Η ζωή, η θυσία, η αγιότητα

2
10808

Ἡ τέχνη τοῦ κινηματογράφου εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸ πὼς ἔχει ἐπιτύχει νὰ περιγράψει καίριες πτυχὲς τοῦ ἀνθρωπίνου βίου μὲ τρόπο συναρπαστικὸ καὶ πρωτότυπο. Ἡ καλοσύνη, ἡ ὀμορφιά, ὁ ἔρωτας, τὸ δίκαιο, ἡ ἐλευθερία ἔχουν κινηματογραφηθεῖ σὲ πλήθος ταινιῶν μὲ εὐαισθησία καὶ λεπτότητα.

Παρὰ ταῦτα ἔχουμε τὴν αἴσθηση πὼς μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει μιὰ ἔντονη ἀμφισβήτηση γιὰ τὸ κατὰ πόσον ὁ κινηματογράφος θὰ ἦταν ἱκανὸς νὰ παρουσιάσει μὲ ἀκρίβεια καὶ γνησιότητα ὄψεις τῆς πνευματικότητας, ἔτσι ὅπως βιώνεται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ μοιάζει νὰ δικαιώνεται κατὰ τὴν παρακολούθηση πολλῶν «χριστιανικῶν ταινιῶν» οἱ ὁποῖες δὲν καταφέρνουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ ἢ τὴν ἠθικολογία. Ὑπάρχουν ὅμως μόνο αὐτὲς οἱ ταινίες;

Τὸ 2019 λίγο πρὶν οἱ κινηματογραφικὲς αἴθουσες κλείσουν τὶς πόρτες τους στὸ κοινὸ ἐξαιτίας τῆς πανδημίας, βρέθηκα μὲ μερικοὺς φίλους σ’ ἕνα μικρὸ σινεμὰ γιὰ νὰ δοῦμε μία ταινία ποὺ μᾶς εἶχε ἔνθερμα προταθεῖ. Ὅταν ἡ προβολὴ τελείωσε περασμένα μεσάνυχτα, μᾶς θυμάμαι νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸν κινηματογράφο στὸν κρύο ἀέρα τῆς πόλης σιωπηλοὶ μὰ γεμάτοι. Κάποιοι εἶχαν τὰ μάτια ὑγρά, κάποιοι κουνούσαν τὸ κεφάλι, ἕνας φίλος εἶχε φωτίσει τὸ πρόσωπό του μ’ ἕνα χαμόγελο. Κι ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν κινηματογράφο κυκλώσαμε, ἀρχίζοντας νὰ ἀρθρώνουμε λέξεις στὴν ἀρχὴ διστακτικά, μὰ μετέπειτα μὲ τρόπο χειμαρρώδη. Τότε ἄρχισαν νὰ προβάλλουν εἰκόνες, πρόσωπα, ἐντυπώσεις, ἐρμηνεῖες. Πόση ἀλήθεια χώρεσαν τὰ μάτια μας; Πόση ζωή; Πόση χαρά; Πόση ταπείνωση; Πόσο φιλότιμο; Πόση γενναιότητα; Πόσο πόνο; Πόση ἁγιότητα; Πόσο Πνεῦμα Θεοῦ πλήρωσε τὴν ψυχή μας;

Εἴχαμε παρακολουθήσει τὴν ταινία τοῦ Τέρενς Μάλικ «Μιὰ κρυφὴ ζωή».

Ὁ ἀμερικάνος σκηνοθέτης σὲ αὐτή του τὴν ταινία μιλᾶ γιὰ τὴ ζωὴ ἑνὸς νέου αὐστριακοῦ ἀγρότη, τοῦ Φράντς, στοὺς καιροὺς τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ὁ ὁποῖος ζεῖ μὲ τὴ γυναίκα ποὺ ἀγαπᾶ, τὴ Φάνι, καὶ τὰ τρία μικρά τους κορίτσια ψηλὰ στὰ βουνά, παλεύοντας μὲ τὴ γῆ, ἐπικοινωνώντας μὲ τοὺς συγχωριανούς του, χτυπώντας τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς τους. Ὁ Φρὰντς ἀρνεῖται νὰ ὑπηρετήσει στὸ ναζιστικὸ στράτευμα, γιατὶ εἶναι χριστιανός. Ἡ ἀπόφασή του αὐτὴ τὸν ὁδηγεῖ σὲ φυλακίσεις, ἐξευτελισμούς, βασανισμοὺς καὶ τελικὰ στὸ μαρτύριο.

