Παναγιώτης Νέλλας
Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τά τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ᾽ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε ἀπό τά μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καί ἀπασχολεῖ τό εὐρύτερο κοινό. Τό σύντομο αὐτό δοκίμιο ἔχει σκοπό νά δώσει, στήν ἀρχή μιά γενική ἐνημέρωση καί μιά ἑρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, ἀφοῦ τό τοποθετήσει μέ βάση τά ὀρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροῦσε νά προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.
Στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας τό θέμα ἀρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς σύμπαντος τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία μένει γιά τό Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ ″ὑπεράνθρωπος″: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Γράφει ἤδη στά 1882. «Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»
Ὁ Nietzsche στήν ἐποχή του ἀναγκάζεται νά βάλει τά λόγια αὐτά στό στόμα ἑνός τρελοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μέ πλήρη ἄνεση τό ἴδιο κήρυγμα κατά τήν ἔναρξη τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, ὁ Θεός πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο τοῦ Θεοῦ.»
Τό τί σημαίνει γιά τήν ἄθεη ὑπαρξιακή φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τό ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δέν ὑπάρχει παρά ἡ βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στά πρῶτα του ἔργα τό μεγαλεῖο καί τή χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς.τήν ὁμορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν ἀκροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. Ἀλλά ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ ″ἐν φθορᾷ ζωή″ καί ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι αὐτό τῆς φθορᾶς, πού κλέβει τή χαρά, πού ἀπομυζᾶ τήν οὐσία καί ἀφήνει ἀνούσια καί ἀνόητη τή ζωή, πού δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τοῦ χάους καί τοῦ κενοῦ, πράγμα πού τόσο ἔντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού ὁ Sartre μέ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στό ὁμόνυμο ἔργο του «Ναυτία».
Ὁ ὑπαρξιστής ἄνθρωπος νοιώθει τό θάνατο ὄχι σάν κάτι μακρινό, κάτι πού τόν περιμένει στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀλλά σάν κάτι πού βρίσκεται μέσα του. Ἡ δαμόκλεια σπάθη τοῦ θανάτου κρέμεται ἀδιάκοπα πάνω του καί μέσα του, ἀκρωτηριάζει τά ὄνειρά του, κόβει στή μέση τίς πιό εὐγενικές προσπάθειές του, περιορίζει ἀσφυκτικά τά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, εἶναι, ὅπως λέει ὁ Camus, ἕνας Σίσυφος, πού ἀγωνίζεται νά ἀνεβάσει ὥς τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ τήν πολύτιμη πέτρα τῆς ζωῆς του καί, μόλις κοντεύει νά φτάσει στό τέρμα, ἡ πέτρα τοῦ φεύγει καί κατρακυλάει πάλι στό βυθό. Αἰσθάνεται ἐγκαταλειμμένος καί ἔρημος. Καταδικασμένος νά βλέπει, καταλαβαίνει καί συνειδητοποιεῖ ὅτι ζεῖ τό παράλογο. Ὁ Heidegger ὁμολογεῖ ὅτι βρίσκεται, χωρίς νά τό ἐπιδιώξει, ριγμένος καί ἐγκαταλειμμένος σ᾽ ἕνα καντόνι τοῦ σύμπαντος, ὑποχρεωμένος νά ζεῖ.
Μέ τή γεύση αὐτή τοῦ κενοῦ στήν ψυχή, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστά στό καθιερωμένο ἀπό αἰῶνες κήρυγμα τοῦ μεταγενεστέρου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, πού προσφέρει ὡς λύση στήν ταλαιπωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τήν ὑπόσχεση γιά τή μακαριότητα τῆς μετά θάνατο ζωῆς, πού θεωρεῖ αὐτή ἐδῶ τή ζωή σχεδόν ἀποκλειστικά σάν τό χῶρο, στόν ὀποῖο μέ τά ἔργα (Ρωμαιοκαθολικοί) ἤ τήν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται ἤ δέ γίνεται κανείς ἄξιος νά κληρονομήσει τήν αἰωνιότητα.
Μπροστά ὅμως στήν ἄποψη αὐτή, πού διακρίνει ὑπερβολικά τό χρόνο ἀπό τήν αἰωνιότητα, τή γήινη ἀπό τήν οὐράνια ζωή, καί σχετικοποιεῖ ἀπελπιστικά τή σημασία τῆς πρώτης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος στέκεται μέ ἀποτροπιασμό. «Ἄν ὑπάρχει μιά ἁμαρτία κατά τῆς ζωῆς», γράφει ὁ Camus, «δέν εἶναι τόσο τό νά ἀπελπιστοῦμε, ἀπό αὐτή, ὅσο τό νά ἐλπίσουμε σέ μιάν ἄλλη ζωή, τό νά ἀφήσουμε νά ξεκλέψει τήν ἀγάπη μας γιά τή συγκεκριμένη ζωή τό ἀνελέητο μεγαλεῖο μιᾶς δῆθεν αἰώνιας ζωῆς». Καί στό ὄνομα τῆς καθημερινῆς, χειροπιαστῆς ζωῆς, ὁ Camus ἀρνεῖται νά πιστέψει σέ μιάν ἄλλη, ὡραία ἔστω καί αἰώνια, ἀλλά πάντως ἄλλη ζωή.
Ὁ Sartre εἶναι στό σημεῖο αὐτό περισσότερο ἀπόλυτος. Ἡ πίστη σέ μιά ἄλλη ζωή, λέει, εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη πού φέρνει τό θάνατο σ᾽ αὐτήν ἐδῶ καί ἰσοδυναμεῖ μέ αὐτοκτονία. Καί, προωθώντας τήν ἀμφισβήτησή του ὥς τόν ἴδιο τό Θεό, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἕνας Θεός, πού δέν παίρνει στά σοβαρά αὐτήν ἐδῶ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά συγκεκριμένα ἱστορικά προβλήματά του, ἀλλά πού ὑποβιβάζει τόν ἀνθρώπινο βίο σέ μιά περίοδο ἐξιλασμοῦ καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, μπορεῖ βέβαια νά εἶναι δίκαιος, ἀλλά δέν εἶναι ἀσφαλῶς φιλάνθρωπος Θεός. Εἶναι ἕνας πατέρας ἐγωιστής καί σαδιστής, πού ἀρέσκεται νά βλέπει τό τέκνο του νά βασανίζεται καί νά ἐκλιπαρεῖ γιά νά ἔχει ὁ ἴδιος τή χαρά νά τοῦ προσφέρει, ὅποτε αὐτός θελήσει, τή σωτηρία. Ἀλλά μιά τέτοια σωτηρία εἶναι γιά τό σύγχρονο, ἐνήλικο ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται ἄνθρωπο, ἀπαράδεκτη καί ἕνας τέτοιος πατέρας εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι προτιμότερο, κατά τήν ἄποψη αὐτή, γιά τό παιδί, νά κόψει κάθε σχέση μέ τόν πατέρα καί νά προσπαθήσει νά σωθεῖ μόνο του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Sartre πού δέν ἔχει γνωρίσει τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, γιά τή θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ πίστη δέν καταπιέζει, ἀλλά ἀναπτύσσει καί ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά ὅτι ἡ πίστη στό δίκαιο ἀλλά σαδιστή Θεό ὑποβιβάζει, ἐξευτελίζει καί ψευτίζει τόν ἄνθρωπο.
Συνέπεια λογική τῆς τοποθέτησης αὐτῆς εἶναι ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό φοβερό ἔργο του πού ἔχει τόν εἰρωνικό τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεούλης», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει.ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός.Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός.» Καί βλέποντας τή Χίλντα, μιά γυναίκα, πού πιό πρίν δέν τολμοῦσε οὔτε ν᾽ ἀτενίσει γιά τό φόβο τῆς ἁμαρτίας, νά μπαίνει στή σκηνή, τήν πιάνει ἀπό τά χέρια φωνάζοντάς της: «Ὁ Θεός πέθανε. Δέν ἔχουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορῶ νά βλέπω τά μαλλιά καί τό μέτωπό σου. Ὤ! πῶς εἶσαι μπροστά μου ἀληθινή, ἀπό τή στιγμή πού δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐπί τέλους εἴμαστε μόνοι».
Τά κείμενα αὐτά δείχνουν μέ σαφήνεια πώς τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς σύγχρονης ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας προσπαθεῖ νά καταξιώσει τόν ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἤ καί ἐνάντια στό Θεό, πράγμα πού ὀφείλεται, ὅπως εἴδαμε, στή λαθεμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός δέν ἐνδιαφέρεται καί δέν ἀγαπᾶ, ἀλλά τιμωρεῖ καί ἐξουθενώνει τόν ἄνθρωπο. Καί δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός ὅτι τά κείμενα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα, πού ἔθρεψαν τή νέα εὐρωπαϊκή γενιά. Στήν Ἀμερική πάλι, ἡ ἴδια ἀντίδραση κατά τοῦ Θεοῦ τῶν σημερινῶν χριστιανῶν καί τῆς σύγχρονης συμβατικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς παρουσιάστηκε, κυρίως κατά τήν προηγούμενη δεκαετία, κατά τρόπο πολύ πιό, θά λέγαμε, βιολογικό, μέ τήν ἐπαναστατημένη νεολαία πού φωνάζει: «Κύριοι, ὁ Θεός γιά τόν ὁποῖο μᾶς μιλᾶτε δέν ζεῖ. Καί ἡ ἴδια ἡ ζωή σας εἶναι νεκρή. Ἕνας Θεός πού δέν ἀγγίζει τήν ὕπαρξή μας, πού δέν ἔχει σχέση μέ τό σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος. Ἐμεῖς θά μπορούσαμε νά παραδεχθοῦμε τόν Ἰησοῦ, πού μίλησε γιά τήν ἀγάπη. Ὁ δικός σας Θεός εἶναι ἁπλῶς χρήσιμος, γιατί σᾶς βολεύει. Τόν χρησιμοποιεῖτε ὅπου θέλετε. Ὅπως ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τή μαριχουάνα. Ἄν ὑπάρχει ὁ Θεός ἄς ἔρθει νά μᾶς βρεῖ ἐδῶ πού εἴμαστε. Ἀλλοιῶς δέν ὑπάρχει Θεός.»
Ἡ πρόκληση αὐτή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔφερε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀναστάτωση στήν Καθολική καί Προτεσταντική Ἐκκλησία. Καί ἡ δυτική θεολογία προσπάθησε νά ἀπαντήσει. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως κίνημα μερικῶν Γάλλων κυρίως θεολόγων νά ξαναγυρίσουν στίς πηγές καί, τοποθετώντας στό κέντρο τῶν θεολογικῶν τους ἀναζητήσεων τήν ἔννοια τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, νά δημιουργήσουν μιά βιβλική, λειτουργική καί πατερική ἀνανέωση βάθους, δέν μπόρεσε νά ἐπιβληθεῖ. Ἡ κίνηση αὐτή φαίνεται ὅτι μάλλον ξεπεράστηκε ἀπό τούς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι ἀπό τά σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στήν ἐπιφάνεια καί δημιούργησαν, ἀντίστοιχη πρός τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία, τή λεγόμενη ″θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ″.
Δυό εἶναι οἱ βασικές κατευθύνσεις τῆς σχολῆς αὐτῆς: Πρώτη ἡ γραμμή τοῦ Bultmann ὁ οποῖος, ἐπηρεασμένος βασικά ἀπό τόν Heidegger βλέπει τήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση ἡ ὁποία καί φέρνει ἤ, καλύτερα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωτηρία. Ἡ ἱστορική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται, στήν τοποθέτηση αὐτή, σέ ἐντελῶς δεύτερη μοίρα, ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς, ἡ ζωή, τά θαύματα, ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μύθος, μιά δηλαδή ἀπό τίς πολλές ἐκφράσεις πού μποροῦν νά περιβάλλουν τήν οὐσία, καί ἀφοῦ σήμερα ἡ ἔκφραση, ἡ γλώσσα τοῦ κόσμου, ὁ πολιτισμός, ἔχει ἀλλάξει, εἶναι ἀνάγκη νά ἀλλάξει καί ἡ ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεωρία τῆς ″ἀπομυθεύσεως″.
Τίς ἀκραῖες συνέπειες τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἀποκαλύπτει καί ὑποστηρίζει ἡ δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία γιά νά μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά προσεγγίσει τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, εἶναι ἀνάγκη νά θέσει μερικά θεμελιώδη ἐρωτήματα πάνω στή ἔννοια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει νά διερωτηθεῖ σοβαρά γιά τήν πραγματικότητα τῶν μυστηρίων καί τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀντιμετωπίσει τό θεμελιακό ἐρώτημα, μήπως ὁ Θεός δέν βρίσκεται πλέον στίς σκέψεις καί τίς περιγραφές πού δίνει τό Εὐαγγέλιο, καί στίς ἰδέες-δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου, μήπως δηλαδή τό πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τό ἀληθινό ἔργο τοῦ λαοῦ, ἡ σύγχρονη χριστιανική λειτουργία (λαοῦ-ἔργον) πρέπει νά εἶναι ὄχι ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλά ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη, ἡ πολιτική καί ὁ συνδικαλισμός. Γύρω ἀπό αὐτή τήν προβληματική γράφτηκαν βιβλία μέ τούς χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἄθεου Χριστιανισμοῦ», «Ἡ νέα οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», «Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καί ὁ πολιτισμός τῆς μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς» κ. ἄ.
Πρός στό πολύπλευρο καί πολυσήμαντο αὐτό φαινόμενο τοῦ ″θανάτου τοῦ Θεοῦ″ ποιά μπορεῖ ἄραγε νά εἶναι ἡ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς; Ὅπως σέ κάθε θέμα, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί ἐδῶ ταυτόχρονα κριτική καί οἰκοδομητική.
Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσει ὁ ὀρθόδοξος μελετητής τό φαινόμενο τοῦ ἄθεου οὐμανισμοῦ, διαπιστώνει ὅτι πρόκειται στήν οὐσία γιά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ καί ὅτι ἡ διαδικασία ἀνάπτυξης τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ ἐπαναλαμβάνει, ὅπως ἀποκαλύπτουν τά ἴδια τά κείμενά του, στίς κεντρικές γραμμές τή διαδικασία τῆς πτώσεως.
Ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει πράγματι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τοῦ ἔδωσε τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά ὑψωθεῖ σέ Θεάνθρωπο. Γιά νά γίνει αὐτό, ἔπρεπε ὁ Ἀδάμ νά προσανατολισθεῖ σωστά, νά τοποθετηθεῖ θετικά μπροστά στό Θεό καί νά βαδίσει τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε σ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά ὁ διάβολος κατόρθωσε νά τόν πείσει ὅτι ὁ Θεός τόν ζηλεύει καί θέλει νά τόν κρατᾶ δοῦλο Του καί ἔτσι τόν κίνησε σέ ἀνταρσία, τόν παρέσυρε σ᾽ ἕναν ἄλλο δρόμο, πού θά τόν ὁδηγοῦσε δῆθεν ἀμέσως καί θά τόν ἔκανε τόν ἴδιο καί κατά τρόπο αὐτόνομο Θεό. Ὁ δρόμος ὅμως αὐτός ἦταν οὐσιαστικά ἀνύπαρκτος καί ἔτσι ἡ ἀλλαγή πορείας τοῦ Ἀδάμ δέν ἦταν στήν πραγματικότητα παρά ἕνας ἐκτροχιασμός, μιά συντριβή στό κενό. Μακριά ἀπό τό χῶρο στόν ὁποῖο ἀκούγεται ὁ ζωηφόρος Λόγος τοῦ Θεοῦ, στή χώρα τῆς ἀν-ὑπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε πλέον καί μακριά ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Ἔχασε τήν ″πνοή τῆς ζωῆς″, πού τοῦ ἔδωσε κατά τή δημιουργία ὁ Θεός. Ξανάγινε πάλι ″χοῦς ἀπό τῆς γῆς″, ξέπεσε στήν ἁπλή βιολογική, τήν ἐν φθορᾷ ζωή, πού εἶναι ὁ θάνατος.Ὁ ζόφος καί τό σκοτάδι, ἡ κυριαρχία τῶν ἐνστίκτων, τό ἄγχος τῆς αὐτοσυντηρήσεως κάνει στό ἑξῆς, μακριά ἀπό τό Θεό, τόν ἄνθρωπο ἀποκρουστικό καί ἐχθρό τόν ἕνα γιά τόν ἄλλο. Ὁ Κάϊν σκοτώνει τόν Ἄβελ καί ὁ ἀνθρωπιστής Sartre ἀνακαλύπτει μέ φρίκη ὅτι «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή του».
Ἡ ἐπαγγελία τοῦ αὐτονόμου ἀνθρωπισμοῦ ἀποδεικνύεται μέ τόν τρόπο αὐτό πώς εἶναι ἡ διαβολική πρόκληση πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἐξορίσει ἀπό τόν κόσμο του τό Θεό: «Θέλω ἀνθρώπους παντοῦ, γύρω μου, πάνω μου, ἀνθρώπους πού νά μοῦ κρύβουν τόν οὐρανό» (Sartre). Τό διώξιμο ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀφήνει ἀναπόφευκτα στόν κόσμο ἕνα φρικαλέο κενό: «Σκότωσα τό Θεό, γιατί μέ χώριζε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πού ὁ θάνατός του κάνει τελεσίδικο τό χωρισμό» (Sartre).
Ἡ φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ γιατροῦ τῆς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρεῖ ἔτσι γρήγορα τή θέση της στόν ἀδιάφορο γιά ὅλους καί ὅλα «Ξένο». Ἡ περιγραφή τοῦ μακάβριου κενοῦ τοῦ θανάτου ὁλοκληρώνεται στό «Νεκροί χωρίς τάφο». Ἐνῶ ἡ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς ἀποκαλύπτεται σ᾽ ὅλη της τήν τραγικότητα σέ ἔργα σάν τόν «Τεῖχο» καί τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό».
«Τί μέρα εἶναι σήμερα;» ρωτάει ὁ ἕνας ἀλήτης στό ἔργο αὐτό.
– «Πέμπτη.
– Πέμπτη εἶπε ὅτι θά ᾽ρθει.
– Κι ἄν σήμερα εἶναι Παρασκευή;
– Μπορεῖ νά ᾽ναι καί Τρίτη.
– Τί λές, ξαναρχόμαστε αὔριο;
– Ναί, ἀλλά νά φέρουμε καί τό σχοινί.
– Κι ἄν δέν ἔρθει;
– Θά κρεμαστοῦμε.
– Ἄν ἔρθει;
– Θά σωθοῦμε».
Καί σέ λίγο:
– «Εἴμαστε ἀνεξάντλητοι», λέει ὁ ἕνας.
– «Γιά νά μή σκεφτόμαστε», ἀποκρίνεται ὁ ἄλλος.
– «Ὅλο καί βρίσκουμε κάτι πού μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση πώς ὑπάρχουμε»!
– «Ὑπάρχουμε, πάλι ὑπάρχουμε, αὐτή ἡ προαιώνια δυστυχία»!…
«Καί ὅλο λένε νά φύγουν», σημειώνει ὁ κριτικός, «καί ὅλο κάθονται ἐκεῖ, στό ἄδειο μέρος. Ἄλλωστε καί νά φύγουν καί πού μένουν δέν ἔχει νόημα. Εἶναι τό ἴδιο. Γιατί τίποτε δέν πρόκειται νά ἀλλάξει. Κι ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει παρά ὁ ἀκίνητος θάνατος, κι ἐδῶ δέν ὑπάρχει παρά ἡ θανάσιμη ἀκινησία».
Ἔτσι γίνεται φανερό ὅτι στήν προσπάθειά τους νά σκοτώσουν τό Θεό, ὁ Ἀδάμ καί οἱ σύγχρονοι ἀθεϊστές δέν κατορθώνουν παρά νά σκοτώσουν τόν ἄνθρωπο. Ἀπομακρύνοντας ἀπό τήν κοινωνία τους τό Θεό, χάνουν τό κέντρο τῆς ζωῆς τους, μένουν ἀνέστιοι, ἔρημοι καί νεκροί. Τά ἴδια τά κείμενά τους, ἐνῶ μιλᾶνε γιά τό θάνατο τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύουν στήν πραγματικότητα παρά τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Φαίνεται πώς τό ἐρώτημα «νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ» βρῆκε ἀπάντηση στήν ἐποχή μας: Νά ζεῖ κανείς καί νά μή ζεῖ.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα τήν προσπάθεια τῆς δυτικῆς θεολογίας νά λύσει τό ὀξύ περί Θεοῦ πρόβλημα, ὁ ὀρθόδοξος μελετητής βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά ὁμολογήσει μέ εἰλικρίνεια πόσο συμπαθής τοῦ εἶναι ἡ προσπάθεια αὐτή ἀλλά καί πόσο ἀνεπιτυχής καί ἐπικίνδυνη ἀποκαλύπτεται, στό φῶς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ λύση πού δίνεται.
Τό νά μιλήσει πράγματι ὁ θεολόγος τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς του εἶναι καθῆκον πρωταρχικό. Ἡ μεταγλώττιση τοῦ κηρύγματος εἶναι δικαίωμα ἀναφαίρετο πού τό χάρισε μέ τόν Παῦλο ὁ Χριστός στήν κάθε ἐποχή καί πού τό ἐπιβεβαίωσε ἡ πράξη τῶν Πατέρων τοῦ Δ’ καί τοῦ ΙΔ’ αἰώνα. Ἀλλά καί ἡ πιστότητα στήν ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ, στό γεγονός δηλαδή ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἀληθινά καί πραγματικά ἄνθρωπος τόν καιρό τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου καί ὅτι σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε καί, μολονότι ἀναλήφθηκε, συνεχίζει νά βρίσκεται ἀληθινά καί πραγματικά, ἱστορικά, μέ τά μυστήρια μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στούς αἰῶνες τό ἱστορικό σῶμα του, ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί αὐτόν τόν πυρήνα κινδυνεύουν νά ἀρνηθοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι τῆς σχολῆς τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Στήν καλοπροαίρετη καί εὐγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν ἄθρησκο σημερινό ἄνθρωπο, ἀντί νά κατέβουν στήν οὐσία καί νά προσφέρουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό Θεό, βγαίνουν στήν ἐπιφάνεια, ἐγκαταλείπουν διαδοχικά καί οἱ ἴδιοι τή θρησκεία, τήν Ἐκκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ᾽ ἕνα Θεό χωρίς Χριστό, σ᾽ ἕνα Θεό ἄσαρκο , σέ μιάν ἰδέα, πού μπορεῖ βέβαια νά εἶναι ἕνας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεός πού σώζει. Ἔτσι ἡ θεολογία αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρη, ἀλλά δέν εἶναι κήρυγμα σωτηρίας καί παρόλη τή συμπάθεια πού μπορεῖ νά τρέφει ἕνας ὀρθόδοξος γιά τίς προθέσεις της, δέν μπορεῖ παρά νά τονίσει ὅτι, ἄν τελικά ἐπικρατήσει στή Δύση, θά σημάνει ἀναπόφευκτα τό ἱστορικό τέλος τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό τό βασικό κίνδυνο πρέπει νά τονισθεῖ πώς ἡ θεολογία τῆς σχολῆς αὐτῆς εἶναι ἀνίκανη νά συζητήσει στήν οὐσία μέ τόν ἀθεϊσμό. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ λύση τήν ὁποία προσφέρει εἶναι ἐπιφανειακή καί θεωρητική, δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί δέν αἴρει οὔτε στό παραμικρό τίς οὐσιώδεις περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου παρεξηγήσεις, πού ὁδήγησαν στήν κατά τοῦ Θεοῦ ἐπανάσταση τοῦ οὐμανισμοῦ.
Τό σύγχρονο ὑπαρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο ἐπίμονο καί ἀπόλυτο ἕνα ἀξιοπρεπές νόημα γιά τή ζωή καί ἕναν ἀξιοπρεπή προορισμό γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἡ θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο, ἐκκοσμικεύει τό Θεό καί ἔτσι ἀναπόφευκτα ὑποβιβάζει ἀκόμα περισσότερο τόν ἄνθρωπο. Στό φαῦλο κύκλο πού δημιουργεῖται, ἡ κίνηση εἶναι φυγόκεντρη καί ἀπομακρύνει ὅλο καί περισσότερο τή δυτική σκέψη, φιλοσοφική καί θεολογική, ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας πού εἶναι ἡ ἱστορική ἀνασυγκρότηση καί ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ νοηματοποίηση, ἑνοποίηση καί ἀθανατοποίηση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς ἐπίγειας μαζί καί οὐράνιας ζωῆς του.
