Μονάχα η Δύση υπάρχει;

Σκέψεις με αφορμή ένα συνέδριο στο Παρίσι

3
1404

Σημείωμα
Το κείμενο που ακολουθεί στάλθηκε στη «Σύναξη» και δημοσιεύτηκε στο 116 τεύχος (Οκτώβριος -Δεκέμβριος 2010, σ.75-80). Επειδή ούτε τότε υπήρξε κάποιου είδους απάντηση ή σχολιασμός και επειδή βρίσκω τα ερωτήματα και το περιεχόμενο του κειμένου απολύτως επίκαιρα-ειδικά σήμερα που ο δυτικός κόσμος βρίσκεται υπό κατάρρευσιν-αποφάσισα να το γνωστοποιήσω στο φιλόξενο «Αντίφωνο».

 

Θα μπορούσα να αρχίσω με τη φράση: πολύπαθος ο χώρος της θεολογίας. Το γνωρίζω όχι βέβαια από τη συμμετοχή μου σε αυτό το συνέδριο (μεταφορά στα γαλλικά μέρους του συνεδρίου με τίτλο «Αναταράξεις στη μεταπολεμική Θεολογία- η ‘Θεολογία του ’60’, εκδ. Ίνδικτος 2009, που έλαβε χώρα στην Ακαδημία του Βόλου το 2005) αλλά από τα δεκαέξη χρόνια στη ‘Σύναξη’. Η θητεία εκείνη (μέχρι το 1997) και η πορεία μου απο εκεί και πέρα με υποχρεώνουν σε μια σειρά σκέψεων και συγκρίσεων, καθώς απλώνεται μπροστά μου ο κάμπος της λεγόμενης γενιάς του 60 και τώρα της λεγόμενης γενιάς του 90. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι μετέχω κάπως και των δύο. Γι’ αυτό και γράφω όσα ακολουθούν.

Το συνέδριο αυτό ως προς ορισμένες πλευρές του φαντάζει σαν μια συμφιλίωση με τη Δύση. Εάν είναι έτσι προκύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα:

Α) Γίνεται λόγος για πόλωση Ανατολής–Δύσης, για αντιδυτικισμό από πλευράς γενιάς του 60, για ελληνοκεντρισμό κλπ. Τίθεται το ερώτημα: πόσα χρόνια υπάρχει στη Δύση, μέσα στους χώρους σπουδής και μελέτης, η χιλιετία του Βυζαντίου ή σωστότερα της Ρωμανίας, ως θεολογική, ιστορική, πολιτιστική, κοινωνική πραγματικότητα και το σημαντικότερο ως η περίοδος που συνδέει τον σημερινό χριστιανισμό –ορθόδοξο και μη ορθόδοξο– με τις απαρχές της χριστιανικής Αλήθειας;  Θέλω να πω ότι για τη Δύση, το Βυζάντιο ως πνευματική πραγματικότητα είτε παρουσιαζόταν ως ‘παρακμή’, ή ‘θλιβερή συνέχεια’ της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Γίββωνας), είτε, από τους διαφωτιστές, κάτι μεταξύ δολοπλοκίας και ρητορισμών, για να μη πούμε τίποτε για την άποψη του Χέγκελ που είναι αχαρακτήριστη. Δεν αποκλείεται μετά από αυτόν να φτάνει ο πολύς Καστοριάδης στη διατύπωση: «ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού». Ο Κλεμάν, που μας άφησε πρόσφατα, συνοψίζει άριστα τα πράγματα στο ακόλουθο (αδιάβαστο;) απόσπασμα: «Εμφανίστηκε, λοιπόν, και αναπτύχθηκε προοδευτικά μια θεωρία για τον Θεό, που παραμέριζε ταυτόχρονα την αποφατική προσέγγιση και το συμβολισμό, και που γρήγορα χωρίστηκε αυτή η θεωρία από την εκκλησιαστική εμπειρία. Θεολογία των εννοιών και των συστηματοποιήσεων, αφημένη, με την παρακμή του Θωμισμού, στην αυτάρκεια της λογικής που χωρίζει και αντιθέτει, που αντικειμενοποιεί και κατέχει – αντί να πεθάνη και να ξαναγεννηθή μέσα στο νερό του Βαφτίσματος, για να ιερουργήση ταπεινά το μυστήριο, να στοχαστή μέσα στα όρια του μυστηρίου και όχι π ε ρ ί του μυστηρίου» (Η θεολογία μετά τον ‘θάνατο του Θεού’, εκδ. ‘Αθηνά’, σειρά ‘σύνορο’, 1973, σ. 76). Αυτά σημαίνουν ότι ο τρόπος ή οι τρόποι με τους οποίους οι ευρωπαίοι προσέγγισαν το χριστιανισμό, εκκλησιαστικά και θεολογικά, εξ ορισμού πάσχει. Όχι μόνο λόγω της παραπάνω εξέλιξης, αλλά και λόγω της συσσώρευσης διαφορετικών εμπειριών και πεποιθήσεων στη διάρκεια των αιώνων.