Ἡ ταινία «Μιὰ κρυφὴ ζωή» εἶναι ἕνα χριστιανικὸ ποίημα, ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ὕμνος, ποὺ ἁπλὰ δὲν γράφτηκε μὲ λέξεις ἀλλὰ μὲ εἰκόνες. Τὸ κατόρθωμα τοῦ χαρισματικοῦ Τέρενς Μάλικ δὲν ὀφείλεται κυρίως στὸ σενάριο, ἀλλὰ στὸν τρόπο ποὺ κινηματογραφεῖ. Λίγες σκέψεις γι’ αὐτὸ τὸν τρόπο, οἱ ὁποῖες ἔχουν τὶς ἀπαρχές τους στὴ συζήτηση τῶν φίλων ποὺ δὲν μποροῦσαμε νὰ ξεκολλήσουμε ἐκεῖνο τὸ χειμωνιάτικο βράδυ ἀπὸ τὸ πεζοδρόμιο τοῦ σινεμὰ ποὺ πρόβαλε τὴν ταινία.

Ὁ Μάλικ στρέφει τὸν φακό του στὴ φύση ποὺ περιβάλλει τοὺς πρωταγωνιστές του ὄχι ἁπλὰ γιὰ νὰ καταγράψει μιὰ ἐξωτερικὴ ὀμορφιά. Ἀναζητᾶ τὸν λόγο μέσα στὴν κτίση, τὸν μυστικὸ διάλογό της μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ γῆ συνεργεῖ, ὁ οὐρανὸς καλεῖ, τὰ στάχυα θυσιάζονται, τὰ σύννεφα φέρνουν νέα, τὰ δένδρα κλιμακώνουν, τὰ νερὰ κυλοῦν. Ὄχι δὲν ὑπάρχει μιὰ φύση ἀπαθὴς στὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου. Συμπάσχει καὶ συγχαίρει, διαλέγεται καὶ συνομιλεῖ. Δὲν ὑπάρχει ἔχθρα μεταξὺ κτίσης καὶ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἑνότητα καὶ ἁρμονία. Γι’ αὐτὸ ἡ ὀμορφιὰ ποὺ ἀποτυπώνεται εἶναι θὰ τολμούσαμε νὰ ὑποστηρίξουμε προπτωτική. Μὲ ἄλλους λόγους ἡ ταινία καταφέρνει κάποιες στιγμὲς νὰ ἀποκαλύψει κάτι ἀπὸ τὸ κάλλος τοῦ παραδείσου.

Ἡ ταινία στὸ πρῶτο της μέρος ἐπιχειρεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὴ ζωὴ δύο νέων ἀνθρώπων ποὺ μοχθοῦν καλλιεργώντας τὴ γῆ, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀνθρωποι γύρω τους. Μιὰ ζωὴ δύσκολη, ὅπου ὁ κόπος προβάλλει κυρίαρχος. Οἱ ἄνθρωποι ἐργάζονται σκληρά, τὰ σώματά τους καταβάλλονται ἀπὸ τὸν κάματο τῆς ἡμέρας, τὰ χέρια τους ἔχουν ἀγριέψει γιὰ νὰ ἀντέχουν τὸν πόνο. Ὁ Μάλικ ὅμως, χωρὶς νὰ κρύβει τὴν ἀπαιτητικότητα τοῦ βίου αὐτοῦ, ἑστιάζει στὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ἤρεμα, ξέγνοιαστα, φωτεινὰ καὶ πολλὲς φορὲς γελαστά, ὄχι μὲ μιὰ ἐπιφανειακὴ ἐξειδανίκευση ἀλλὰ μὲ ἕνα βάθος μιᾶς ἑκούσιας κατάφασης σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. Ὁ Φρὰντς καὶ ἡ Φάνι σκάβουν μὲ τὰ χέρια τους τὴ γῆ. Μπλέκουν τὰ δάχτυλά τους μὲ τὸ χῶμα καὶ μεταξύ τους, κι ἄλλοτε πετοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο στάχυα σὲ μιὰ μάχη ἀγαπητική. Κάποιες στιγμὲς παίζουν μὲ τὰ παιδιά τους τυφλόμυγα κι ἄλλοτε ξαπλώνουν στὰ χόρτα κοιτάζοντας τὸν οὐρανό. Ἡ ζωή τους εἶναι δύσκολη, σκληρὴ μὰ συναρπαστικὰ ὄμορφη, γιατὶ ἔχουν ἀποδεχθεῖ τοῦτο τὸν τρόπο τῆς ἀσκητικότητας καὶ ζοῦν καλά. Εἶναι πραγματικὰ ἐντυπωσιακὸ πῶς αὐτὲς οἱ σκηνὲς καταφέρνουν τόσο πειστικὰ νὰ ἀπαντήσουν στὸν ἰσχυρισμὸ τῆς νεωτερικότητας ὅτι ὁ ἄνθρωπος σήμερα ζεῖ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι ζοῦσε χθες, μόνο καὶ μόνο γιατὶ ἡ ζωὴ στὸ παρὸν εἶναι εὐκολότερη ἀπ’ ὅ,τι στὸ παρελθόν.

