Διάβαζε Μαρξ και ορκιζόταν στο όνομα της διεθνιστικής ουτοπίας. Με τον Μπρεχτ παραμάσχαλα κατέβαινε στους δρόμους. Πήγαινε στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ́70 για τα δικαιώματα των Κόκκινων Χμερ. Δεν τον ενδιέφερε τι περνούσαν οι Έλληνες στη Χειμάρρα από το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα –αυτά ήταν αποκυήματα φαντασίας των εθνικιστών/υπερπατριωτών. Άλλωστε τα ανθρωπιστικά σου αισθήματα τα δείχνεις εναργέστερα όταν μάχεσαι για τους άγνωστους μαχητές και όχι τους δικούς σου, τους Έλληνες. Η συμμετοχή του σε ριζοσπαστικά κινήματα και αντιιμπεριαλιστικές πορείες ήταν αυτονόητη και επιβεβλημένη. Κατακεραύνωνε τον αστικό τύπο και εκθείαζε «τα επαναστατικά προτάγματα και τους αγώνες των προλετάριων όλου του κόσμου».
Τώρα καταπίνει αμάσητη την τροφή από τα μίντια για τη θεωρία του κοινωνικού φύλου και τα πολύχρωμα κινήματα της παρδαλής ανέραστης ουτοπίας, για τους ψευτοχειραφετημένους που γοητεύονται από έναν αντιρρητικό λόγο, ιδανικό για νούμερο επιθεώρησης. Θεωρεί το διάβασμα ενός βιβλίου κόπο αβάσταχτο που του προκαλεί αλλεργία με συμπτώματα επικίνδυνα όπως η σκέψη και ο στοχασμός. Προτιμά να απολαμβάνει τους «λαμπερούς αστέρες» των ανάλαφρων τηλεοπτικών πρωινάδικων που ξεκουράζουν το μυαλό. Οι αναζητήσεις της νεότητας είναι ωραίες μόνο ως παραμύθια εξιδανίκευσης που, όμως, παρόλα αυτά, αγαπά πολύ να περιγράφει.
Οι περιπλανήσεις του στις διαδικτυακές λεωφόρους των «αφηγήσεων» μιας αργόσχολης και ναρκωμένης κοινότητας του politically correct είναι γοητευτικές. Εκεί δεν τον περιμένει καμία έκπληξη, ούτε κάτι που να τον αναστατώνει. Εκεί έχει μια πανομοιότυπη ενημέρωση, όπου οι ειδήσεις είναι απλώς ελαφρά διασκευασμένες για να μην πλήττουν οι χρήστες. Τις βλέπει όπως τις τηλεοπτικές σειρές. Αντλεί ευχαρίστηση δε από τα κοινωνικά δίκτυα που, τόσο σοφά, «ρίχνουν άκυρο σε κάθε ηλίθιο λαϊκιστή» που θέλει να αμφισβητήσει τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Δεν είναι δυνατόν ο κάθε γκρινιάρης να μπορεί να έχει λόγο! Ταυτόχρονα, όμως, διακηρύσσει με στόμφο την υπεράσπιση της «διαφορετικότητας» και καταδικάζει τις διακρίσεις κάθε μορφής!
Το νέο παγκοσμιοποιημένο τοπίο δεν τον ενοχλεί. Ο κόσμος προχώρησε, η κοινωνία εξελίχθηκε. Όμως, μην τολμήσει κανείς να τον κατηγορήσει για αλλαγή πλεύσης στην ιδεολογία! Εξακολουθεί με συνέπεια να καταγγέλλει τον πατριωτισμό ως αναχρονιστικό, την πίστη στον Θεό –κατεξοχήν τον χριστιανικό- ως όπιο του λαού και την οικογένεια ως ξεπερασμένο θεσμό. Αυτά δεν αλλάζουν!
Ο κινηματογράφος εξακολουθεί να του αρέσει, προτιμά όμως να βλέπει ταινίες από τη χώρα του χολιγουντιανού ονείρου. Από τον Κουροσάβα και τον Παζολίνι των φοιτητικών του χρόνων το ενδιαφέρον του μετατοπίστηκε σε σειρές με κακούς Ρώσους και καλούς Αμερικανούς. Άλλωστε, στις συνδρομητικές διαδικτυακές υπηρεσίες ψυχαγωγίας μπορεί να βρει κανείς σπουδαία οσκαρικά, και όχι μόνο, έργα.
