βήμα’ στις 21-01-2001 τα εξής: «Η θεωρία αυτή έφερε μια δραματική αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον κόσμο. […] Οφείλουμε να δεχθούμε ότι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου που εισήγαγε ο Νεύτων δημιουργούν πρόβλημα, όταν προσπαθούμε να συλλάβουμε τη δομή και τη λειτουργία του σύμπαντος: το αν το σύμπαν είναι πολύπλοκο, με το φαινόμενο της ζωής ως μία έκφραση αυτής της πολυπλοκότητας, είναι αποτέλεσμα της σχεσιακής άποψης για τον χώρο και τον χρόνο.»
[11] Ο Θεόδωρος Χρηστίδης σε άρθρο του με τίτλο ‘Αυτός ο κόσμος ο μέγας’ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘Το Βήμα’ στις 21-01-2000, σημειώνει τα εξής: «Ο Ilya Prigogine μας λέει ότι ο χρόνος ρέει προς μια κατεύθυνση, ότι υπάρχει το βέλος του χρόνου, την στιγμή που οι εξισώσεις της Φυσικής που διαθέτουμε ισχύουν τόσο για τη φορά του χρόνου προς το μέλλον όσο και προς το παρελθόν είναι δηλαδή αναστρέψιμες ως προς τον χρόνο.
[12] Ο Γεώργιος Παύλος, στο βιβλίο του «Νόστος ασύμμετρος προσώπου - Α΄ <Επιστήμη και Γνώση>», 1994, στη σ.33 γράφει: «Το μηχανιστικό κοσμοείδωλο εισάγει κυριολεκτικά τη διάσταση και τη ριζική αντίθεση μεταξύ των ποσοτικών και των ποιοτικών χαρακτηριστικών αποδίδοντας οντολογικό (αντικειμενικό ή εξωϋποκειμενικό) περιεχόμενο μόνο στα δεύτερα. Δηλαδή μόνο οι ποσοτικές ιδιότητες των όντων και των φυσικών φαινομένων υφίστανται ανεξάρτητα του γνωρίζοντος υποκειμένου. Αντίθετα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των όντων (χρώμα, γεύση, ομορφιά κλπ) δεν έχουν οντολογικό περιεχόμενο πέραν του γνωρίζοντος υποκειμένου.»
[13] Χ. Γιανναρά, «Το πρόσωπο και ο Έρως», εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1992, σελ. 33
[14] «Στην ορθόδοξη παράδοση το αίτιο, το πρώτο αναίτιο αίτιο, είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Το πρόσωπο του Πατέρα, η πηγαία θεότης […]. Αυτό δίνει την δυνατότητα στην ορθόδοξη θεολογία να αντιπαρατεθεί ευθέως σε οποιαδήποτε απρόσωπη, συνεπώς φαντασιακή και μαγική θεώρηση του αιτίου της υπάρξεως» βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, «Περί Φωτός», εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 1999, σ.97
[15] Μέγας Φαράντος, «Δογματικά και ηθικά - Ι», Αθήνα, 1983, σελ. 91
φυσική της πρωτοκαθεδρία. Ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός από αγάπη και με ελευθερία.». [ Μάριος Μπέγζος, «Το μέλλον του παρελθόντος», εκδ. Αρμός, Αθήνα, 1993, σ. 41 - 43 ]
[17] Γεωργίου Ι. Γούναρη «Ο Χωροχρόνος και η Ύλη, στην Γένεση, στον Παύλο και σήμερα», Αριστoτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ε’ Παύλεια, Ιούνιος 1999. [http://users.auth.gr/~gounaris/]
[18] Καλλιόπη Καστρινάκη, «Η Γένεση στη Βίβλο, στην Αστρονομία και στη Βιολογία»: «Στην προέλευση της ζωής το βασικό αίνιγμα είναι το πρόβλημα του ‘κατωφλιού’, δηλαδή η μετάβαση ενός πολύπλοκου χημικού μη ζωντανού συστήματος σε ένα ‘ζωντανό’ με την έννοια ότι αυτό διαθέτει την ικανότητα της αυτοαντιγραφής και τα μέσα για να πραγματοποιηθεί αυτή η αντιγραφή» (Εισήγηση) [1ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Παραρτήματος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών Ανατολικής Κρήτης με θέμα, «Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες» Μάιος 1995], εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 1996, σ.113
[19] Ν. Ματσούκας «Δογματική και συμβολική θεολογία – Γ’», εκδ. Πουρναρα, Θεσσαλονίκη.
[20] Ζακ Γκιντόν, Γρίσκα & Ιγκόρ Μπογντάνοφ, «Θεός και Επιστήμη», μετ. Λόισκα Αβαγιανού, εκδ. Αστάρτη, Αθήνα, 1999
[21] Γεώργιος Παύλος, «Επιστήμη, Γνώση και Άνθρωπος», [ Εισήγηση στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Παραρτήματος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών Ανατολικής Κρήτης με θέμα, «Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες» Μάιος 1995 ], εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 1996
[22] John Polkinghorne, «Επιστήμη ή Θεός», εκδ. Τραυλός – Κωσταράκη, Αθήνα, 1997.
[23] Novum Testamentum, Epistula Pauli ad Romanos.
[24] Philippe Sherrard, «Η σύγχρονη φυσική: ‘ένα μεγαλύτερο κλουβί’» [ από το βιβλίο ‘Δύο κείμενα περί επιστήμης’, εκδ. Σύναξη, 1986
[25] Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κκ. Χριστοδουλος (Χαιρετισμός) [Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Επιστήμες, Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», που έγινε από τις 4 – 8 Οκτ του 2000
πηγή: http://users.sch.gr/stagazanis