Ὁ Φρὰντς καὶ ἡ Φάνι εἶναι ἐρωτευμένοι. Ζοῦν μαζί, ἐργάζονται μαζί, μεγαλώνουν τὰ παιδιά τους μαζί. Εἶναι κι αὐτοὶ δύο παιδιὰ ποὺ κοιτοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ πόθο, ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ ντροπαλοσύνη ποὺ δὲν κρύβει ἠθικισμὸ ἢ ἐνοχές, ἀλλὰ τὸ δέος μιᾶς σχέσης ποὺ βαθαίνει ὁλοένα. Ὁ Φρὰντς καὶ ἡ Φάνι ζοῦν τὴν ἑνότητα, εἶναι ἕνα. Γι’ αὐτὸ ὁ σκηνοθέτης ἐπιδιώκει νὰ ἔχει συχνὰ τὰ δύο πρόσωπα μαζὶ στὸ ἴδιο πλάνο. Μιὰ ἐγγύτητα ψυχικὴ μὰ καὶ σωματική. Οἱ ψυχὲς καὶ τὰ σώματα περιχωροῦνται ἀδιάπτωτα. Ἀκόμα κι ὅταν τὸ ναζιστικὸ καθεστὼς χωρίζει τὸν Φρὰντς ἀπὸ τὴ Φάνι, οἱ δύο ἐρωτευμένοι βρίσκονται σ’ ἕνα συνεχὴ διάλογο, ποὺ σκηνοθετικὰ ὑπηρετεῖται μέσα ἀπὸ γράμματα ποὺ ἀνταλλάσσουν. «Πολυαγαπημένη μου γυναίκα…», «Ἀγαπημένε μου ἄνδρα…» γράφουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο κι ἀφηγοῦνται ὄχι τὸν βαρὺ ζυγὸ ποὺ σηκώνουν καὶ οἱ δύο, ἀλλὰ τὰ βαθιά τους αἰσθήματα ποὺ κρύβονται μέσα σ’ αὐτόν, καὶ τὴν πίστη τους πὼς ὁ Θεὸς ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο στὰ πράγματα. Μόνο σὲ μία περίπτωση, ὡς πειρασμὸς καὶ ἀδυναμία, ἡ ἑνότητα τῶν δύο μοιάζει νὰ κινδυνεύει. Ὅταν ὁ Φρὰντς λαμβάνει τὴν ἐπιστολὴ τῆς ἐπιστράτευσής του, ἡ Φάνι κάνει μιὰ προσπάθεια νὰ τὸν μεταπείσει στὴν ἀπόφασή του νὰ ἀρνηθεῖ νὰ ὁρκιστεῖ ὑπακοὴ στὸν Χίτλερ. Τότε ὁ Μάλικ καδράρει τὸ πονεμένο πρόσωπο τῆς γυναίκας, ποὺ στὸ φόβο καὶ τὴν ἀπελπισία της στέκει ἀπέναντι ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ. Γιὰ λίγα δευτερόλεπτα ἡ Φάνι εἶναι μόνη κατ’ ἐπιλογή. Θέλει νὰ σώσει τὸν ἄνδρα της, θέλει νὰ σώσει τὸν ἑαυτό της καὶ χωρὶς νὰ τὸ ὑποψιάζεται χωρίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο.