Β) Μήπως η προσπάθεια καθ’ όλα γόνιμη και ουσιαστική αλλά και ορθόδοξη της γενιάς του 60, όπως λέγεται, να ‘επιστρέψει’ στην πατερική παράδοση κάθε άλλο παρά αντιγραφικά και αγκυλωτικά, περνά στη φάση της ‘αποδόμησης’ και ξαναβρισκόμαστε στην αγκαλιά του περιβόητου δυτικού πολιτισμού τον οποίο μια σειρά από θεολόγους, φιλόσοφους, ποιητές κλπ. είχαν καταγγείλει από χρόνια ως στερημένο πνευματικού προσανατολισμού; Τί έκανε τον Μπωντλαίρ, βλέποντας την εξέλιξη της Ευρώπης σε επίπεδο τεχνικής, να διατυπώνει την τρομερή φράση «πολιτισμός δεν είναι ο ηλεκτρισμός και το γκάζι αλλά η ελάττωση των ιχνών του προπατορικού αμαρτήματος»; Τί ήταν αυτό που έκανε τον Πάουντ να γυρεύει πνευματικότητα στην αρχαία Κίνα, τι έκανε τον Αρτώ να ζητά καταφυγή στα μυστήρια των ινδιάνων στο Μεξικό; Τί είναι αυτό που κάνει τον θαυμάσιο Νοβάλις να μιλά για ‘μετατροπή της άπειρης δημιουργικής μουσικής του σύμπαντος σε μονότονο κροτάλισμα ενός τερατώδους νερόμυλου’, στο άγνωστο σχεδόν βιβλίο του Η χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη (μετ. στα ελληνικά: Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Εκκρεμές 2004); Γιατί ο Σεφέρης στρέφεται μέσω Έλιοτ στην παράδοση –όσο και όπως στράφηκε– και γιατί ο φίλος του ο Λορεντζάτος (που ήξερε τη Δύση απέξω και ανακατωτά) προχώρησε όντως πέρα από εκεί που σταμάτησε ο Σεφέρης; Γιατί εξάλλου, γνωστοί ευρωπαίοι θεολόγοι ανακαλύπτουν τους Πατέρες και τους μελετούν, ερχόμενοι έτσι σε επαφή με τον βυζαντινό πολιτισμό και με όψεις του που είχαν απορρίψει ή αγνοούσαν ολότελα; Γιατί ο Κ. Παπαϊωάννου (που οι έλληνες ανακαλύψαμε κατόπιν εορτής) αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση γράφει: «υψώθηκε ένας ουμανισμός ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του»; Γιατί ο Γ. Σαραντάρης –έλληνας εξ Εσπερίας– τονίζει ότι η Δύση «έμαθε στον κόσμο τον θνητό έρωτα, που έγδυσε από τη μυστικότητα της Ανατολής και μας τον παρουσίασε σα λογικό φαινόμενο, σαν αλήθεια που δεν μπορούμε να αποφύγουμε (πρώτη αλήθεια) σαν μόνη πραγματικότητα»; Γιατί εδώ και κάμποσα χρόνια εξαίρετοι διανοητές τα βάζουν με το ‘νεωτερικό υποκείμενο’ βρίσκοντας εκεί μέσα όλο το πρόβλημα της σημερινής βαρβαρότητας και των αδιέξοδων του πολιτισμού;