Στό σημεῖο αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ κεντρική ἀδυναμία τῆς δυτικῆς σκέψης, δηλαδή ὁ χωρισμός καί ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στό ἱστορικό καί τό ὑπερβατικό, τό ἐπίγειο καί τό οὐράνιο, τό χρονικό καί τό αἰώνιο. Ὅσα εἴπαμε ὥς ἐδῶ ἔδειξαν ὅτι ἡ μεταγενέστερη δυτική θεολογία ὑποτίμησε τό ἱστορικό γιά χάρη τοῦ ὑπερβατικοῦ, ὅτι ὁ οὐμανισμός, φθάνοντας στό ἄλλο ἄκρο ἀπέρριψε τό ὑπερβατικό γιά νά διασώσει τό ἱστορικό, καί ὅτι ἡ μοντέρνα δυτική θεολογία, γιά νά πλησιάσει τόν οὐμανισμό, κηρύττει ἕνα νέο σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἐκκοσμικευμένο Θεό. Ἀλλά ἔτσι ἡ ἀπομάκρυνση εἶναι μεγάλη καί ἡ ἀνάγκη γιά τήν παρέμβαση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκαλύπτεται ἄμεση.
Ποιά ὅμως θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας στή λύση τοῦ προβλήματος αὐτοῦ; Τά ὅρια ἑνός δοκιμίου δέν ἐπιτρέπουν νά δοθεῖ στό ἐρώτημα πλήρης καί διεξοδική ἀπάντηση. Μετά τήν παρουσίαση καί τήν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου, ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει στή συνέχεια εἶναι νά προσδιορίσουμε μιά νέα κατεύθυνση λύσεως, μιά νέα προοπτική μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα εἶναι νά κατανοηθεῖ πληρέστερα καί νά λυθεῖ ἀνετότερα, νά ὑπογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές καί ἀναγκαῖες γιά τή λύση τοῦ προβλήματος προϋποθέσεις.
Ἡ νέα αὐτή προοπτική πού προτείνει ἡ Ὀρθοδοξία, μπορεῖ ἀπό τήν ἀρχή νά χαρακτηριστεῖ ὄχι σάν κλασματική καί ἀποσπασματική, ἀλλά ὡς συνθετική καί καθολική. Στήν προοπτική αὐτή τά πράγματα ἀντί νά χωρίζονται ἤ νά ἀντιδιαστέλλονται, ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἑνώνονται. Αὐτό φαίνεται καθαρά καί στά τρία ἀντιθετικά ζεύγη, αἰωνιότης ἤ χρόνος, μέλλουσα ἤ παρούσα ζωή, Θεός ἤ ἄνθρωπος, πού ὅπως εἴδαμε βρίσκονται στή ρίζα τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ καί ταλαιπωροῦν τίς τελευταῖες δεκαετίες τή Δύση. Γιά τή Δύσι ἡ ταλαιπωρία αὐτή εἶναι φυσική καί ἀναπόφευκτη, γιατί ἀπό τή στιγμή πού οἱ πραγματικότητες πού ἀποτελοῦν τά παραπάνω ζεύγη χωριστοῦν καί τοποθετηθοῦν μπροστά στόν ἄνθρωπο ἀντιθετικά, χάνουν τή γνησιότητά τους, μετατρέπονται σέ δυό φοβερές χοάνες, ἔτσι ὥστε σέ ὁποιαδήποτε κι ἄν προτιμήσει νά πέσει ὁ ἄνθρωπος, καταποντίζεται.
Ἐνῶ στήν ὀρθόδοξη προοπτική οἱ πραγματικότητες αὐτές συνυπάρχουν, ἡ μιά προσδιορίζει τήν ἄλλη καί ταυτόχρονα ὁλοκληρώνεται ἀπό τήν ἄλλη.
Ὁ Γιάννης Ξενάκης ἔλεγε πρό καιροῦ ὅτι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει στή σύνθεση τῆς μουσικῆς του εἶναι ἡ μονοδιάστατη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού διαθέτουμε, ὁ εὐθύγραμμος χωρισμός τοῦ χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Καί διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικές θά ἀνοίγονταν στή μουσική, ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ἄν μποροῦσε νά ὑπάρξει μιά ἄλλη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού θά ξεπερνοῦσε αὐτό τό γνωστό μας σχῆμα. Ἀλλά ἡ ἄλλη αὐτή ἀντίληψη ὑπάρχει. Ὁ χρόνος στόν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία ἔχει μέσα του πραγματικά ἐνεργό τόσο τό παρελθόν, ὅσο τό παρόν καί τό μέλλον. Μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση τό νόημα τοῦ χρόνου βρίσκεται ἀκριβῶς στό ὅτι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καί ἀποκαλύπτει τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ αἰωνιότης ὁλοκληρώνει τό χρόνο, ἀποτελεῖ τό τέλος του, δηλαδή τό σκοπό καί τό περιεχόμενό του.
Ἡ σχέση αὐτή ἀποκαλύπτεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στό δεύτερο ζεῦγος, σέ ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ τή μέλλουσα καί τήν παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν Ὀρθοδοξία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία καί ἑνιαία, εἶναι ἡ ζωή ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἐδῶ καί συνεχίζει νά ὑπάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν οὐρανό. Ἔτσι ἡ μέλλουσα ζωή δέν συνθλίβει οὔτε σχετικοποιεῖ τήν παρούσα, ἀλλά ἀντίθετα, τῆς δίνει νόημα καί συνέχεια, ἀφοῦ ὅ,τι κάνουμε σ᾽ αὐτή τή ζωή δέν εἶναι τυχαῖο καί ἀποσπασματικό, ἀλλά εἶναι κάτι πού προορίζεται νά μείνει καί στήν ἄλλη. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἄποψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά ψυχή φυλακισμένη σ᾽ ἕνα σῶμα, δηλαδή μιά ψυχή πού θά ἀρχίσει νά ζεῖ ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἕνα πρόσωπο πού ἀρχίζει νά ζεῖ μιά χρονική στιγμή καί καλεῖται νά μήν πεθάνει, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια. Ψυχή, ὅπως εἶναι γνωστό, σημαίνει στή γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ζωή ἀληθινή καί αἰώνια καί τό «τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ» σημαίνει ἀκριβῶς «τί θά ὠφεληθεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἄν κερδίσει ὅλο τόν κόσμο καί χάσει τή ζωή του;» ἤ «τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νά δώσει κανείς σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά πάρει τή ζωή του;»
Ἔτσι ἡ ἀντίδραση τοῦ Camus στό νά δεχθεῖ τή μέλλουσα ζωή, πού εἴδαμε ὅτι ὀφείλεται στό γεγονός πώς δέν βλέπει νά ὑπάρχει καμιά σχέση ἀνάμεσα σ᾽ αὐτή καί σέ τούτη ἐδῶ τή ζωή, γίνεται φανερό ὅτι στήν προοπτική αὐτή αἴρεται. Εἶναι μάλιστα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή χαρακτηριστική ἡ ἀναφώνησή του ὅταν διάβασε τό βιβλίο τοῦ Λόσσκυ, «Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς»: «Ἐπί τέλους τώρα μποροῦμε νά συζητήσουμε μέ τό Χριστιανισμό».
Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς καθολικῆς αὐτῆς ὀρθόδοξης προοπτικῆς εἶναι φανερή καί στήν ἄρση τοῦ τρίτου ἀντιθετικοῦ ζεύγους, στήν κατάργηση τῆς ἀντιδικίας ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς τήν «δόξα», δηλαδή τή φανέρωση καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιά τήν Ὀρθοδοξία ἀληθινά καί πραγματικά ἡ ἐν χρόνῳ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέ βρίσκει τήν ὁλοκλήρωση καί τήν πληρότητά του παρά μόνο στό Θεό. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα Του» σημαίνει γιά τούς ὀρθόδοξους Πατέρες ὅτι τόν ἔπλασε μέ τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει πρός τό Θεό, καλεῖται νά ὑψωθεῖ ὥς τό Θεό, νά γίνει θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν Ἄνθρωπον» (τόν Θεάνθρωπο), γράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τόν ΙΔ’ αἰώνα μέ τούς ἀνθρωπιστές, «ἀνθρώπου φύσις συνέστη τό ἐξ ἀρχῆς.καί νοῦς καί ἐπιθυμία πρός Ἐκεῖνον κατεσκευάσθη. Καί λογισμόν ἐλάβομεν, ἵνα τόν Χριστόν γινώσκωμεν.ἐπιθυμίαν, ἵνα πρός Ἐκεῖνον τρέχωμεν. Μνήμην ἔσχομεν ἵν᾽ Ἐκεῖνον φέρωμεν, ἐπεί καί δημιουργημένοις Αὐτός ἀρχέτυπον ἦν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατά τόν ἴδιο Πατέρα, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό ὕψιστο «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», τό ἔσχατο καί τό ἀκρότατο τῶν ἐφετῶν. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος, πού, ἀντί νά χωρίζει ἑνώνει ὑποστατικά, ἀσύγχυτα, καί ἀδιαίρετα, τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ καλύτερη ἀποκάλυψη καί τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση ὁλοκλήρου τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτει τό Θεό, εἶναι ἡ τελείωση τῆς Ἱστορίας. Γι᾽ αὐτό καί ἀποτελεῖ τό ὕψιστο καί ἔσχατο κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός εἶναι, πρῶτα, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ τελειότατος Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, τό ὕψιστο γέννημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁ Ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀναδύεται, ἐμφανίζεται στήν ἱστορία, τή στιγμή πού ἡ ἀνθρώπινη φύση φθάνει στόν ἔσχατο προορισμό της, πού ἑνώνεται ὑποστατικά μέ τή θεία. Ὑπῆρξαν πολλοί ἄθεοι μέσα στούς αἰῶνες πού ὑποστήριξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει Θεός ἀνεξάρτητα ἀπό τό Θεό. Ἀλλά ἡ αἵρεση ποτέ δέν εἶναι τόσο τολμηρή ὅσο ἡ ἀλήθεια. Καί κανένας ποτέ αἱρετικός δέν ἔφθασε στήν τόλμη τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τούς ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια ἀπαράμιλλη στίς Θεομητορικές ὁμιλίες του ὁ Καβάσιλας, τονίζουν ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά γίνει Θεός, ἀλλά καί νά γεννήσει μέσα στήν ἱστορία τό Θεό. Γιά τήν Ὀρθοδοξία τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ἀξιώνεται νά γίνει Θεοτόκος. Καί αὐτό τό μεγαλεῖο ἀποκαλύπτει, διασφαλίζει καί πιστοποιεῖ ὁ Μονογενής Υἱός τῆς Θεοτόκου.
Ἀλλά ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός ἀποκαλύπτει καί τήν πραγματική φύση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, καί εἶναι γνωστό ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα βεβαιώνει μέ τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Πρόκειται γιά μιά ἀγάπη πού δέν εἶναι οἶκτος ἤ ἐλεημοσύνη, ἀλλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός καί ἐκτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί ὁ Θεός, παρόλο πού μπορεῖ, δέ νικᾶ ὁ Ἴδιος μέ τή δύναμή Του τό θάνατο καί τό διάβολο, δέν χαρίζει συγκαταβατικά στόν ἄνθρωπο τή σωτηρία, ἀλλά γίνεται ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος, ἔτσι ὥστε ἕνας ἄνθρωπος νά νικήσει τό θάνατο, γιά νά μποροῦν στή συνέχεια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά τόν νικήσουν. Ὑπομένει ὁ Θεός, ὡς ἄνθρωπος πού ἦταν, τούς ἐμπτυσμούς καί τούς κολαφισμούς, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά λάμψει στό ἀρχέγονο κάλλος του ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Πιλάτος τή Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τόν ταπεινωμένο Θεό, ἀναφωνεῖ τό ἀποκαλυπτικό: «Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος».
Ἀκόμα περισσότερο, ὁ Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει ἀληθινά καί πραγματικά ὡς ἄνθρωπος πραγματικός πού ἦταν, καί ἀφοῦ ἦταν Θεός, ἀνασταίνεται. Καί ἔτσι μέσα στό Χριστό ἀνασταίνεται ὁ ἄνθρωπος. «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν… τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».Ὁ σκοπός συνεπῶς γιά τόν ὁποῖο πεθαίνει ὁ Θεός, γίνεται ἔτσι φανερό, ὅτι εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό σκοπό θέλει νά κάνει φανερό καί νά πιστοποιήσει ὁ Κύριος, ὅταν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό θάνατό Του περνάει ἀπό τή Βηθανία κι ἀνασταίνει τό Λάζαρο. «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός», τονίζει τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.
Ἀλλά ἤδη γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη προοπτική, στήν ὁποῖα προσπαθήσαμε νά τοποθετήσουμε τό θέμα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος, τόν ἱστορικό δηλαδή καί πραγματικό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί φθάνοντας στόν πυρήνα βλέπουμε νά ξεπηδάει μπροστά μας καί ἡ λύση. Γιατί ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων μᾶς παρουσιάζει μέ σαφήνεια ὡς ὀρθόδοξη ἀπάντηση στό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα τῆς χαρμόσυνης ἀγγελίας τῆς σωτηρίας. Ἀκριβέστερα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. «Εἰ γάρ νεκροί οὐκ ἐγείρονται», διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «μάταια ἡ πίστις ἡμῶν». «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ἄς μή θρηνεῖ γιά ἁμαρτίες καί πταίσματα.«συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον.ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Πλέον «ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι».
Ἀπό τό ὕψος αὐτό τῆς ἀληθινῆς καί πραγματικῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁλόκληρη ἡ προβληματική τῶν φιλοσόφων καί τῶν θεολόγων τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ γίνεται φανερό πώς βρίσκεται σέ δεύτερη μοίρα. Εἴδαμε πράγματι, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς σχολῆς αὐτῆς μιλοῦν ὄχι γιά τόν ἱστορικό θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά τό θάνατο μιᾶς ἰδέας περί τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι γι᾽ αὐτούς ἕνα λεκτικό τέχνασμα, πού χρησιμοποιεῖται γιά νά καλύψει τήν ὄζουσα πραγματικότητα, πού, ὅπως μᾶς ἔδειξε ἡ σύντομη μελέτη τῶν κειμένων τους, εἶναι καί γι᾽ αὐτούς τούς ἰδίους ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά τό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, πού δέν εἶναι μιά ἰδεολογία ἤ μιά φιλοσοφία, ἀλλά μιά πραγματική ἱστορία, εἶναι ὁ πραγματικός καί ἱστορικός θάνατος τοῦ Θεοῦ, πού φέρνει ἀκριβῶς τήν πραγματική καί ἱστορική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ δέ Ἰησοῦς… κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα. Καί ἰδού τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, καί ἡ γῆ ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καί ἐξελθόντα ἐκ τῶν μνημείων εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».
Ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ νά κηρύξει πολύ πιό πραγματικά ἀπό τούς ἀθέους τό θάνατο τοῦ Θεοῦ. Τήν Μ. Παρασκευή στόν Ἐπιτάφιο οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν ἀληθινά καί πραγματικά αὐτό τό θάνατο. Ἀλλά τό θαῦμα τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι ὅτι οἱ πιστοί κηδεύοντας τό Θεό πανηγυρίζουν τή νέκρωση τοῦ θανάτου καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Τέτρωται Ἅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν. Καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων, Λυτρωτά, ὁ Θεός εὐλογητός εἶ». «Σύ γάρ τεθείς ἐν τάφῳ κραταιέ, ζωαρχική παλάμῃ τά τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καί ἐκήρυξας τοῖς ἀπ᾽ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». Ὁ Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, ἀλλά πέθανε γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ πού βρίσκεται, μέσα στή φθορά καί τό θάνατο, μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἀπογοήτευση, μέσα στό ἀνόητο καί τό παράλογο, καί νά τόν ἀναστήσει.
Ἄν δέν πέθαινε, ἡ σάρκωσή του δέν θά ἦταν πλήρης, θά ἦταν φαινομενική. Ἀλλά πέθανε πραγματικά, γιατί πῆρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί ἔγινε σέ ὅλα τά σημεῖα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅ,τι εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τό Θεό, ἐκτροχιάστηκε στό κενό καί ἐξαφανίστηκε μέσα στήν ἁμαρτία. Καί ὁ Θεός κενώνεται μέσα στό χῶρο τῆς ἁμαρτίας, φοράει ἀναμάρτητα ὡς σάρκα του τή σάρκα τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἁγιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τῆς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εὐωδία. Ζεῖ τήν ἁπλή καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δίνει νόημα, τή γεμίζει ἀπό τήν αἰωνιότητα. Ἐργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει ὅτι καί ἡ πιό μονότονη καθημερινή δουλειά ἔχει αἰώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. Ὑποφέρει, θλίβεται, ἀγωνιᾶ γιά νά μή μείνει κανένα τμῆμα καί καμιά μορφή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού νά μή τήν ἔχει ὁ Ἴδιος ζήσει. Καί, ὁλοκληρώνοντας αὐτή τή συμμετοχή στά ἀνθρώπινα, φθάνει ὥς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εἶναι κοντά μας ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε. Ἔτσι, ἄν βρεθοῦμε στή χειρότερη ἀπελπισία, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀπελπισία. Ἄν βρεθοῦμε στήν ἀγωνία, ὁ Χριστός εἶναι πάλι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀγωνία. Ἄν βρεθοῦμε σέ ἐγκατάλειψη καί μοναξιά, μποροῦμε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν ὑπῆρξε περισσότερο μόνος ἀπό Αὐτόν πού ἔνιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν ἐγκαταλείπει ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας του. Ὅσο χαμηλά καί νά κατεβοῦμε, ὅσο καί νά ξεπέσουμε, ὁ Χριστός εἶναι κάτω ἀπό μᾶς, ἀφοῦ βρίσκεται στόν Ἅδη. Ἀκόμα κι ἄν πεθάνουμε, μέσα στό χάος τοῦ θανάτου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός.
Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἀπογοήτευση, ἀλλά ἡ παρηγοριά καί ἐλπίδα τῶν πιστῶν. «Ὁ Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου». Καί τό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ἔτσι τό καύχημα, ἡ νίκη καί ἡ δόξα ὄχι τῶν ἀπίστων, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός πέθανε, ἀλλά ὁ Χριστός ἀνέστη. Μιά Κυριακή πρωί στήν Ἰερουσαλήμ ἐπί Ποντίου Πιλάτου ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ Χριστός. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ὁ Χριστός ἀναστάς συνέτριψε τά δεσμά τῆς φθορᾶς καί ἐλευθέρωσε τόν αὐτοδεσμώτη ἄνθρωπο, νέκρωσε τό κεντρί τοῦ θανάτου καί χάρισε στόν ἄνθρωπο τή ζωή. Γκρέμισε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», ἔφερε στό θάνατο τή ζωή, στό χρόνο τήν αἰωνιότητα, στή γῆ τόν οὐρανό, στόν ἄνθρωπο τό Θεό, «πάντα ἀναμίξ γέγονε».
Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀνάσταση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάσταση ὄχι μονάχα τῆς ψυχῆς, μά καί τοῦ σώματός του, εἶναι φυσικό νά ἀκολουθεῖται καί ἀπό τήν ἀνάσταση τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πολιτισμοῦ, καί μαζί καί τῆς κτίσης, πού εἶναι ἡ προέκταση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ , τό Ἅγιο Πνεῦμα ξεχύνεται σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, τό ψωμί καί τό κρασί μετατρέπονται σέ Σῶμα καί σέ Αἷμα Χριστοῦ. Σπάζουν οἱ περιορισμοί τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου, ἀρχίζει ὁ καινούργιος λειτουργικός χρόνος καί ὁ καινούργιος λειτουργικός χῶρος, ἐγκαινιάζονται οἱ καιροί τῶν ἐσχάτων.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια. Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».
«Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ. Ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Σιών. Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου».
Τό ὅτι πέθανε λοιπόν ὁ Θεός ἔγινε φανερό πώς σημαίνει γιά τήν Ὀρθοδοξία ὅτι ἀνέστη ὁ ἄνθρωπος καί καθετί πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἔχει νόημα καί ἐνδιαφέρον, ὅτι γίνεται ὡραία καί ἀθάνατη ἡ ζωή.
Πραγματικά υπέροχο κείμενο.
Κάποιες σκέψεις, που ξύπνησαν με το διάβασμά του!
Αναφέρομαι στο Nietzsche κυρίως.
Ένας φιλόσοφος, μιλά για το θάνατο του Θεού σ΄ ένα ευφυές ον, που αντιλαμβάνεται τη θεολογία από αρχαιοτάτων χρόνων.
Καταφέρνει μάλιστα να το επηρεάσει τόσο, ώστε να αναφερόμαστε σ΄αυτόν μετά από εκατό χρόνια, ενώ γινόμαστε μάρτυρες θρησκευτικών πράξεων παράνοιας, την “εκδίκηση” των Ισλαμιστών για την ταινία που ασχημονεί κατά του ιερού τους προσώπου.
Αλήθεια πως μπορεί να εξηγηθεί;
Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει ξεσηκωθεί εναντίον του Θεού, όταν διαπιστώνει ότι η καθημερινότητά του δεν παύει να συνοδεύεται από πράξεις θρησκευτικού φανατισμού;
Επειδή δεν υποκινούνται από το δικό του Θεό αλλά από κάποιων άλλων;
Είναι δυνατόν ο δικός του Θεός να είναι Θεός, όταν αυτοί των άλλων είναι υπαίτιοι τέτοιων πράξεων;
Μήπως όταν οι φιλόσοφοι σαν τον Nietzsche μιλούν για το θάνατο του Θεού απευθύνονται σ’ ένα ον που του ζητούν να στερηθεί τον αντιληπτικό του μηχανισμό;
Και γι΄αυτό αποτυγχάνουν;
Μήπως η “θέληση για δύναμη” είναι τελικά η “θέληση για θέωση”;
Και γι΄αυτό, παρά τη διαρκή εκμετάλλευση της θρησκευτικότητας, η ανθρωπότητα συνεχίζει να προστρέχει στο Θεό της για την μέθεξή της;
Μήπως ακόμη η “αιώνια επιστροφή” υπάρχει;
Ο άνθρωπος παρατηρεί το παρελθόν κοιτώντας το σύμπαν!
Μήπως κατορθώσει στο μέλλον να παρατηρήσει το ίδιο του το παρελθόν;
[quote name=”Σπύρος Μπαρμπάτσαλος”]Μήπως η “θέληση για δύναμη” είναι τελικά η “θέληση για θέωση”;[/quote]
Η θέληση για [i]δύναμη[/i] είναι, ακριβώς, θέληση για [i]θέωση[/i] – κι αυτό έχει αρχίσει να συμβαίνει από τον καιρό, ήδη, του Αδάμ και της Εύας.
Η θέληση για θέωση_ χ ω ρ ί ς_ τον [b]Θεό[/b], πάντως, είναι ταυτόχρονα μια θέληση για δύναμη_ κ α τ ά_ του [b]ανθρώπου[/b]: Στην πλήρη της έκφραση, άλλωστε, είναι μια θέληση για [i]άσκηση[/i] δύναμης!
Είναι η κατάφαση δηλαδή, εκ μέρους των Δυνατών, στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν το πλεονέκτημά τους προκειμένου να αδικήσουν τους Αδυνάτους.
[b]Το αξιοπρόσεκτο, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι η απουσία ελέους ετούτη συνοδεύεται (εκ μέρους τών θεωρητικών υπερασπιστών της) από μια ασυγκράτητη επίθεση «καταπρόσωπο» του Θεού.
Ποιος θα πει δεν το βλέπει: Από μια ανειρήνευτη μάχη εναντίον τού, ιδίου, εαυτού τους.[/b]
ΥΓ: Η πρωτοπορία της παγκοσμιοποιημένης, σήμερα, εκδήλωσης τής προκείμενης στάσης είναι η επέλαση εναντίον του μουσουλμανικού κόσμου, διά μέσου τής βορειοατλαντικής πολεμικής αεροπορίας. Προπομποί της, οι [i]λέξεις[/i] και τα [i]έργα[/i] των διανοουμένων, εκείνων, που την παραγγέλλουν.
Κε Καστρινάκη,
Συμφωνώ απόλυτα με το πρώτο.
Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ´ όψιν η υπόθεση, η αντίληψη της θεολογίας από το homo sapiens να τον ¨μετέτρεψε¨ σε άνθρωπο.
Και αυτό σήμερα είναι το υπ´ αριθμό ένα βήμα, που πρέπει να γίνει ώστε να αμβλυνθεί η διαμάχη μεταξύ Δημιουργιστών κι Εξελικτικών.
Συμφωνώ και με τη δεύτερη παράγραφο.
Η ανισοκατανομή του πλούτου, που δημιουργεί η ανθρωπότητα, το επιβεβαιώνει!
Και αυτό ο σημερινός άνθρωπος μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνο με την εκτεταμένη φιλανθρωπία!