Οἱ ἄνθρωποι στὴ ματιὰ ποὺ ὁ Μάλικ καταθέτει δὲν εἶναι ἀναμάρτητοι. Τὰ πάθη ὑπάρχουν φανερὰ καὶ ἀπεικονίσιμα. Ὁ φακὸς τοῦ σκηνοθέτη ὅμως δὲν ἕλκεται ἀπὸ αὐτά. Τὰ ἀποτυπώνει μιᾶς καὶ ὑπάρχουν μὰ δὲν ζουμάρει στὶς πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης κακίας. Ἀντιθέτως κινηματογραφεῖ χωρὶς νὰ κατακρίνει. Οἱ «κακοὶ» τῆς ταινίας δὲν εἰκονίζονται μισητοί. Οἱ συγχωριανοὶ τοῦ Φρὰντς ἐρεθισμένοι ἀπὸ τὶς ἰαχὲς τοῦ πολέμου ἀπομονώνουν καὶ στοχοποιοῦν τὴν οἰκογένειά του. Οἱ ἴδιοι ὅμως σκύβουν τὸ κεφάλι συντετριμμένοι ὅταν ἀκοῦν τὴ πένθιμη καμπάνα ποὺ ἀναγγέλλει τὸν θάνατο τοῦ Φράντς. Οἱ βασανιστὲς τοῦ Φρὰντς στὶς φυλακὲς χτυποῦν ἀνελέητα τὸ σῶμα καὶ τὴ ψυχὴ τῶν κρατουμένων. Μὰ ὅταν ἀνεβάζουν τοὺς πρὸς ἐκτέλεση στὸ φορτηγὸ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, ἐκεῖνος ποὺ φρικτὰ εἶχε ταλαιπωρήσει τὸν Φρὰντς ἀποτολμᾶ νὰ βγάλει τὸ πηλίκιό του ἀπὸ τὸ κεφάλι σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Κι ὅταν ὁ Φρὰντς δικάζεται ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸ δικαστήριο ὁ πρόεδρος τῆς ἕδρας ποὺ τὸν καταδικάζει σὲ θάνατο φανερώνεται συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς ὑπόθεσης. Ὁ Μάλικ ἐπιλέγει συνειδητὰ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς ἀλήθειας γι’ αὐτὸ δὲν δαιμονοποιεῖ τὰ πρόσωπα ποὺ ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ ψάχνει ἐπίμονα τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ κρύβεται μέσα τους. Δὲν κάνει κινηματογράφο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ φωτίσει τὸν κόσμο.