Γ) Το γεγονός ότι ζούμε την έξαρση του δυτικού πολιτισμού εν είδει αμερικανισμού δεν πρέπει να μας απασχολήσει; Τί σχέση μπορεί να έχει ο αμερικανικός πολιτισμός με την ορθόδοξη θεολογία;  Ποιός μας λέει ότι μπορούμε αλαφρόκαρδα να πηδάμε από ήπειρο σε ήπειρο, από πολιτισμό σε πολιτισμό και από παράδοση σε παράδοση; Η παγκοσμιοποίηση της Αγοράς τί σχέση έχει με την αρχαιοελληνική βάση μιας παγκοσμιότητας ή με την ρωμανοχριστιανική-βυζαντινή οικουμένη;

Δ) Υπάρχει θεολογία, σε επίπεδο λόγου, που μπορεί να γίνεται επ’ άπειρον και να προσαρμόζεται στην εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αλλά υπάρχει και θεολογία η οποία εκπορεύεται από την εκκλησιαστική εμπειρία εν αγίω Πνεύματι. Αυτή η θεολογία  πόσο μας ενδιαφέρει σήμερα;

Ε) Αλλά το βασικότερο ερώτημα είναι το ακόλουθο: οι λόγοι για τους οποίους έγινε η ‘επιστροφή’ ή καλύτερα η ‘στροφή’ στην πατερική θεολογία εξέλιπαν; Όλα όσα γράφτηκαν και καταγράφτηκαν από λαμπρούς θεολόγους (έλληνες και ρώσσους αλλά και άλλους ευρωπαίους) σχετικά με την παραμόρφωση ή διαστρέβλωση που επέφερε στην πατερική θεολογία ο σχολαστικισμός ή η Διαμαρτύρηση ισχύουν ή δεν ισχύουν; Ο κόσμος του Καθολικισμού και της Διαμαρτύρησης έχει απεμπλακεί από τον εγκλωβισμό σε θεολογίες παραμόρφωσης του αρχικού μυστηρίου; Ο Χριστός που περιφέρεται πάνω στο σταυρό τους μέσα στις εκκλησιές τους και που θυμίζει συχνά καρικατούρα του θεανθρώπου, τί σχέση έχει με τον Χριστό της ορθόδοξης παράδοσης, τον όντως ‘ωραίον κάλλει’ ακόμη και πάνω στο σταυρό; Δεν πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουμε γερά ότι η αγιογράφηση δεν είναι ρεαλιστική απεικόνιση γιατί τότε πέφτουμε στον νατουραλισμό;

Στ) Πώς δεν έχει κατανοηθεί ύστερα από τόσα χρόνια (και μάλιστα στο χώρο της ‘Σύναξης’) που ήδη ξεπερνά την εικοσαετία, ότι εκείνοι που πρωτοστάτησαν στη στροφή αυτή ήταν θεολόγοι, βαφτισμένοι ορθόδοξοι, πιστοί χριστιανοί, που βρέθηκαν στην Ευρώπη και έχοντας το ορθόδοξο βίωμα αντιμετώπισαν μια πραγματικότητα ξένη. Ξένη όχι λόγω πολιτιστικών διαφορών, αλλά ξένη ως προς τις θεολογικές και εκκλησιαστικές της βάσεις. Το κατάλαβαν και προχώρησαν στις ‘ενστάσεις’ τους για να ενεργοποιηθεί ξανά η απολεσθείσα θεολογική παράδοση και να διορθωθεί η ισχύουσα δυτικογενής. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για  επανευαγγελισμό του χριστιανικού κόσμου. Χωρίς να ξεχνούμε ότι υπάρχει πάντα και μια διάσταση γενικότερης ιεραποστολής, όχι μόνο με την έννοια της μετάδοσης αληθειών της πίστεως σε άλλους τόπους και λαούς αλλά και επί τόπου! (αυτό είναι  το ‘μη ούσα εκ του κόσμου’ αλλά  όμως ‘έν τω κόσμω’).

