Τὸ νὰ ξεκινᾷς ἀπὸ τὴ μαρξιστικὴ θεωρία, μιλώντας γιὰ τὴν Ἀριστερὰ σήμερα, μοιάζει κάπως μὲ ἀστεῖο. Καθὼς ὅμως τὰ πράγματα δὲν ἀπέχουν καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ ἀστεῖο, ξεκινῶ μὲ μιὰ τέτοια ἀναφορά.
Τὸ Κομμουνιστικὸ Μανιφέστο, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1848 στὸ Λονδίνο ἀπὸ τὸν Karl Marx καὶ τὸν Friedrich Engels, ἀποτελεῖ μιὰ ἐκκοσμικευμένη μεσσιανικὴ ἀφήγηση, στὴν ὁποία ἡ τάξη τοῦ προλεταριάτου ἔχει πάρει τὴ θέση τῶν φορέων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀφήγηση τὸ προλεταριάτο παίρνει στὰ χέρια του μὲ ἐπαναστατικὸ τρόπο τὸν ἔλεγχο τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων καὶ φέρνει μία νέα ἐποχή, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν πιὰ ἐκμεταλλευτὲς κι ἐκμεταλλευόμενοι. Αὐτὴ ἡ ἐπαναστατικὴ δράση θεωρεῖται νομοτελειακὸ ἀποτέλεσμα τῆς θέσης τοῦ προλεταριάτου μέσα στὶς παραγωγικὲς σχέσεις τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος. Οἱ ἁλυσίδες τῶν σχέσεων ἐκμετάλλευσης εἶναι ἐκεῖνες ποὺ σφυρηλατοῦσαν μία ἑνιαία, προλεταριακή, ἐπαναστατικὴ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸν μοχλὸ τῆς χειραφέτησης.
Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ μαρξιστικοῦ μεσσιανισμοῦ ἔχουν διαψευστεῖ μὲ πολλαπλοὺς τρόπους. Ἡ ἱστορία τῆς καπιταλιστικῆς οἰκονομίας ἔχει ἀποδείξει ὅτι δὲν ὑφίσταται καμμιὰ νομοτελειακὴ διαδικασία, ἡ ὁποία νὰ ὁδηγεῖ στὴ διαμόρφωση μιᾶς ἑνιαίας, προλεταριακῆς συνείδησης καὶ δράσης. Ἡ ὕπαρξη ἑνὸς πλήθους ἀνθρώπων ποὺ ἔχει ὡς μοναδικὸ πόρο ζωῆς τὴν ἐργασία του, δὲν συνεπάγεται τὴ νομοτελειακὴ μετατροπὴ τους σ’ ἕνα ἑνιαῖο, συλλογικό, ἐπαναστατικὸ ὑποκείμενο. Ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ἀποδείχθηκε ὅτι ὄχι μόνο δὲν ὑπακούει σὲ μιὰ τέτοια νομοτέλεια, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμφανίζει καὶ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα λειτουργοῦν στὴν ὑπηρεσία καὶ τὴ διαιώνιση τοῦ καπιταλισμοῦ ποὺ μεταλλάσεται.
Ὁ σύγχρονος καπιταλισμὸς εἶναι ἕνας μεταλλαγμένος καπιταλισμός. Σὲ σχέση μὲ τὸν ἀσύδοτο καπιταλισμὸ τοῦ παρελθόντος μὲ τὶς ἔντονες ἀνισότητες, ὁ καπιταλισμὸς τῶν μεταπολεμικῶν χρόνων, ὁ ὁποῖος τείνει νὰ προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις, ἐπιδιώκει νὰ εἶναι συμπεριληπτικός. Ἡ στρατηγικὴ αὐτὴ ἔχει προσλάβει δύο μορφές. Ἡ μιὰ εἶναι πολιτισμικὴ καὶ ἡ ἄλλη οἰκονομική.