Μιᾶς καὶ ἀναφερθήκαμε στὴ σκηνὴ τοῦ δικαστῆ ἔχει ἐνδιαφέρον μιὰ λεπτομέρεια. Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς συνομιλίας του μὲ τὸν Φρὰντς ὁ δικαστὴς παίζει μὲ τὴ βέρα του. Κάποια στιγμὴ ἀπευθύνεται στὸν κρατούμενο μὲ κάποια ἀγωνία καὶ τὸν ρωτᾶ: «Μὲ κρίνεις;». Ὁ Φράντς ἀπαντᾶ ἀρνητικά, μὰ ὁ δικαστὴς ἔχει δίκιο. Κρίνεται αὐστηρὰ ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸν συνομιλητή του ἀλλὰ ἀπὸ τὴ βέρα ποὺ φορᾶ. Εἶναι μεγαλοφυὴς ὁ τρόπος ποὺ ὁ Μάλικ ἑστιάζει στὶς βέρες τῶν ἀνθρώπων σὲ ὁλόκληρη τὴν ταινία. Συχνὰ τὰ πλάνα κυλοῦν ἀπὸ τὰ πρόσωπα στὰ χέρια καὶ κατόπιν στὰ δάχτυλά τους. Ὁ Φρὰντς καὶ ἡ Φάνι ἐργάζονται μὲ τὴ γῆ μὰ ὁ Μάλικ ἐπιδιώκει νὰ δείξει τὶς βέρες τους. Ἄλλοτε ἀγκαλιάζονται καὶ τὰ δάχτυλά τους πλέκονται καὶ τὸτε οἱ βέρες τους συναντιῶνται. Ὁ πατέρας τῆς Φάνι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Φρὰντς συνοδεύει τὴν κόρη του σὲ κάποια ὑπηρεσία γιὰ νὰ παρακαλέσουν για τὴν ἀπελευθέρωσή του, χωρὶς κάποιο ἀποτέλεσμα. Φεύγουν ἀπογοητευμένοι. Περπατοῦν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον. Ὁ πατέρας της τὴν παρηγορεῖ, μὰ κλείνει τὸν λόγο του μὲ μιὰ ἀλήθεια πρὸς τὸ πονεμένο του παιδί: «Καλύτερα νὰ ὑποφέρει κανεὶς τὴν ἀδικία παρὰ νὰ τὴν προκαλεῖ». Τὸ ἀνδρικό του χέρι ἀγγίζει τρυφερὰ τὸ μάγουλο τῆς Φάνι καὶ διακρίνει κανεὶς στὸ δάχτυλο δύο βέρες, ὅπως συμβαίνει στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν τὴν ἀπώλεια τῆς χηρείας. Οἱ βέρες πρωταγωνιστοῦν στὴν ταινία τοῦ Μάλικ, ὡς σύμβολα μυστικὰ ποὺ μαρτυροῦν πὼς ἡ ἀναφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ ἕναν ἄλλον, ἑνὸς ἄνδρα σὲ μιὰ γυναῖκα καὶ μιᾶς γυναίκας σὲ ἕναν ἅνδρα γίνεται κριτήριο ζωῆς. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀληθινὰ ἀγαπήσει δὲν εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὸ κακό. Ποιὸς ἔχει ὅμως ἀγαπήσει ἀπόλυτα καὶ ἰδανικά; Σίγουρα κανείς. Ὁ ἔρωτας ὅμως μᾶς φέρνει στὰ ὅρια τοῦ ἀπολύτου καὶ γι’ αὐτὸ γίνεται μέτρο καὶ κριτήριο τῆς ἀγάπης μας. Κι ἄν ἔχεις ἔστω λίγο ἀγάπη αὐτὴ ἀντιστέκεται σθεναρὰ στὴν κακία καὶ τὸ ἄδικο. Τούτη τὴν ἀλήθεια καταθέτει μυστικὰ καὶ συμβολικὰ ὁ Μάλικ μὲ τὸ κρυφό του παιχνίδι μὲ τὶς βέρες.