Ζ) Αλλά υπάρχει και ζήτημα ιστορικής συνείδησης. Μετά την καταστροφή του ’22, μια σειρά απο διανοητές, συγγραφείς, ποιητές, φιλόλογοι, κληρικοί κλπ. έσκυψαν  πάνω στην ελληνική ιστορία και παράδοση, για να δουν και να βρουν τί έφταιξε, αλλά και πώς προχωρούμε. Εδώ τέθηκαν οι βάσεις για τη διαφοροποίηση με την Ευρώπη. Τέτοια γεγονότα, που όχι μόνο αφάνισαν ζωές, κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του ελληνισμού της διασποράς, σώρευσαν πάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές στην Ελλάδα, άλλαξαν την πορεία της  χώρας επί το θετικότερο, δεν αφαιρούνται με πέντε κείμενα ‘αναστοχασμού’ ή νέας γραφής της ιστορίας. Η ιστορία δεν είναι ουδέτερη σκέψη, είναι προσωπική συνάντηση με τα γεγονότα και επαναξιολόγηση, όταν ο ιστορικός έχει τις προϋποθέσεις. Ούτε είναι απέραντη συγκομιδή πληροφοριών μέσω του διαδικτύου, τις οποίες  ο χρήστης του αδυνατεί ουσιαστικά να αξιολογήσει και να μελετήσει. Σε κανένα τομέα του λεγόμενου επιστητού δεν πρέπει να αφήσουμε την επιστήμη μόνη της και α υ τ ο ν ο μ η μ έ ν η  να ενεργήσει, ειδικά τη στιγμή που είμαστε μέλη του εκκλησιαστικού σώματος και έχουμε συνείδηση δημιουργήματος αλλά και εσχατολογικού νοήματος της ιστορίας. Αυτοί που διόγκωσαν την ενθαδική ιστορία είναι εκείνοι που δεν είχαν τέτοια συνείδηση, είναι οι απόγονοι της Αναγέννησης, που πέταξαν από πάνω τους μια ήδη στρεβλωμένη πνευματικότητα και απολυτοποίησαν τον κόσμο και τη σχέση του ανθρώπου μαζί του.