Ὡς πρὸς τὴν πολιτισμικὴ μορφὴ, ἀπὸ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ἑξῆς ἔχει υἱοθετηθεῖ σταδιακὰ τὸ μεταμοντέρνο ἐπιστημολογικὸ παράδειγμα. Ἐνῷ ὁ πρώιμος καπιταλισμός ἀντιμετώπιζε ἀπαξιωτικὰ τὶς ἐπιμέρους κουλτοῦρες, καθὼς τὶς τοποθετοῦσε σὲ χαμηλότερα σκαλοπάτια τῆς ἐξελικτικῆς κλίμακας κι ἐπιχειροῦσε νὰ τὶς ἐξαλείψει, μὲ τὸ μεταμοντέρνο παράδειγμα οἱ ἐπιμέρους κουλτοῦρες δὲν ἀντιμετωπίζονται πιὰ ἀπαξιωτικά, ἀλλὰ θεωροῦνται ἰσότιμα γλωσσικὰ παιχνίδια, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ μὲ τὴν προϋπόθεση μιᾶς ἐκ μέρους τους ἀποδοχῆς τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς καπιταλιστικῆς ὀργάνωσης.
Ὡς πρὸς τὴν οἰκονομικὴ μορφή, οἱ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ κυρίαρχες ὁμάδες ὕστερα ἀπὸ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κινήθηκαν μὲ γνώμονα τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἰσχύς τους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαιωνιστεῖ, ἂν δὲν δινόταν στὴν κοινωνικὴ πλειονότητα ἡ δυνατότητα συμμετοχῆς σ’ ἕνα μερίδιο τῆς ἀπόλαυσης. Ὡς ἐκ τούτου, σχεδιάστηκε μία νέα διάταξη, ὥστε νὰ διευρυνθεῖ ἡ μεσαία τάξη καὶ νὰ συμπεριληφθεῖ σὲ αὐτὴ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 ὁ μετασχηματισμὸς αὐτὸς ἄρχισε νὰ συντελεῖται ἀξιοσημείωτα καὶ στὴν Ἑλλάδα. Κάποιοι τὸν εἶπαν καὶ τρίτο δρόμο πρὸς τὸν σοσιαλισμό. Τὸ ἂν ὑπῆρξε πρῶτος ἢ δεύτερος εἶναι ἕνα ἄλλο ζήτημα. Πάντως, ὁ τρίτος δρόμος δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ ἕνας μετασχηματισμὸς τῆς καπιταλιστικῆς ἀγορᾶς. Καὶ αὐτὸ τὸ γνώριζαν ἀρκετοί, μεταξύ των ὁποίων ἀναμολόγητα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας πολὺ καλὸς καὶ ἀγαπητὸς μαθητὴς τοῦ Ἀμερικανοῦ οἰκονομολόγου John Kenneth Galbraith.
Στὸν μετασχηματισμὸ αὐτὸ οἱ οἰκονομικὰ καὶ πολιτικὰ ἰσχυρὲς καὶ κυρίαρχες ὁμάδες συνέχισαν νὰ ὑπάρχουν, ὡστόσο διευρύνθηκε ἡ μεσαία τάξη, ὥστε νὰ συμπεριλάβει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ἀποκλεισμένα κοινωνικὰ στρώματα. Ἡ διεύρυνση αὐτὴ στὴν Ἑλλάδα πῆρε σάρκα καὶ ὀστᾶ μέσα ἀπὸ τὴν αὔξηση τῶν προσλήψεων καὶ τῶν μισθῶν τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ διάφορα οἰκονομικὰ πακέτα, τύπου ΜΟΠ καὶ Πακέτα Ντελόρ, γιὰ πλῆθος ἀγροτικὲς ἢ ἄλλες ἐπιδοτήσεις καὶ ἐργολαβίες.