Ἡ ζωὴ τοῦ Φρὰντς στὴ φυλακὴ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους κρατουμένους οἱ ὁποῖοι διώκονται κι ἐκεῖνοι γιὰ τὰ φρονήματά τους παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν σκηνοθέτη μὲ τρόπο μυσταγωγικό. Ὁ Φρὰντς ἀκούγεται νὰ ἀπαγγέλλει μιὰ προσευχή (στίχους ἐλεύθερους ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν). Ἡ κάμερα ξεκινᾶ ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους τῆς φυλακῆς κινούμενη πρὸς τὸ φῶς. Παρεμβάλλονται σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Φρὰντς στὸ κελὶ του. Ἐκφοβισμοί, ἐξευτελισμοί, ταλαιπωρίες, στερήσεις, ξυλοδαρμοί, βασανισμοὶ διακόπτουν τοὺς προσευχητικοὺς λόγους. Ὁ Μάλικ καταθέτει μιὰ ζωὴ ποὺ μεταποιήθηκε σὲ προσευχή, μιὰ ζωὴ ποὺ στὰ δεσμὰ συνάντησε τὴν ἐλευθερία, μιὰ ζωὴ ποὺ ἀντιστάθηκε στὴν κακία μὲ λόγο. Μιὰ ζωὴ φυσικὰ ποὺ πειράζεται ἀπὸ τὸν Πονηρό. Ὁ σκηνοθέτης προσωποποιεῖ τοὺς πειρασμικοὺς λογισμοὺς τοῦ Φράντς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνακριτές του μὲ ἠπιότητα τοῦ λέει: «Δὲν δημιούργησα ἐγὼ αὐτὸν τὸν κόσμο ἔτσι ὅπως εἶναι, οὔτε κι ἐσύ. Ὅλοι ἔχουμε αἷμα στὰ χέρια μας. Κανεὶς δὲν εἶναι ἀθῶος. Κραυγές, αἰματοχυσία παντοῦ. Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τοῦτο τὸν κόσμο δημιούργησε καὶ τὸ κακό». Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαβολὴ τῆς ἀλήθειας συνέχισε παραινετικά: «Πρόσεχε, φίλε μου. Ὁ Ἀντίχριστος εἶναι ἔξυπνος. Χρησιμοποιεῖ τὶς ἀνθρώπινες ἀρετὲς γιὰ νὰ παραπλανήσει τὸν κόσμο». Ὁ Φρὰντς παλεύει μὲ τοὺς διαβολικοὺς λογισμούς: Μήπως εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ τὰ ὅσα συμβαίνουν. Μήπως τὸ πάθος τῆς ὑψηλοφροσύνης σκοτείνιασε τὴ σκέψη του. Μήπως εἶναι μάταιη ἡ θυσία του. Καὶ ἀργότερα στὴ φυλακὴ ἕνας συγκρατούμενός του θὰ τοῦ πεῖ: «Ὁμολόγησέ το. Ὁ Θεός σας δὲν ἔχει οἶκτο. Μᾶς ἄφησε. Μᾶς ἐγκατέλειψε. Ὅπως ἔκανε στὸν Χριστό σας, τὸν γιό του. Πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ τὸ νὰ ἔχουμε τὸ καθημερινὸ ψωμί μας; Πόσο μακριὰ ἀπὸ τὸ νὰ παραδοθοῦμε στὸ κακό; Νὰ μπορούσαμε μόνο νὰ δοῦμε τὴν ἀρχὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Tὴν αὐγή. Ὅμως, τίποτα. Γιατί δίνεις τὴ ζωή σου γι’ αὐτούς; Γιατί τὴ δική σου ζωή; Οἱ ἄνθρωποί σου μάταια χάθηκαν. Ἦρθε καὶ δὲν ἔκανε τίποτα. Εἴκοσι αιῶνες μὲ ἀποτυχίες». Ὁ Μάλικ βάζει τὸν κρατούμενο-λογισμὸ να κινεῖται συνεχῶς γύρω ἀπὸ τὸν Φράντς, ὁ ὁποῖος παραμένει σιωπηλός. Εἶναι κι αὐτὸς ἄνθρωπος, ἀγαπᾶ τὴ ζωή, θέλει τὴν ἐλευθερία του. Ὅλα ὅσα ἀκούει εἶναι θελκτικά, μὰ εἶναι πλέον ἱκανὸς νὰ ἀναγνωρίσει τὴ ψευτιά τους. Τὰ ὅσα περνᾶ δὲν εἶναι μάταια, ἔχουν νόημα. Μέσα ἀπὸ ὅσα τραγικὰ τοῦ συμβαίνουν ἐκεῖνος βρίσκει ἕνα ἐσωτερικὸ μονοπάτι γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἀληθινό του ἑαυτό. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τὴ Φάνι τῆς γράφει γιὰ τὴ ζωή του στὴ φυλακή: «Ὅταν ἐγκαταλείψεις τὴν ἰδέα νὰ ἐπιβιώσεις μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα, σὲ πλημμυρίζει ἕνα καινούργιο φῶς. Κάποτε βιαζόσουν, πάντα ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκοῦσε. Τώρα ἔχεις ὅσο χρειάζεσαι. Κάποτε δὲν συγχωροῦσες κανέναν. Ἔκρινες τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς ἔλεος. Τώρα ποὺ βλέπεις τὴ δική σου ἀδυναμία, καταλαβαίνεις καὶ τὴν ἀδυναμία τῶν ἄλλων». Ὅσο ἀκούγονται τὰ λόγια αὐτὰ ὁ σκηνοθέτης μᾶς δείχνει τὸν Φρὰντς μαζὶ μὲ ἄλλους κρατουμένους νὰ τρῶνε ἀπὸ κάτι τσίγκινα πιάτα λιγοστὸ χυλὸ στὸ προαύλιο τῆς φυλακῆς. Ἕνας σκελετωμένος κρατούμενος τρώει μὲ μεγάλη βουλιμία. Ὁ Φρὰντς περνᾶ ἀπὸ δίπλα του, κοντοστέκεται καὶ τοῦ δίνει μιὰ μπουκιὰ ἀπὸ τὸ ψωμί του. Ὁ συγκρατούμενος αἰφνιδιάζεται γιὰ μιὰ στιγμή, μὰ ἀμέσως μετὰ ἀρχίζει νὰ σκουπίζει τὸ πιάτο του μὲ τὸν λιγοστὸ ἄρτο. Στὴν ἑπόμενη σκηνὴ οἱ φυλακισμένοι στέκονται ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν κελιῶν τους καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς δεσμοφύλακες, ποὺ εἶχε δεῖ τὰ ὅσα ἕλαβαν χώρα στὴν αὐλή, τὸν τιμωρεῖ χτυπώντας τον βάναυσα μέχρι λιποθυμίας. Ὁ Φρὰντς κλείνει τὰ μάτια καὶ βρίσκεται στὴν ἀγκάλη τῆς Φάνι ποὺ τὸν παρηγορεῖ. Ὁ Φρὰντς δὲν βλέπει τὴ ζωὴ ἁπλὰ ὡς ἐπιβίωση, γι’ αὐτὸ φωτίζεται ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ τὸν καθιστᾶ πραγματικὰ ἐλεύθερο ἀπὸ ὅλα τὰ δεσμά του.