Η) Μέσα από τα πιο κριτικά στη θεολογία του 60 κείμενα, ελοχεύει ο κίνδυνος να αποϊστορικοποιήσουμε τη θεολογία, να παραμερίσουμε δηλαδή την ιστορικά ‘κατορθωμένη’ παράδοση, με όλες τις συνέπειές της, θετικές και αρνητικές, αλλά προπαντός να αλλοιώσουμε τη σημασία της στροφής στους Πατέρες στο όνομα μιας άλλης στροφής που μοιάζει να γίνεται σήμερα: στροφής στην βιβλική θεολογία ή παράδοση. Και θέλω να ρωτήσω αμέσως: η βιβλική θεολογία από αυτή εδώ τη σκοπιά (και όχι από εκείνη των Πατέρων) δεν φτάνει σε μας μέσα από την πραγματικότητα του Προτεσταντισμού περισσότερο, μέσα από τη σημασία που δόθηκε από τον Λούθηρο για μια στροφή (υπάρχουν βλέπετε πολλές στροφές στην πορεία της ιστορίας) στα κείμενα της Βίβλου και για μια νέα α ν ά γ ν ω σ η, απαλλαγμένη από τους ενδιάμεσους θεολόγους ή ιερωμένους ή μοναχούς-λογίους  που ώς τότε είχαν σε αυτό την πρωτοκαθεδρία, αν όχι και την αυθεντία; Και πού οδήγησε αυτή η στροφή στο κείμενο, αν όχι σε μια διάχυση της ‘ερμηνείας’ του βιβλικού Λόγου και σε πανσπερμία ερμηνειών με τις οποίες δεν είναι άσχετη η κατοπινά νιτσεϊκή θέση που μπορεί να συνοψιστεί έτσι: δεν με ενδιαφέρει η αλήθεια αλλά η ερμηνεία της! Πόσα χρόνια θα ασχολούμαστε με τις ερμηνείες χάνοντας στην ουσία όχι μόνο την Αλήθεια αλλά και τη ενσάρκωσή της; Γιατί η Αλήθεια σαρκώθηκε. Δεν είμαστε στον καιρό του Ηράκλειτου, ή του Σωκράτη ή του Πλάτωνα, να γυρνούμε την αλήθεια μέσα στη διάνοιά μας, ούτε τον καιρό του εκχριστιανισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έχουμε πρόσβαση στον Λόγο που ενανθρώπησε. Επομένως παύουμε να είμαστε εραστές της σοφίας (φιλό-σοφοι) και γινόμαστε εραστές του Προσώπου και Λόγου. Μετέχουμε του Σώματος. Συνακόλουθα ενεργούμε για την εξομοίωσή μας και όχι για διανοητικές, φιλοσοφικές ή επιστημονικές αφαιρέσεις στο χώρο της Εκκλησίας ή της Θεολογίας. Αυτή είναι η κολοσσιαία αλλαγή που σηματοδοτείται με την Ενανθρώπηση και κάπου εδώ νοηματοδοτείται η σχέση των Πατέρων με το Λόγο-Χριστό. Θυμίζω στο σημείο αυτό μια διατύπωση του Κ. Δεληκωσταντή που συγκρίνοντας τον Λούθηρο με τον Καβάσιλα βλέπει στην μία περίπτωση να γίνεται λόγος για την πίστη και την ελευθερία του ατόμου, ενώ στην άλλη «για τα μυστήρια της Εκκλησίας που συνιστούν την εν Χριστώ ζωή και για την ‘κοινή ελευθερία’ ως ζωή της Εκκλησίας». Στο Λούθηρο έχουμε «τη σειρά πίστη-αγάπη» με «την πίστη να θεμελιώνει την αγάπη», στον Καβάσιλα «είναι η αγάπη ως πραγματικότητα της Εκκλησίας που θεμελιώνει την πίστη αφού ο πιστός γεννιέται ή μάλλον αναγεννάται μέσα στην Εκκλησία και τα μυστήριά της» (Το ήθος της ελευθερίας). Το πόσο βέβαια η αγάπη θεμελιώνει τη σημερινή Εκκλησία και τις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις πρέπει να το διερευνήσουμε.