Για το Υ.Γ. Θα έλεγα ότι γίνεται εμφανής η εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος του ανθρώπου, ώστε να εξυπηρετούνται σχέδια, που συνάδουν σε υπάνθρωπους και όχι σε ανθρώπους!
Σπύρο γράφεις:
«Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ´ όψιν η υπόθεση, η αντίληψη της θεολογίας από το homo sapiens να τον ¨μετέτρεψε¨ σε άνθρωπο.»
Μα επί τέλους, η εξελικτική θεωρία δεν είναι δυνατόν να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν, διότι την έχει σβήσει η εξής αποδεδειγμένη θεωρία:
Αν όλα γίνονταν μόνα τους, χωρίς σχέδιο και Σχεδιαστή – υπόθεση βέβαια εκτός λογικής – και υπήρχε η εξέλιξη. Επόμενο ήταν, δια της εξελικτικής οδού και άλλα ζώα να αναπτύσσονταν σε όντα, (π.χ. με προβάτου μορφή), έχοντα λογική, ομιλία και πολιτισμό.
Φιλικά.
Βασίλη.
η φυσική επιλογή, σύμφωνα με όσους δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης “επιλέγει” τους απογόνους με βάσει την τύχη – με την έννοια της τυχαιότητας – και την αναγκαιότητα, από τις συνθήκες διαβίωσης και του περιβάλλοντος.
Τα πρόβατα, είναι απόγονοι των … προγόνων τους, είναι πετυχημένα ως είδος, αν κρίνουμε από τους πληθυσμιακούς τους αριθμούς και … ως εδώ!
Δεν είναι απαραίτητο να έχουν ευφυΐα, ανάλογη του ανθρώπου.
Η εξέλιξη δεν έχει κάποιο σκοπό ή στόχο, σύμφωνα με τους Εξελικτικούς βέβαια!
Ο αρθρογράφος στο κείμενό του προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον αρχικά με τον τίτλο και στη συνέχεια, διατρέχοντας μέσα σε λίγες πυκνές αράδες και με παράθεση αποσπασμάτων κάποιων επιφανών εκπροσώπων της (Νίτσε, Καμύ, Σάρτρ, Haidegger), τη δυτική σκέψη και ιδιαίτερα τη φιλοσοφία του υπαρξισμού με την κριτική -απορριπτική του στάση απέναντι στο θεό και από την άλλη την ανεπιτυχή όπως εκτιμά προσπάθεια της Δυτικής θεολογίας και Εκκλησίας να αμυνθεί στις επιθέσεις προς αποκατάσταση του τρωθέντος κύρους του θεού και της ίδιας της διαμφισβητούμενης ύπαρξης κι επενέργειάς του στον εκοσμικευμένο άνθρωπο της νεωτερικής εποχής.
Και αναφέρει:
«Στήν καλοπροαίρετη καί εὐγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν ἄθρησκο σημερινό ἄνθρωπο, ἀντί νά κατέβουν στήν οὐσία καί νά προσφέρουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό Θεό, βγαίνουν στήν ἐπιφάνεια, ἐγκαταλείπουν διαδοχικά καί οἱ ἴδιοι τή θρησκεία, τήν Ἐκκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ᾽ ἕνα Θεό χωρίς Χριστό, σ᾽ ἕνα Θεό ἄσαρκο , σέ μιάν ἰδέα, πού μπορεῖ βέβαια νά εἶναι ἕνας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεός πού σώζει.»
Ολο το κείμενο από τη μέση και κάτω απομακρύνεται από την κριτική ματιά των προηγούμενων παραγράφων και αναλώνεται σε μία απολογία πίστεως της Ορθόδοξης εκδοχής της Ανατολικής Εκκλησίας και μια αγωνιώδη προσπάθεια να πείσει τον αναγνώστη (πιστό, άθεο, διερωτώμενο, δυτικό, ανατολικό, κινέζο μουσουλμάνο), περί της πραγματικής καθόδου του θεού επί γής δια του ενανθρωπισμού, του θανάτου, της ανάστασης και ανάληψης του Χριστού την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο επί Καίσαρος Αυγούστου στην Παλαιστίνη και της περαιτέρω συνεχούς πραγματικής παρουσίας του στη ζωή και τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που μόνο η πίστη και η υπαγωγή του ανθρώπου υπό την σκέπη της σώζει.
Κι ερωτώ εγώ ο αδαής.
Γιατί κύριε Νέλλα να δεχθούμε ως μόνο υπαρκτό και αληθινό τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ και όλη τη μυθολογία των Εβραίων; Από μόνη την πίστη και την προσήλωση στην παράδοση; Γιατί αν δεχθούμε αυτό, να μη δεχθούμε και ότι δεν ήσαν λιγότερο πραγματικοί και οι θεοί των αρχαίων τους οποίους με τόση δριμύτητα ως βαρβαρική ορδή κατέλυσε ο χριστιανισμός; Και γιατί αν δεχόμαστε τον Χριστό, να μη δεχθούμε επίσης ως πραγματικούς ενανθρωπισμένους θεούς τον Μωάμεθ, τον Βούδα, τον Ραμακρίσνα και δεν ξέρω και γω ποιόν άλλον; Αλλά τότε τι θα γινόταν με τον ένα μονογενή Υιό, του ενός και μοναδικού Θεού, του ενός περιούσιου λαού, αρχικά των Εβραίων και στη συνέχεια των Ορθοδόξων Ελλήνων!
Μήπως θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ως πραγματική την ιστορία με τον Αδάμ, την Εύα και τον κατηραμμένο όφι και τον απωλεσθέντα παράδεισο και τα 4.000 χρόνια από την Γένεση της Βίβλου;
Είναι τόσο βαθειά τα ριζώματα και τόσον ισχυρή η επίδραση της θρησκευτικής διδασκαλίας στο πνεύμα και τη ζωή του παιδιού ώστε ως ενήλικας αυτός να χρειάζεται, όχι τη σισύφεια προσπάθεια να ανεβάσει την πέτρα στο βουνό, αλλά να μετακινήσει το βουνό το ίδιο για να διαφοροποιηθεί ή να απαγκιστρωθεί από την πλάνη.
Ολη την πρωταρχική ανησυχία του ανθρώπου, που από καταβολής του θεάται – κοιτάζει με τρόπο εκστατικό – τον έναστρο ουρανό και διερωτάται για το απέραντο σύμπαν, τον κόσμο, τον εαυτό του, τα σχετικά κείμενα του Αριστοτέλη που οι μαθητές του κατέταξαν στο «μετά τα φυσικά» και μεταγενέστερα επικράτησε εξ’αυτού την σχετική πνευματική δραστηριότητα να ονομάζουμε με τον γενικό όρο «μεταφυσική», η κάθε μια θρησκεία και η καλή μας Ορθόδοξη Εκκλησία την οικειοποιείται για τους δικούς της σκοπούς, επενδύοντάς την σε κάποιο υπερφυσικό Ον, στο οποίο μάλιστα προσδίδει διάφορες ιδιότητες (αγαθός, ελεήμων, φιλάνθρωπος, παντοδύναμος κ.λ.π.), που ανακατεύεται με τις ανθρώπινες υποθέσεις και παρακολουθεί τη ζωή του καθενός από μας για να αξιολογήσει στο πέρας του χρόνου τα εν ζωή πεπραγμένα του και να αποφασίσει για την οριστική ευημερία ή καταδίκη του στην αιωνιότητα. Και επειδή ο καλός αυτός θεούλης, που σε κάποιες εικόνες παριστάται με γενειάδα, είναι και συμπονετικός κι έχει πλάσει τον άνθρωπο κατ’εικόνα του και τον νοιάζεται, του έχει εμφυσήσει και αυτήν την ιδιότητα να κοιτάζει τα υψηλά και να προσπαθεί να του μοιάσει.
Και αν το όλο σχήμα και επινόηση λειτουργούσε με τρόπο συμβολικό προκειμένου να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, έστω και σαν παραμύθι δεν θα ήταν επιλήψιμο. Όμως στο όνομα αυτής της ιδέας έχει χυθεί πολύ αίμα και υπάρχει αμείωτα μέχρι σήμερα πολύς φανατισμός και πολύ σκοτάδι.
Αλλά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε επίσης την αδυναμία και ανικανότητα -πλην εξαιρέσεων- των ανθρώπων να αποδεχθούν τη θνητή τους φύση και το θάνατο ως φυσική διεργασία της μητέρας Φύσης για την αδιάκοπη αναγέννησή της, με τον ίδιο τρόπο που ο σπόρος για να βλαστήσει πρέπει να πεθάνει ως τέτοιος.
Η όπως διατείνεται ο αρθρογράφος:
«Γιά τήν Ὀρθοδοξία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία καί ἑνιαία, εἶναι ἡ ζωή ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἐδῶ καί συνεχίζει νά ὑπάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν οὐρανό.»
Γιατί όχι κύριε Νέλλα, αν αυτό σας παρηγορεί;
@κ. Μπαρμπάτσαλο
Συμφωνώ μαζί σας πως [i]η “θέληση για δύναμη” είναι τελικά η “θέληση για θέωση”[/i]. Ο άνθρωπος μόνο όταν ενωθεί με τον Θεό ολοκληρώνεται, όπως υπογραμμίζει και ο αρθρογράφος, και γι’ αυτό ασυνείδητα ή υποσυνείδητα Αυτόν ποθεί. Κι όταν χάνει τον σωστό δρόμο, προσπαθεί να Τον υποκαταστήσει με άλλα πράγματα, όπως τη “θέληση για δύναμη”, που όμως ποτέ δεν τον ξεδιψούν ούτε τον αναπαύουν εσωτερικά.
Δεν καταλαβαίνω όμως την απορία σας: “[i]Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει ξεσηκωθεί εναντίον του Θεού, όταν διαπιστώνει ότι η καθημερινότητά του δεν παύει να συνοδεύεται από πράξεις θρησκευτικού φανατισμού;
Επειδή δεν υποκινούνται από το δικό του Θεό αλλά από κάποιων άλλων;
Είναι δυνατόν ο δικός του Θεός να είναι Θεός, όταν αυτοί των άλλων είναι υπαίτιοι τέτοιων πράξεων;[/i]”
Ο Θεός γνωρίζεται εμπειρικά, “γνωστώς και ευαισθήτως”. Κι όταν κανείς γνωρίσει τον αληθινό Θεό και νιώσει βαθιά μέσα του πως Αυτός είναι αγάπη, τότε καταλαβαίνει πως οι άλλοι “θεοί” και “προφἠτες” που παρακινούν σε πράξεις θρησκευτικού φανατισμού δεν είναι αληθινοί, αλλά και ότι και όσοι υποκινούν σε τέτοιες πράξεις στο όνομα του αληθινού Θεού δεν Τον έχουν γνωρίσει πραγματικά.
@Ελευθέριο:
Απευθύνεσθε στον εδώ και εικοσιπενταετία μακαρίτη φίλο μου Παναγιώτη Νέλλα για ένα κείμενό του του 1982, τον προσφωνείτε ως “κύριο” και ζητάτε να σας απαντήσει. Φαίνεται πως, όπως αγνοείτε το γεγονός του θανάτου του, έτσι πρόχειρα διαβάσατε και το παρόν άρθρο του, δεν καταλάβατε τι θέλει να πει, και βρήκατε απλώς μιαν αφορμή να επιτεθείτε και να συκοφαντήσετε την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γιατί η φράση σας για τους “θεούς” των παγανιστών που “[i]με τόση δριμύτητα ως βαρβαρική ορδή κατέλυσε ο χριστιανισμός[/i]” μόνο ως συκοφαντική μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις εδώ στο “Αντίφωνο” γι᾿ αυτό το θέμα (βλ. πρόχειρα, τα σχόλια στο άρθρο “Ο κρυφοχριστιανός”) και κανείς δεν μπόρεσε να αποδείξει με ιστορικά τεκμήρια αυτούς τους ανιστόρητους ισχυρισμούς για “διωγμούς” των παγανιστών, ενώ, αντίθετα, οι διωγμοί από τους “εθνικούς” και τα πολλά εκατομμύρια των μαρτύρων του Χριστού είναι ιστορικά και ακράδαντα τεκμηριωμένα.
Ο Νέλλας γράφει για την ανάσταση του ανθρώπου στο πρόσωπο του αναστάντος Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, κάτι που το βίωνε, όπως το ξέρω από κάποιες Μ. Εβδομάδες που περάσαμε μαζί. Γι᾿ αυτό και μπορεί να το γράψει με βεβαιότητα. Και δεν κάνει καμιά “[i]αγωνιώδη προσπάθεια να πείσει τον αναγνώστη[/i]” γι᾿ αυτό. Είχε γνωρίσει εμπειρικά τον Χριστό και, από αγάπη προς τον συνάνθρωπο, προσπαθεί να οδηγήσει τον αναγνώστη προς Αυτόν μέσα από τη λειτουργική και ασκητική ζωή της Εκκλησίας και να του λυθούν έτσι όλα τα υπαρξιακά προβλήματα.
Όταν κάποιος γνωρίσει εμπειρικά κάτι που ξεπερνά την αντίληψή του, τη νόησή του, τη λογική του και τις προσδοκίες του, ξέρει βαθιά μέσα του πως γνώρισε την ενυπόστατη Αλήθεια και δεν χρειάζεται ν᾿ ασχολείται με τον Μωάμεθ, τον Βούδα, τον Ραμακρίσνα, τους “θεούς” των παγανιστών, κλπ. Αντίθετα διαπιστώνει πως ο Θεός που αποκαλύφθηκε στον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι ο ίδιος που αποκαλύπτεται και σ’ αυτόν. Και η Ορθοδοξία δεν είναι μεταφυσική, δηλαδή κάτι που κάποιοι άνθρωποι επινόησαν αλλ’ η Αποκάλυψη του αληθινού άκτιστου Θεού σε όσους από τους ανθρώπους ακολουθούν με συνέπεια την Οδό της Εκκλησίας, τις διδαχές των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων και ζουν μυστηριακά μέσα σ᾿ αυτήν.
Theo,
με την απορία μου προσπαθούσα να περιγράψω την πνευματική πίεση που αισθάνθηκε ο Nietzsche και για να την αντιμετωπίσει έφθασε στην αναγγελία του “θανάτου του θεού”
Έτσι το αντιλαμβάνομαι.
Όσον αφορά την τελευταία σου παράγραφο, θεωρώ ότι μπορεί να ισχύει αυτούσια για τους πραγματικά θρησκευόμενους ανθρώπους της κάθε θρησκείας.
Αν το δεχθούμε αυτό μάλιστα, προσφέρεται ως μία ωραία απάντηση στα ερωτήματα που θέτει στο σχόλιό του ο Ελευθέριος!
Πώς εξηγείται η αγωνία της Γεθσημανή και η γεμάτη απελπισία κραυγή : > , πάνω στο σταυρό;
Δεδομένου ότι ο Ιησούς ήταν στο επίπεδο συνειδητότητας ενός Σωκράτη ( η επί του Όρους ομιλία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο είναι το επαναστατικότερο , το φιλοσοφικότερο , το ποιητικότερο κείμενο που μπορεί να διαβάσει κανείς ) , γιατί δεν είχε τη δική του γαλήνη τις τελευταίες αυτές στιγμές , αλλά αντιθέτως ήταν η ψυχή του περίλυπη έως θανάτου;
Είναι δυνατόν να αγνοούσε το θέλημα του Θεού, ή η Θεία του φύση να μην μπορούσε να ελέγξει την ανθρώπινη αδυναμία ,ώστε να χρειάζεται τη συμπαράσταση αγαπημένων μαθητών και αγγέλων ;
(Δεχόμαστε ως αληθινή τη μαρτυρία των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά).
@Theo_
________________________________________________________
[i]Ερωτηθείς δε Αριστοτέλης τίνι διαφέρουν οι πεπαιδευμένοι των απαιδεύτων, όσω, είπεν, οι ζώντες των τεθνηκότων.[/i]
________________________________________________________
Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Ως άνθρωπος, στη Γεθσημανή, κάποια στιγμή δίστασε μπροστά σ᾿ αυτά που έμελλε να πάθει. Όμως, αμέσως υπερίσχυσε μέσα Του η υπακοή στο θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, για την οποία σωτηρία άφησε τη δόξα της Θεότητος κι έγινε άνθρωπος κι έφτασε οι άνθρωποι να τον μεταχειρίζονται σαν σκουλήκι.
Και στη συνέχεια ήταν πάντα γαλήνιος. Κι όταν τον πρόδωσε ο Ιούδας, κι όταν τον εγκατέλειψαν οι περισσότεροι μαθητές του, κι όταν τον έβρισαν, τον ράπισαν, τον έφτυσαν, τον διαπόμπευσαν… Γαλήνιος και μπροστά στον Πιλάτο και το Συνέδριο των Ιουδαίων. Γαλήνιος κι όταν τον σταύρωσαν, κι όταν τον πότισαν με ξύδι, κι όταν τον χλεύαζαν πάνω στον Σταυρό. Τόσο γαλήνιος μέσα σε τόσο μεγάλο πόνο, που να παρακαλεί τον Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτές του, να υπόσχεται τον Παράδεισο στον ευγνώμονα ληστή, να σκέφτεται το μέλλον του αγαπημένου μαθητή του.
Από πού φαίνεται πως δεν μπόρεσε να να ελέγξει την ανθρώπινη αδυναμία; Δεν επικαλέστηκε τη βοήθεια Αγγέλων.
Ο μεγάλος του πόνος, έτσι που να ‘ναι η ψυχή του “περίλυπη ἕως θανάτου”, είναι από την άγνοια και αγνωμοσύνη των μαθητών του και των ανθρώπων γενικά. Λυπάται για τη σκληροκαρδία τους, όχι για τον εαυτό Του, ο αναμάρτητος, ο Δημιουργός και Προνοητής τους.
Ο Σωκράτης υπάκουσε στους νόμους της πόλης του. Είχε τη συναίσθηση πως δεν ήταν υπεράνω τους και δέχτηκε καρτερικά την απόφαση. Δεν συγκρίνεται όμως η θέση του μ᾿ αυτή του Χριστού, που είναι ο Δημιουργός και Νομοθέτης. Θα είχε εκατομμύρια φορές περισσότερο δίκιο από τον Σωκράτη αν αγανακτούσε με την καταδικαστική απόφαση.
Για τους ανιστόρητους συκοφαντικούς ισχυρισμούς σας, φυσικά τίποτα! Μόνο αφορισμοί.
Αν με το “[i]απαίδευτος[/i]” χαρακτηρίζετε τον Νέλλα, μη βιάζεστε. Διαβάστε πρώτα κάποια έργα του.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει για τη φιλοσοφία και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που από τα δεκαεφτά του δίδασκε Αριστοτέλη στα βασιλικά ανάκτορα, το επαναλαμβάνει:
“άγονος γαρ ως αληθώς η έξωθεν παίδευσις, αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τοκετώ. Τίνα γαρ έδειξε καρπόν των μακρών ωδίνων η φιλοσοφία;”. Κι αλλού επαναλαμβάνει τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο: “Λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος. Βίῳ δέ τις;”
Ο ίδιος λέει κάπου αλλού πως θεολογεί “ἁλιευτικῶς”, δηλαδή με βάση τις θείες εμπειρίες του, όπως οι απλοί ψαράδες Απόστολοι, και όχι “ἀριστοτελικῶς”. Κι αλλού γράφει για τους “καθ᾿ ημάς θεολογούντας”: “αυτή τη οράσει το υπέρ όρασιν ειδότες, [b]πάσχοντες [/b]οίον την αφαίρεσιν, αλλ᾿ [b]ου διανοούμενοι[/b]”.
Κι ο Απόστολος Παύλος:
“[i]τὸ μωρὸν τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων. Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς• ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τοὺς σοφούς, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ[/i].”
Αυτά από κάποιους “[i]απαιδεύτους[/i]”, “αγενείς” και “μη όντες”.
[quote name=”Ελευθέριος”]@Theo_[i]Ερωτηθείς δε Αριστοτέλης τίνι διαφέρουν οι πεπαιδευμένοι των απαιδεύτων, όσω, είπεν, οι ζώντες των τεθνηκότων.[/i][/quote]
Μια απόπειρα εδώ – ερήμην, πάντως, του Αριστοτέλη – το ερώτημα της [i]πίστης[/i] να μεταστοιχειωθεί σε ερώτημα της [i]γνώσης[/i]. Ώστε η (οποιαδήποτε) απάντηση στο πρώτο πεδίο να αποβαίνει εξ ίσου υποχρεωτική, όσο προβαίνει η (κάθε) απάντηση στο δεύτερο.
Μια απόπειρα δηλαδή – έστω και μη συνειδητοποιημένη – ενός συνομιλητή που μάς συστήνεται με το όνομα Ελευθέριος, να διαψεύσει οριστικά τό «όνομά» του.
Επιμένετε να με εγκαλείτε με προκλητικό και υβριστικό τρόπο – χαρακτηρίζοντάς με κοινό συκοφάντη – να σας απαντήσω για πράγματα που ίσως καλύτερο για την ψυχική σας ηρεμία, θα ήταν να μη γνωρίζετε. Αν και αμφιβάλλω ότι μπορεί να σας αγγίξει οτιδήποτε εκστομίζεται από έναν μη οπαδό της πίστης σας.
Εν τούτοις θα σηκώσω το γάντι και θα απαντήσω – για μία μοναδική φορά, στο μέτρο που μου επιτρέπει το περιορισμένο του χώρου, όχι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου απέναντί σας, ούτε πολύ περισσότερο για να σας μεταπείσω – το τελευταίο αυτό το θεωρώ εκ των προτέρων καθαρή ματαιοπονία – αλλά μια και διαλεγόμαστε δημοσίως, χάριν κάποιου καλοπροαίρετου αναγνώστη που θα έμπαινε στον κόπο να μας παρακολουθήσει και θα είχεν ίσως την περιέργεια περαιτέρω να διερευνήσει τις πηγές, τις οποίες εσείς απαξιώνετε, αν δεν αγνοείτε παντελώς.
Και διασαφηνίζω εξ’αρχής ότι τον χαρακτηρισμό «απαίδευτος» στο προηγούμενο σχόλιό μου από φράση του Αριστοτέλη – του οποίου παρεπιπτόντως δεν δηλώνω οπαδός- δεν τον αποδίδω στον εκλιπόντα φίλο σας Παναγιώτη Νέλλα. Ηταν φυσικό αφού δεν είχα κανενός είδους επαφή με τον ίδιο ή με γραπτά του, να αγνοώ και τον θάνατό του. Κρίνοντας όμως από το εδώ καταχωρημένο άρθρο του φαίνεται ότι ο άνθρωπος, είχε την τάση να διαβάζει και έργα συγγραφέων που δεν συγγένευαν με τη ιδεολογία του. Αυτό μαρτυρά τουλάχιστον μια διάθεση ευρυμάθειας πέραν των ορίων του θρησκευτικού του ορίζοντα. Η κριτική μου στο άρθρο του αφορούσε την προσπάθειά του – κατανοητή ασφαλώς και συνήθη για ένα χριστιανό – να αντικρούσει τις αντίπαλες ιδέες του υπαρξισμού μέσω της πίστης και της κατά γράμμα προσήλωσής του στην χριστιανική παράδοση και τα κείμενα των γραφών. Δηλαδή, ότι παρ’ότι ερχόταν σε επαφή με το ανήσυχο και κριτικό πνεύμα μεγάλων στοχαστών, δεν άφηνε το δικό του να ξανοιχτεί στην ανοικτή θάλασσα των ιδεών και να απλώσει τα δικά του πανιά, αλλά συνέχιζε να ταξιδεύει με τις αποσκευές που είχε στοιβαγμένες στο μπαούλο του από παιδί, όπως τους τις είχε παραδώσει το περιβάλλον του και έκρινε τις ιδέες των άλλων με βάση την πίστη ότι αυτά που έχει στο μπαούλο του είναι τα μόνα υπαρκτά κι αληθινά κι όλα τα άλλα ψευδή.
Η στάση αυτή δεν συνεπάγεται απαιδευσιά, αλλά αναίρεση κι εκχώρηση της ανθρώπινης ιδιότητας του σκέπτεσθαι στην πίστη και αυτά τα δύο κατά τη γνώμη μου δεν ταυτίζονται. Γιατί το ένα σημαίνει αδιάκοπη διερεύνηση, το άλλο υπακοή. Εν τούτοις μέσα από το γράψιμό του αναδεικνύεται ένας μειλίχιος άνθρωπος, ο οποίος προσπαθεί να συνδιαλαγεί με τον αντίπαλο με όποια μέσα διαθέτει, έστω και με μόνη την πίστη. Το κατά πόσο η πίστη αυτή είναι βιωματική θα προτιμούσα αν είχα την ευκαιρία να το κουβέντιαζα με τον ίδιον, παρά με τον φίλο του που μιλά εξ’ονόματός του και ασπάζεται το ίδιο δόγμα. Καλύτερα να μιλάτε για τα δικά σας βιώματα και αφήστε τα βιώματα των νεκρών εκεί που βρίσκονται.