Ἡ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο διεύρυνση τῆς καταναλωτικῆς ἱκανότητας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐξασφάλιση τῆς συναίνεσης στὴν ὑπάρχουσα πολιτικὴ «τάξη» τῶν πραγμάτων τῆς κοινωνικῆς πλειονότητας, καθὼς αὐτὴ πιὰ συμμετεῖχε σ' ἕνα μερίδιο τῆς ἀπόλαυσης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὁ λόγος τῶν κομμάτων τῆς Ἀριστερᾶς ἀκουγόταν ἐλεύθερα, καθώς δὲν ὑπῆρχαν πιὰ οἱ μετεμφυλιακοὶ ἀποκλεισμοί, ὡστόσο δὲν εἶχε καὶ μεγάλη ἀπήχηση.
Αὐτὰ ποὺ ἄρχισαν νὰ συμβαίνουν ἀπὸ τὸ 2009 κι ἑξῆς, ἔμελλε νὰ προκαλέσουν ἰσχυροὺς κραδασμοὺς καὶ ἀνατροπὲς σὲ αὐτὸ τὸ σκηνικό. Ἡ ἀκολουθούμενη πολιτικὴ τῆς αὔξησης τῶν δημοσίων δαπανῶν τῶν προηγουμένων ἐτῶν, προκειμένου νὰ ὑπάρχει μία διευρυμένη διάταξη ἀπόλαυσης καὶ συναίνεσης στὸ ὑπάρχον πολιτικὸ σύστημα, ἐκτίναξε τὸ ἔλλειμμα τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ. Ἡ ἐγχώρια αὐτὴ κλιμάκωση συνέπεσε μ’ ἕνα διεθνὲς κλίμα συντηρητικῶν ἀνακατατάξεων, μέσα στὸ ὁποῖο ἡ οἰκονομία τῆς Ἑλλάδας μπῆκε στὸ στόχαστρο. Ὁ δανεισμὸς τῆς χώρας ἀπὸ τὶς ξένες τράπεζες μὲ τοὺς ὅρους τοῦ παρελθόντος κατέστη ἀδύνατος καὶ οἱ ἑλληνικὲς πολιτικὲς ἡγεσίες τῆς περιόδου 2009-2014 ἐξασφάλισαν τὴν ἀπαιτούμενη χρηματοδότηση, καταφεύγοντας σὲ δανεισμὸ ἀπὸ τὸ Διεθνὲς Νομισματικὸ Ταμεῖο καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὑπογραφὴ διαδοχικῶν Μνημονίων «δημοσιονομικῆς ἐξυγίανσης».
Τὰ προγράμματα «δημοσιονομικῆς ἐξυγίανσης» ἄφησαν καὶ πάλι ἀνενόχλητες τὶς διάφορες οἰκονομικὲς ἐλὶτ καὶ ἐπιχείρησαν τὴ μείωση τοῦ ἐλλείμματος μέσα ἀπὸ τὴν γενικὴ περικοπὴ τῶν μισθῶν καὶ τῶν συντάξεων τοῦ δημόσιου τομέα καὶ τὴν αὔξηση τῆς φορολογίας, κυρίως τῶν μεσαίων στρωμάτων. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία ἑνὸς αἰσθήματος ἀγανάκτησης καὶ ἀνασφάλειας, τὸ ὁποῖο ἀποτέλεσε πρόσφορο ἔδαφος γιὰ τὴν ἀνάπτυξη διαφόρων μορφῶν ἀντίδρασης. Ἡ κύρια ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ἡ ἀπαξίωση τοῦ ὑπάρχοντος πολιτικοῦ συστήματος καὶ τῶν βασικῶν ἐκπροσώπων του (κομμάτων καὶ πολιτικοῦ προσωπικοῦ).