Θ) Θα μου επιτρέψετε εδώ να προσθέσω και μια άλλη διάσταση που στις μέρες μας μάλλον τείνει να αλλοιωθεί ή να εξαφανιστεί η σημασία της. Η διαφορά φωνής και γραπτού κειμένου. Η αρχαία Εκκλησία, όπως μας παραδόθηκε μέσα από τους αιώνες και όπως διαφυλάχτηκε αυτή η παράδοση στην Ορθοδοξία, στηρίζεται στη ΦΩΝΗ και μάλιστα το μέλος, γιατί είναι πρώτιστα δοξολογική απέναντι σε Αυτόν που όχι μόνο δημιούργησε αλλά και έσωσε (υιοθέτησε) τον πεσμένο άνθρωπο και τον ανέστησε. Και είναι ακόμη και συνάμα θεολογική, γιατί μέσα στην υμνολογία κατοικεί ο αγιοπνευματικός λόγος που στερεώνει την Πίστη, στην Αγάπη, στο Σταυρό και την Ανάσταση και κορυφώνεται στην Ευχαριστία.  Η στροφή του Λουθηρανισμού στη Βίβλο έδωσε την πρωτοκαθεδρία στο κείμενο, στο γραπτό λόγο και στην εξατομικευμένη θεολογία, η οποία, καθώς η Εκκλησία ως μυστήριο είχε κλονιστεί τότε και με τον Καλβίνο είχε καταντήσει σχεδόν μονάχα κήρυγμα (ρασιοναλιστικό και ευσεβιστικό), απομακρύνθηκε από αυτή τη διάσταση της Φωνής που είπα, την ταυτόχρονα δοξολογική, μυστηριακή και θεολογική-ευχαριστιακή. Είναι σαν να είχαμε μια καθολική σύνθεση η οποία με τα σχίσματα μερίζεται ή περιορίζεται σε μερική καθολικότητα, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι.

Ι) Οπως θα έχετε αντιληφθεί το ζήτημα που θέτω αφορά ή λέγεται εκκλησιοκεντρική-μυστηριακή θεολογία. Και εδώ σε αυτή την περίπτωση βλέπω ολοφάνερη τη σχέση με τη θεολογία του 60, αλλά δεν βλέπω το ίδιο ολοφάνερη τη σχέση με τη θεολογία του 90. Θα πείτε βέβαια, ότι από τότε που πρωτοφάνηκαν τα σχίσματα, έχει χυθεί πολύ νερό στο αυλάκι. Ο Καθολικισμός και οι Διαμαρτυρόμενοι αναθεώρησαν πολλές από τις θέσεις τους, παρακολουθούν την ορθόδοξη θεολογία και μελετούν την πραγματικότητά της. Θα πείτε ακόμη ότι και εμείς οι ορθόδοξοι πολύ απέχουμε από ένα πλήρες βίωμα στη διάσταση που περιέγραψα. Ωστόσο, δεν είναι προτιμότερο να εντείνουμε την προσπάθεια σε ανα-γνώριση της πρωτοκαθεδρίας της εκκλησιοκεντρικής-ευχαριστιακής θεολογίας, αποκαθαίροντας την παράδοση από τις σωρρεύσεις σκουριάς πάσης φύσεως (δικής μας ή αλλογενούς), από το να επιχειρούμε σε θεωρητικό επίπεδο την επίτευξη μια σύνθεσης θεολογικής τάξης, έστω και αν λαμβάνει υπ’ όψη της και τις ‘αδελφές’ θεολογίες;

*

Θα τελειώσω αντιγράφοντας ένα απόσπασμα από την ‘κιβωτό’ που μας άφησε ο Λορεντζάτος, εννοώ το  βιβλίο του Collectanea, μια που ανέφερα πιο πάνω και τον Καστοριάδη (πίσω από αυτόν υπάρχει άλλωστε ‘λεγεώνα’ που επαναλαμβάνει τά ίδια αθεολόγητα και άσχετα με την Εκκλησία, την Πίστη και τον πολιτισμό της πράγματα). Σχολιάζοντας τις αντιλήψεις του γράφει: «Μπορώ να συμφωνήσω με τον Καστοριάδη πως ο ‘Θεός’ που δημιούργησε τον άνθρωπο είναι δημιούργημα του ανθρώπου, μια institution imaginaire της κοινωνίας ή του social-historique. Δε μιλάω για το ‘Θεό’ αυτόν, όχι-‘non des philosophes et des savants’. Το ξεκαθάρισε αυτό οριστικά ο Πασκάλ. Μιλάω για το Θεό (του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ) που σαρκώθηκε, σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και που εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν (και εμείς και η κοινωνία και το σύμπαν ακέριο). Με άλλα λόγια δε μιλάω για το Θεό που δημιούργησε ο άνθρωπος, αλλά για το Θεό που δημιούργησε τον άνθρωπο. Αν είναι φυσικά, να μην ακολουθήσουμε τη σύγχρονη μονομανία και να αποδεχτούμε την υπόδειξη του Joseph van Ess: ‘Il nous faut toutefois resister a la marotte moderne de tout reduire a la question sociale’, Hans Kung Le christianisme et les religions du monde, Seuil 1986)».