Αντιθέτως, τον χαρακτηρισμό «απαίδευτος» θα τον απέδιδα σε αυτόν που όχι μόνο δεν έχει καν την τάση να αφουγκραστεί τις ιδέες άλλων και περιορίζεται σε αυτά που του έχουν παραδοθεί, αλλά βλέπει με εχθρικό μάτι κάθε αντίπαλη ιδέα την οποία θα προτιμούσε να σβήσει από το χάρτη.
Και με αυτό ερχόμαστε στην αναφορά μου για βαρβαρική επιδρομή. Δεν είναι απλώς μία εκτίμηση, είναι τεκμηριωμένη πεποίθηση και πικρή πραγματικότητα. Βανδαλισμοί και καταστροφή μνημείων και ναών, αγαλμάτων, εμπρησμοί βιβλιοθηκών (Σεράπιον – η θυγατρική βιβλιοθήκη κάηκε από τον πατριάρχη Θεόφιλο στα 391), λιντσάρισμα, ακόμη και γυναικών στα μεγάλα αστικά κέντρα του ελληνισμού, όπως της περίφημης Υπατίας της Αλεξανδρινής (415), αποκεφαλισμοί Δασκάλων, εξευτελισμοί σοφών, λιθοβολισμοί απροσάρμοστων, εξορίες, δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα της μισσαλοδοξίας που καλλιεργεί ο κλήρος κατά του ελληνικού πνεύματος.
Η καταστροφή δεν έγινε εν μία νυκτί, συντελέστηκε σταδιακά κι έχει ρίζες βαθειές.
Γράφει ο καθηγητής φιλοσοφίας Χ. Θεοδωρίδης στο έργο του “Επίκουρος”. «H ανατολική θρησκοληψία και θεοσοφική διάθεση που κουβάλησαν στην ελληνική παιδεία οι ξένοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, διαμετρικά αντίθετες κι ασυμβίβαστες με την ουσία του ελληνισμού, ήταν φυσικό να αγκιστρωθούν στον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα. Ο Ιουδαίος Φίλων, που έζησε τα χρόνια του Χριστού, υποστήριξε πως ο Πλάτων την σοφία του την άντλησε από τα ιερά βιβλία των Εβραίων, ενώ εκείνα βαστούν από θεϊκή έμπνευση. Κανένα αιώνα αργότερα ο Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας (γύρω στα 160 μ.Χ.) έλεγε πως ο Πλάτων είναι ο ίδιος ο Μωϋσής που μιλάει ελληνικά, «Μωϋσής αττικίζων». Ο αραβικός και ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας αγιοποίησαν τον Αριστοτέλη σα φύλακα άγγελο της μωαμεθανικής και της καθολικής εκκλησίας… Με το ίδιο θρησκευτικό μάτι κοίταξε κι η Αναγέννηση την Αρχαιότητα. Ορφισμός και Πυθαγορισμός, είχαν την έλξη τους στην πρωτοξύπνητη Δύση. Ο Σωκράτης βαθμολογήθηκε τόσο ψηλά, γιατί νομίσθηκε πως παρουσιάζει γραμμές που θυμίζουν τον Χριστό. Ηταν σωστή προφητεία του δίκαιου που πήγαινε στον άδικο θάνατο τα χιλιομνημόνευτα: “καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινα άλλον θεόν υμίν επιπέμψειν κηδόμενος υμών” Ολο τον καιρό θα εξακολουθείτε να κοιμάσθε, ώσπου να σας λυπηθή ο θεός και να σας στείλει άλλον κανένα. Ο Πλάτων πέρασε για θεόπνευστος προφήτης με προαισθήματα για το σωτήριο κήρυγμα. Οι εξοχότερες κεφαλές της Ιταλίας συζητούσαν γύρω στο τραπέζι των Μεδίκων για να συμβιβάσουν Πλάτωνα και Ιησού, ονειρεύονταν μια θρησκεία που να ενώσει χριστιανική ηθική κι ελληνική φιλοσοφία.»
Ο ρήτορας Λιβάνιος από την Αντιόχεια (4ος μ.Χ.), συγγραφέας πολυγραφότατος, δάσκαλος ο ίδιος του Μεγ. Βασιλείου, του Iωάννη Χρυσοστόμου, του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού αλλά και του Ιουλιανού. Το έργο του και όσες από τις επιστολές του διεσώθησαν αποτελούν μιαν από τις σημαντικότερες πηγές της ύστερης αρχαιότητας. Διαμαρτύρεται θαρραλέα στον Θεοδόσιο για το κλείσιμο των ιερών και τις καταστροφές που προκαλούν οι χριστιανικές μάζες, παρακινούμενες κυρίως από τους παπάδες, “αυτούς τους μαυροντυμένους ανθρώπους που τρώνε περισσότερο κι από ελέφαντες και που πίνουν τόσο πολύ, ώστε να κουράζεται το χέρι των σκλάβων που τους σερβίρουν ανάμεσα σε τραγούδια». Αυτή του η στάση να ορθώσει το ανάστημά του για να υπερασπιστεί τον Ελληνικό Πολιτισμό τον φέρνει σε σύγκρουση με τον μισαλλόδοξο σκοταδισμό των πιστών του χριστιανικού δόγματος. Ο ίδιος ο πρώην μαθητής του Χρυσόστομος δεν δίστασε αργότερα να επιτεθεί στον παλιό του δάσκαλο, λούζοντάς τον με βρισιές που μόνο από ένα «χρυσό στόμα» δεν θα περίμενε κανείς να βγούν: «ω μιαρέ… ω ληρόσοφε… άθλιε και ταλαίπωρε.» Ο Χρυσόστομος βρίζει τον Λιβάνιο επειδή ο δεύτερος θρήνησε για τον εμπρησμό του ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη. Στο λόγο του “Εις τον Αγιον Βαβύλαν” οργίζεται με τον Λιβάνιο που τόλμησε να πεί ότι την φωτιά την έβαλε ανθρώπινο χέρι, και υποστηρίζει (ο Χρυσόστομος) ότι το ναό τον έκαψε ο ίδιος ο θεός των χριστιανών. Και συμπεραίνει: “Πράγματι, οι Ελληνες είναι πάντα παιδιά˙ δεν υπάρχει ώριμος Ελληνας” – κι αυτό επειδή δεν πίστευαν όπως εκείνος , ότι ο δράστης του εμπρησμού ήταν ο θεός…
Όπως δεν το πιστεύετε κι εσείς υποθέτω, αλλά ούτε και τίποτε από τα παραπάνω, γι’ αυτό επειδή είναι και κουραστικό και καθόλου της επιθυμίας μου να σας μεταπείσω και θέλω να βγώ και μια βόλτα έξω να πάρω λίγο αέρα, σταματώ κάπου εδώ αφιερώνοντάς σας το παρακάτω ποίημα του Κ. Π. Καβάφη, αν αυτό μπορεί να σας παρηγορήσει.
[b]Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας[/b]
Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.
Ο Απόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.
Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.-
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.
Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του• τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).
Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Ακούς εκεί; Ο Απόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»
Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού•
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.
Κι ωραία τω όντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.
Στάχτη το είδωλο• για σάρωμα, με τα σκουπίδια.
Έσκασε ο Ιουλιανός* και διέδοσε –
τι άλλο θα έκαμνε – πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε• ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Υ.Γ.
*Ο θρησκευτικός αποστολικός ζήλος δεν υπήρξε ποτέ γνώρισμα του ελληνισμού· αντιθέτως, είναι το κύριο γνώρισμα του ιουδαϊσμού και των αιρέσεών του. Τα διάφορα ρεύματα και οι εκφάνσεις του ελληνισμού μπορούν να αντιπαρατίθενται και να μάχονται μεταξύ τους, όμως ο ελληνισμός ως τρόπος κοσμοθεώρησης και στάση ζωής, δεν προπαγανδίζεται ώστε να γίνει αντικείμενο μαζικής πίστης. Με αυτήν την αλήθεια στάθηκε αδύνατο να συμβιβαστεί ο Ιουλιανός, ο οποίος σημειωτέον είχε χριστιανική παιδεία και θεωρούσε πως θα μπορούσε να αναβιώσει το αρχαιοελληνικό πνεύμα που θαύμαζε μαζί με την εκπεσούσα λατρεία των θεών σ’ένα κόσμο που το ιουδαϊκό πνεύμα δια του χριστιανισμού ήταν πλέον κυρίαρχο.
@ Γιώργο Καστρινάκη
Η προηγούμενη εκτενής απάντησή μου – που εκ παραδρομής παρέλειψα να απευθύνω προς “Theo” ισχύει και για λόγου σας.
Οσο για την αυτοσύστασή μου, ουχί μόνο
Ελευθέριος αλλά και Ελευθεριάδης
κύριε Καστρινάκη.
Υ.Γ.
Γιατί δεν κάμετε και κάποιο σχόλιο σχετικό με το όνομα του ομοδόξου σας; Για το δικό σας αρκεί ο τίτλος του παρόντος
«Η προηγούμενη εκτενής απάντησή» σας προτιμά να_ α ν τ ι π α ρ έ λ θ ε ι στο [b]ακέραιο[/b] τη συντομώτατη επισήμανση «του λόγου [i]μου[/i]» – προκειμένου να στρέψει τη συζήτηση οπουδήποτε αλλού.
Αντ’ αυτού, υποδέχομαι τώρα μια [i]σπασμωδικότητα[/i] που φτάνει να βιαιοπραγεί, επ αυτοφόρω, κατά βάρος ώς κι αυτού τού όνοματός μου! Έτσι ώστε να μη μας μένει καμμιά αμφιβολία ότι η ίδια ακριβώς [b]βιαιοπραγία[/b] εκ μέρους σας εμφιλοχωρεί, σ η μ ε ί ο_ προς_ σ η μ ε ί ο, και σε ό,τι, από πλευράς ιστορικών δεδομένων, επικαλείστε εναντίον των αντιλήψεων, εκείνων, τών οποίων δεν είστε «οπαδός».
[b]Επί της ουσίας μια ελάχιστη, και πάλι, σημείωση: Εξαιρουμένης λοιπόν της ιστοριογραφικής σας κατασκευής (καθε ιστοριογραφία, εξηγούμαι, δεν μπορεί παρά να συνιστά κατασκευή) είναι τόσο δύσκολο, άραγε, να παρατηρήσετε ότι τα κυρίως “θεωρητικά” σας επιχειρήματα αποτελούν τυπικά δείγματα [i]ταυτολογικής[/i] συλλογιστικής φόρμας;[/b]
Αγαπητέ Ελευθέριε,
Ο ανοίκειος τρόπος που απευθυνθήκατε στον μακαρίτη Νέλλα (έστω κι αν δεν γνωρίζατε ότι έχει αποδημήσει) κι οι αφ’ υψηλού ειρωνείες σας προς αυτόν και την Ορθόδοξη Εκκλησία, με ώθησαν να σας απαντήσω εκ μέρους του, μια κι αυτός αδυνατεί και επειδή ταυτιζόμασταν ως επί το πλείστον. Σε δικά μου βιώματα έχω αναφερθεί σε κάποια σχόλια σ’ αυτόν τον χώρο. Αυτό που προσπάθησα να σας πω είναι πως η γνώση του άκτιστου Θεού δεν βασίζεται σε κάποιες κτιστές γνώσεις αλλά σε μια υπέρλογη εμπειρία.
Όσο για τις προσωπικές εναντίον μου επιθέσεις, ιδίως σχετικά με τη δήθεν άγνοια των ιστορικών πηγών που μου καταμαρτυρείτε, αν ανατρέξετε σε κάποιες συζητήσεις σχετικές με τη σχέση χριστιανισμού και ελληνισμού αλλά και στο άρθρο μου “Το ψευδεπίγραφο “Βυζάντιο” κι οι σοφιστείες των κλασσικιζόντων” εδώ στο “Αντίφωνο, θα δείτε ότι παραθέτω δεκάδες. Για το αν βλέπω “μ[i]ε εχθρικό μάτι κάθε αντίπαλη ιδέα την οποία θα προτιμούσα να σβήσω από το χάρτη[/i]”, διαβάστε, άν θέλετε, το άρθρο μου για τον Σαχτούρη (φαίνεται στην πρώτη σελίδα του “Αντίφωνου”) και θα δείτε πόσο αληθεύει η υπόνοιά σας.
Τις πηγές που παραθέτετε τις ξέρω, και δεν βεβαιώνουν τίποτα. Μιλάτε για καταστροφές κάποιων ναών από τον όχλο -το δέχομαι-, για το λιντσάρισμα της Υπατίας (η οποία πουθενά στις πηγές δεν φαίνεται πως ήταν παγανίστρια αλλά ήταν της αντίθετης μερίδας με τον αρχιεπίσκοπο, δηλαδή φίλη του [b]χριστιανού[/b] επάρχου Ορέστη, αντιπάλου του αγίου Κυρίλλου, κι ο όχλος τη λιντσάρισε γι’ αυτόν τον λόγο, δηλαδή για πολιτικές διαφορές) και για ατεκμηρίωτους “[i]αποκεφαλισμούς Δασκάλων, εξευτελισμούς σοφών, λιθοβολισμούς απροσάρμοστων, εξορίες[/i], [που, καθ᾿ υμάς] [i]δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα της μισσαλοδοξίας που καλλιεργεί ο κλήρος κατά του ελληνικού πνεύματος.[/i]” Επίσης, αντιγράφετε ένα χωρίο του παγανιστή ρήτορα Λιβάνιου που γράφει για το κλείσιμο των ιερών και τις καταστροφές που προκαλούν οι χριστιανικές μάζες, χωρίς πάλι καμιά τεκμηρίωση. Τα παραπάνω τεκμηριώνουν καθόλου τη φράση σας για τους “θεούς” των παγανιστών που “[i]με τόση δριμύτητα ως βαρβαρική ορδή κατέλυσε ο χριστιανισμός[/i]”; Ας αποφανθεί ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης.
Η συνήθης τακτική των νεοπαγανιστών είναι να βρίσκουν μαρτυρίες για εκτελέσεις κάποιων μορφωμένων (που δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ήταν παγανιστές) για πολιτικούς λόγους και μ᾿ αυτές να “στοιχειοθετούν” τάχαμου “διωγμούς” των χριστιανών κατά των παγανιστών. Εδώ κι εξι εφτά χρόνια έγινε χαμός στο Διαδίκτυο μ’ ένα υποτιθέμενο “στρατόπεδο συγκέντρωσης” στη Σκυθόπολη της Παλαιστίνης όπου κάποιοι νεοπαγανιστές έγραψαν πως εξοντώθηκαν 19.000.000 παγανιστές!! Όταν πίεσα επανειλημμένα κάποιον απ’ αυτούς να το τεκμηριώσει με ιστορικές πηγές (βλ. διάλογό μου στο άρθρο “Ο κρυφοχριστιανός”, στις 12-2-2011) μου παρουσίασε μια παραπομπή του ιστορικού Αμμιανού Μαρκελίνου. Όταν βρήκα την πηγή, διαπίστωσα πως επρόκειτο για την εκτέλεση λιγότερων από δέκα ατόμων που δεν δηλώνεται αν ήσαν χριστιανοί ή παγανιστές, κατά διαταγή του αυτοκράτορα, για εσχάτη προδοσία, μετά από εμφύλιο πόλεμο. Αυτό και τίποτα περισσότερο. Απ᾿ αυτό λοιπόν το χωρίο οι ομόφρονές σας εξύφαναν σωρό ευφαντάστων σεναρίων, με την πεποίθηση ότι ο μέσος αναγνώστης καταπίνει αμάσητο ό,τι του σερβίρουν, χωρίς να ανατρέξει στις πηγές.
Όσο για το ποίημα του αγαπημένου μου Καβάφη, απορώ γιατί το παραθέσατε. Ο Καβάφης γράφει για εκδίωξη του λειψάνου του αγίου Βαβύλα από τον Ιουλιανό τον παραβάτη, για τη φωτιά που κατέκαψε τον ναό του Απόλλωνα και για τη συκοφαντία του Ιουλιανού κατά των χριστιανών σχετικά μ’ αυτό το γεγονός.
Αλήθεια γιατί δεν αναφέρεστε καθόλου στους κατά τους χριστιανών διωγμούς από τους τάχαμου “μη θρησκόληπτους” Έλληνες και ελληνίζοντες και τα πολλά εκατομμύρια των μαρτύρων του Χριστού;
Σχετικά με τον δήθεν ορθολογισμό και τη μη θρησκοληψία των αρχαίων, αντιγραφω κάτι από σχόλιό μου στο άρθρο “ΣΚΑΪ, αλήθεια – Είναι ο καιρός ώριμος;”:
“[i]Μια από τις μεγαλύτερες ανακρίβειες για την αρχαιότητα είναι αυτή της ορθολογικής αρχαίας κοινωνίας. Στην αρχαιοελληνική θρησκεία τα θαύματα των αρχαίων «θεών» έδιναν κι έπαιρναν (πρβλ. θαυματουργικές κινήσεις αγαλμάτων, θαυματουργικές τιμωρίες, θεραπείες λ.χ. του Ασκληπιού). Οι Νεοπυθαγόρειοι, για να μάθουν τη θέληση θεών και δαιμόνων, έκαναν νεκρομαντείες, υπνοτισμούς κ.ά. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 511), αντίθετα από ό,τι παραπλανητικά οι Νεοπαγανιστές σήμερα κηρύττουν, για να φαίνεται ίσως πιο «επιστημονικό» κι «ορθολογικό» το σύστημά τους. Και παριστάνοντας τους «ορθολογιστές», ειρωνεύονται τους Χριστιανούς που απέδιδαν γεγονότα στην οργή του Θεού, ξεχνώντας πως ένα από τα ινδάλματά τους, ο Πορφύριος, τον τρίτο μ.Χ. αιώνα γράφει για μια επιδημία λοιμού: «κανένας θεός δεν ήλθε να βοηθήσει την πόλη από τότε που λατρεύεται ο Ιησούς» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 587). Αυτό ονομάζουν οι Νεοπαγανιστές «ορθολογισμό» και «μη διατάραξη της Φυσικής Τάξης» ή κάνουν τα στραβά μάτια; Επειδή λατρεύεται ο Ιησούς, ο Πορφύριος πιστεύει ότι δεν θεραπεύεται η επιδημία; Είναι αυτό αρχαίος ορθολογισμός;”
και
“Τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα ἔχει πρὸ δεκαετιῶν καταρρίψει τὶς ἀφελεῖς παρανοήσεις τοῦ πρώιμου Δυτικοῦ διαφωτισμοῦ γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἂς ἀνοίξει τουλάχιστον κανεὶς τὸ κλασσικὸ ἔργο τοῦ Dodds, «οἱ Ἕλληνες καὶ τὸ παράλογο», ἢ τὰ ἔργα τοῦ δικοῦ μας Λεκατσᾶ, τοῦ Φρέηζερ, τοῦ Λεβύ-Στρώς, τοῦ Βιντάλ-Νακέ («Μαῦρος κυνηγός»), ἢ τὰ πρόσφατα ἔργα τῆς Ἀναστασίας Βακαλούδη, ἢ ἔστω ἂς διαβάσει ἁπλῶς τὰ Εἰδύλλια τοῦ Θεοκρίτου (π.χ. «Φαρμακεύτριαι» κ.ἄ.· τὰ Εἰδύλλια τοῦ Θεοκρίτου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἐπιτεύγματα τῆς παγκοσμίου λογοτεχνίας), νὰ εὐχαριστηθῇ μαγεῖες καὶ ματζούνια! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη παρανόησι ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν ὀρθολογιστὲς (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ δυτικοῦ ἐργαλειακοῦ ρασιοναλισμοῦ, ἐννοῶ – ποὺ αὐτὸ δὲν εἶναι πραγματικὰ ὀρθὸς λόγος), ἄθεοι κ.λπ. Στὴν πραγματικότητα μιλοῦμε γιὰ λαὸ εὐσεβέστατο καὶ θρῆσκο – «δεισιδαιμονέστατους [=εὐσεβέστατους] πάντων» ἀπεκάλεσε εὔστοχα ὁ Παῦλος τοὺς Ἀθηναίους. Ἀλλὰ τί λέω; Ἂς ἀνοίξει κανεὶς τὸν Ὅμηρο, νὰ δῇ πῶς οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἥρωες μάχονται στὸ πλευρὸ τῶν πολεμιστῶν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ προστάτες ἅγιοι καὶ ἄγγελοι τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης – πόσο θαυμάσια τὰ ἔχει ἀφομοιώσει ὅλα ἡ λαϊκὴ ἑλληνικὴ παράδοσι! Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχει ἀφομοιώσει ἡ ἑλληνικὴ παράδοσι, αὐτὰ ποὺ ἐκφράζουν τὴν διαχρονικὴ ἑλληνικὴ ἑλληνικότητα, αὐτὰ ποὺ δείχνουν ἀκριβῶς τὴν συνέχεια, τὴν διαχρονικὴ εὐσέβεια καὶ αἴσθησι τοῦ ἱεροῦ τῶν Ἑλλήνων, αὐτὰ ἀκριβῶς ἐπικαλοῦνται ἀνοήτως κάποιοι, ξένοι μὲ τὴν Ἑλληνικὴ παράδοσι, γιὰ νὰ μιλήσουν γιά… ἀσυνέχεια! Ἡ παρανόησι ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν ἀφελὴ καὶ ξεπερασμὲνη δυτικὴ ἀντίληψι τοῦ 18ου-19ου αἰ. ὅτι δὲν μπορεῖ ἡ κοινωνία τῶν Ἀθηναίων νὰ εἶναι θρῆσκα καὶ -συγχρόνως- δημοκρατικὴ καὶ ὑψηλοτάτου πολιτισμοῦ, ὅτι δὲν μπορεῖ ἡ λαϊκὴ πίστι καὶ σοφία νὰ συνυπάρχει μὲ τὴν ὑψηλὴ φιλοσοφία καὶ ἐπιστήμη, καὶ ὅτι εἴτε τὸ ἕνα εἴτε τὸ ἄλλο εἶναι ἀπορριπτέο καὶ περιφρονητέο – χαρακτηριστικὴ ἀντίληψις τοῦ διχαστικοῦ, μονοκόμματου, βαρβάρου, φραγκικοῦ πνεύματος. Ὄχι. Οἱ Ἕλληνες, καὶ στοὺς ἀρχαίους καὶ στοὺς μέσους καὶ νεωτέρους χρόνους, δὲν ἦταν μεγάλοι ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ὅλα τὰ παραπάνω, οὔτε παρὰ ὅλα τὰ παραπάνω, ἀλλὰ μὲ ὅλα τὰ παραπάνω. Ἄ ναί, οἱ σοφιστὲς στὴν ἀρχαιότητα, σχεδὸν ὅλοι οἱ φιλόσοφοι δηλαδή, καταδικάζονταν σὲ θάνατο ἢ ἐξορίζονταν, ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ κάποιοὐς ἰερεῖς ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν δῆμο τῶν Ἀθηναίων (κι ἂς μὴν ἦταν κἂν πραγματικὰ ἄθεοι, πλὴν δυὸ-τριῶν). Ὅταν φθάνουμε δὲ στοὺς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες, ὄχι μόνον ἡ λαϊκὴ θρησκεία, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἀνώτερη φιλοσοφία εἶναι ἀποκρυφιστική, συνδεδεμένη μὲ τὴν μαγεία – ἂς ἀνοίξει κανεὶς Ἰάμβλιχο καὶ λοιποὺς Νεοπλατωνικούς, γιὰ τελετὲς ἐπικλήσεως καὶ ἐνσαρκώσεως δαιμόνων, ἐμψυχώσεως ἀγαλμάτων κ.ἄ. Ἢ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ πρώιμος χριστιανισμὸς ἔδωσε μάχη κατὰ τῆς παγανιστικῆς μαγείας.”
Επίσης, πολλά για τις δεισιδαιμονίες των αρχαίων προγόνων μας μπορεί κανείς να βρει στο κλασσικό έργο του Μάρτιν Νίλσον “Ιστορία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας” (Αθήνα 1997)[/i]
ΥΓ
Όσο για τις “[i]καταστροφές μνημείων και ναών[/i]”, αυτό ήταν η εξαίρεση. Ο κανόνας ήταν οι πρώην παγανιστές που έγιναν χριστιανοί να μετατρέπουν τους ναούς του σε χριστιανιακούς, όπως έγινε και με τον Παρθενώνα και πλείστους άλλους ναούς. Σ’ αυτούς ανήκαν οι ναοί, και οι ίδιοι τους μετέτρεψαν.
Και τίποτα απ’ όσα αναφέρετε δεν μπορεί να τεκμηριώσει ότι δεν πρόκειται απλώς περί εξαιρέσεων, αντίθετα με τη μαζικότητα των διωγμών κατά των χριστιανών.