Ο Τέρενς Μάλικ ἀκολουθεῖ τὸν Φρὰντς πρὸς τὸ μαρτύριο. Καταγράφει ἐκεῖνα ποὺ φαίνονται, μὰ κυρίως καταγράφει τὴν ἐσωτερικὴ πορεία τοῦ ἥρωά του. Ὁ Φρὰντς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μιὰ ζωὴ καλή, μιὰ ζωὴ ἁπλή, μιὰ ζωὴ «πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα» ἀνέγγιχτη ἀπὸ τὰ προβλήματα. Ἡ σκιὰ ὅμως τοῦ πολέμου ἀλλάζει τὰ πράγματα. Ὁ Φρὰντς καλεῖται νὰ λάβει τὴ βασικὴ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση. Ἀφήνει τὰ ἐργαλεῖα τῆς γῆς καὶ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα ὅπλο. Ἔρχεται σὲ ἐπαφή, ὄχι μὲ τὸν ἐχθρό, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀντίχριστη ἰδεολογία τοῦ Γ΄ Ράιχ. Ὅταν ἐπιστρέφει στὸν τόπο του πλέον ξέρει τί συμβαίνει. Καταφεύγει στὴν Ἐκκλησία του. Μιλᾶ μὲ τὸν παπὰ τοῦ χωριοῦ του. Καταθέτει τὴν ἀγωνία του: «Πάτερ, ἂν μὲ καλέσουν, δὲν μπορῶ νὰ ὑπηρετήσω. Σκοτώνουμε ἀθώους ἀνθρώπους. Κάνουμε ἐπιδρομὲς σὲ ἄλλες χῶρες. Τσακίζουμε τοὺς ἀδύναμους. Καὶ οἱ παπάδες τοὺς ἀποκαλοῦν ἥρωες, ἀκόμα καὶ ἁγίους... Ποιούς; Τοὺς στρατιῶτες, ποὺ κάνουν ὅλα αὐτά; Μὰ ὅμως, μπορεῖ ἥρωες νὰ εἶναι οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ὑπερασπίζονται τὰ σπίτια τους ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς». Δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει. Βλέπει τοὺς συγχωριανούς του νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὴ μέθη τῆς δύναμης, ἀπὸ τὴ ρητορεία τοῦ μίσους, καὶ θλίβεται. Δὲν δύναται νὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Ἐκεῖνοι τὸ καταλαβαίνουν. Προσπαθοῦν νὰ τὸν συνετίσουν, τοῦ ἐπιτίθενται. Ἡ μάνα του βλέπει τὴν ἐπιλογή του. Φοβᾶται. Ἔμεινε χήρα στὸν προηγούμενο πόλεμο ποὺ το γερμανικό ἔθνος εἶχε διεξαγάγει καὶ δὲν ἤθελε νὰ χάσει καὶ σ’ αὐτὸν ἕναν ἀκόμα ἀγαπημένο. Τὰ βάζει μὲ τὴ νύφη της. Τὴν κατηγορεῖ: «Ἀπὸ τὸτε ποὺ σὲ γνώρισε ἄλλαξε». Ἀνεπίγνωστα λέει τὴν ἀλήθεια. Ὁ Φρὰντς ἐπειδὴ ἀγάπησε τὴ Φάνι δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μιὰ ζωή βολεμένη. Δὲν αἰσθάνεται πὼς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μὴν ἀκούσει τὴ συνείδησή του. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι σωστό. Εἶναι ὅμως σωστὸ νὰ ἀφήσει τὴν οἰκογένειά του μόνη μὲ τὶς συνέπειες τῆς δικῆς του ἐπιλογῆς; Ἡ Φάνι στέκεται δίπλα του, ὅμως φοβᾶται, ὅπως θὰ συνέβαινε στὸν καθένα. Κι ὅταν ἔρχεται τὸ κάλεσμα τῆς ἐπιστράτευσης τοῦ Φρὰντς ἡ Φάνι σπάει. Ὁ Μάλικ πλάθει μιὰ σκηνὴ συγκλονιστική. Ὁ ἄνδρας κι ἡ γυναῖκα ἀρχίζουν μιὰ ἀγκαλιὰ ποὺ γίνεται βίαιη πάλη. Ὁ Φρὰντς ἀποχωρεῖ καὶ μένει ἡ Φάνι νὰ κρατᾶ στὰ χέρια της ἕνα κοκαλωμένο χοντρὸ σκοινὶ ἀπ’ αὐτὰ που χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὰ ζῶα. Μένει ἀγκαλιὰ μ’ ἕνα κόμπο ποὺ δὲ λύνεται, μὲ δεσμὰ ποὺ τὴν πνίγουν. Κι ὅμως τούτη ἡ γυναίκα πορεύεται δίπλα στὸν ἄνδρα της σὲ κάθε βῆμα τοῦ δικοῦ του μαρτυρίου. Εἶναι καὶ ἡ ἴδια μάρτυς. Οἱ δυό τους εἶναι ἕνα. Κι ὅταν λίγο πρὶν τὴν ἐκτέλεση τοῦ Φρὰντς καλοῦν τὴ Φάνι νὰ τὸν συναντήσει στὸν τόπο τῆς φυλάκισής του, σὲ μιὰ ἔσχατη προσπάθεια τοῦ καθεστῶτος νὰ κλωνίσει συναισθηματικὰ τὸν ἀντιρρησία, ἐκείνη στέκεται μὲ δέος μπροστὰ στὸν ἄνδρα της λέγοντάς του: «Σ' ἀγαπῶ. Ὅ,τι κι ἂν κάνεις, ὅ,τι κι ἂν γίνει, θὰ εἶμαι μαζί σου γιὰ πάντα. Κάνε ὅ,τι εἶναι σωστό». Τὸ πρόσωπο τοῦ Φρὰντς φωτίζεται. Ἕνας λυγμὸς κι ἕνα χαμόγελο. Ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ. Εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ συναντήθηκαν σὲ τούτη τὴ ζωή. Τοὺς χώρισαν βίαια. Τὰ πάντα ὅμως εἶχαν κριθεῖ. Ὁ Φρὰντς καὶ ἡ Φάνι πλέον ἦταν κατὰ ἀπόλυτο τρόπο ἕνα, μαζὶ γιὰ πάντα.

