Τον γνώρισα στην Καλλιδρομίου, το 1980. Είχε τότε κατσαρό, βαθυκάστανο μαλλί και πλούσιο μουστάκι. Βλέμμα σαν βραχνό blues, αγέρωχα ηττημένο, αλλά ηττημένο όχι σε μάχη ή σε πόλεμο, ηττημένο από θέση, από τοποθέτηση, ύστερα από σοφή απόφαση, ηττημένο μπροστά στον πελώριο πλούτο και το συντριπτικό χάος του παρελθόντος της ανθρωπότητας. Αυτό το παρελθόν της ανθρωπότητας μοχθούσε αγρίως ο Κωστής να το γνωρίσει και να το κατανοήσει. Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι απ’ την αρχή καταδικασμένο. Και καταδικαστικό. Σε τσακίζει. Αξίζει όμως να το τολμήσεις.
Ήταν ο πιο τρυφερός ανάμεσά μας. Καμωνόταν τον κυνικό, αλλά ήταν καρδούλα. Δεν μπλέχτηκε σε καμία από τις πάμπολλες ίντριγκες της Σόλωνος. Τρικλοποδιές δεν έβαλε, ποτέ και σε κανέναν. Υπήρξε, τουναντίον, γενναιόδωρος, χωρίς να το κάνει θέμα. Κάμποσοι συγγραφείς οφείλουν στον Κωστή το ότι εκδοθήκανε, και μάλιστα με επιτυχία. Κι ακόμα, και κυρίως, οφείλουμε στον Κωστή το ότι ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για το δοκίμιο, το δύσκολο είδος που διακόνησε δυνατά.
Τόσο ο Κωστής Παπαγιώργης όσο και ο Ίκαρος Μπαμπασάκης μπορούμε να πούμε πια σήμερα ότι αποτελούν μέλη της λεγόμενης παρέας των έξι (Ευγένιος Αρανίτσης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Ηλίας Λάγιος, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Κωστής Παπαγιώργης, Σταθόπουλος), η οποία βρισκόταν συχνά σε στέκια των Εξαρχείων και κυρίως στον Ένοικο της Καλλιδρομίου.
Ο καθένας από αυτούς σε σχέση με την κρατούσα τάξη αντιπροσωπεύει ένα είδος αμφισβήτησης, με χαρακτηριστικά που δεν έχουν να κάνουν τόσο με εξωτερικές δομές, όσο με στοιχεία του βιωματικού κόσμου, μια «κατεβασιά στο βίωμα», όπως έχει σημειώσει σχετικά νομίζω η Μελίνα Τανάγρη. Καθώς η κάθοδος στο βίωμα μ’ ενδιαφέρει και μένα, είπα να γράψω αυτό το σημείωμα για τον Παπαγιώργη, αν και δεν τον συναναστράφηκα ποτέ. Από την παρέα αυτή μόνο τον Μπαμπασάκη και τον Λάγιο γνώρισα και αυτούς στο πλαίσιο άλλης παρέας.
Ο Παπαγιώργης άφησε πίσω του ένα σημαντικό και μεγάλο μεταφραστικό έργο, αλλά δεν θα σταθώ σε αυτό. Θα πάω κατ’ ευθείαν στο δοκιμιακό έργο του, με το οποίο, όπως εύστοχα λέει ο Μπαμπασάκης, όχι απλώς υπηρέτησε το είδος, αλλά και το ανανέωσε για τα ελληνικά πράγματα. Δεν δίνει την αίσθηση ότι θέλει να κατασκευάσει επιτηδευμένες προτάσεις. Οι περισσότερες είναι μικρές, διατυπωμένες μ’ ένα πλούσιο και πολλές φορές απρόσμενο λεξιλόγιο. Αποτυπώνουν αβίαστα, ρυθμικά, ακόμη και ποιητικά, μια σκέψη, η οποία, παρά το γεγονός ότι ενσωματώνει ένα μοναδικό πλήθος θεωρητικών και λογοτεχνικών αναφορών, είναι ολότελα δική του.