Ελευθέριε, γράφεις στο πρώτο σου σχόλιο:
“Και αν το όλο σχήμα και επινόηση λειτουργούσε με τρόπο συμβολικό προκειμένου να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, έστω και σαν παραμύθι δεν θα ήταν επιλήψιμο”.
Πιστεύεις – σου δίνει αυτή την εντύπωση η σύγχρονη, αλλά και η ιστορική, πραγματικότητα – ότι η θρησκευτικότητα είναι μία “επινόηση” η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει με τρόπο “συμβολικό”;
Δε θεωρείς ότι μόνο κάτι πολύ βαθύτερο θα μπορούσε να κινητοποιήσει
ανθρώπινες μάζες σε τόσο βίαιες συμπεριφορές, αλλά και τόσο “ανώτερες” και αλτρουιστικές συμπεριφορές κάποιων πραγματικά θρησκευόμενων;
@ Καστρινάκη
Μετά την απόπειρα στο πρώτο σας απαντητικό σχόλιο, να μου καταλογίσετε ανελευθερία, συσχετίζοντας το όνομά μου με την άποψη που καταθέτω, εξανίστασθε τώρα ότι βιαιοπραγώ εις βάρος του ονόματός σας! Έλεος και μη χειρότερα κύριε Καστρινάκη. «O αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλλέτω». Δηλαδή η δική σας δηκτική παρατήρηση και απόπειρα εμπαιγμού είναι “λόγος” και του αλλουνού το παιγνιώδες λογοπαίγνιο για πύργους που κτίζετε στην άμμο με τη λογική σας είναι βιαιοπραγία; Τόση οξύνοια πνεύματος; Σας παραπέμπω λοιπόν και πάλι στον τίτλο του παρόντος και τη φράση του μεγάλου Σκοτεινού.
@ αμφότερους θεσοφούντας Καστρινάκη και Theo
Πυθαγόρας, Πλάτων, Ορφισμός, Πυθαγορισμός, με τη μεταγενέστερη χαμηλά φαντασιοκοπική παραλλαγή τους, Νεοπυθαγορισμός, Νεοπλατωνισμός πίνουν νερό από την ίδια βρύση και αποτελούν τους εκφραστές στον ελλαδικό χώρο της ανατολίτικης θεοσοφίας και ιδεολογικούς συγγενείς σας, δεν τους αναγνωρίζετε;
Αγαπητέ Theo, αραδιάζετε μία σειρά γνωστών μελετητών – περισσότερο νομίζω για εντυπωσιασμό παρά για να επικαλεστείτε επιχειρήματά τους, γιατί επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω ότι έχετε μελετήσει όλους αυτούς. Και γώ μπορώ να σας αναφέρω άλλους τόσους. Αλλά αν πέφτω έξω, καθένας μπορεί να διαγνώσει, ότι για ένα σοβαρό και νηφάλιο ερευνητή της ιστορικής περιόδου επικράτησης του χριστιανισμού, οι πρωτογενείς πηγές, δηλαδή τα έργα θύραθεν συγγραφέων (μη χριστιανών) όπως ο Λιβάνιος, ο Ζώσιμος, ο Ιουλιανός, ο Ευνάπιος, ο Αμμιανός Μαρκελίνος, αλλά και χριστιανών συγγραφέων όπως ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, ο Σωζομενός και ο Ιωάννης Μαλάλας, αποτελούν κείμενα πλέον αξιόπιστα και διαφωτιστικά από τα οποιαδήποτε φιλότιμα πονήματα σημερινών ιστοριογραφούντων – συμπεριλαμβανομένου και του υποφαινομένου. Δεν έχετε αν πραγματικά διακατέχεστε από πνεύμα αληθείας να τους αναζητήσετε, ώστε η (οποιαδήποτε) απάντησή σας στο πεδίο της πίστης, να μη γίνεται τροχοπέδη στο πεδίο της γνώσης, αξιότιμε κύριε Καστρινάκη.
Σας ανέφερα μία από τις πιο πλούσιες πηγές τον Λιβάνιο με τον οποίο ο Μέγας Βασίλειος διατηρούσε ειλικρινή φιλία και η πυκνή τους αλληλογραφία αποτελεί υπόδειγμα ήθους και αντιπαράθεσης μεταξύ δύο διανοουμένων. Η βιβλιογραφία του είναι εκτεταμένη και μεγάλο μέρος της διασώζεται. Διαβάστε αν σας ενδιαφέρει κάποιο έργο του π.χ. το «Υπέρ των Ιερών» (386 μ.Χ.) που απευθύνει στον Θεοδόσιο. Όμως «εις μάτην», όπως έγραψε ο ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος:
«Εις μάτην ο περιώνυμος σοφιστής Λιβάνιος επ’ ελπίδι του να συγκινήση την ψυχήν του Θεοδοσίου, περιέγραψε τα παθήματα του αρχαίου θρησκεύματος… Η φωνή αυτού δεν εισηκούσθη και το έργον της καταστροφής εξηκολούθησε.»
Αλλά αυτοί δεν σας άρκούν και δεν σας πείθουν. Ο Λιβάνιος (καθ’υμάς) είναι ένας παγανιστής, άρα από χέρι εξοβελιστέος και ο Παπαρρηγόπουλος ένας εθνικός μύθος.
Και τι ζητάτε από μένα να κάνω εδώ; Να σας αλλάξω την πίστη; Ημαρτον!
Χάριν του φιλέρευνου πνεύματος που διατείνεσθε ότι σας διακρίνει, παραθέτω μόνο δύο μικρά χωρία από δύο προμνημονευόμενους χριστιανούς χρονογράφους, για σύγχρονά τους γεγονότα που εξιστορούν. Μιας και διαβάζετε τις γραφές και είστε εξοικειωμένοι με την Κοινή Ελληνική δεν παραθέτω μετάφραση.
Αντιόχεια 371 μ.Χ:
«Tων Ελληνιστών μικρού πάντες κατ’εκείνο καιρού διεφθάρησαν… και οι μεν πυρί οι δε ξίφει απολέσθαι προσετάχθησαν… παραπλησίως δε δια την αυτήν αιτίαν διεφθάρησαν οι ανά πάσαν την αρχομένην λαμπρώς φιλοσοφούντες. Αλλά και εις μη φιλοσόφους, εσθήτι δε τη εκείνων χρωμένους, ο φόνος εχώρει…»
– Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, κεφάλαιο 35.
Ετος 529 μ. Χ. επί Ιουστινιανού:
Από τον χριστιανό χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα έχουμε την καταγραφή μαζικού διωγμού που υπέστησαν κατά τον Ιουστινιάνειο κώδικα «οι των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων κατεχόμενοι πλάνη»
« Εν αυτώ δε τω χρόνω διωγμός γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν, εν οίς ετελεύτησαν Μακεδόνιος Ασκληπιόδοτος, Φωκάς ο Κρατερού και Θωμάς ο Κοιαίστωρ και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν. Εθέσπισε δε ο αυτός βασιλεύς ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, τους δε των άλλων αιρέσεων όντας αφανείς γενέσθαι της Ρωμαϊκής πολιτείας, προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας εις το γενέσθαι αυτούς κοινωνούς της ορθοδόξου πίστεως.»
– Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, ΧVIII, 449, 3-II.
Υ.Γ.
Αγαπητέ Theo, η συμπάθεια σας προς τον Καβάφη σας εμποδίζει μάλλον να δείτε και την ειρωνεία του προς τους ομοδόξους σας.
Ξέρω, θα επιμείνετε – βρίσκεσθε εξ’άλλου εντός έδρας και είναι ανεπίτρεπτον να μας τη βγαίνει τώρα εδώ ένας «μυσαρός παγανιστής», αλλά μην περιμένετε να επανέλθω. Εχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε. Πορεύεσθε εν ειρήνη αδελφοί..
Διευκρινίζω, “επί της διαδικασίας” και επί των τεχνικών δεδομένων, ότι είχα ο ίδιος αποσύρει το προηγούμενο σχόλιό μου ([i]«Λογοπαίγνια – ως μέσα διαφυγής απ’ το λόγο»[/i]). Eίχα, δηλαδή, αποφασίσει να αφήσω την τελευταία λέξη, του διαλόγου μας, στον Ελευθέριο.
Πλην όμως, ο συνομιλητής μου ανάρτησε κατόπιν το δικό του ([i]«”Αιών παίς έστι παίζων πεσεύων, παιδός η βασιληίη»[/i]) “κρεμασμένο” ακριβώς στο προηγούμενο δικό μου (καθώς δεν είχε, προφανώς, ανανεώσει εν τώ μεταξύ την εικόνα στον υπολογιστή του). Με τεχνικό αποτέλεσμα να μην εμφανίζεται ούτε το δικό του.
Οπότε και διαμαρτυρήθηκε, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για σκόπιμη διαγραφή του σχολίου του.
Παρατίθενται λοιπόν τώρα (μετά από καθυστέρηση λίγων ωρών – καθώς, δεν μπορώ να βρίσκομαι συνεχώς στον υπολογιστή μου) και τα δύο σχόλια, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος ώστε να φαίνεται εκείνο του Ελευθέριου.
κ. Ελευθέριε έχετε πολύ ενδιαφέρον. Φαίνεστε να απορείτε
[quote]”Ο ίδιος ο πρώην μαθητής του Χρυσόστομος δεν δίστασε αργότερα να επιτεθεί στον παλιό του δάσκαλο, λούζοντάς τον με βρισιές που μόνο από ένα «χρυσό στόμα» δεν θα περίμενε κανείς να βγούν: «ω μιαρέ… ω ληρόσοφε… άθλιε και ταλαίπωρε.» Ο Χρυσόστομος βρίζει τον Λιβάνιο επειδή ο δεύτερος θρήνησε για τον εμπρησμό του ναού του Απόλλωνα στη Δάφνη.”[/quote]
Πως μπόρεσε να γίνει αυτό; Ο Χρυσόστομος να βρίζει τον Λιβάνιο; Από την άλλη δεν απορείτε πως ένας πνευματικός άνθρωπος σαν το ρήτορα Λιβάνιο να βρίζει
[quote]αυτούς τους μαυροντυμένους ανθρώπους που τρώνε περισσότερο κι από ελέφαντες και που πίνουν τόσο πολύ, ώστε να κουράζεται το χέρι των σκλάβων που τους σερβίρουν ανάμεσα σε τραγούδια[/quote]
Από το απόσπασμά σας και μόνο συμπεραίνω ότι ο αγαπητός Λιβάνιος ξεδιπλώνει το ρητορικό του ταλέντο βγάζοντας την ομορφιά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας ενάντια σε ολόκληρο τον κλήρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και λίγα του έσειρε το Ιερός Χρυσόστομος! Να αγιάσει το στόμα του!
Έτσι για να μπουν κάποια πράγματα στην θέση τους περί … “μισαλλόδοξο σκοταδισμό των πιστών του χριστιανικού δόγματος!”
Δυστυχώς, αγαπητέ Ελευθέριε, τα παρουσιάζετε όπως σας βολεύουν.
Δυστυχώς για σας, οι δεισιδαιμονίες και η θρησκοληψία κυριαρχούν στους αρχαίους Έλληνες καθ᾿ όλη την αρχαιότητα και σ᾿ όλους, πλην κάποιων φιλοσόφων και ποιητών. Διαβάστε τα βιβλία του Dodds και του Nilsson στα οποία σας παρέπεμψα και θα το δείτε.
(Παρεμπιπτόντως, όσα στοιχεία παρέθεσα από παλαιότερο σχόλιό μου με πλάγια στοιχεία τα έχω δανεισθεί από αλλού, και σ’ εκείνο το σχόλιο παραπέμπω στις πηγές. Απλώς, παρέλειψα να το σημειώσω χθες, λόγω βιασύνης.)
Δεν απαντάτε καν στα όσα περί Υπατίας γράφω, μάλλον γιατί έχετε πέσει θύμα της “[i]τεκμηριωμένης πεποίθησης[/i]” και της εικονικής “[i]πικρής πραγματικότητας[/i]” που κατασκευάζουν και προπαγανδίζουν οι ομοϊδεάτες σας. Δεν θίγετε καθόλου το θέμα των επανειλημμένων και μαζικών διωγμών κατά των χριστιανών, με τα εκατομμύρια των μαρτύρων. Για σας, φαίνεται πως είναι παρωνυχίδα.
Παραθέτετε τα λόγια ενός ξεπερασμένου εθνικιστή ιστορικού του προπερασμένου αιώνα, του Παπαρηγόπουλου, για να με πείσετε και να υπερασπισθείτε τον Λιβάνιο. Έχετε διαβάσει κανένα σύγχρονο και διεθνώς αναγνωρισμένο βυζαντινολόγο ιστορικό, σαν τον Οστρογκόρσκι, τον Ομπολένσκι, τον Ράνσιμαν, την Αρβελέρ, κλπ., για να δείτε πόσο μακριά από τη σύγχρονη ιστορική επιστήμη είναι οι αφελείς και άκρως μονομερείς απόψεις περί του “Βυζαντίου” και του κλήρου του του 19ου αιώνα;
Από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωζομενού (βιβλίο 6ο, κεφ. 35, PG 67, 1397-1400, για την ακρίβεια) συρράπτετε κάποιες λέξεις, από ένα κείμενο δύο σελίδων, για να παρουσιάσετε τον ιστορικό να λέει άλλα απ’ όσα γράφει. Γράφει ο Σωζομενός: “Tῶν δ᾿ αὖ Ἑλληνιστῶν μικροῦ πάντες κατ’ εκεῖνο καιροῦ διεφθάρησαν. Τινὲς γὰρ οἳ τῶν ἄλλων ἐν φιλοσοφίᾳ προφέρειν ἐνομίζοντο, πρὸς τὴν ἐπίδοσιν τοῦ χριστιανισμοῦ δυσφοροῦντες, ἐβουλεύσαντο προμαθεῖν τὸν ἐφεξῆς Οὐάλεντι Ῥωμαίων ἡγησόμενον, μαντείαις τε παντοδαπαῖς περὶ τούτου ἐχρήσαντο.” Δηλαδή, κάποιοι λεγόμενοι “φιλόσοφοι”, που αντιτίθενταν στην πρόοδο του εκχριστιανισμού, θέλησαν να “προφητεύσουν” με μαντείες, επικλήσεις, τρίποδες και “συλλογῇ γραμμάτων, καθ᾿ ἕκαστον στοιχεῖον ὑπὸ μηχανῆς τοῦ τρίποδος καὶ μαντείας σημαινομένων, αναφανῆναι τὸ ὄνομα τοῦ ἐσομένου βασιλέως” (ὅ.π., στ. 1397). Ο Ουάλης θεώρησε αυτή τη μαύρη μαγεία απόπειρα εκθρόνισής του και εκτέλεσε όσους ασχολούνταν με τέτοιες πρακτικές και τους κατασκευαστές του τρίποδα. Δηλαδή, εκτελέστηκαν κάποιοι δήθεν “φιλόσοφοι” για έγκλημα καθοσιώσεως, για λόγους πολιτικούς. Κανένας διωγμός δεν έγινε εναντίον των παγανιστών.
Κι εδώ συνέβη ό,τι έγραψα χθες, ότι δηλαδή “[i]η συνήθης τακτική των νεοπαγανιστών είναι να βρίσκουν μαρτυρίες για εκτελέσεις κάποιων μορφωμένων για πολιτικούς λόγους και μ᾿ αυτές να “στοιχειοθετούν” τάχαμου “διωγμούς” των χριστιανών κατά των παγανιστών[/i]”. Κι εσείς, αν δεν το κάνατε συνειδητά, πέσατε στην παγίδα τους! Αλλά και το ότι παραπέμπετε λανθασμένα στον Σωζομενό, όπως παραπέμπουν τα πολυάριθμα νεοπαγανιστικά site από τα οποία κάνατε copy-paste όσα παραθέτετε (δεν έχει κανείς παρά να ψάξει στο google το κομμένο και ραμμένο στα μέτρα σας χωρίο του ιστορικού που παραθέτετε για να δει τις πηγές σας, με τη λανθασμένη παραπομπή -οι ίδιες πηγές παραθέτουν και το χωρίο του Μαλάλα). Επιτρέψτε μου, λοιπόν, όπως ισχυρίζεστε για μένα, να αμφιβάλλω αν έχετε μελετήσει καμία πρωτογενή πηγή.
Για το χωρίο του Μαλάλα σάς ευχαριστώ. Δεν το είχα υπ’ όψιν μου. Είναι η μόνη εξαίρεση του κανόνα που γνωρίζω.
Ο Καβάφης ήταν “βυζαντινός” κι είμαι βέβαιος ότι ταυτίζεται με τους χριστιανούς, όχι τους παγανιστές της Αντιόχειας. Και ειρωνεύεται, κι εδώ κι αλλού, τον υπερφίαλο και εκτός τόπου και χρόνου Ιουλιανό.
Ευπρόσδεκτος κάθε διάλογος με οποιονδήποτε ευγενή και παραθέτοντα πρωτογενείς αλλ’ όχι φαλκιδευμένες ιστορικές πηγές.
Σπύρο Χαίρε,
Η ερώτησή σου είναι εύστοχη και θέλω να πιστεύω ειλικρινής και καλοπροαίρετη. Είναι ακόμη έξυπνη, γιατί με τον τρόπο που κανείς θα απαντήσει δίνει και το «στίγμα» του, πως προσεγγίζει ο ίδιος το θρησκευτικό ζήτημα ή το θείο γενικότερα που κατ’εμέ δεν ταυτίζονται.
Μολονότι το θέμα είναι εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλευρο, θα προσπαθήσω να δώσω κατά το δυνατόν περιεκτική απάντηση.
Για τις ανά τον κόσμο και εποχή επικρατούσες θρησκείες, θεωρώ καταρχήν, ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο ότι πρόκειται για ιδεολογικές κατασκευές αποτέλεσμα δημιουργίας πολλών ανθρώπων πέραν του αρχηγού τους ή των ιδρυτικών κεφαλών και με τη συμβολή βέβαια των πιστών ως υποδοχείς και μεταδότες των δογμάτων τους. Οι απανταχού θρησκείες έχουν ισχυρότατη επίδραση στην στάση και συμπεριφορά των ανθρώπων είτε σε κοινωνικό είτε σε προσωπικό επίπεδο, ανάγονται σε ποικίλα αίτια κι εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς και ανάγκες. Είμαι βέβαιος, ότι σε όποια θρησκεία κι αν εντρυφήσει κανείς και την προσεγγίσει εκ των έσω, όχι απαραιτήτως ως πιστός, αλλά με ευαισθησία κι αισθητικό πνεύμα, θα ανακαλύψει πολλά ποιητικά στοιχεία στο νοηματικό και μυθικό της περιεχόμενο και τα ιερά της κείμενα, ανεξαρτήτως της προέλευσης, του τελετουργικού, ή του γενικού προσανατολισμού της. Και αυτό γιατί σε κάθε δημιούργημα των ανθρώπων, ενυπάρχει πάντα ένα ποιητικό στοιχείο, καθώς μέσα στον άνθρωπο.
Επομένως κι αναδρομικώς, βάσει της παραπάνω θεώρησης, απορρίπτω την ύπαρξη κάποιου υπερφυσικού όντος που κινεί τα νήματα του κόσμου, γιατί αφού η θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα δεν μπορεί να είναι εκ θεού κι αν ο θεός είναι εκτός θρησκείας γιατί να είναι κάπου αλλού; Ύστερα, από πού κι ως πού αυτό το όν έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του αποδίδει η θρησκεία – ας πιάσουμε την οικεία μας χριστιανική – πανταχού παρών, παντογνώστης, αιώνιος, αναλλοίωτος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, αγαθός, φιλάνθρωπος, ελεήμων, θαυματουργός; Εσύ Σπύρο είσαι σε θέση να φαντασθείς ένα τέτοιο όν; Εγώ αδυνατώ. Κι αφού αδυνατώ να το φαντασθώ, γιατί θα πρέπει να το εφεύρω; Για μένα υπάρχει αυτό που αντιλαμβανόμαστε, όχι μόνο μέσω των απατηλών αισθήσεων αλλά και με όποια τεχνικά μέσα διαθέτουμε, την δε εμπειρία που επικαλούνται οι θεολογούντες ότι έρχονται σε επικοινωνία με τον θεό και συνομιλούν μαζί του, απλώς δεν τη πιστεύω και τη θεωρώ πλάνη και φαντασιοκοπία, αν όχι ψεύδος. Εγώ βλέπω γύρω μου ομοίους, άλλα πλάσματα, τη Φύση, τα άστρα, τους γαλαξίες, το σύμπαν, ακόμη δεν έχω δεί άλλα σύμπαντα και άλλες διαστάσεις πέρα από τις γνωστές τέσσερις και όλος αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι αρκετά πολύπλοκος και μυστήριος, γιατί και καλά να προσθέσω κι άλλη ασύλληπτη πολυπλοκότητα με αυτόν τον θεό “ός τα πανθ’ ορά;” Το περισσότερο που μου έχει «αποκαλυφθεί» ως εμπειρία στη διάρκεια του βίου μου είναι ένα αίσθημα απορρόφησης μέσα στη Φύση, πρώτα μια αποδιοργάνωση κι έπειτα μία συγχώνευση μέσα της, όπου είχα πάψει να συλογιέμαι και να σκέφτομαι. Αυτό εκ των υστέρων το θεώρησα φυσιολογικό, γιατί κι εγώ ένα μέρος της φύσης είμαι κι αν έχω το μυαλό και σκέφτομαι, αυτό θα έπρεπε να το χρησιμοποιώ για να δρώ κατά τρόπο εναρμονιστικό κι όχι διαχωριστικό ή επιθετικό απέναντί της.
Επανερχόμενος στην ερώτησή σου θα παραθέσω επιγραμματικά κάποιους λόγους που νομίζω ότι οι άνθρωποι πιστεύουν στο θεό.
– Η κληρονομιά και καταλυτική επίδραση του άμεσου, οικογενειακού κυρίως περιβάλλοντος (το πιο σύνηθες και διαδεδομένο)
– Η εκπαίδευση (κι αυτό μπορεί να εμπεριέχεται στο προηγούμενο)
– Το υπαρξιακό κενό και η έλειψη νοήματος – καταφυγή στο θεό ως στήριγμα και παρηγορία κι ελπίδα
– Η μίζερη ζωή (δεν συνδέεται με το προηγούμενο, τούτο ανήκει στην περιοχή του ελέους)
– Ασκηση, αναπαραγωγή και διεύρυνση ισχύος- εξουσίας πάνω στους άλλους (συμπεριλαμβάνεται εδώ η πρόσκτηση πλούτου ή άλλων ωφελημάτων)
– Φόβος του θανάτου, επιθυμία παράτασης στην αιωνιότητα αλλά και φόβος από την προπαγάνδα περί αιώνιας καταδίκης.
αν μπορείς να σκεφτείς κάποιους πρόσθετους θα ελάττωνες την απορία μου!
Ως προς την τελευταία σου παράγραφο: οι βίαιες συμπεριφορές δεν είναι χαρακτηριστικό κατ’ανάγκη των θρησκειών (ίσως το κοράνι να έχει και τέτοιες παροτρύνσεις; – δεν γνωρίζω), είναι χαρακτηριστικό των ατελών ανθρώπων που φτιάχνουν ατελείς κατασκευές μεταξύ αυτών και θρησκείες, νομίζοντας έτσι πως ξορκίζουν το κακό και τα πάθη. Δεν είναι απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, να είναι κανείς πραγματικά θρησκευόμενος άνθρωπος για να έχει αλτρουϊστική συμπεριφορά.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Ελ. Ελ.
Υ.Γ.
Οι άνθρωποι παρασσκοτίζονται με το θεό
Λές να κάνει το ίδιο κι αυτός μαζί μας;
[quote name=”Ελυθέριος”]Για μένα υπάρχει αυτό που αντιλαμβανόμαστε, όχι μόνο μέσω των απατηλών αισθήσεων αλλά και με όποια τεχνικά μέσα διαθέτουμε, την δε εμπειρία που επικαλούνται οι θεολογούντες ότι έρχονται σε επικοινωνία με τον θεό και συνομιλούν μαζί του, απλώς δεν τη πιστεύω και τη θεωρώ πλάνη και φαντασιοκοπία, αν όχι ψεύδος.
[/quote]
Πώς είναι δυνατόν κανείς να περιγράψει σ’ έναν τυφλό το φως και τα χρώματα;
Πώς κάποιοι που ισχυρίζονται πως στον άνθρωπο υπάρχει πάντα ένα ποιητικό στοιχείο δεν μπορούν ν’ανοίξουν την καρδιά τους σε ό,τι ξεπερνά την αμεσότητα και το φτωχό, ανθρώπινο, μυαλό τους;
Γιατί καταδικάζουν εαυτούς σε τόση φτώχεια;
Γιατί κάποιοι είναι τόσο εγωιστές που να χαρακτηρίζουν τόσους άλλους συνανθρώπους τους πλανεμένους, φαντασιοκόπους και ψεύτες;
Γιατί αμφισβητούν τόσο εύκολα την πνευματική υγεία, την καλή πίστη και την ειλικρίνειά αυτών των συνανθρώπων τους;
Μήπως γιατί φοβούνται να κοιτάξουν μέσα τους;
Με πόνο ψυχής τα γράφω.