Βγαίνει από το σπίτι για να περπατήσει. Κατεβαίνει την Πατησίων, πλησίον του Πολυτεχνείου. Μια ομάδα νεαρών βάζει φωτιά σε έναν κάδο σκουπιδιών. Εκείνος, κοιτάζει απορημένος, δεν καταλαβαίνει γιατί αυτά τα παιδιά καταστρέφουν. Από το ισόγειο ενός σπιτιού ακούγεται μια παιδική φωνή να απαγγέλλει:
Ήθελε να ζήσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής, έξω απ' τη ματαιοδοξία.
Δεν ήξερε,
πως το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του...
(Τάσος Λειβαδίτης, Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια.)
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Χωρίς τίτλο", 2008) είναι έργο του Γιώργου Τάξερη.
επισης , μαχεται για την ελευθερια της εκφρασης αλλα θεωρει ”βοδια” οσους πηγαινουν να πρσκυνησουν την εικονα ”αξιον εστι”. κι οχι μονο , θεωρει και απαραδεκτη ακομη και την ελευση του κειμηλιου… κι επειδη θελει να ”τρολαρει” , αναρωτιεται χλευσστικα για τον γονατισμενο αντρα , για την γονατισμενη γυναικα , μπροστα στο εικονισμα”κουτουλια δινουν;” αυτα και αλλα , ο ”φωτισμενος ”μικροαστους με το μικρο μυαλο και την ακομα μικροτερη καρδια….
Οι μικροαστοί υπήρξαν οι δημιουργοί του πολιτισμού, κάθε πολιτισμού. Σε αυτούς ανήκουν οι μικροκτηματίες αγρότες, οι κάθε μορφής κατασκευαστές και βιοτέχνες, η μαστοράντζα κάθε είδους, οι υπάλληλοι και οι έμποροι, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, ουσιαστικά κάθε εργαζόμενος εκτός από τους εξαθλιωμένους δούλους και προλετάριους, που σε καμμία κοινωνία με στοιχειώδη δικαιοσύνη δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να παίξουν σοβαρό πολιτικό ρόλο. Και οι απελεύθεροι υπήρξαν μικροαστοί. Ο Χριστός στην σύντομη επίγεια ζωή του ήταν οικοδόμος μαραγκός, άρα μικροαστός. Ο κ. Μάριος Μιχαηλίδης προσπαθεί να αποβάλλει την μαρξιστική του κουλτούρα, αυτή που οδήγησε τον Στάλιν να εκκαθαρίσει τους μικροαστούς ή κουλάκους, όπως είχε προκύψει από την αυτοβιογραφία εκείνου του ψευδοστάρετς Ζωσιμά στους Καραμάζωφ ή Καραμαζόφ, αλλά και από τον λόγο του Ντοστογιέφσκυ για τον Πούσκιν. Πολλά από αυτά που το εν λόγω κείμενο αποδίδει στους μικροαστούς είναι προπαγάνδα που διαδίδουν δολίως οι τοκογλύφοι “χαρτοπαίχτες” που δεν έχουν στις τάξεις τους κανένα μικροαστό. Είμαι υπερήφανος μικροαστός και δηλώνω ότι έχουμε βαρεθεί τους “διανοούμενους” που βρίζουν το κοινό τους, δήθεν για να το ξυπνήσουν.
Έχετε παρερμηνεύσει τη χρήση του όρου στο κείμενο. Προφανώς έχει ειρωνική χροιά…..Όσον αφορά την «μαρξιστική κουλτούρα», αυτή ανέκαθεν μου προκαλούσε αλλεργία.