Μιὰ ζωὴ βγαλμένη ἀπὸ τὰ συναξάρια κατάφερε ὁ Τέρενς Μάλικ νὰ τὴν χωρέσει στὸν κινηματογραφικὸ φακό, ἀποδεικνύοντας πὼς ἡ τέχνη αὐτὴ δύναται νὰ ἐκφράσει μὲ γνήσιο τρόπο τὴν ἐκκλησιαστική πνευματικότητα. Γιατὶ τελικὰ κάθε τέχνη στὶς ὑψηλότερες ἐκφράσεις της μπορεῖ νὰ θεολογεῖ.

 

Δημοσιεύθηκε στο τχ 353 (Δεκέμβριος 2022) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”,  μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Εκκλησία και κινηματογράφος».

Παρακολουθείστε (μέχρι την 05.10.2023) την ταινία στο https://www.ertflix.gr/vod/vod.291481-mia-kruphe-zoe

2 Σχόλια

  1. Είναι γεγονός ότι υπάρχει άλλο ένα παρόμοιο κείμενο. Η ανάλυση τής (;) France Farago για την ταινία «Αντρέι Ρουμπλιώφ» του Αντρέι Ταρκόφσκυ:
    https://antifono.gr/farago/

    Δύο κείμενα που, ενώ μιλάνε για ταινίες που έχουμε – εντυπωσιασμένοι – ήδη δει,
    μας φέρνουν (τα κείμενα αυτά) να τις ανακαλύπτουμε εξ υ π α ρ χ ή ς κατάπληκτοι, πια, με τις πτυχές τους εκείνες οι οποίες είχαν – και όμως – διαφύγει απ’ τον θαυμασμό μας.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