Αγαπητέ μου Theo, δεν μπορώ να αντισταθώ από το να σας υπενθυμίσω: «μακάριοι εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ημών ψευδόμενοι ένεκεν εμού».
Μοιράζομαι μαζί σας επίσης μια προσωπική μου εκτίμηση, αποδεχόμενος σε κάθε περίπτωση, εν τέλει, την αυθαιρεσία της. Η Εκκλησιαστική Ιστορία αποτελεί εξιστόρηση αλλεπάλληλων αποτυχιών. Δεν θα μπορούσαν όμως να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Οποιοσδήποτε θα είχε ως κέντρο εν τω κόσμω την αγάπη παρόμοια ιστορία θα είχε, είναι η ιστορία της αποτυχίας συνάντησης με την Αγάπη σε τελευταία ανάλυση. Τα αδύνατα όμως παρ’ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ. (και γράφω συγκινημένος από αυτό το τόσο βαθιά ανθρώπινο σχόλιό σας, ως εκ τούτου λυπάμαι για τον όποιο συναισθηματισμό εκ μέρους μου…)
Αγαπητέ Δήμο,
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Δεν στενοχωριέμαι όταν με ονειδίζουν προσωπικά στο Διαδίκτυο. Στενοχωριέμαι όταν κάποιος ειρωνεύεται αφ’ υψηλού μορφές σαν τον μακαρίτη τον Νέλλα, που ήταν τόσο ανοιχτός κι είχε τόσο αρχοντική καρδιά, κι όταν λοιδορεί την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους εκπροσώπους της με τόση ευκολία και έπαρση. Και λυπάμαι γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τη σκληροκαρδία τους.
Στην Εκκλησιαστική Ιστορία περιλαμβάνονται και οι βίοι των Αγίων. Περισσότερο απ᾿ όλους, αυτοί εκπροσωπούν την Εκκλησία. Κι αυτοί οι βίοι αποτελούν την εξιστόρηση αλεπάλληλων επιτυχιών συνάντησης με την Αγάπη, για να μεταχειριστώ τα δικά σου λόγια.
Μπορεί αυτά που μας μεταφέρει ο Νέλλας να είναι ένα παρηγορητικό παραμύθι, για να αντέχουμε την αδικία, την αρρώστια, τον θάνατο που είναι παντού γύρω μας. (Είναι αστείο να κοκορομαχούν πιστοί σε θεό, πιστοί σε θεούς, ή άθεοι για το κείμενο αυτό.)
Μπορεί όμως και να μην είναι μόνο ένα παρηγορητικό παραμύθι. (Προσοχή: είμαι ορθολογιστής!)
Φυσικά πιστοί και άθεοι θέλουμε το δεύτερο, θέλουμε ο Νέλλας να αληθεύει!
Ελευθέριε ευχαριστώ για την απάντησή σου
Θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ, γνωρίζοντας ότι υπολοίπομαι στην εκφορά του λόγου.
Αναφέρεις:
¨Οι άνθρωποι παρασκοτίζονται με το Θεό¨.
Είναι μία πολύ κρίσιμη επισύμανση!
Γιατί άραγε να παρασκοτίζονται;
Και μάλιστα αυτή η τάση δε λέει να κωπάσει, παρά τις νοητικές κατακτήσεις στην επιστημονική σκέψη!
Στην επιχειρηματολογία σου για την ύπαρξη ή μη του Θεού, επικαλείσαι τη λογική … και έχεις δίκαιο!
Το ίδιο και ο Dennett στο : ¨Απομυθοποίηση. Καταρρίπτοντας το μύθο της θρησκείας¨
Το ίδιο και ο Boyer στο ¨ Και ο Άνθρωπος Έπλασε τους Θεούς¨.
Όμως η αντίδραση των μουσουλμάνων στην ταινία έχει λογική; Και όμως είναι πραγματικότητα!
Υποστηρίζω ότι είναι κάτι πολύ βαθύτερο!
Θα φέρω ένα ¨φυσικό¨ παράδειγμα.
Ο ήλιος φλέγεται. Αυτό βλέπουμε.
Μέχρι τον 19ο αιώνα θα πιστεύαμε ότι το φως είναι αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων.
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, για να εκπέμπει τέτοια θερμική ενέργεια, η πρώτη ύλη σε 5.000 θα … τελείωνε!
Συμβαίνει κάτι πιό ¨σοβαρό¨ για να μπορεί να ¨καίει ¨ δις χρόνια.
Συντελούνται πυρινικές αντιδράσεις, όχι χημικές, έτσι η ενέργεια που έχει την ικανότητα να παραχθεί είναι εκατ. φορές περισσότερη!
Παραθέτεις κάποιους λόγους, που νομίζεις πως οι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό.
Και συνεχίζεις να απορείς γιατί, κατά τη εκτίμησή μου,αντιλαμβάνεσαι ότι λόγοι αναλόγου βαρύτητας δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το βάθος των θρησκευτικών φαινομένων – των αρνητικών σίγουρα, κατ´ εμένα και των θετικών.
Το ίδιο συναίσθημα έχω και μετά το διάβασμα βιβλίων, σαν αυτά που προανέφερα!
Πάντα παραμένει ένα ανεξερεύνητο κομμάτι, στους λόγους της ύπαρξης της θρησκευτικότητας!
Εάν – αυθαίρετα – παραθέταμε κι έναν άλλο λόγο:
– Η αντίληψη της θεολογίας από τον άνθρωπο, με συνέπεια την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας, του προσδίδει εξελικτικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα την ¨επικράτηση¨ μέσω της φυσικής επιλογής.
Η φυσική επιλογή δεν προωθεί το λογικό, αλλά το ¨ισχυρότερο¨, με βάση την ικανότητα επιβίωσης, χαρακτηριστικό!
Εάν το δεχθούμε αυθαίρετα, ερμηνεύονται ¨εύκολα¨, πολλά φαινόμενα
¨θρησκευτικής¨ υπερβολής;
Ελευθέριε στο όμορφα διατυπωμένο κείμενό σου αναφέρεις : ¨Το περισσότερο, που μου έχει ¨αποκαλυφθεί¨ ως εμπειρία στη διάρκεια του βίου μου είναι ένα αίσθημα απορρόφησης μέσα στη Φύση ….. Γιατί κι εγώ ένα μέρος της φύσης είμαι κι αν έχω το μυαλό και σκέφτομαι, αυτό θα έπρεπε να το χρησιμοποιώ για να δρώ κατά τρόπο εναρμονιστικό κι όχι διαχωριστικό ή ΕΠΙΘΕΤΙΚΟ απέναντί της¨
Πολύ ωραίεςσκέψεις!
Φαντάζεσαι την εποχή, που ζούσε ο homo sapiens με τα ¨ξαδέλφια¨ του homo, όντα ικανά να αναπτύξουν ευφυία, κ´αποιοι να ανέπτυξαν τέτοιους προβληματισμούς, όταν οι ¨άνθρωποι ¨ ¨έπλαθαν¨ τους πρώτους θεούς τους;
Θα μπορούσαν να επιβιώσουν;
Μήπως το: ¨Άνω σχώμεν τας καρδίας πρόσχωμεν προς τον Κύριον¨
είναι τόσο δυνατή νοητική σύλληψη, που προσδίδει εξελικτικό πλεονέκτημα στον άνθρωπο, που το υιοθετεί ως τρόπο ζωής;
Ακραία δοξασία, αλλά μέχρι σήμερα αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο της θρησκευτικότητος, στο βαθμό που παρουσιάζεται και επιμένει, ειδικά στις ακραίες του εκφάνσεις (θετικές και αρνητικές), στην καθολικότητά του, αλλά και στην ποικιλομορφία του!
Με εκτίμηση
Αγαπητέ Ελευθέριε,
Παρά την προφανή προσπάθειά σου να εκλογικεύσεις και να απομαγεύσεις τα πάντα, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το πλήθος των λογικών αλμάτων στα οποία βασίζεις τις σκέψεις σου. Παραθέτω δύο τυχαία:
1) Λες:
“Εγώ βλέπω γύρω μου ομοίους, άλλα πλάσματα, τη Φύση, τα άστρα, τους γαλαξίες, το σύμπαν, ακόμη δεν έχω δεί άλλα σύμπαντα και άλλες διαστάσεις πέρα από τις γνωστές τέσσερις και όλος αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι αρκετά πολύπλοκος και μυστήριος, γιατί και καλά να προσθέσω κι άλλη ασύλληπτη πολυπλοκότητα με αυτόν τον θεό “ός τα πανθ’ ορά;”
— Γιατί όχι? Υπάρχει μήπως κάποιος φυσικός νόμος που το απαγορεύει αυτό? Γιατί επομένως η άποψή σου (όχι Θεός) να είναι πιο λογική από την άποψη (ναι Θεός?) Υπάρχει φυσικός νόμος για την πολυπλοκότητα?
2) Λες:
“Το περισσότερο που μου έχει «αποκαλυφθεί» ως εμπειρία στη διάρκεια του βίου μου είναι ένα αίσθημα απορρόφησης μέσα στη Φύση, πρώτα μια αποδιοργάνωση κι έπειτα μία συγχώνευση μέσα της, όπου είχα πάψει να συλογιέμαι και να σκέφτομαι. Αυτό εκ των υστέρων το θεώρησα φυσιολογικό, γιατί κι εγώ ένα μέρος της φύσης είμαι κι αν έχω το μυαλό και σκέφτομαι, αυτό θα έπρεπε να το χρησιμοποιώ για να δρώ κατά τρόπο εναρμονιστικό κι όχι διαχωριστικό ή επιθετικό απέναντί της.”
— και πάλι γιατί? Με ποιά λογική θα “πρέπει” (δικά σου λόγια) να δρας με τρόπο εναρμονιστικό προς την φύση. Μήπως η φύση έφτιαξε μόνη της ψωμί ή ανακάλυψε τις συσκευές κινητής τηλεφωνίας? Τι είναι λοιπόν φυσιολογικό και τι “πρέπει” να κάνουμε, και γιατί η άποψή σου να είναι πιο λογική από του απλού θρησκευόμενου που ισχυρίζεται ότι “πρέπει” να πιστεύουμε στον Θεό?
Ελπίζω να κατέδειξα, με τα απλά αυτά παραδείγματα, τη πλήρη απουσία λογικής σε μια επιχειρούμενη συζήτηση για την ύπαρξη ή όχι του Θεού.
Αν λοιπόν συμφωνήσουμε σε αυτό, τότε κάθε συζήτηση περί Θεού περιλαμβάνει “αναγκαστικά¨παράλογα (υπέρλογα θα έλεγα εγώ) επιχειρήματα. Άρα, έχεις δύο δυνατότητες.
α) Την γνωστή μηδενιστική. Αυτή συμπυκνώνεται στην Ελληνική λαϊκή σοφία με το ¨ότι φάμε, ότι πιούμε και ότι αρπάξει ο πισινός μας”. Εδώ τελειώνει η συζήτηση, χαιρετάς τον συνομιλητή και έχει ήδη αυτοοριστεί. Προσωπικά, με πιάνει φόβος και τρόμος μεγάλος όταν συναντώ τέτοιους ανθρώπους που υποβιβάζουν (εξισώνουν θα έλεγες εσύ φαντάζομαι) τον εαυτό τους με τις γνωστές και συμπαθείς άλλες μορφές έμβιας ζωής. Υπάρχουν βέβαια και οι φιλόζωοι.
β) Την γνωστή θεϊστική. Εδώ αρχίζουμε και μιλάμε. Εσύ Χριστό, εγώ Αλλάχ, ό άλλος Δία κτλ. Εδώ τουλάχιστον έχω μπροστά μου κάποιον που νομίζει ότι δεν είναι συμπαθές τετράποδο και όταν έρθει η ώρα να “αρπάξει κάτι ο πισινός του” μπορεί και να κρατηθεί.
Διάβαζα πριν λίγες μέρες συνέντευξη του φίλου σας του Dawkins στο CNN. Είναι έξυπνο όν, αλλά μέτριος επιστήμονας. Έλεγε ότι κάποιο σοβαροί φίλοι του δέχονται την ύπαρξη του Δημιουργού (του μεγάλου φυσικού, όπως λέει συγκεκριμένα), και ότι αυτό είναι κάτι το οποίο πραγματικά δεν μπορεί να απορριφθεί. Αυτός δεν το δέχεται, προφανώς, αλλά δεν έχει τρόπο να το αποδείξει. Και εδώ έχουμε την κλασική περίπτωση αυτο-ακύρωσης. Αν υπάρχει η Δημιουργός, θα υπάρχει και τρόπος επικοινωνίας με αυτόν. Διότι η ύπαρξη και η επικοινωνία είναι ταυτόσημες έννοιες (δεν μπορείς να αποφανθείς ότι υπάρχει κάτι αν δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας μαζί του). Άρα, ο Dawkins στην ουσία μας λέει ότι δεν αποδέχεται την δυνατότητα επικοινωνίας με τον Δημιουργό!
Αυτο-ακύρωση της ανθρώπινης φύσης! Περιορισμός των ορίων του ανθρώπου στο ζωικό βασίλειο! Με άλλα λόγια, μηδενισμός.
Αν έχεις καταλάβει, προσπαθώ να σου πω (όπως και ο Theo νομίζω) ότι τσάμπα μιλάς (μιλάμε) για θεωρήματα Ύπαρξης Θεού, Δημιουργού κτλ. Η σωστή συζήτηση είναι να μιλάμε για Επι-Κοινωνία. Είτε κόβεις την γραμμή, είτε ψάχνεις το σήμα από κάπου..
Πάντως, αυτό το κομμάτι που λες ότι “επικοινωνείς με την Φύση” χωρίς προφανώς να υπάρχει κάποια λογική εξήγηση γιατί, δείχνει ότι ακόμη και να προσπαθήσει ο άνθρωπος να κόψει κάθε επικοινωνία με τον Δημιουργό, δεν μπορεί να ξεφύγει από τον προγραμματισμένο προορισμό του – που δεν είναι άλλος από την αγκαλιά του Θεού για όλους μας.
[i]«Εστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
Όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω
Μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.»[/i] [i]Πίνδαρος[/i]
Αγαπητέ Σπύρο,
επανέρχομαι στο θέμα μας∙ είναι βλέπεις και ο αγώνας για την επιβίωση που μου τρώει αρκετή ενέργεια και χρόνο από την ενατένιση του υψηλού.
Eστιάζομαι στις φράσεις σου:
_________________________________________________________
[i]- Στην επιχειρηματολογία σου για την ύπαρξη ή μη του Θεού, επικαλείσαι τη λογική … και έχεις δίκαιο!
– Συντελούνται πυρινικές αντιδράσεις, όχι χημικές, έτσι η ενέργεια που έχει την ικανότητα να παραχθεί είναι εκατ. φορές περισσότερη!
– Εάν – αυθαίρετα – παραθέταμε κι έναν άλλο λόγο:
Η αντίληψη της θεολογίας από τον άνθρωπο, με συνέπεια την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας, του προσδίδει εξελικτικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα την επικράτηση μέσω της φυσικής επιλογής.
– Η φυσική επιλογή δεν προωθεί το λογικό, αλλά το ισχυρότερο, με βάση την ικανότητα επιβίωσης χαρακτηριστικό
– Μήπως το: ¨Άνω σχώμεν τας καρδίας πρόσχωμεν προς τον Κύριον
είναι τόσο δυνατή νοητική σύλληψη, που προσδίδει εξελικτικό πλεονέκτημα στον άνθρωπο, που το υιοθετεί ως τρόπο ζωής[/i]
_________________________________________________________
Προσπαθώ να προσεγγίσω την ιδέα που πασχίζει να αναδυθεί εδώ, στην οποία φαίνεται να δίνεις ιδιαίτερη βαρύτητα, σε βαθμό που ενώπιόν της ο πόνος και η θλίψη, η δύναμη υποβολής και ισχύος, το κενό της ύπαρξης και αυτός ο φόβος του θανάτου, να υποεκτιμώνται στην κατηγορία των απλών χημικών αντιδράσεων εν σχέσει προς αυτήν, που ανάγεται στο υψηλότερο ενεργειακό επίπεδο παρόμοιο μεταφορικώς με αυτό των πυρηνικών αντιδράσεων!
Όπα, να συνέλθω λίγο από τη δίνη της ενέργειας για να καταλάβω, γιατί το πράγμα είναι κάπως διφορούμενο:
η μία εκδοχή είναι ότι η σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου με τον θεό, η θρησκευτική του στάση δηλαδή, είναι σύμφυτη με την κατασκευή του εγκεφάλου του, πράγμα που τον κάνει να ξεχωρίζει, να υπερέχει εξαρχής από τα άλλα όντα.
Η άλλη, ότι ο πρόγονός μας έχοντας αποκτήσει μέσα από την εξέλιξη την ικανότητα να στοχάζεται, αυτή δεν του είναι αρκετή για να επιβιώσει, και κει που κάθεται τις ώρες τις σχόλης, έξω στο ύπαιθρο, κάτω από τον έναστρο ουρανό κι ατενίζει εκστατικός την απεραντοσύνη του σύμπαντος, «συλλαμβάνει» την ιδέα του θεού, η οποία τον βοηθά, «πυροδοτεί» θα λέγαμε τις διεργασίες εξέλιξης της νοητικής του ικανότητας, αποκτώντας έτσι πλεονέκτημα, που του επιτρέπει πλέον όχι μόνο να επιβιώσει δια της προσαρμογής μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, αλλά να αναπτύξει περαιτέρω ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες, την γλώσσα, τη συνείδηση, την οργάνωσή του σε κοινωνία, τον πολιτισμό και μέσω όλων αυτών να αυξάνεται και πληθύνεται.
H πρώτη εικασία ανάγεται απ’ευθείας στη θρησκεία, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται η ιουδαιοχριστιανική παράδοση – η ιστορία με τον Αδάμ και την Εύα στον παράδεισο – ήτοι η δημιουργία ακεραίου του ανθρώπου και των άλλων όντων και της κτίσης ολάκερης από ένα θεό δημιουργό. Ξαναγυρίζουμε στην αρχή. ‘Οποιος θέλει το πιστεύει, με γειά του με χαρά του, χατήρια δεν χαλάμε. Να μην παραλείψουμε μόνο κείνο το έρμο το φιδάκι που αποπλανά την Εύα και καταδικάζεται να σέρνεται στον αιώνα τον άπαντα! Δηλαδή πριν την καταδίκη περπάταγε όρθιο;
Για τη δεύτερη υπόθεση, που αυτή νομίζω υποβάλλει το σχόλιό σου, σπεύδω να ομολογήσω ότι ανεξαρτήτως αν την ασπάζεται κανείς ή όχι, είναι μία εξαίρετη και συγκινητική ιδέα. Μιλώ ειλικρινά. Γιατί μαρτυρά έναν άνθρωπο, μία μη εφησυχασμένη συνείδηση, που προσπαθεί να κατανοήσει, καλύτερα να συμφιλιώσει, το θρησκευτικό συναίσθημα που βιώνει με ένταση, με τη δύναμη του νου, του μόνου εργαλείου που διαθέτει για να στοχάζεται, που απορρέει από την εξελικτική διαδικασία (την οποία φαίνεται να αποδέχεται;) αλλά και από την ικανότητά του να ενοράται παρόμοιες ιδέες.
Αν ερμηνεύω σωστά τη σκέψη σου, θα συμφωνήσεις υποθέτω ότι η δεύτερη εκδοχή αναιρεί την πρώτη. Εκτός και αν δεχθούμε – υπάρχει αυτή η άποψη που υιοθετείται πλέον από τη Δυτική εκκλησία, μήπως και από τη δική μας; – καθώς δεν μπορούν να διαψεύσουν τα συμπεράσματα της παλαιοντολογίας – ότι η εξέλιξη είναι γεγονός, αλλά πλάστης εν αρχή του κτιστού κόσμου είναι ο θεός και έτσι τον έφτιαξε τον κόσμο «εν εξελίξει». Αλλά σ’αυτή την περίπτωση τι γίνεται με τον Αδάμ και την Εύα και το φιδάκι, και τα 4.000 χρόνια από τη Γένεση; Είναι αλήθεια ή αλληγορικό παραμύθι; Γιατί δεν βγαίνουν ανοικτά να μας το πούν; Εδώ κι ο εκλιπών αρθρογράφος του παρόντος άρθρου, ένας άνθρωπος με εμβρίθεια κριτικού πνεύματος όταν διάβαζε τους υπαρξιστές φιλοσόφους, φαίνεται να πίστευε κατά γράμμα τις γραφές όπως του είχαν παραδοθεί, γιατί τις θεωρούσε θεόπνευστα κείμενα.
Εν πάσει περιπτώσει, καθένας πιστεύει αυτό που θέλει να πιστεύει ή αυτό που τον βολεύει. Για μένα πίστη σε κάτι σημαίνει πίστη στην ύπαρξή του, δηλαδή αφορά κάτι το πραγματικό.
H ελευθερία σε τελική ανάλυση συναρτάται με το πραγματικό. Το βίωμα της ελευθερίας σε ένα κόσμο εξωπραγματικό είναι ανέφικτο, όπως το άλμα την ώρα της πτώσης. Όχι ότι δεν πιστεύω σε κάποια ανώτερη δύναμη, η Φύση για παράδειγμα είναι πιο δυνατή από τον άνθρωπο κι αν ο άνθρωπος νομίζει ότι έχει κυριαρχήσει πάνω της, πλανάται οικτρά. Η Φύση θα αποτινάξει τα βάρη που της φορτώνει ο άνθρωπος και αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο όπως ο ελέφαντας τους ψύλλους. Και τότε τι θα γίνει με την «κορωνίδα της δημιουργίας» και την θρησκευτικότητα και τους θεούς της;
Βρε σύ Σπύρο, έχω σπίτι ένα επίτομο λεξικό του Δημητράκου, έψαξα να βρώ το λήμα «σχώμεν» ή «πρόσχωμεν» αλλά δεν το έχει, το έβαλα και στο google αλλά δεν το συνάντησα πέρα από εκκλησιαστικά κείμενα που δίνουν μια γενικότερη ερμηνεία του εδαφίου που περιέχεται, αλλά όχι για αυτό καθ΄αυτό το ρήμα. Μήπως μπορείς εσύ ή κάποιος άλλος να μου εξηγήσει τι σημαίνει και την ετυμολογία της λέξης, τη ρίζα της; Μήπως έχει καμμία σχέση με το αρχαίο:
χοή – χοές – χαίειν, χύσις, χύσιμο, ροή, σπονδή εξ’ υγρού μείγματος, μέλιτος, οίνου κ. ύδατος επί τάφου νεκρού, β) η προς τιμήν του νεκρού ιεροτελεστία.
Υγίαινε
Το “σχῶμεν” είναι υποτακτική β΄αορίστου του ρήματος “ἔχω”.
Το «πρόσχωμεν», υποτακτική β΄αορίστου του ρήματος “προσέχω”.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ανακατεύεται στα των θετικών επιστημών. Άρα, ούτε δέχεται ούτε απορρίπτει τη θεωρία της εξελίξεως ή οποιαδήποτε άλλη θεωρία. Το μόνο που πιστεύει είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και τον κόσμο. Πολύ ωραία το έχει εκθέσει ο κορυφαίος Έλληνας δογματικός θεολόγος του περασμενου αιώνα, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης (βλ. ένα απόσπασμα βιβλίου του, εδώ στο “Αντίφωνο”, με τίτλο “Η διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία και οι θετικές επιστήμες”)
%%
Η Φύση θα αποτινάξει τα βάρη που της φορτώνει ο άνθρωπος και αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο όπως ο ελέφαντας τους ψύλλους.
%%
Ο ορισμός του παγανισμού..
[i]¨Άνω σχώμεν τας καρδίας πρόσχωμεν προς τον Κύριον”[/i]
Τώρα το πρόσεξα.
Το σωστό είναι: “Ἔχομεν προς τον Κύριον”
“[b]Το περί θεού ερώτημα ή “Η Ερώτηση της Μαργαρίτας”[/b]
Πιστεύεις στο Θεό;
Glaubst du an Gott?
Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας³.
Το βάρος και την αξία της, που την έκαμαν οδηγητική για τη μέθοδο έρευνας του προβλήματος του θεού από τη σκοπιά της επιστήμης, η ερώτηση τα οφείλει στην απόκριση κυρίως που έδωκε ο Φάουστ.
Με άλλα λόγια είναι, όχι η Ερώτηση της Μαργαρίτας, αλλά η απόκριση του Φάουστ που γεννά το βαθύπλουτο του προβλήματος.