Το απόσπασμα βρίσκεται στη σ. 290-291 (C.547). Μεταφράζω την τελευταία γαλλική φράση: «Θα πρέπει ωστόσο να αντισταθούμε στη μοντέρνα μονομανία και να πάψουμε να υποβιβάζουμε τα πάντα σε κοινωνικό ζήτημα».

Η θεολογία σήμερα στην Ελλάδα φαίνεται να εμπλέκεται σε αυτή τη ‘μονομανία’. Μα το σπουδαιότερο είναι άλλο. Αυτό που λέει ο Λ. για τον Θεό που ‘εγένετο σαρξ’. Την ενδιαφέρει τη θεολογία Αυτός ο σαρκωμένος Θεός, ή την ενδιαφέρουν μοναχά  οι θεολογικές και φιλοσοφικές του ερμηνείες;

Με ευχαριστίες

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Ελιά-καντήλι", 1977) είναι έργο του Χρήστου Μποκόρου.

3 Σχόλια

  1. Υπέροχο κείμενο! Και εν κατακλείδι, ή θα ακολουθείς τον βίο π.χ. τον Άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη ή τη φιλοσοφία π.χ. του Καστοριάδη. Να παίζεις σε δύο ταμπλό “φέρνοντας στα μέτρα της εποχής” του αγίους πατέρες, ΔΕΝ γίνεται! Ακούτε εκεί στο περιοδικό;

  2. Πολύ καίριες οι σκέψεις του αγαπητού Σωτήρη.

    Νομίζω πως η λεγόμενη θεολογική γενιά του ’90 διακατέχεται από ένα σύμπλεγμα απέναντι στους διδασκάλους της και, επειδή δεν έχει παράξει αξιόλογο έργο ούτε στον συστηματικό τομέα (βρείτε μου κάτι αντίστοιχο με το “Προπατορικό Αμάρτημα” του Ρωμανίδη, την “Ενότητα της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω” του Ζηζιούλα, το “Εισοδικόν” του Βασιλείου Ιβηρίτη” το “Πρόσωπον και ο Έρως” του Γιανναρά, το “Ζώον Θεούμενον” του Νέλλα… για να μην αναφέρουμε τα έργα των Ρώσων της Διασποράς), ούτε στην ιστορική και πατρολογική έρευνα (όπως ο Παναγιώτης Χρήστου με τους μαθητές του και τις εκδόσεις άγνωστων ή πλημμελώς εκδεδομένων πατερικών έργων και τη συγγραφή μονογραφιών, αλλά και η σειρά ΒΕΠΕΣ της “Αποστολικής Διακονίας”), προσπαθεί να τους παρουσιάσει σαν ξεπερασμένους, διαπράττοντας έτσι μια πνευματική πατροκτονία, προκειμένου να αυτοπροβληθεί.