Όλο το κείμενό σας είναι προϊόν της μαρξιστικής κουλτούρας, αν δεν το έχετε ακόμη καταλάβει. Το κείμενό σας αποτελεί μέρος την προπαγάνδας των ολιγαρχικών εναντίον του λαού, που πρωτίστως στην Ελλάδα, στην συντριπτική του πλειοψηφία, είναι Μικροαστοί με την πλήρη επιστημονικώς κοινωνική και οικονομική σημασία του όρου και όχι με την ειρωνική ή σαρκαστική του, που ανήκε πάντα στην μαρξιστική κουλτούρα. Επομένως, καλό είναι να ξεπεράσετε την αλλεργία και να μελετήσετε προσεκτικά μερικά βιβλία της κλασικής μαρξιστικής παράδοσης, ώστε να αποφεύγετε τα επιχειρήματά της.
«Όλο το κείμενο» (του Μάριου Μιχαηλίδη) «είναι προϊόν της μαρξιστικής κουλτούρας», διαβάζω στο τελευταίο σχόλιο του Νίκου Δεληνικόλα. Τρίβω τα μάτια μου!
Πριν υποδείξεις, αγαπητέ Νίκο, στον Μάριο «να μελετήσει προσεκτικά μερικά βιβλία της κλασικής μαρξιστικής παράδοσης (ώστε να αποφεύγει τα επιχειρήματά της)» θα μου φαινόταν απλούστερο να ξαναδιαβάσεις, ο ίδιος, το προκείμενο άρθρο του.
Επί της ουσίας, τώρα: Συμφωνώ μαζί σου ότι η χρήση της λέξης «μικροαστός», από πλευράς της κρατούσης ελίτ, υπηρετεί ακριβώς έναν στόχο ηθικού εκφοβισμού / όσο και ιδεολογικής καθυπόταξης, εις βάρος της κοινωνίας.
Δεν είναι τούτη όμως η έννοια διά της οποίας μετέρχεται, εδώ, τη λέξη αυτή ο συντάκτης του άρθρου: Επισημαίνει προσφυώς την πλήρη α ν τ ι σ τ ρ ο φ ή του ρόλου, εκείνου, τον οποίο τόσο επιδέξια έχει χρησιμοποιήσει (κατά τον προηγούμενο ενάμισυ αιώνα, θαρρώ) η «προπαγάνδα των ολιγαρχικών» – προσυπογράφω την έκφραση.
Φίλε, δηλαδή αγαπητέ, Γιώργο. Ο κύριος στόχος μου ήταν να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, εσένα και όλους τους άλλους μικροαστούς που από αρχαιοτάτων χρόνων δημιουργούν τον πολιτισμό των ανθρώπων και γίνονται πάντα θύματα, όχι μόνο λεκτικής καταδίωξης αλλά εξόντωσης, των ολιγαρχικών κάθε κατεύθυνσης, είτε της Πλατωνικής παράδοσης της ακροδεξιάς, είτε της πρόσφατης ψευτοαριστερής παράδοσης που ξεκίνησε ο Μάρξ. Το κείμενο το διάβασα αρκετές φορές πριν γράψω το αρχικό σχόλιο. Αλλά το ξαναδιάβασα μία ακόμη φορά, αφού έχει την αρετή, την μόνη αρετή, να είναι σύντομο. Αυτή την φορά με εντυπωσίασε η τελική του ανακρίβεια, δηλαδή το ότι παρουσίασε τους ψευδοαναρχικούς, δεν λέω τί ακριβώς είναι γιατί φοβάμαι, σαν αγανακτισμένους νέους…
Αν ο τίτλος αλλάξεις και γίνει Ο ΨΕΥΤΟΑΡΙΣΤΕΡΟΣ τότε δεν θα έχω αντίρρηση για τα περισσότερα από όσα γράφει, με εξαίρεση, βεβαίως, αυτό που ήδη επισήμανα, για τα δήθεν αγανακτισμένα παιδιά που καίνε πλησίον του Πολυτεχνείου κάδους σκουπιδιών. Αλλά θάπρεπε επίσης να επισημανθεί ότι δεν είναι αυθόρμητες στάσεις και αντιδράσεις του ψευτοαριστερού αυτές που περιγράφονται στο κείμενο, αλλά προπαγάνδα ετοιμασμένη και έντεχνα διαδιδόμενη, ιδίως αυτή που ονομάζουμε “πολιτική ορθότητα”, την οποία για ποικίλους λόγους ορισμένοι την ακταπίνουν ή παριστάνουν…