Παρόμοια, όπως είναι, όχι ο έρωτας του Δία για τη Λήδα στον Ευρώτα που γέννησε την αθάνατη Ιλιάδα, αλλά η Ελένη. Η απάντηση, δηλαδή, που έδωκε η Λήδα στον έρωτα του Δία.
Ποιός τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;
Ποιός τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;⁴
Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Η θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί αν δοθεί στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλοαναιρεί το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει: tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα σε Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα χάσει.
Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια οτι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατόν να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.
Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.
Τι απομένει να αποκριθώ; Αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο, που γεννά την ανεξάντλητη γονιμότητα του προβλήματος.
Το πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε είναι το εξής. Ο,τι σου μένει και ο,τι σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο όχι και στο ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς μ’ έναν τέτοιο τρόπο απόπειρας, και δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και χρόνο.
Να πλάσεις, δηλαδη, από το ανάμεσα στο ναι και στο όχι, ζωή, αλήθεια και ύπαρξη.
Είναι χρεία το σημείο το ελάχιστο της αδυνατότητας και της ουτοπίας ανάμεσα στο ναι και στο όχι να το κοιτάξουμε έτσι, ώστε να απορροφήσει σε όλη τη ζωή τη ζωή μας. Τη βιοτική μας μέριμνα, δηλαδή, την πνευματική ορμή, την υπαρκτική ετοιμότητα, την ηθική πράξη.
Σ’ ένα επίπεδο σημάνσεων μυθικών, το πνεύμα και το νεύμα το Γκαίτε θα το μεταγλώττιζα ως εξής:
Είσαι μέσα στις Συμπληγάδες πέτρες της αναζήτησής σου, που ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα. Κάμε να μη σε συντρίψουν. Μαζί με τους Αργοναύτες.
Ανεβάζεις το βράχο της απορίας σου από τη βάση του όρους στην κορυφή και γκρεμίζεται ακατάπαυστα. Κάμε να μην παραιτηθείς. Μαζί με το Σίσυφο.
Δεμένος πιστάγκωνα σκυβεις στη λίμνη να πιείς και κάτωθέ σου το νερό υποχωρεί ακατάπαυστα. Κάμε να μην πεθάνεις από τη δίψα σου. Μαζί με τον Τάνταλο.
Και σ’ ένα πλαίσιο καταλογισμού ευθυνών αναφορικά με την ατομική μας προαίρεση, στην ερώτηση της Μαργαρίτας η απόκριση του Φάουστ θα είχε να μας πει:
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.
Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.
….”
[b][i]Απόσπασμα απο το βιβλίο “Γκέμμα” του Δημήτρη Λιαντίνη.[/i][/b]
Κάτι τέτοιες αμπελοφιλοσοφίες σαν του Λιαντίνη ο Καζαντζάκης τις έγραφε τουλάχιστον καλύτερα…
Το θέμα δεν είναι αν πιστεύει κανείς στον Θεό αλλά αν Τον γνώρισε.
Αιώνες πριν από τον Γκαίτε, τον Καζαντζάκη και τον Λιαντίνη, κάποιοι πνευματικοί μας πρόγονοι που γνώρισαν τον Θεό έγραψαν:
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: ” [i]Ὃ ἦν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς—καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν—[/i]”.
Κι ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής:
“[i]Πϊστις ἐστὶν ἄλογος γνῶσις. Έπεὶ ἄλογος, οὐκ ἐκ μαθημάτων. Ἐπεὶ δὲ γνῶσις, ἆρα σχέσις[/i]”.
_________________________________________________________
[i]”Και λίγα του έσειρε το Ιερός Χρυσόστομος! Να αγιάσει το στόμα του!”[/i]
_________________________________________________________
Mά δεν είναι άγιο το “χρυσό” του στόμα;
Ελευθέριε, με βοηθάς πολύ!
Διαθέτεις το “τάλαντο” του γραπτού λόγου, τμήματα του οποίου (του λόγου) θα προσεταιριστώ, στην προσπάθειά μου να αναδείξω τις σκέψεις μου.
Ισχυρίζομαι ότι η αντίληψη της θεολογίας και η αποδοχή θεολογικής γνώσης προσδίδει εξελικτικό πλεονέκτημα.
Θα υποστηρίξω μάλιστα ότι η θεολογική γνώση μπορεί να ερμηνευτεί, αποδεχόμενοι την εξελικτική θεωρία, κατά τρόπο συνεπή (μη υποκείμενο σε αντιφάσεις).
Πράγματι πιστεύω ότι “ο πόνος και η θλίψη, η δύναμη υποβολής και ισχύος, το κενό της ύπαρξης και αυτός ο φόβος του θανάτου”, φαντάζουν “απλές χημικές αντιδράσεις”, μπροστά στη δύναμη του “Άνω σχώμεν τας καρδίας, έχομεν προς τον Κύριον” και το “Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών”, τα οποία προσδίδουν πραγματικό “πυρηνικό εξελικτικό πλεονέκτημα” !
Μάλιστα η ανάπτυξη του αυτοσυνεπούς επιστημονικού οικοδομήματος εντός χρόνου λιγότερο των 4.000 ετών το επιβεβαιώνει (το”πυρηνικό εξελικτικό πλεονέκτημα”).
Τις δύο εκδοχές, που πολύ εύστοχα αναφέρεις, τις αντιλαμβάνομαι ως μια ενιαία ως εξής:
“Η σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου με το θεό, η θρησκευτική του στάση δηλαδή είναι έμφυτη(*) με την κατασκευή του εγκεφάλου του, πράγμα που τον” βοήθησε “να ξεχωρίσει και να” κυριαρχήσει ” στα άλλα όντα”.
“Ο πρόγονός μας έχοντας αποκτήσει μέσα από την εξέλιξη την ικανότητα να στοχάζεται” “και κει που κάθεται τις ώρες τις σχόλης, έξω στο ύπαιθρο, κάτω από τον έναστρο ουρανό, «συλλαμβάνει» την ιδέα του θεού(*), η οποία τον βοηθά, «πυροδοτεί» θα λέγαμε τις διεργασίες εξέλιξης της νοητικής του ικανότητας, αποκτώντας έτσι πλεονέκτημα, που του επιτρέπει πλέον όχι μόνο να επιβιώσει δια της προσαρμογής μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, αλλά να αναπτύξει περαιτέρω ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες, την γλώσσα(**), τη συνείδηση, την οργάνωσή του σε κοινωνία, τον πολιτισμό και μέσω όλων αυτών να αυξάνεται και πληθύνεται”.
(*)Ελευθέριε, το πως το αντιλαμβάνομαι ακριβώς θα το βρεις στο 1ο μου σχόλιο στο άρθρο του Αντίφωνου “Είναι η θρησκευτικότητα έμφυτη στον άνθρωπο;”
“Έχω την πεποίθηση… “
(**)Για τις “ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες τις” αποδέχομαι πλήρως όπως τις προσδιορίζει ο Pinker στο “Γλωσσικό Ένστικτο”, καθώς και ο Edelman στο “Σύμπαν την Συνείδησης”
Εκτιμώ όμως ότι οι παραπάνω (λειτουργίες) ήταν χαρακτηριστικά κοινά των ειδών homo. Υπήρχαν δηλαδή και στα “ξαδέλφια”, “Απαρχή του ανθρώπινου είδους¨Leakey.
Δεχόμαστε λοιπόν μία εκδοχή.
Ερχόμαστε τώρα στη συνεπή ερμηνεία, για τους Εξελικτικούς, του Βιβλίου της Γενέσεως.
Ένα βιβλίο, που φέρεται να γράφτηκε από τον Μωυσή το 1.500 πχ, πως αλλιώς θα μπορούσε να γραφεί. Με αναφορά στο big bang, στο Καθιερωμένο Μοντέλο και στο μποζόνιο Higgs;
Στο προπατορικό αμάρτημα τώρα, θα αναφέρω μια υπόθεση εργασίας, όχι πως ισχυρίζομαι πως είναι σωστή, αλλά πως είναι συνεπής, μπορεί δηλαδή να γίνει αποδεκτή από έναν οπαδό της εξελικτικής θεωρίας.
Όπως είναι ευρέως αποδεκτό ο homo sapiens, ο “άνθρωπος”, συνέζησε επί χιλιάδες χρόνια με άλλα είδη Homo. Με βάση μάλιστα αναλύσεις του DNA έχουμε κοινό κατά 99,κάτι%.
Διέθεταν μεγάλο εγκέφαλο, ικανό να αναπτύξει “ανώτερες νοητικές λειτουργίες”, όπως πχ γλώσσα, βρέθηκαν τοιχογραφίες τους στην Ευρώπη, ενώ επιβίωναν επί χιλιάδες χρόνια σε συνθήκες παγετού.
Και ξαφνικά όταν άρχισε ο “άνθρωπος” να μεταναστεύει στα μέρη τους … εξαφανίστηκαν!
Το να εικάσουμε ότι ο “θρησκευόμενος” homo sapiens αποκτώντας εξελικτικό πλεονέκτημα τους εξολόθρεψε, δεν πέφτουμε σε αντιφάσεις.
Εξ΄ άλλου η βία είναι ενδημικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό και ο ερχομός του Θεανθρώπου στη Γη, κατά τους Χριστιανούς, είχε σκοπό να αποτινάξει το προπατορικό αμάρτημα από τον άνθρωπο, διδάσκοντας την αγάπη.”Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.
Κλείνοντας Ελευθέριε, θέλω να επανέλθω στο εξαιρετικό κείμενο του Νέλλα και να εκφράσω την πεποίθησή μου ότι, αποκηρύσσοντας τη βία και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, πράγματι
το στοιχείο, που του προσφέρει καθαρό εξελικτικό πλεονέκτημα είναι η “θέληση για θέωση” !
Με εκτίμηση
_________________________________________________________
“Ελευθέριε, το πως το αντιλαμβάνομαι ακριβώς θα το βρεις στο 1ο μου σχόλιο στο άρθρο του Αντίφωνου “Είναι η θρησκευτικότητα έμφυτη στον άνθρωπο;”
_________________________________________________________
Σπύρο, τόσο το εν λόγω άρθρο όσο και το σχόλιό σου, δεν διέλαθε της προσοχής μου. Είχα μάλιστα σε παρεπόμενο σχόλιό μου, θέσει εκεί κάποιες παιδικές απορίες.
Θα προσθέω εδώ άλλη μία:
[b]Η κόττα έκανε το αυγό, ή το αυγό την κόττα;[/b]
Με φίλιους χαιρετισμούς
Ελευθέριος
Ελευθέριε,
το ερώτημά σου δεν διέλαθε, σε παρελθόντα χρόνο, της προσοχής μου! (Γηράσκω αεί διδασκόμενος!)
Εν προκειμένω, το ερώτημα περιγράφεται ως εξής:
Ο άνθρωπος έπλασε τους θεούς (όπως ισχυρίζονταν ο Ξενοφάνης, νομίζω), ή με την αντίληψη της θεολογίας ο homo sapiens απέκτησε εξελικτικό πλεονέκτημα κι επικράτησε επί της γης;
Θα ισχυρισθώ ότι το δεύτερο ισχύει ως εικασία, αποδεικνύοντας ότι δε μπορεί να ισχύει το πρώτο!
_Δεχόμαστε τη Φυσική Επιλογή, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη θεωρία της Εξέλιξης, του Δαρβίνου.
-Ας υποθέσουμε ότι Τ0 ο χρόνος, που δημιουργήθηκε ο Άνθρωπος (Είτε ως “προϊόν” της εξέλιξης, είτε ως “δημιούργημα”)
-Ας υποθέσουμε ότι Τ1 ο χρόνος, που οι Άνθρωποι άρχισαν να πλάθουν θεούς (οπωσδήποτε κάποιοι εξ αυτών, όχι όλοι μαζί)
_Μεσολαβεί χρονικό διάστημα ΔΤ ίσον με το χρόνο, που μεσολάβησε όπου οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονταν τη θεολογία και το ΔΤ είναι θετικός αριθμός.
_ Κατά το Τ1 όπου κάποιοι Άνθρωποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη θεολογία και να πλάθουν θεούς, σίγουρα κάποιοι άλλοι, μάλιστα μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου των Ανθρώπων της εποχής, θα συνέχιζαν να μην αντιλαμβάνονται την θεολογία, θα τους ονομάζαμε με τους σημερινούς όρους “Άθεους”.
_Οι “Άθεοι” λοιπόν της περιόδου ΔΤ, που παρέμειναν “Άθεοι” και μετά το Τ1, εφ΄όσων δεν υπολοίπονταν εξελικτικά, με βάση τη Φυσική επιλογή θα “επιβίωναν μέχρι τις ημέρες μας.
Που είναι αυτοί οι “Άθεοι” της περιόδου ΔΤ σήμερα;
Εγώ δεν τους βλέπω!
_Η περίοδος ΔΤ λοιπόν, με βάση την Φυσική Επιλογή είναι 0.
Έχουμε λοιπόν : Τ0 + ΔΤ = Τ1 => Τ0 + 0 = Τ1 => Τ0 = Τ1 =>
Επειδή εξ αρχής Τ0 = 0 => Τ1 = 0 ._
‘Οπερ έδει δείξαι!
Η αντίληψη της θεολογίας από τον Άνθρωπο, εφ’ όσον σήμερα δεν υπάρχουν οργανωμένες και ανεξάρτητες κοινότητες “Άθεων”, που να είναι “αποδεδειγμένα” απόγονοι των “Αθέων”, που παρέμειναν μετά τη χρονική στιγμή Τ1 δηλώνει ότι η “αντίληψη” της θεολογίας, έγινε κατά τη χρονική στιγμή 0, δηλαδή κατά την περίοδο, που “παρουσιάσθηκε”, ως προϊόν της Εξέλιξης κατά τους Εξελικτικούς, ή κατά τη στιγμή, που “δημιουργήθηκε κατά τους θρησκευόμενους.
Το αν η αντίληψη της θεολογίας ήταν η γενεσιουργός αιτία να αποκτήσει ο homo sapiens εξελικτικό πλεονέκτημα και να επικρατήσει, οπωσδήποτε παραμένει ως, αναπόδεικτη ίσως, εικασία.
Ισχυρίζομαι ότι οφείλουμε όμως να τη δεχθούμε ως εικασία.
Με εκτίμηση
Σπύρο,
Μη με παρεξηγήσεις, από τη μια ο κάματος μιας κουραστικής εβδομάδας, από την άλλη η αλλαγή του καιρού, μου φέρναν απόψε βασανιστικό πονοκέφαλο· μπαίνοντας ωστόσο στην ιστοσελίδα και διαβάζοντας το σχόλιό σου, έμεινα για λίγο αποσβολωμένος και το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει και ταυτόχρονα μ’ έπιασε ένα γέλιο μέχρι δακρύων και δεν μπορούσα να σταματήσω! Μετά λέω ας πάω να την πέσω για καμμιά ωρίτσα μπάς και συνέλθω. Τώρα είμαι κάπως καλύτερα και λίγο πιο ισορροπημένος για να γράψω δυό λέξεις, παρ’όλο που ούτε ο πονοκέφαλος, ούτε ο κλαυσίγελος έχουν κοπάσει εντελώς, αλλά νάσαι καλά βρε Σπυράκο, μ’έκανες και γέλασα και νομίζω αυτό λειτούργησε ευεργετικά και θεραπευτικά για τον πονοκέφαλο!
Τώρα ως προς τα «επιχειρήματα» και την μαθηματική «απόδειξη» της εικασίας σου, μη με βάλεις στα δύσκολα να επιχειρήσω να την επαληθεύσω, γιατί θα με ξαναπιάσει ο πονοκέφαλος. Ισως θα ήταν προτιμότερο να την απευθύνεις στον φίλο μας τον φυσικό που κατοπτεύει τον διάλογό μας για να πιαστεί από κάποια λεκτική μου ακροβασία και να με κατατροπώσει, ή ακόμη και στον κύριο Ζιάκα που είναι μαθηματικός και συχνά φιλοξενούνται απόψεις του σε αυτό το site, ο οποίος θα ήταν πρόθυμος ίσως να σε συνδράμει, όχι βέβαια για τις αριθμητικές πράξεις που είναι απλές, αλλά για την αποσαφήνιση των εννοιών και το βάσιμο των υποθέσεων, ή αξιωμάτων στα οποία βασίζεις την εικασία σου, όπως:
__________________________________
[i]Οι “Άθεοι” λοιπόν της περιόδου ΔΤ, που παρέμειναν “Άθεοι” και μετά το Τ1, εφ΄όσων δεν υπολοίπονταν εξελικτικά, με βάση τη Φυσική επιλογή θα “επιβίωναν μέχρι τις ημέρες μας.
Που είναι αυτοί οι “Άθεοι” της περιόδου ΔΤ σήμερα;
Εγώ δεν τους βλέπω![/i]
[i]Η αντίληψη της θεολογίας από τον Άνθρωπο, εφ’ όσον σήμερα δεν υπάρχουν οργανωμένες και ανεξάρτητες κοινότητες “Άθεων”, που να είναι “αποδεδειγμένα” απόγονοι των “Αθέων”, που παρέμειναν μετά τη χρονική στιγμή Τ1 δηλώνει ότι η “αντίληψη” της θεολογίας, έγινε κατά τη χρονική στιγμή 0, δηλαδή κατά την περίοδο, που “παρουσιάσθηκε”, ως προϊόν της Εξέλιξης κατά τους Εξελικτικούς, ή κατά τη στιγμή, που “δημιουργήθηκε κατά τους θρησκευόμενους.[/i]
_______________________________________
Αυτές οι αυθαίρετες μη αποδεκτές υποθέσεις σε οδηγούν στο εσφαλμένο κατά την άποψή μου συμπέρασμα ότι η αντίληψη της θεολογίας είναι σύμφυτη με την κατάσταση άνθρωπος. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η εικασία που μένει αναπόδεικτη μέχρι τις μέρες μας και όχι η ρηξικέλευθη, αλλά στερούμενη επιστημονικής βάσης ιδέα σου.
_________________________________________
[i]Το αν η αντίληψη της θεολογίας ήταν η γενεσιουργός αιτία να αποκτήσει ο homo sapiens εξελικτικό πλεονέκτημα και να επικρατήσει, οπωσδήποτε παραμένει ως, αναπόδεικτη ίσως, εικασία.[/i]
__________________________________________
Εδώ θα χρειαστούμε και ένα εξελικτικό βιολόγο, να μας πει κατά πόσο οι ιδέες όπως και τα επίκτητα χαρακτηριστικά κληρονομούνται!
Σχετικά με τη Δαρβινική θεωρία είχα αποθηκεύσει ένα πρόσφατο άρθρο ενός βιολόγου που μπορείς να ρίξεις μια ματιά αν σε ενδιαφέρει, (ένωσε τα κενά που δημιουργούνται κατά τη μεταφορά του για να έχεις πρόσβαση)
http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=7853&LID=1
Σπύρο βάστα άμυνα!
.. η ειρωνία είναι το καταφύγιο των απελπισμένων..
ΣτΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Την εκκλησία αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
… ακριβώς αυτό εννοούσα!… Απελπισμένοι του κόσμου (Kavafis included) ενωθείτε..
(ακολουθεί κούνημα της κεφαλής δεξιά και αριστερά, συνοδευόμενο από ελαφρό μειδίαμα οίκτου..)
(.. ώ πόσο βάσανο μεγάλο, το βάσανο είναι της ΖΩΗΣ: Κ. Βάρναλης)
Από προηγούμενο σχόλιο “Theo”
“Κοπτοραπτική και αμήχανες σιωπές νεοπαγανιστών”
[i]”Ο Καβάφης ήταν “βυζαντινός” κι είμαι βέβαιος ότι ταυτίζεται με τους χριστιανούς, όχι τους παγανιστές της Αντιόχειας. Και ειρωνεύεται, κι εδώ κι αλλού, τον υπερφίαλο και εκτός τόπου και χρόνου Ιουλιανό.”[/i]
Η Εκκλησία είναι το καταφύγιο [b]και [/b]των απελπισμένων, των “μη όντων”, όπως είναι και των ταπεινών, των καταφρονεμένων, των ποιητών, όσων αγαπούν και ξεφεύγουν από το εγώ τους, σαν τη σύγχρονή μας αγία Σοφία της Κλεισούρας (βλ. σχετικό άρθρο μου σ’ αυτή την ιστοσελίδα).
[b]Δεν [/b]είναι το καταφύγιο των αλαζόνων, των επηρμένων, όσων έχουν εμπιστοσύνη στη “δύναμη” και τη “σοφία” τους.
Ξαναπαραθέτω το σχετικό χωρίο του Αποστόλου Παύλου:
“[i]τὸ μωρὸν τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων. Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς• ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τοὺς σοφούς, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ[/i].”
Η απελπισία και η αλαζονεία (της οποίας συνέπεια είναι η ειρωνεία, όπως ανέφερα πριν) έχουν μια μόνο διαφορά: τον εγωϊσμό. Ο άνθρωπος χωρίς Θεό έχει δύο επιλογές. Είτε να απελπιστεί με την ίδια του την εικόνα, να αηδιάσει με τον εαυτό του, να μισήσει την χωρίς νόημα ζωή του, να επαναστατήσει στα ζωώδη πάθη του που μόνο αυτά οδηγούν την ζωή του … ή να συνεχίζει τη πεζή καθημερινότητά του χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, το χιούμορ την ψυχανάλυση τον μηδενισμό και την αποφυγή των συναισθημάτων για να επιβιώσει (το τυπικό παράδειγμα του Victorian agnosticism).
Εϊναι προφανές – ακόμη και από την απλή ανθρώπινη πλευρά του πράγματος – ότι η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων είναι παντελώς αδιάφορη, άοσμη, αόρατη, ανύπαρκτη. Πράγματι, η μεγάλη αποτυχία του Victorian agnosticism ήταν το boredom (αδιαφορία, μηδενισμός- θα το μεταφράζαμε) στο οποίο οδηγεί τους ακολουθούντες το “δόγμα”.
“Έναν ενδιαφέροντα άνθρωπο ψάχνω…” που έλεγε και ο παλίος καλός Διογένης…
(Ο άνθρωπος με Θεό έχει πολλές επιλογές, όχι απαραίτητα όλες σωτήριες..)
Νομίζω έγινα πλέον αντιληπτός, σε τι και ποιούς αναφέρομαι..
hasta la vittoria siempre, venceremos..
Εντάξει, έγινες αντιληπτός. Απλώς, θέλησα να το σαφηνίσω περισσότερο.
Και πάλιν ο πονηρός ο γέρων που όλον εμπροστά μας βγαίνει!
_________________________________________________________
[b]Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X. [/b]
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.
Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Κ.Π. Καβάφης
_________________________________________________________
http://www.youtube.com/watch?v=rYv9xHjVh9o
🙂
ο.ε.δ. Ως ανεφέρθη άνωθεν, την ανυπαρξία του Θεού την ακολουθεί 1) μακράν περίοδος που περιλαμβάνει, απελπισία, αηδία, φόβο, οργή, κτλ κτλ..
ή
2) αποδοχή του μηδενισμού κτλ..
Δεν πίστευα ότι το 2) περιλαμβάνει ανάμεσα στα άλλα και αδυναμία κατανόησης? Τι δεν καταλαβαίνει ο αγαπητός Ελευθέριος και τι προσπαθεί να αποδείξει με το άνωθεν ποίημα του Κ.Καβάφη? Άγνωστον. “από την πόλιν έρχομαι και στην κορφή καν()’ελα.”..
Μάλλον θέλει να μας πείσει πως ο Καβάφης συμπαθούσε τον παγανισμό περισσότερο από τον χριστιανισμό. Αλλά δε νομίζω…
Ελευθέριε, είμαι χαρούμενος, που έστω και άθελά μου σου δημιούργησα τέτοια ευθυμία, μετά τόν κάματο της εβδομάδας!
Ξέρεις, έχω την απορία, πως υφίσταται το φαινόμενο της εποχής μας, όπου ¨μάρτηρες¨ τολμούν να αμφησβιτήσουν την ¨κυριαρχία¨ του συνόλου της επιστημονικής γνώσης, όπως παρουσιάζεται στην πολεμική τεχνολογία!
Και τολμώ μία εικασία, που σου προκαλεί το γέλιο, αλλά τολμώ!
Κάποτε οhomo sapiens, όταν έβλεπε τους κεραυνούς, τόλμησε να σκεφτεί, πως κάποιο μεγάλο ¨ζώο¨ τους έριξε!
Τολμηρή σκέψη!
Ξέρεις στη ζωή πιστεύω πρέπει να προσπαθούμε να προχωρούμε και όχι να περνάμε το χρόνο μας.
Αυτό όμως δυστυχώς δε γίνεται χωρίς λάθη, ακόμη και προσπάθειες, που προκαλούν το γέλιο, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα.
Μέσα απ´ όλο αυτο το πανηγύρι όμως, κάτι μπορεί να προκύψει!
Ποτέ μη λες ποτέ!