Τὰ δύο μέχρι τότε κυρίαρχα πολιτικὰ κόμματα, καὶ κυρίως τὸ ΠΑΣΟΚ, εἶδαν σταδιακὰ στὶς δημοσκοπήσεις τὴν κοινωνική τους ἀπήχηση νὰ συρρικνώνεται σὲ ποσοστὰ ποὺ ἀθροιστικὰ στὶς ἐκλογὲς τοῦ 2012 δὲν ὑπερέβαιναν τὸ 40% τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος, ὅταν γιὰ πολλὰ χρόνια αὐτὰ τὰ ποσοστὰ δὲν ἔπεφταν κάτω ἀπὸ τὸ 80%. Ταυτόχρονα, ὁ ΣΥΡΙΖΑ, ἕνα κόμμα τῆς Ἀριστερᾶς, τὸ ὁποῖο γιὰ χρόνια κινοῦνταν σὲ ποσοστὰ ἀνάμεσα στὸ 3%-5%, ἔγινε ὁ ἀποδέκτης ἑνὸς μεγάλου μέρους τῶν δυσαρεστημένων. Μὲ τὶς ἐκλογὲς τοῦ 2012 ἔγινε ἀξιωματικὴ ἀντιπολίτευση καὶ ὕστερα ἀπὸ τὶς ἐκλογὲς τοῦ 2015 κυβερνὼν κόμμα μὲ τὴ στήριξη τῶν ΑΝΕΛ, ἑνὸς μικρότερου κόμματος προερχόμενου ἀπὸ τὸ φάσμα τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ.
Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ λόγος αὐτῆς τῆς Ἀριστερᾶς δὲν ἦταν ἕνας λόγος ἀνατροπῆς τῆς διάταξης ποὺ ἴσχυσε ἀπὸ τὸ ’80 καὶ ὕστερα, ἀλλὰ ἐπιστροφῆς σὲ αὐτή. Ὅπως ἔγραψε ἐκείνη τὴν περίοδο μία ἐφημερίδα, ἡ Suddeutsche Zeitung: «Ὁ νεαρὸς Τσίπρας εἶναι τὸ παλιὸ σύστημα σὲ νέα συσκευασία. Δὲν εἶναι ριζοσπάστης, δυστυχῶς ὄχι. Εἶναι ἕνας χαρισματικὸς λαϊκιστής». Στὸ πρόσωπό του, καὶ στὸ πρόσωπο τῆς Ἀριστερᾶς ποὺ ἐκπροσώπησε, μεγάλο μέρος τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας δὲν ἀναζήτησε μία ἐναλλακτικὴ ὀργάνωση τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τὰ χαμένα κεκτημένα, τὰ ὁποία εἶχαν ἀποκτηθεῖ μέσα στὸν τρόπο ποὺ λειτουργοῦσε τὸ Δημόσιο καὶ ἡ καπιταλιστικὴ οἰκονομία στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’80. Καθὼς οἱ προσδοκίες πολλῶν ἀπὸ αὐτοὺς διαψεύστηκαν, ἡ ἀπήχηση τοῦ κόμματος μειώθηκε κι ἔτσι ἔχασε τὶς ἐκλογὲς τοῦ 2019.
Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἀπὸ τὸ 2019 κι ἑξῆς ἔχει ὑπάρξει ἕνα εἶδος ἀποκατάστασης τῆς παλιᾶς διάταξης, μέσα στὴν ὁποία ἡ κοινωνικὴ πλειονότητα μετέχει σ’ ἕνα μερίδιο τῆς ἀπόλαυσης, παρέχοντας ἔτσι τὴ συναίνεσή της στὴν ὑπάρχουσα διαχείριση τῆς ἐξουσίας. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὁ λόγος τῆς Ἀριστερᾶς συνεχίζει νὰ ὑπάρχει, ἔχοντας ὡς περιεχόμενο ζητήματα ποιότητας τῆς Δημοκρατίας, προστασίας καὶ ὑποστήριξης τῶν οἰκονομικὰ ἀσθενῶν, καθὼς καὶ διεύρυνσης τοῦ φάσματος συμπερίληψης ὁμάδων, οἱ ὁποῖες ἀκόμη παραμένουν ἀποκλεισμένες. Δὲν εἶναι ἀμελητέος, ὡστόσο ἔχει πιὰ συρρικνωμένη ἀπήχηση. Και μπορεῖ νὰ συνεχίσει νὰ συρρικνώνεται, ἐκτὸς κι ἂν μία μελλοντικὴ κρίση, δώσει καὶ πάλι πρωταγωνιστικὸ ρόλο σὲ κάποιους δημαγωγοὺς ἐκπροσώπους του.
Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, ὁ σύγχρονος ἀριστερὸς λόγος δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἔχει κάποια δυναμικὴ ἀνατροπῆς τῆς κυριαρχίας τοῦ καπιταλιστικοῦ παραδείγματος καὶ τῶν ἀνθρωπολογικῶν παραδοχῶν, μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὸ συνοδεύεται. Ἀφήνει στὸ ἀπυρόβλητο τὴ φαντασιώδη εἰκόνα κυριαρχίας, τὴν ὁποία ἡ σύγχρονη κουλτούρα ἀναπαράγει καὶ διαιωνίζει μὲ κάθε μέσο. Ἡ φαντασιώδης αὐτὴ εἰκόνα κρατᾷ τὸν ἄνθρωπο αἰχμάλωτο καὶ τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ μιὰ ἐναλλακτικἠ ὀργάνωση τῶν κοινωνικῶν σχέσεων καὶ τῆς ἐπιθυμίας.
Ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου στὴν παροῦσα ἱστορικὴ συγκυρία θὰ συνεχίσει, ὅπως φαίνεται, νὰ εἶναι αὐτὴ, ἔχοντας ὡς δεκανίκι τον πολιτικὸ λόγο τοῦ μεταμοντέρνου φιλελευθερισμοῦ, καὶ τοῦ ἀριστεροῦ ἢ τοῦ δεξιοῦ λαϊκισμοῦ. Ὁ πραγματικὰ ἐναλλακτικὸς λόγος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει καμιὰ ἀλλαγὴ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση αἰχμαλωσίας. Ὡστόσο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει. Μέσα στὸ σύγχρονο ὀμιχλῶδες τοπίο θὰ συνεχίσει νὰ κρατᾷ ὁρατά τὰ σημαίνοντα, τὰ ὁποῖα ἀποσποῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν φαντασίωση τῆς κυριαρχίας καὶ τὸν καλοῦν σὲ μιὰ βιωματικὴ ρήξη μὲ τὴν κρατοῦσα τάξη πραγμάτων._
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, χαρακτικό έργο του Τάσσου.
Ο λόγος της αριστεράς είναι εξόχως αντιφατικός όταν δεν πρόκειται για ξεκάθαρη απάτη:
-Ρητορείες για στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων ενώ αποδέχεται τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, πράγμα παράλογο και όπως αποδείχθηκε πλήρως αποτυχημένο.
-Στηριξη λογής λογής μειονοτήτων (με ναυαρχίδα τους μετανάστες μακρινών χωρών και τους ΛΟΑΤΚΙ) και “αποκλεισμένων” εις βάρος πάντα της κοινωνίας. Υποκείμενα που έχουν υποκαταστήσει πλέον την εργατική τάξη στο φαντασιακό της αριστεράς. Ανοιχτά σύνορα εις βάρος των γηγενών λαών.
-Στην πραγματικότητα στηριξη του καθεστώτος της Μεταδημοκρατίας και όχι της Δημοκρατίας όπως υποκριτικά υποστηρίζει.
Όλα τα παραπάνω διατυπώνονται με διάφορες ωραιοποιήσεις και ευφημισμούς αριστερής φρασεολογίας.
Πράγματι ο λόγος της αριστεράς συνεχίζει να υπάρχει, όπως γράφεται και στο κείμενο, μόνο που στην πραξη ταυτίζεται πλήρως με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.