Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού είναι δύναμη «εξ ύψους» που μας κάνει πνευματοφόρους. Η θεία αυτή δύναμη, που πήγασε από τον τάφο του Κυρίου Ιησού Χριστού, άγγιξε, κατά τους Ιερούς Ευαγγελιστές, πρώτα τις Μυροφόρες όταν αυτές προσήλθαν στον τάφο του Κυρίου, έμελλε όμως να τους γίνει «κτήμα ες αεί» κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος περιγράφει τα ευγενικά αισθήματα αυτών των γυναικών που η πίστη τους στον Θεάνθρωπο Ιησού είχε πληγεί από τον σταυρικό Του θάνατο όχι λιγότερο απ’ όσο αυτή του στενού κύκλου των ανδρών μαθητών Του.
Όμως ακόμα κι αν η πίστη τους στον Θεάνθρωπο Ιησού είχε προσώρας εξασθενήσει, η κατ’ άνθρωπο ευγενική τους αγάπη για Αυτόν που τόσο άδικα θανατώθηκε με θάνατο επώδυνο και ατιμωτικό δεν είχε διόλου μειωθεί, αντιθέτως μάλιστα αυτή είχε ενδυναμωθεί από την αναγνώριση της αυτοθυσίας Του.
Ο Μάρκος περιγράφει με ενσυναίσθηση όλη την γκάμα των ευγενικών τους αισθημάτων: βουβή θλίψη που τον είδανε να κείτεται στο μνήμα, λαχτάρα να πάνε στον τάφο να τον αλείψουν με αρώματα σαν να ήτανε ακόμα ζωντανός ανάμεσά τους, τρόμο και έκσταση στο άκουσμα των λόγων για την Ανάστασή Του που τις έβαζαν στον γνόφο μιας πραγματικότητας που για την ώρα τις ξεπερνούσε και σχεδόν τις τρέλαινε.
Η Θεοεγκατάλειψη που βίωσε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός πάνω στον Σταυρό έγινε, έτσι, για λίγο και δικιά τους μοίρα, η ευγενική όμως και τολμηρή αγάπη τους για τον Δάσκαλο, που τόσο άδικα τον στερήθηκαν, επιβραβεύτηκε αμέσως με το γίνουν αυτές οι πρώτοι αποδέκτες της κοσμοσωτήριας αναγγελίας της Αναστάσεώς Του.
Στην πραγματικότητα από τον τάφο του Χριστού πήγασε Δύναμη που επέτρεψε σε εξουθενωμένους άνδρες και γυναίκες να υποπτευθούν εν Αγίω Πνεύματι την Ανάσταση του Κυρίου Ιησού, να δουν με τα φυσικά τους μάτια εν Αγίω Πνεύματι τον Αναστάντα Κύριο και, με αποκορύφωμα κατά την Πεντηκοστή, να πιστέψουν τόσο πολύ σε Αυτόν ως Υιό του Θεού και Κύριο της Ζωής και του Θανάτου, ώστε να γίνουν μάρτυρες της ζωής και του έργου Του με τη δικιά τους ζωή και τον δικό τους μαρτυρικό, συνήθως, θάνατο, αφού πρώτα διέτρεξαν όλη σχεδόν τη Γη.
Η Θεοεγκατάλειψη, για την οποία μας μίλησε τόσο εύστοχα ο Άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ορθόδοξων ασκητών, αλλά πνευματικός νόμος που διέπει τον άνθρωπο κάθε εποχής και σε κάθε γωνιά της Γης, από την πρώτη κιόλας στιγμή της δημιουργίας του. Όμως η βεβαία πίστη στην Ανάσταση του Χριστού, ως Θείο Δώρο που πήγασε καταρχήν από τον τάφο Του, συντομεύει εξαιρετικά την παιδαγωγία της Θεοεγκαταλείψεως.
Ο Χριστός δεν μας θέλει εξουθενωμένους και ασθενείς, επιτρέπει, όμως, ακόμα και την εξουθένωση και την ασθένειά μας προκειμένου να μας δει να περιζωνόμαστε την «δύναμη εξ ύψους» που μάς υποσχέθηκε προτού αναληφθεί. Και τούτο γιατί η «δύναμη εξ ύψους» αδυνατεί να μας ενδυναμώσει αν πρώτα δεν αναγνωρίσουμε την παντελή μας αδυναμία για ο,τιδήποτε καλό χωρίς Αυτήν. Πρέπει πρώτα, δηλαδή, να καταρριφθεί μέσα μας ολοτελώς ο μύθος της υποτιθέμενης αυτονομίας μας, ώστε η δύναμη της Ανάστασης του Χριστού να μπορέσει να αναστήσει και εμάς.
Τελικά, όποιος πιστεύει ορθά στην Ανάσταση του Χριστού πληροφορείται εν Αγίω Πνεύματι ότι ο Κύριος κι ο Θεός Ιησούς Χριστός δεν είναι απλώς φίλος, αδελφός ή και πατέρας μας, αλλά ο βαθύτερος μας εαυτός δια του οποίου και μόνο αποκαθίσταται πλήρως η οντολογική μας σχέση με την Αγία Τριάδα (Πρβλ. Προς Κολασσαείς 3.3).
Ο π. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.