Η κατάσταση μάλιστα γίνεται πιο σύνθετη όταν προσπαθείς να συνδιάσεις το ¨Θέληση για θέωση¨ με τη φράση του Feynman ¨Η Αλήθεια δεν βρίσκεται στη βεβαιότητα¨ !
Με εκτίμηση
Ελα μου ντέ;
[i][b]«ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.»[/b][/i]
Ηράκλειτος, ο κατά Πλάτωνα “Σκοτεινός”
Καβάφης· Aλεξάνδρεια του 1933 μ.X.
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Καβάφης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.
Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Καβάφη δεν θ’ αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Καβάφης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Καβάφης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Καβάφης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Καβάφη.
Ελευθέριος Ελευθεριάδης
Ελευθέριος Ελευθεριάδης ο νέος Απόλλων.
Αγαπητέ Σπύρο,
Με αυτή μου την απάντηση κλείνω, από την πλευρά μου, την εδώ μεταξύ μας συζήτηση, της οποίας αφορμή υπήρξε το κατά τα άλλα ενδιαφέρον – πέραν των εμμονών του – και δημοφιλές ως φάνηκε από τη σκόνη που σήκωσε άρθρο αυτό του Νέλλα. Θέλω πάραυτα να σε βεβαιώσω, και αυτό τουλάχιστον εσύ το αντιλαμβάνεσαι, – δεν θα έλεγα το ίδιο για ορισμένους επιστημονοφανείς ή θεοσοφούντες μέσα δώ – ότι από την αρχή της απεύθυνσής μου προς σέ, ουδ’ επί στιγμήν πέρασε από το μυαλό μου, να ειρωνευθώ ή να λοιδωρήσω την ιδέα σου, πολύ περισσότερο το πρόσωπό σου. Αντιθέτως, θα ήμουν ευτυχής εάν δινόταν η ευκαιρία έστω και τυχαία, να ανταλλάξουμε δια ζώσης τέτοιες συζητήσεις, κάνοντας τον περίπατό μας κάτω από τον έναστρο ουρανό ή στη σκιά κανενός πλατάνου υπό φως του ακόμη αξόδευτου κι ευεργετικού ήλιου που φωτίζει όλους μας. Διότι παρά τις διαφορές μας στο θρησκευτικό ζήτημα και του τρόπου προσέγγισης του υπερβατού – με την λογική, την πίστη, την αγάπη,- εσύ κατά Θεόν μέσω της χριστιανικής, εγώ κυρίως μέσω της θύραθεν παράδοσης, έχουμε και οι δύο πιστεύω ανήσυχη, μη εφησυχασμένη, ειλικρινή και ανοικτά διερευνητική της α-ληθείας (μη λήθη, αποκάλυψη) έφεσι.
Και ειλικρινά, χάρηκα που δεν παρεξήγησες το αυθόρμητο γέλιο μου, την ώρα που διάβαζα τις μαθηματικές σου απόπειρες απόδειξης περί της από καταβολής υπάρξεως της θρησκευτικότητας στον άνθρωπο.
Περαιτέρω, συμφωνώ εξ’ολοκλήρου με το παραπάνω σχόλιό σου και συμμερίζομαι ως συμπάσχων θνητός, τις φιλότιμες και άνισες (κατά Vingenstein) προσπάθειες δικαίωσης της ιδέας που σε διακατέχει.
Το καλύτερο όμως στο φιλάω για το τέλος. Προς τιμήν σου Σπύρο, και προς έκπληξη και α-πορία των άσπονδων φίλων που παρακολούθησαν τη συζήτηση, μη παραλείποντας ορισμένοι εξ’ αυτών να εξαπολύσουν τα φαρμακερά τους βέλη με απαξιωτικά σχόλια, ας μου επιτρέψει το ανεκτικό στην περίπτωσή μου Αντίφωνο, καταχρώμενος λίγο ακόμη χώρο, να παραθέσω αυτούσια, μιας και μου τον θύμισες, την τελευταία παράγραφο από το βιβλίο του αείμνηστου λαμπρού φυσικού επιστήμονα Richard Feynman «Η χαρά της ανακάλυψης». (υπογραμμίσεις σε bold δικές μου)
_____________________________________
«[b] Η κληρονομιά του δυτικού πολιτισμού[/b]
[i]Εκτιμώ ότι ο δυτικός πολιτισμός στέκεται ανάμεσα σε δύο σπουδαίες κληρονομιές. Η πρώτη είναι το επιστημονικό πνεύμα της περιπέτειας· η αναζήτηση στο άγνωστο (πρέπει να το αποδεχτούμε ως άγνωστο για να μπορέσουμε στη συνέχεια να το εξερευνήσουμε), η θέση ότι [b]τα πάντα είναι αβέβαια – η ταπεινοφροσύνη του νου.[/b] Η δεύτερη σπουδαία κληρονομιά είναι η χριστιανική ηθική· [b]η αγάπη ως κίνητρο δράσης[/b], η αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων, η αυταξία του ατόμου – [b]ταπεινοφροσύνη του πνεύματος.[/b]
Αυτές οι δύο κληρονομιές έχουν λογικά απόλυτη συνέπεια. Όμως η λογική δεν είναι το πάν. Χρειάζεται κανείς και καρδιά για να ακολουθήσει μια ιδέα. Αν ο κόσμος επιστρέφει στη θρησκεία, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί συμβαίνει αυτό. Είναι άραγε η σύγχρονη Εκκλησία το απανέμι που θα προσφέρει παρηγοριά σε κάποιον που αμφιβάλλει για την ύπαρξη του Θεού – ή, ακόμη περισσότερο, σε έναν άθεο; Είναι η σύγχρονη Εκκλησία το μέρος όπου κάποιος θα ενθαρρύνεται να βρεί παρηγοριά και παράλληλα θα ενθαρρύνεται να αμφιβάλλει; Μέχρι σήμερα δεν κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να συντηρήσουμε αυτές τις δύο κληρονομιές σε αντιμαχία; Αραγε κάτι τέτοιο είναι όντως αναπόφευκτο; Πως θα μπορούσαμε να εμπνευστούμε έναν τρόπο για να στηρίξουμε αυτούς τους δύο στυλοβάτες του δυτικού πολιτισμού έτσι ώστε να σταθούν και οι δύο μαζί, στερροί, κραταιοί και θαρρετοί, με μάτι ατρόμητο ο ένας για τον άλλο; Αυτό δεν είναι το κεντρικότερο πρόβλημα του καιρού μας;»[/i]
____________________________________
Φίλτατε Σπύρο, φαίνεσαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος, που παρά την τραγική εξέλιξη ολάκαιρης της μέχρι τούδε ανθρώπινης ιστορίας, δείχνει να πιστεύει ότι το παραπάνω όραμα του Feynman είναι δυνατόν να επιτευχθεί κάποτε και είθε και οι δυό νάχετε δίκιο.
Μήπως όμως – θα ρωτούσε το μεφιστοφελικό μου πνεύμα – η ιστορία ή η θρησκεία γίνεται η μόνη διέξοδος που μας απομένει για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε την ανικανότητά μας να κρατηθούμε μέσα στο παρόν, την αδυναμία μας να αποκτήσουμε όπως θα έλεγε ο Rimbaud [i]«την αλήθεια μέσα στην ψυχή και το σώμα»[/i]; Ότι η ιστορία ή η θρησκεία είναι το υπέρτατο μέσο για να δώσουμε ένα νόημα σ’αυτή την απουσία αλήθειας και να δικαιώσουμε αυτή την εσχατολογική απαίτηση ή προσδοκία μιας αλήθειας που η βασιλεία της θα συμπέσει με τη «συντέλεια των αιώνων»;
Μήπως αυτή η επιτακτική ανάγκη που νιώθουμε να μακρύνουμε στο άπειρο την ιστορική μας μνήμη και την ίδια μας τη ύπαρξη με την ανάσταση των νεκρών προγόνων για να εξιχνιάσουμε το ίδιο μας το μέλλον, δεν είναι παρά ο ιδιαίτερός μας τρόπος να είμαστε απόντες από το παρόν, «να μην είμαστε στον κόσμο»;
Αν είναι έτσι, αυτή η εσωτερική εικόνα που ονομάζουμε ιστορία ή θρησκεία, είναι αυτή [i]«η απερισκεψία που μας κάνει να τριγυρνάμε σε καιρούς που δεν είναι δικοί μας»[/i] για την οποία μιλάει ο Pascal, ή αυτή η ματαιότητα για την οποία μιλάει ο Πίνδαρος, τον στίχο του οποίου στην αρχαϊκή, είχα βάλει ως κεφαλίδα σε προηγούμενο σχόλιό μου με τίτλο «χημικές και πυρηνικές αντιδράσεις» τη δε μετάφρασή του από τον Ιωάννη Γρυπάρη σου δίνω εδώ.
[i]«Και είναι η πιο κούφια φύτρα ανθρώπινη, όσοι περιφρονώντας τα κοντινά, ρίχνουν τη ματιά τους στα μακρινά, τον άνεμο μ’ ελπίδες μάταιες κυνηγώντας»[/i]
Με φιλικούς κι εγκάρδιους χαιρετισμούς
Λευτέρης
Θαυμάστε Xριστώνυμον ήθος!
“Επαναδιατυπώνει” τον Καβάφη και υπογράφει με το ονομετεπώνυμό μου!
ο κατ’ ευφημισμόν “Ευθύμιος” μα εμφανώς δύσθυμος κύριος Βασιλειάδης
Ο τελευταίος χρησμός των Δελφών προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη το 362
_________________________________________________________
[i]”Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν.
Απέσβετο και λάλον ύδωρ.”[/i]
_________________________________________________________
και λατινιστί
“La musica è finita”
Ciao ragazzii
Ο Ιουλιανός δεν φαίνεται να πήρε το μάθημα που του έδωσε η Πυθία.
Αναρωτιέμαι αν και κάποιοι συνομιλητές μας του μοιάζουν.
Λευτέρη, με εξέπληξες ευχάριστα!
Μόλις προχτές στο βιβλιοπωλείο του ¨Κάτοπτρο¨ στη Στοά του Βιβλίου κοιτούσα, για πολλοστή φορά το βιβλίο ¨Η χαρά της ανακάλυψης¨, ίσως το μοναδικό ακόμη βιβλίο του Feynman, που δεν βρίσκεται στην κατοχή μου!
Είμαι αισιόδοξος, ναι!
Είμαι αισιόδοξος γιατί διαθέτουμε 5 φοβερούς αντιληπτικούς μηχανισμούς, ώστε να παρατηρούμε το ¨παρελθόν¨!
Οι περισσότεροι μάλιστα διαθέτουμε και τους 5!
Τουλάχιστον εμείς πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμωνες!
Διαθέτουμε τη δυνατότητα να πράττουμε στο παρόν, ενώ διαθέτουμε ένα συγκλονιστικό νοητικό μηχανισμό (αυτή την ¨αρμαθιά¨ διαβιβαστών ιόντων) ώστε να μπορούμε να στοχαζόμαστε για το μέλλον!
Έχουμε μάλιστα καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα ¨στέρεο¨ επιστημονικό οικοδόμημα, που μας βοηθά να επεκτείνουμε την αντίληψή μας πολύ πέραν των αισθήσεών μας, ενώ ταυτόχρονα μας βοηθά να προσεγγίζουμε καλλίτερα την πραγματικότητα!
Αντιλαμβανόμαστε τη θεολογική γνώση και βιώνουμε τη μέθεξη!
Γνωρίζουμε μάλιστα και τα όρια του νοητικού μας μηχανισμού!
Δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα νοητικό πόνημα και συνεπές και πλήρες.
Όταν δημιουργούμε μία θεωρία, που είναι συνεπής, αργά ή γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι πλήρης.
Όταν πάλι ισχυριζόμαστε ότι είναι πλήρης, είναι θέμα χρόνου να πέσουμε σε κάποιες αντιφάσεις.
Πολλές μάλιστα από τις διαφωνίες μας, αν όχι όλες, οφείλονται σ´ αυτή την αδυναμία μας.
Λευτέρη δε γνωρίζω τις απαντήσεις στις απορίες σου, αλλά, νομίζω, το παραπάνω ερμηνεύει την ύπαρξη τους.
Ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής, ο Υπεράνθρωπος και ο Σίσυφος
Θα μας προτρέπουν πότε να βιώνουμε το :
¨Θάνατο του Θεού¨ και πότε την ¨Ανάσταση του Ανθρώπου ¨!
Σ´ ευχαριστώ για τις στιγμές στοχασμού.
Σπύρος
Αυτό που λέτε μου θυμίζει το επιχείρημα “Μια απόπειρα δηλαδή – έστω και μη συνειδητοποιημένη – ενός συνομιλητή που μάς συστήνεται με το όνομα Ελευθέριος (εσείς βάζετε το Ευθύμιος), να διαψεύσει οριστικά τό «όνομά» του.” Περίμενα λίγο περισσότερη φαντασία και πρωτοτυπία στο επιχείρημά σας ή μήπως έχω δίκιο όταν επαναδιατυπώνω
“Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Καβάφη.”;
http://www.youtube.com/watch?v=Sb86y-LCXkc&feature=related
«[…] συζήτηση, της οποίας αφορμή υπήρξε το κατά τα άλλα ενδιαφέρον – πέραν των εμμονών του – […] άρθρο αυτό του Νέλλα»
Τι ορίζουμε, άραγε, ως [i]«εμμονές»[/i] του Παναγιώτη Νέλλα; Μα, τι άλλο από τις [b]καταφάσεις[/b] του… Τι άλλο από το [b]νόημα[/b], αυτό, στο οποίο αναγνωρίζει την προοπτική πληρότητας τής ζωής του… Τι άλλο από την [b]ταυτότητα[/b], εκείνη, την οποία προκρίνει για τον εαυτό του…
«Κατάφαση», «νόημα», «ταυτότητα»: Γιατί τάχα, ετούτα, ισοδυναμούν οπωσδήποτε με «εμμονές»; Μα, διότι απλούστατα δεν διεκδικούν, επ’ ουδενί, να μας επιβληθούν.
Αποτελούν, αντιτείνουμε εμείς, π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ύ ς – επειδή εννοούν να αφήνουν α π ε ρ ι ό ρ ι σ τ ο, εμπρός μας, το πεδίο της ελευθερίας μας.
[b]Ορίζουμε, εν ολίγοις, την ελευθερία του άλλου ως ανελευθερία. Χωρίς, ούτε προς στιγμήν, να διερωτώμαστε μήπως – όταν, ευθύς περαιτέρω, τον απαξιώνουμε – μας συμβαίνει μόνο να ταυτολογούμε.[/b]
Και πάλιν ο πονηρός ο γέρος που όλον εμπροστά μας βγαίνει!
________________________________________________
[i]Οὐκ ἔγνως
–
Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες –
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του,
ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε
σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως·
εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.[/i]
Κ.Π. Καβάφης
[quote name=”Ελευθέριος”]
δεν θα έλεγα το ίδιο για ορισμένους επιστημονοφανείς ή θεοσοφούντες μέσα δώ…
[/quote]
Αγαπητέ Ελευθέριε,
Πριν από εννέα μέρες γράψατε: “[i]μην περιμένετε να επανέλθω. Εχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε[/i].”
Κι όμως, στο μεσοδιάστημα μάς βομβαρδίζετε με εκτός θέματος ευφυολογήματα, αμπελοφιλοσοφίες, αόριστες συκοφαντίες και λογοτεχνικά ή άλλα αποσπάσματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το άρθρο και επ’ ουδενί αποδεικνύουν τις κατά της Ορθ. Εκκλησίας συκοφαντίες σας.
Φαίνεται πως γι’ αυτά έχετε χρόνο ελεύθερο, ενώ για την “ταμπακέρα”, δηλαδή τους διωγμούς των παγανιστών κατά των χριστιανών και τις πλαστογραφίες των νεοπαγανιστών, έχετε “κι άλλες δουλειές να κάνετε”.
Εύγε!
@ “επιστημονοφανείς, θεοσοφούντες, ποικιλώνυμους φυσικούς, δύσθυμους και άλλους σοβαροφανείς, τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ”
[i]”μην περιμένετε να επανέλθω”[/i] εις διάλογον μαζί σας. Σας το είπα από την αρχή, θα ήτο καθαρή ματαιοπονία ανάλογη του να προσπαθήσω να πείσω έναν σταλινικό, ότι επί Στάλιν, έγιναν μαζικές διώξεις κι εγκλήματα κατά αντιφρονούντων!
Μπορείτε όσο θέλετε να διαγράφετε απαντήσεις μου, οι οποίες ως φαίνεται σας ενοχλούν και κάθε άλλο παρά άστοχες ήσαν. Τελευταία διαγράψατε ως και τα λόγια του Χριστού!
Σας πληροφορώ απλώς, ότι η συζήτηση εδώ έχει γίνει πολύ δημοφιλής και την παρακολουθούν πολλοί πέραν αυτού του site -σας έκανα και διαφήμιση μπρέ – και πολλοί λαβαίνουν επίσης γνώση των περικοπών σας.
Υστερα έχω άδικο που επικαλούμαι τον πονηρό το γέρο;
[b]Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.[/b]
“…Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—”
K.Π. Καβάφης
[i]”Φαίνεται πως γι’ αυτά έχετε χρόνο ελεύθερο”[/i] – Μα δεν καταλαβαίνετε, ότι εν μέρει το διασκέδαζα μαζί σας; Δεν θα συνεχίσω όμως -προς απογοήτευση των φίλων που μας παρακολούθησαν- να δούμε μπρέ τι θα κάνετε χωρίς τον Μεφίστο, δεν πλήττετε;
[i]”Και τι δεν κάναμε για να σε θάψουμε, αλλά εσύ είσαι σπόρος”[/i] – Ντίνος Χριστιανόπουλος.
[i]”Εχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε.”[/i] – Η τελευταία φράση του κόμη Δράκουλα, καθώς φεύγει καλπάζοντας στο μαύρο άλογο και ξοπίσω του κυματίζει στον άνεμο η μαύρη μπέρτα του. Προσοχή, θα ξαναεμφανισθεί μετά 200.000 χρόνια! Καλλιεργείτε την πίστη σας να μη σας βρεί απροετοίμαστους!
Νάστε καλά μπρέ! –
Ενημερώνουμε, από πλευράς “Αντιφώνου”, ότι το μήνυμα εκ μέρους τού κ. Ελευθεριάδη που οδήγησε στην αλλαγή στάσης της ιστοσελίδας ήταν εκείνο (δεν φαίνεται τώρα) με το οποίο, το βάδυ της Δευτέρας 24/9/2012, απευθύνθηκε στον συνομιλητή του Ευθύμιο Βασιλειάδη με τη φράση: [i]«Και τώρα τραβήξτε το καζανάκι»[/i].
Το αμέσως επόμενο (πρωί 25/9/2012) στερφόταν ειρωνικά εναντίον μου. Έμεινε όχι απλώς άθικτο αλλά και αναπάντητο. Όπως αναπάντητο είχα αφήσει και το προηγούμενό του, προς εμένα, όπου έθετε μέ… πρωτογενή χυδαιότητα θέμα [i]«οξύνοιας πνεύματος»[/i], εναντίον μου.
Ο κ. Ελευθεριάδης δεν αρκέστηκε σε αυτές τις παραχωρήσεις. Επανήλθε, το βράδυ της 24/9/2012, διεκδικώντας το [i]ήθος[/i] να… ερμηνεύει την Καινή Διαθήκη. Οι ανοχές μας τότε – ναι – εξαντλήθηκαν.
Ένας άνθρωπος, ως γνωστόν, μπορεί προς στιγμήν να νομίζει ότι αυτοσυγκρατεί τήν_ ε κ δ ή λ ω σ η_ της χυδαιότητάς του – δεν μπορεί όμως να πάψει να [b]είναι[/b] χυδαίος. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από – ένα προς ένα – όλα τα καταχωρημένα, παραπάνω, σχόλια του εν λόγω συνομιλητή.
Δεν συμμετείχε, ισχυρίζεται, στον διάλογο για να πείσει τους αντιφρονούντες – μη παραλείποντας να επιλέξει, και εδώ, μια διατύπωση (περί [i]«σταλινικών»[/i]) που τους προπηλακίζει. Είναι απ’ τα λίγα σημεία, πάντως, που λέει αλήθεια: Σκοπός του_ δ ε ν_ ήταν να [b]πείσει[/b] (παρά μόνο τους ομοϊδεάτες του). Σκοπός του ήταν, αποκλειστικά, να… πικάρει τούς… αντιγνωμούντες. Γι’ αυτό και, σε όλη την εξέλιξη του διαλόγου, δεν βρέθηκε σε θέση να παρατηρήσει ότι οι παρεμβάσεις του απέβαιναν, στην πραγματικότητα, ε ξ_ ο λ ο κ λ ή ρ ο υ_ [b]πειστικές[/b] – αλλά για τα αντίθετα, ακριβώς, από εκείνα που επιζητούσε.
Ο κ. Ελευθεριάδης, σημειωτέον, είχε και αρκετές άλλες φορές – προγενέστερα – παρεμβεί σε διαλόγους του “Αντίφωνου” με σχόλια, απαρεγκλίτως, ειρωνικά οπότε και εριστικά. Δεν του είχε απαντήσει κανείς! Σε τούτη την ανάρτηση ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του αντιμίλησε… Ο συνομιλητής μας, από τότε, άρχισε όχι μόνο να μην αφήνει ούτε ένα ξένο σχόλιο αναπάντητο (επιστρατεύοντας, μάλιστα, μια αδιήγητη [b]διγλωσία[/b] από απάντηση σε απάντηση) αλλά και να_ π ρ ο σ β ά λ λ ε ι_ κατά συρροήν – πέρα απ’ τις [i]απόψεις[/i] – το [i]πρόσωπο[/i], καθενός, που τολμούσε να του αντιγνωμεί.
Αποκορύφωμα αυτής της εκδικητικής διγλωσσίας, τα δύο τελευταία εκείνα σχόλια του, για τα οποία «καταγγέλλει» ότι διαγράφηκαν.
“μην περιμένετε να επανέλθω” εις διάλογον μαζί σας. Σας το είπα από την αρχή, θα ήτο καθαρή ματαιοπονία ανάλογη του να προσπαθήσω να πείσω έναν σταλινικό, ότι επί Στάλιν, έγιναν μαζικές διώξεις κι εγκλήματα κατά αντιφρονούντων!
“Απορία ψάλτου, βηξ”.
Εντάξει, θα ήταν ματαιοπονία, όπως, γράφετε, να πείσετε εμάς, γιατί είμαστε “σταλινικοί” και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταθείτε. Αν είχατε όμως επιχειρήματα να μας απαντήσετε, θα πείθατε ίσως τους πολλούς πέραν αυτού του site που παρακολουθούν τη συζήτηση και τους πολλούς που λαβαίνουν γνώση των περικοπών μας, όπως ισχυρίζεστε. Αλλά μάλλον επιχειρήματα δεν υπάρχουν.
Μπορείτε όσο θέλετε να διαγράφετε απαντήσεις μου
Σας πληροφορώ πως δεν διέγραψα καμιά απάντησή σας (δεν έχω τέτοια δυνατότητα) ούτε και ζήτησα από τον διαχειριστή να διαγραφεί καμία.
Arrivederci, λοιπόν κι ευχαριστούμε που μας διασκεδάσατε.
Είναι φανερή η ταραχή σας κύριε Καστρινάκη, που χάνετε και τα λόγια σας, αλλά δυστυχώς για σας μη πειστική, το μόνο που καταφέρνετε είναι να εκτίθεστε έτι περισσότερο και να αυτογελοιοποιείστε. Με τα ανάξια λόγου σχόλιά σας δεν ασχολήθηκα, ούτε θα ασχοληθώ.
Αν τολμάτε, προς διασταύρωση των όσων λέτε, παραθέστε όλα μου τα σχόλια αυτούσια κι αφήστε τους αναγνώστες σας να κρίνουν από μόνοι τους αν προσβάλλω κάποιον, μην υποτιμάτε τη νοημοσύνη τους κι αφήστε το κήρυγμα και τις νουθεσίες κατά μέρος, δεν βρίσκεστε στον άμβωνα!
Αλλως επιβεβαιώνετε την αναλήθεια των λόγων σας και την ουσιαστική [b]αγλωσσία[/b] σας.
Ποσώς με ενδιαφέρει αν διαγράψατε τα σχόλιά μου, όπως το πιθανότερο είναι οτι θα διαγράψετε και αυτό. Αλλά όπως εσείς φροντίσατε να κατοπτεύσετε τα σχόλιά μου κι εγώ φρόντισα να τύχουν πολύ ευρύτερου ακροατηρίου από αυτό του Αντιφώνου, γιατί είχα διαισθανθεί από καιρό πως πίσω από τη λεξιλάγνα υπερφίαλη γλώσσα σας, κρύβεται το ανελεύθερο πνεύμα της κατήχησης.
“Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις”
K.Π. Καβάφης
Με αγάπη προς τον Ελευθέριο