Όπως ο Γιώργος Ιωάννου ή ο Ηλίας Πετρόπουλος, του αρέσει να μιλάει για θέματα που σχετίζονται με σκοτεινές, θα μπορούσαμε να πούμε, πτυχές του βιώματος: κλοπή βιβλίων, ξυλοδαρμοί, ζηλοτυπίες, και κυρίως μεθύσι. Θα σταθώ στο τελευταίο, και με αφορμή το βιβλίο του Περί Μέθης, το οποίο δημοσίευσε το 1990, θα προσπαθήσω μ’ ένα μικρό σχόλιο να πω τη σκέψη που έχω στο μυαλό μου όσο πιο σύντομα γίνεται, στο πλαίσιο μιας ανάρτησης όπως αυτή, και ίσως στο μέλλον την αναπτύξω σε καταλληλότερο περιβάλλον.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του δοκιμίου αποτελείται από περιγραφές σχετικών με το θέμα αναφορών από μια σειρά κειμένων (Ομηρικά Έπη, Πλατωνικοί Διάλογοι, Ραμπελέ, Μποντλέρ, Ντοστογιέφσκι, Κέρουακ, κ.α.) αυτό δεν σημαίνει ότι όλες αυτές δεν τις διέπει η θέαση του ίδιου του Παπαγιώργη. Έτσι, μιλάει ο ίδιος προς το τέλος για τον αληθινό μέθυσο, λέγοντας ότι δεν είναι εκείνος που σταματάει στην απλή ζάλη, αλλά που σκοπός του είναι να φθάσει στο ναυάγιο, να γίνει κουρέλι, να μην τον κρατάνε τα πόδια του, να μην τον κρατάει τίποτα (σ. 164-165). Τόσο μέσα από αυτό το βίωμα διάλυσης, όσο και μέσα από άλλα παρόμοια, ο Παπαγιώργης θεωρεί ότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει και ζει το βαθύτερο νόημα της ζωής και του υπάρχειν, που είναι η απώλεια. Διαφορετικά, «καιρός του σκυλοζείν, καιρός του οικουρείν».
Ο ίδιος παραδόθηκε σε αυτό το βίωμα της διάλυσης μέσω της μέθης για πολλά χρόνια, κυρίως τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του άρεσε πολλές φορές να καταλήγει σ’ ένα σκυλάδικο της οδού Έσλιν, μία παροδος στο τέρμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στους Αμπελοκήπους, το οποίο τη δεκαετία του ’70 ήταν γνωστό ως Κάψες, αλλά τη δεκαετία του ’80 μετονομάστησε σε Ανατολή. Προς τον δρόμο φαινόταν μια μεγάλη ταμπέλα με το όνομα του μαγαζιού, αλλά πίσω από αυτή δεν υπήρχαν παρα μόνο παραπήγματα, και κάτω από αυτά μια σκάλα με δεκαπέντε σκαλιά. Εκεί ήταν η Ανατολή.
Όπως σημειώνει η Μελίνα Τανάγρη εκεί κατέβαιναν, για να ξεσπάσουν τον νταλγκά τους λαχαναγορίτες, πουτάνες, και κάποιοι τύποι που μπορεί να είχαν βγει από τη φυλακή. Ανάμεσα σε αυτούς και μια παρέα διανοουμένων με πρωταγωνιστή τον Παπαγιώργη, ο οποίος συστηνόταν στο μαγαζί ως “πλακάς”, αλλά οι άνθρωποι του μαγαζιού του είχαν βγάλει και το παρατσούκλι “αιμοδότης”, λόγω του αίματος που έχυνε καμιά φορά με το κόψιμο των χεριών του πάνω στα σπασμένα πιάτα. Στο μαγαζί αυτό του άρεσε να πηγαίνει, ακόμη κι όταν στις αρχές του ’90 έκοψε το ποτό, κι ενώ η παρέα του έπινε ουίσκυ, εκείνος περιοριζόταν σε μια σουρωτή.
Τα βλέπω όλα αυτά με συμπάθεια. Διαφορετικά δεν θα τα έγραφα. Ωστόσο, κάτι θα με κρατούσε μακριά και από αυτή την παρέα. Θα το διατυπώσω, δυστυχώς σύντομα και ερμητικά, γιατί ήδη έγραψα πολλά, και με αυτό θα τελειώσω.
Το ακραίο πάθος και η παράδοση σε αυτό ίσως να μην κρύβουν τελικώς ένα βίωμα συμφιλίωσης και μέθεξης στη διαρκή διάνοιξη της ζωής. Κατά βάθος ίσως να πρόκειται για την άλλη όψη του νομίσματος της βούλησης για κυριαρχία επί της ζωής. Κι ενώ η μία όψη έχει τη μορφή ενός λογιστικού που επιδιώκει τη συσσώρευση, αυτή η άλλη έχει τη μορφή ενός θυμικού που επιδιώκει τον αφανισμό και τον αυτοαφανισμό.