    Η στροφή προς τους Πατέρες έφερε μιαν αλλαγή στη ζωή των πιστών της χώρας μας, μιαν αναβίωση του μοναχισμού και μια στροφή από τον ευσεβισμό που κυριαρχούσε στις ενορίες προς μια πλουσιότερη, παραδοσιακότερη και ζωντανότερη λατρευτική ζωή· μια στροφή από τη νοησιαρχία του κηρύγματος, της κατήχησης και της ακαδημαϊκής θεολογίας προς το βίωμα, για τους πιο συνειδητοποιημένους πιστούς τουλάχιστον, υπό την καθοδήγηση πνευματικών μορφών που είχαν ως υπόβαθρο περισσότερο τη σχέση τους με τον Θεό, παρά τις όποιες γνώσεις ή τη δεινότητα του λόγου τους. Γι’ αυτό και σήμερα η διαφορά του αριθμού των αντιτύπων των βιβλίων που παρουσιάζουν τον βίο ή τους λόγους τους (ας μνημονεύσουμε μόνο τους οσίους Πορφύριο και Παΐσιο) με τις εκδόσεις μονογραφιών ή άλλων κειμένων και περιοδικών ακαδημαϊκής θεολογίας είναι αβυσσαλέα.

    Φαίνεται πως δυστυχώς η γενιά του ’90 δεν κατάλαβε το πνεύμα των διδασκάλων τους που προανέφερα ή δεν θεώρησε πως η συνέχιση της προσπάθειάς τους θα τους βοηθούσε στην προβολή τους στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Κι αυτό είναι ένα αποτέλεσμα του πνεύματος της Μεταπολίτευσης που θεωρούσε οτιδήποτε μη “προοδευτικό” ξεπερασμένο και ανάξιο λόγου. Δεν ήθελαν οι εν λόγω να μείνουν στο κοινωνικό ή πολιτικό περιθώριο. Κι έτσι, επέλεξαν να ακολουθήσουν κάποιους από τους δασκάλους τους που πριν από το 1974 ακούγονταν ελάχιστα, γιατί δεν μπορούσαν ν’ αναμετρηθούν με τα αναστήματα των θεολόγων που προανέφερα· αναμασούσαν, όμως, κάποιες “προοδευτικές” θεωρίες που είχαν μάθει από τη Δύση, κι οι μαθητές τους νόμισαν πως μπορούσαν να τις προσφέρουν στον διάλογο με την κοινωνία που επιζητούσαν. Όπως όμως αναφέρει και ο συντάκτης αυτού του άρθρου, για τη Δύση αυτές δεν ήταν κάτι καινούργιο αλλά ουσιαστικά μια επιστροφή στα “πτωχὰ στοιχεῖα” του προτεσταντισμού που τόσο τα είχαν επικρίνει και αποδομήσει οι διανοητές στη Δύση τον εικοστόν αιώνα.

    Κι έτσι, από εκεί που η ακαδημαϊκή θεολογία στην Ελλάδα ήταν για ένα μικρό διάστημα στην πρωτοπορία των ζυμώσεων, αναζητήσεων και συζητήσεων και με τους θύραθεν στοχαστές στην Ελλάδα και με τους θεολόγους σε άλλες χώρες, έφτασε να βαυκαλίζεται την “προοδευτικότητά” της δεχόμενη από τους έξω κάποια χειροκροτήματα σε κάποιες συνάξεις ή αυτοπροβαλλόμενη σαν πρωτοπορία από κάποια ΜΜΕ στα οποία έχουν πρόσβαση. Όμως, ο πολύς λαός τους αγνοεί. Και είτε εξαμερικανίζεται ολοταχώς, όπως παρατηρεί ο συντάκτης του άρθρου, είτε ζει μέσα στην Εκκλησία τρεφόμενος από τα νάματα των μυστηρίων, της λατρείας και των λόγων των Αγίων, παλαιών και συγχρόνων, δεχόμενος τη χάρη του Χριστού και μεταμορφώνοντας έτσι τη ζωή του.

    Τώρα που η γενιά του ’90 πλησιάζει προς το βιολογικό τέλος, ας αποτιμήσει την προσφορά της, ας αφήσει επιτέλους την κριτική προς τους παλαιότερους κι ας δώσει ό,τι θετικό έχει, μέσα στα πλαίσια που ορίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, “κατὰ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας και τῆς ἐκκλησίας τὸ εὐσεβὲς φρόνημα”, αν θέλει ν’ αφήσει κάποιο θετικό αποτύπωμα.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