Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Στόν δρόμο κατεβαίνοντας ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές Του ἀπό τή Βηθανία γιά τά Ἱεροσόλυμα βρίσκει μία συκιά καί τήν καταριέται νά ξεραθεῖ, γιατί δέν βρῆκε καρπό. Σάν τούς μεγάλους προφήτες κάνει τέτοιες πράξεις ἐν σαλότητι γιά νά δώσει τό μεγάλο μήνυμα ὅτι ἔτσι ὁμοιάζουν οἱ φαρισαῖοι, εἶναι δένδρα μέ ἐπιδεικτικά φύλλα χωρίς καρπούς ἀρετῶν. Ὅλη τήν ἡμέρα Του τήν περνάει στόν Ναό. Ἀπομακρύνει τούς ἐμπόρους τοῦ Ναοῦ ἀπό τό αἴθριο τοῦ Ναοῦ καί καθαρίζει ἔτσι τό σπιτικό Του. Εἶναι ἐκμεταλλευτές τῆς θρησκευτικότητος τοῦ λαοῦ καί κατάντησαν τον οἶκο τοῦ Θεοῦ οἶκο ἐμπορίου. Ὁ τόπος αὐτός εἶναι τόπος προσευχῆς καί ὄχι “φωλιά ληστῶν”. Τήν ἡμέρα αὐτή γίνεται τό τρίτο συνωμοτικό συμβούλιο ἀπό τούς προεστούς τοῦ λαοῦ γιά τόν ἀφανισμό τοῦ Χριστοῦ. Δέν μποροῦν νά ἀντέξουν νά ὁμιλεῖ καί νά ἐνεργεῖ ”ὡς ἐξουσίαν ἔχων”… Καί ὅλος ὁ λαός ἔτρεχε ξοπίσω Του καί Τόν ἄκουγε καί Τόν στήριζε. Τό βράδυ ἀποσύρεται πάλι στήν Βηθανία. Ἡ ἐκκλησία προβάλλει τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ καί κάνει τήν ἔναρξή τους μέ τήν εἴσοδο τοῦ Νυμφίου στό κέντρο τοῦ Ναοῦ. Καλεῖ τούς πιστούς νά ζήσουν μέ κατάνυξη τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ πού σάν φῶτα σωστικά ἀνατέλλουν στόν κόσμο. Ἡ ἔναρξη τῶν παθῶν ἀκούγεται θρηνητικά ἀπό τά τροπάρια. Προβάλλουν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού τρέχει καί ἐπείγεται γιά νά σταυρωθεῖ καί νά σώσει τόν κόσμο. “Τὰ Πάθη τὰ σεπτά, ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ Κόσμῳ· Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται, τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι, ὁ τὰ σύμπαντα, ἐν τῇ δρακὶ περιέχων, καταδέχεται, ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ, τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.”
Μέσα στά τροπάρια καί στό συναξάρι γίνεται μνεία τοῦ Πάγκαλου Ἰωσήφ καί τῆς ξηρανθείσης συκῆς καί καλούμαστε νά ἀπωθήσουμε κάθε ρύπο καί ἠθική βρωμιά ἀπό πάνω μας καί νά φύγουμε ἀπό τήν ὑποκριτική προσέγγιση τοῦ Θεοῦ μέ ἀρετές, καί ὄχι ἐπιδειξιoμανίες καί ἐθιμοτυπίες. Νά σκύψουμε βαθιά στήν ἁμαρτία μας καί μέ μετάνοια νά Τόν προσεγγίσουμε. Ὁ Ἰωσήφ εἶναι τύπος προφητικός τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ζωή του μιλᾶ γιά τήν ἁγνότητά του καί τήν μεγάλη συγχωρητικότητά του. Ἔνιωθε ἔντονα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του. Μπροστά στήν πρόκληση τῆς ἁμαρτίας τῆς σάρκας φεύγει γιά νά σωθεῖ γλιστρώντας ἀπό τά χέρια τῆς αἰγυπτίας γυναικός, λέγοντας προσευχόμενος μέσα στήν καρδιά του “πῶς νά ἁμαρτήσω μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ;”. Ἔνιωθε ὅτι ἀνήκει σ’ Αὐτόν. Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν, εὑρὼν ὁ δράκων, διὰ ῥημάτων, ἔσπευδε κολακείας, ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ, ἀλλ’ αὐτὸς καταλιπὼν τὸν χιτῶνα, ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ γυμνὸς οὐκ ᾐσχύνετο, ὡς ὁ Πρωτόπλαστος, πρὸ τῆς παρακοῆς· αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς Κι ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Ἰακώβ, καί βρισκόταν ὡς Φαραώ στόν θρόνο τῆς Αἰγύπτου, ἦρθαν τά ἀδέλφια του ἐναγώνια καί ἐξέφρασαν τούς φόβους τους μήπως θά τούς ἐκδικηθεῖ γιά τήν ἄθλια συμπεριφορά τους. Τότε τινάχτηκε ψηλά ἔκπληκτος λέγοντάς τους πώς ποτέ δέν τοῦ πέρασε ἀπό τό νοῦ μία τέτοια ἐκδικητικότητα. Ἦταν τοῦ Θεοῦ καί δέν θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ἔτσι. Σέ κάθε πειρασμό ἀνήθικο καί πειρασμό κακίας ἀπαντοῦσε μέσα του μέ βαθειά συναίσθηση ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ἁμαρτήσει μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶναι δικός Του ἄνθρωπος. Μέσα του ἡ καρδιά του ἔλεγε βιωματικά “τοῦ Θεοῦ εἰμί”. “Ῥύπον πάντα ἐμπαθῆ, ἀπωσάμενοι, ἐπάξιον τῆς θείας Βασιλείας, γνώμην ἀναλάβετε ἔμφρονα, τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις προέφης, ἡ πάντων σοφία, ἐν ᾗ δοξασθήσεσθε, λάμποντες ἡλίου τηλαυγέστερον”. Μεγάλη Δευτέρα καί ἄρχισε καί ἡ δική μου πορεία, ἡ σταυροαναστάσιμη πορεία τῆς καρδιᾶς μου. Καί ἔσκυβα μέσα μου. Ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου νά ἀκολουθεῖ πλάι πλάι τόν Χριστό. Κοντά Του στήν Βηθανία, στόν δρόμο, στόν Ναό. Στό ξεκίνημα αὐτοῦ τοῦ ὁδοιπορικοῦ ὁ Κύριός μου ζητᾶ, γιά νά εἶμαι δίπλα Του, τήν ἁγνότητά μου καί τήν ἀνεξικακία μου. Ἡ μετάνοιά μου αὐτή καί ἡ προσευχόμενη ἀγάπη μου στούς ἐχθρούς μου μέ κάνουν συνοδοιπόρο. Οὐρανοφύτευτο δένδρο καί ὁ ἐαυτός μου ὄχι μέ τά ἐπιδειξιομανῆ πυκνά φύλλα τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς καθωσπρέπειας τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ τήν βαθειά ταπεινή σιωπή τῶν καρπῶν τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ, προσπίπτομέν σοι, καὶ δεόμεθά σου Σωτὴρ τοῦ Κόσμου. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς τῶν μετανοούντων. Στήν πορεία Του αὐτή Τόν συνοδεύουν οἱ μαθητές Του...
Τραγικές φιγοῦρες... Τόν ἔβλεπαν σάν Μεσσία τύπου πολιτικοῦ ἡγέτη καί ἔψαχναν ὑπερήφανα τήν δική τους δόξα δίπλα Του. Καί στήν σταύρωσή Του Τόν ἐγκατέλειψαν άπελπισμένοι. Καί καθρέπτιζα τόν ἑαυτό μου στίς μορφές αὐτές... Πῶς νά σέ ἀκολουθήσω σήμερα Κύριε; Σύ εἶσαι ὁ Νυμφίος τῆς καρδιᾶς μου, ὁ ταπεινός Θεός. Σέ κρατοῦσα μέσα μου μέ μιά ἀδιάλειπτη εὐχή θείου ἔρωτος. Ἔτρεχα στούς ἀδελφούς μου μέ τούς ὁποίους εἶμαι πικραμένος γιά νά συγχωρεθῶ. Σάν τόν Ἰωσήφ ἅγνιζα τόν ἑαυτό μου σέ μιά καθαρότητα τοῦ νοῦ καί τοῦ σώματος. Θαύμαζα τήν ἀκακία του καί τήν συγχωρητικότητά του, πού τήν ἔβλεπα καί στό πρόσωπό σου Χριστέ μου. Καί σέ συνόδευα πορευόμενος δίπλα Σου μέ ἀγάπη πολλή. Σύ είσαι ὁ Νυμφίος τῆς καρδιᾶς μου. Καί ἑτοίμαζα τήν καρδιά μου, μέ τήν ἁγνότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς μου καί τοῦ σώματός μου, καί σέ συνόδευα. Σιωπηλός χωρίς κανέναν νά κατακρίνω. Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀκαρπίαν, τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Τοπάλη «Μεγάλη Εβδομάδα: Το Σταυροαναστάσιμο οδοιπορικό της ψυχής μου», Αμύνταιο 2014.
Αναδημοσιευμένο στην ιστοσελίδα Η ¨άλλη Όψις:
«Ο Μονογενής Υιός». Ρωσική εικόνα.